του Μ. Βαϊνστάϊν, από το Άρδην τ. 55, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005
Μέσα στο Καλοκαίρι του 2005, η Κίνα έδειξε τους μυς της στο οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο, πυροδοτώντας έναν καταιγισμό αντιδράσεων στην Ουάσινγκτον η οποία απειλεί να περιπλέξει τις σινο-αμερικανικές σχέσεις, ενώ κατέδειξε ορισμένους μακροχρόνιους κινδύνους για το μέλλον της παγκοσμιοποίησης.
Η ενισχυόμενη παρουσία της Κίνας στο παγκόσμιο προσκήνιο εκφράστηκε με τη μορφή προσφορών των κινέζικων επιχειρήσεων για την αγορά της αμερικανικής Μaytag, κατασκευάστριας εταιρείας ειδών οικιακής χρήσης και της πετρελαϊκής Unocal, καθώς επίσης και με τις δοκιμές του πλέον εξελιγμένου και με το μεγαλύτερο βεληνεκές διηπειρωτικού πυραύλου της Κίνας, του JL2. Αυτές οι κινήσεις ξεσήκωσαν διαμαρτυρίες στο αμερικανικό Κογκρέσο τις οποίες ακολούθησαν οι αμφίθυμες ανακοινώσεις της κυβέρνησης Μπους, η οποία δέχεται πολλαπλές πιέσεις από αντικρουόμενα συμφέροντα.
Μετά την αγορά τον Μάιο του τμήματος προσωπικών υπολογιστών της ΙΒΜ από τον κινέζικο όμιλο εταιρειών Lenovo, η προσφορά για την Maytag από την Haier America Trading –την θυγατρική του κινεζικού κολοσσού Haier στην Αμερική– και η κίνηση για την απόκτηση της Unocal από την Κινέζικη Πετρελαϊκή Υπεράκτια Εταιρεία (CNOOC) σηματοδοτεί το πέρασμα σε ένα νέο επίπεδο της –προσανατολισμένης προς τις εξαγωγές– οικονομικής πολιτικής του Πεκίνου η οποία έχει ως στόχο να κάνει την Κίνα μια συνολικά μεγάλη δύναμη με εξελιγμένες βιομηχανίες σε όλους τους στρατηγικούς τομείς μέσα στα επόμενα 20 χρόνια.
Η δοκιμή του πυραύλου JL2, με βεληνεκές 6.000 μίλια (9.656 χλμ) εντάσσεται στην κατεύθυνση της ενδυνάμωσης των στρατιωτικών δυνάμεων της Κίνας, ώστε να μετατραπεί στην κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία, διαβρώνοντας βαθμιαία την αμερικανική επιρροή.
Τόσο οι οικονομικές όσο και οι στρατιωτικές κινήσεις δείχνουν ότι η γεωστρατηγική του Πεκίνου παραμένει σταθερή στις επιλογές της και ότι το καθεστώς της Κίνας είναι βέβαιο ότι αυτή η στρατηγική αποδίδει.
Ένα νέο στάδιο ανάπτυξης
Μέχρι να την εξαγορά της ΙΒΜ από την Lenovo, η αναπτυξιακή στρατηγική του Πεκίνου επικεντρωνόταν στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων στην Κίνα, στηριζόμενη στο τεράστιο απόθεμα φθηνού εργατικού δυναμικού και στην αχανή αγορά της για να ενισχύσει την βιομηχανία της και να εισαγάγει προηγμένη τεχνολογία. Αφού κατόρθωσε να δημιουργήσει μια βιομηχανική βάση και να αποκτήσει ορισμένες ισχυρές και πλούσιες σε ρευστό εταιρείες, η Κίνα έχει την ευκαιρία να επεκτείνει τις εξαγωγές της και να διασφαλίσει τις πηγές της σε ενέργεια και ορυκτά που χρειάζεται για να λειτουργεί η ανθούσα βιομηχανία της, μέσω της αγοράς ξένων εταιρειών.
Η εξαγορά ξένων επιχειρήσεων έχει το πρόσθετο στρατηγικό πλεονέκτημα της δημιουργίας ομάδων συμφερόντων στις χώρες στις οποίες έχουν την έδρα τους οι επιχειρήσεις, τα οποία είναι οικονομικώς εξαρτημένα από την Κίνα και, γι’ αυτόν τον λόγο, θα τείνουν να την υποστηρίζουν στις πολιτικές συγκρούσεις.
Η προσφορά της Haier για την Maytag που ανερχόταν στα 1,28 δισ. δολάρια καταδεικνύει την επιμονή και την ενδυνάμωση της στρατηγικής της ανάπτυξης μέσω εξαγωγών του Πεκίνου. Έχοντας ήδη κερδίσει μια θέση στην αμερικανική αγορά μέσω των πωλήσεων ψυγείων και κλιματιστικών στις αλυσίδες καταστημάτων Wal-Mart και Target, η Haier θα ήθελε να επεκτείνει τη διείσδυσή της αγοράζοντας μια εταιρεία με καθιερωμένο όνομα και εξασφαλισμένο δίκτυο διανομής και υπηρεσιών. Οι αναλυτές συμφωνούν στο ότι, αν η προσφορά της Haier γίνει δεκτή, η εταιρεία θα μεταφέρει την παραγωγή της Maytag στην Κίνα και θα χρησιμοποιήσει το σύστημα διανομής και υπηρεσιών της εταιρείας για να προωθήσει τις δικές της μάρκες παράλληλα με εκείνες της Maytag, οι οποίες πιθανώς και θα μπορούσαν να εξαφανιστούν.
Η προσφορά ύψους 18,5 δισ. της CNOOC για την Unocal έχει μεγαλύτερη στρατηγική σημασία από την κίνηση εξαγοράς της Maytag από την Haier. Έχοντας στο παρελθόν ήδη αποτελέσει στόχο εξαγοράς από τη Chevron, η Unocal είναι ιδιαιτέρως ελκυστική για το Πεκίνο εξαιτίας των δικαιωμάτων άντλησης που διαθέτει η εταιρεία στην Ταϋλάνδη και στο Μυανμάρ, τις οποίες το Πεκίνο έχει συμπεριλάβει στη μελλοντική σφαίρα επιρροής του.
Προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του, να μεταμορφώσει την Κίνα σε μια ολοκληρωμένη παγκόσμια δύναμη, το Πεκίνο πρέπει να έχει διασφαλίσει την πρόσβαση στις πρώτες ύλες σε αγορές που έχουν γίνει ιδιαίτερα ανταγωνιστικές και δύσκολες, σε μεγάλο βαθμό χάρις στην εκρηκτική ζήτηση της Κίνας. Η προσφορά για την Unocal καταδεικνύει ότι το Πεκίνο έχει επίγνωση του γεγονότος ότι πρέπει να κινηθεί γρήγορα για να εξασφαλίσει την πρόσβαση στους πόρους, σε βάρος των ανταγωνιστών της, ειδικά των ΗΠΑ. Ως μέρος της γενικής στρατηγικής του Πεκίνου, οι κινέζικες επιχειρήσεις αγόρασαν πρόσφατα ορυχεία στην Αυστραλία και στον Καναδά, ενώ το Πεκίνο επιδιώκει εμπορικές συμφωνίες που αφορούν φυσικούς πόρους στην Νότια Αμερική. Η Unocal αποτελεί μέρος μιας συνολικότερης στρατηγικής.
Όσον αφορά στο στρατιωτικό μέτωπο, η δοκιμή του πυραύλου JL-2 στο Πεκίνο, που πρωτοδημοσιεύτηκε στην Ουάσιγκτον Τάιμς, σηματοδοτεί, σύμφωνα με ανώνυμο αξιωματούχο του Υπουργείου Άμυνας, «μια μη αναμενόμενη πρόοδο στο τεχνολογικό πεδίο». Ο JL-2 με βεληνεκές 6.000 μίλια είναι μεγαλύτερος από οποιονδήποτε άλλο πύραυλο στο οπλοστάσιο της Κίνας, και είναι σχεδιασμένος για τα νέας γενιάς πυρηνικά υποβρύχια της Κίνας, το πρώτο από τα οποία καθελκύστηκε το 2004. Με τις αμυντικές της δαπάνες να αγγίζουν τα 78 δισ. δολάρια τον χρόνο, η στρατηγική του Πεκίνου να δημιουργήσει έναν στρατιωτικό, προηγμένο τεχνολογικά, αποτρεπτικό μηχανισμό αρχίζει να αποδίδει καρπούς.
Η αυξανόμενη παρουσία της Κίνας προκάλεσε μια αναμενόμενη αντίδραση και στα δύο κτίρια του αμερικανικού Κογκρέσου, όπου οι νομοθέτες –ιδίως αυτοί που προέρχονται από την Καλιφόρνια όπου έχει την έδρα της η Chevron– εξέφρασαν ανησυχία για την προσφορά που αφορά την Unocal. Ο πρόεδρος της Επιτροπής για τους Πόρους Richard Pombo, ένας ρεπουμπλικάνος από την Καλιφόρνια, υποστήριξε ότι η αγορά από τους Κινέζους αντίκειται στα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Απαντώντας σε μια ανάλογη κριτική στη Γερουσία, ο υπουργός Οικονομικών John Snow υποσχέθηκε ότι η επιτροπή της Κυβέρνησης για τις ξένες επενδύσεις θα ερευνήσει την εξαγορά, εάν πραγματοποιηθεί κάποια συμφωνία1.
Η χλιαρή απάντηση της κυβέρνησης Μπους στις κινέζικες προκλήσεις αντανακλά τα αντικρουόμενα συμφέροντα ανάμεσα στις παγκοσμιοποιημένες αγορές και την εθνική ασφάλεια και τα εγχώρια συμφέροντα, που όλο και περισσότερο εμφανίζονται να έρχονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Ένα αίσθημα προστατευτισμού –το οποίο στοχεύει κυρίως την Κίνα– αναπτύσσεται στο Κογκρέσο και θα μπορούσε τελικά να απειλήσει τη διαδικασία παγκοσμιοποίησης. Σύμφωνα με το σχήμα που ακολουθεί σε ένα ευρύ φάσμα από διεθνή θέματα, η κυβέρνηση Μπους συναντά αυξανόμενες δυσκολίες στην επιλογή των προτεραιοτήτων της, προσφέροντας έτσι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε κράτη που ασκούν συνεπέστερες στρατηγικές.
Εν κατακλείδι
Το νέο στάδιο ανάπτυξης της Κίνας αναδεικνύει την εγγενή σύγκρουση Πεκίνου-Ουάσιγκτον στο προσκήνιο. Η συγκράτηση της κινεζικής επέκτασης –εάν αυτή είναι ακόμα δυνατή– κυοφορεί τον πολύ πιθανό εκτροχιασμό της παγκοσμιοποίησης. εάν δε αφεθεί ελεύθερη, θα κάνει πιθανότερη την επίτευξη των γεωστρατηγικών στόχων του Πεκίνου.
Αναμένεται το Πεκίνο να συνεχίζει σταθερό στην πορεία που έχει χαράξει ενώ η Ουάσιγκτον να αδυνατεί να προβάλει μια αποτελεσματική αντίσταση.
Asia Times 30 Ιουνίου 2005
Μετάφραση: Γ.Κ.