του Γ. Ρακκά, από το Άρδην τ. 53, Απρίλιος-Μάιος 2005
Τους τελευταίους 9 μήνες, ουσιαστικά μετά από την λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων τα πάντα στη χώρα μας έχουν πάρει για τα καλά την κατιούσα. Σε κάθε επίπεδο, εθνικό, οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, λαμβάνουν χώρα αρνητικότατες εξελίξεις. Που να πρωτοαναφερθούμε; Στο ανέλπιστο δώρο των Η.Π.Α. στα Σκόπια, σε σχέση με το ζήτημα της ονομασίας τους και στην συνέχεια με το υποτιθ΄έμενο χρύσωμα του χαπιού με το Σχέδιο Νίμιτς; Στην αποδοχή της άνευ όρων ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε.; Στην επικείμενη επαναφορά του Σχεδίου Ανάν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, παρά την αντίθετη γνώμη του ελληνικού λαού; Στις ντιρεκτίβες της Ε.Ε. για τον βασικό μέτοχο που ουσιαστικά αποσκοπούν στην παράκαμψη του Συντάγματός μας; Ή μήπως στο γκρίζο τοπίο της οικονομίας, τα ελλείμματα, τους φόρους, την ακρίβεια και την φτώχεια, την βαθιά κρίση που σοβεί στην παιδεία – και την οποία μαρτυρούν οι σπασμωδικές κινήσεις του αρμόδιου υπουργείου; Για να μην μιλήσουμε για το επίπεδο του πολιτισμού, ο οποίος πλέον τείνει να ταυτιστεί μ’ όλα αυτά τα (φτωχο)ρωμαϊκής έμπνευσης, κενά σύλληψης και αισθητικού-πνευματικού περιεχομένου, τηλεοπτικά θεάματα, με ΄πρωτοπόρο την… Παπαρίζου. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε το ξεδόντιασμα της ιεραρχίας της εκκλησίας και την εγκατάλειψη των Ιεροσολύμων. Πραγματικά, ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Απ’ όποια πλευρά κι αν προσεγγίσουμε την πραγματικότητα της χώρας μας, τα συμπεράσματα παραμένουν τα ίδια, είναι αρνητικά και στοιχειοθετούν μια εικόνα κάθετης πτώσης, παρακμής.
Τι έχουν να πουν τα δύο μεγάλα κόμματα μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση; Το μόνο που ακούμε από τα χείλη των εκπροσώπων τους είναι αλληλοκατηγορίες. Απ’ τη μια, η κυβέρνηση κατηγορεί το Πα.Σο.Κ ότι «παρέδωσε καμμένη γη». Από την άλλη, οι εκπρόσωποι της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγορούν την κυβέρνηση ότι συνεχίζει την τακτική του «ώριμου φρούτου» συνεχίζοντας να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, όντας στην εξουσία.
Είναι προφανές ότι οι εξηγήσεις που παρέχονται για την δεινή κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει δεν είναι αρκετές. Η υφή των προβλημάτων, η μόνιμη προκλητικότητα της Τουρκίας, η απαξίωση που εισπράττουμε από τις αμερικανικές επιλογές, οι συνεχείς επιπλήξεις από την Ευρώπη, το διευρυνόμενο «έλλειμμα προσαρμοστικότητας» της ελληνικής οικονομίας, μαρτυρούν ένα συνολικότερο αδιέξοδο που αφορά την ίδια την στρατηγική της χώρας μας, τους στόχους που είχαμε θέσει όλα αυτά τα χρόνια και που συνεπάγονταν τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που εισπράττουμε σήμερα.
Κοντολογίς, σήμερα είναι προφανές πως εάν κάτι έχει αποτύχει είναι ο ίδιος ο εκσυγχρονισμός ως εθνική στρατηγική, ως ένα πρόγραμμα το οποίο ασπάστηκαν λιγότερο ή περισσότερο τα δυο μεγάλα κόμματα αλλά και ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Εάν κάτι διαψεύδεται σήμερα, είναι ακριβώς αυτές οι προσδοκίες περί της «ισχυρής οικονομίας», της «ισχυρής Ελλάδας» με το «σημαντικό διεθνές εκτόπισμα», που εισέρχεται δυναμικά σε μια νέα εποχή «προόδου και ευημερίας».
Η κύρια παράμετρος της κρίσης, λοιπόν, αφορά την εξάντληση ή –για εμάς που τόσα χρόνια επιμείναμε στις θεμελιώδεις αντιφάσεις αυτού του εγχειρήματος των ελίτ– στην ολοκλήρωση του εκσυγχρονισμού, δηλαδή την ολοκληρωτική εξόντωση του ελληνικού έθνους-κράτους. Βέβαια, είναι πολύ ανησυχητικό το γεγονός ότι γύρω από αυτό το ζήτημα δεν γίνεται κανένας λόγος δημόσια από κανέναν. Κι αυτό μαρτυρά μια γενικευμένη αδυναμία της κοινωνίας μας να αντιληφθεί την κρισιμότητα της συγκυρίας ή, χειρότερα, την απελπισία στην οποία έχει περιέλθει αντιλαμβανόμενη ότι έζησε όλα αυτά τα χρόνια μια υπόθεση που εν τέλει αποδεικνύεται «ένα πουκάμισο αδειανό».
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, δεν μας μένει παρά να ελπίσουμε ότι αυτή η κρίση θα λειτουργήσει ως μια «στιγμή ελευθερίας», απελευθερώνοντας τις συνειδήσεις από τα στενά όρια των παρωχημένων τοποθετήσεων. Γιατί αυτό το βάρος της μελαγχολικής παρακμής είναι όντως δυσβάσταχτο για μας αλλά και πολύ κατώτερο των απαιτήσεων που εγείρουν οι κρίσιμες περιστάσεις.