«Η αλήθεια είναι πως η τύχη ορίζει τις μισές μας πράξεις, αλλά αφήνει σε μας να κανονίσουμε τις άλλες μισές.»
Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527)
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
αναδημοσίευση από τον Ερανιστή
Για πολλές δεκαετίες μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους ο πραγματικός Εθνικός Στρατός ήταν ελάχιστος και οπωσδήποτε αναντίστοιχος με τις γεωπολιτικές και στρατιωτικές προκλήσεις που αντιμετώπιζε το νεαρό Βασίλειο. Ο αυτόπτης Θεόδωρος Πάγκαλος (1878-1952), γράφει για την κατάσταση στην Ελλάδα μετά τον «ατυχή πόλεμο» του 1897: «Μετ’ ολίγους όμως μήνας τα πάντα ελησμονήθησαν και ουδείς εσυνετίσθη εκ των παθημάτων του ατυχούς εκείνου πολέμου. Οι πολιτικοί ηγέται της χώρας τίποτε δεν εδιδάχθησαν και εξηκολούθησαν, με τον αυτόν φανατισμόν, το αλληλοφάγωμα του παρελθόντος. Κατά το γνωστό απόφθεγμα του Κολοκοτρώνη, ο χαβάς διεκόπη προσκαίρως, αλλ’ επανήρχισεν εντονώτερος μετ’ ολίγον διότι οι βιολιτζήδες παρέμειναν οι ίδιοι. Αι λαϊκαί μάζαι, αμόρφωτοι και τελείως ανοργάνωτοι, παρεσύροντο υπό των δημαγωγών εις την μέθην της κομματικής διαπάλης και με τα συνθήματα Κορδόναρος και τώπε ο Γέρος (ο Δεληγιάννης), επανέφερον πανισχύρους εις την εξουσίαν τους ανθρώπους τους οποίους δικαίως κατηκρήμνισεν η λαϊκή κραυγή την επομένην του αίσχους της Λαρίσης. Όλοι οι πονούντες δια το κατάντημα έβλεπον πλέον καθαρά ότι τίποτε δεν έπρεπε να αναμένεται ούτε εκ μέρους του λαού ούτε από τους πολιτικούς ηγέτας.»
Γύρω στα 1909 οι περισσότεροι νέοι Ευέλπιδες αξιωματικοί χρησιμοποιούνται «δι’ αστυνομικά καθήκοντα», διασπαρμένοι στις πόλεις και τα χωριά· εξάλλου οι στρατώνες ήταν «κενοί» εξαιτίας του περιβόητου «Νόμου των απαλλαγέντων».[1] Παρά το «αίσχος» του 1897 ο νόμος αυτός, που ψηφίστηκε «χάριν οικονομίας», ματαίωνε στην πράξη οποιαδήποτε σοβαρή πολεμική προετοιμασίας του έθνους εν όψει των βαλκανικών πολέμων. Αρχικώς πλείστοι νέοι των εύπορων οικογενειών απαλλάσσονταν από «το στρατιωτικό», εφόσον μπορούσαν να καταβάλλουν ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό στο δημόσιο ταμείο. Το λεγόμενο «αντισήκωμα» μειώθηκε αργότερα, οπότε οι «νομίμως» απαλλαγέντες «όλων των τάξεων» έφτασαν τις δεκάδες χιλιάδες σε ολόκληρη τη χώρα· την ίδια περίοδο η Ελλάδα μόλις και μετά βίας μπορούσε να στρατολογήσει εν καιρώ ειρήνης 20-23.000 μάχιμους άνδρες… Το πράγμα ήταν κωμικοτραγικό. Εξ ου και η λαϊκή σάτιρα της εποχής δημιούργησε «τον περίφημον τύπον ο απαλλαγέντας» και τον «επεδείκνυεν χλευαστικώς εις τους φυγοστράτους της εποχής εκείνης.» Ο «Απαλλαγέντας» ήταν «ήκιστα τιμητικός τίτλος, ισότιμον του μεταγενέστερου Κουραμπιέ.»[2]
Ασκήσεις διά σκοινίου
Επιπλέον, πάλι για λόγους οικονομίας, η θητεία μειώθηκε στους 18 μήνες: «Οι τίμιοι και πατριώται κατώτεροι αξιωματικοί συνεγκεντρούντο άνεργοι εις τα καφενεία των Συνταγμάτων και έβλεπον με θλίψιν τους κενούς θαλάμους των λόχων, οίτινες περιελάμβανον τον λοχίαν, τον σιτιστήν και 3-4 άλλους οπλίτας.» Και οι ελάχιστοι αυτοί οπλίτες ασκούνταν ελάχιστα: «Εις τίνα σώματα διά να γίνουν τινές ασκήσεις λόχου εφεύρουν την μέθοδον της παρατάξεως των διμοιριών διά δύο ανδρών, οίτινες εκράτουν τα άκρα τεταμένου σκοινίου 20 περίπου μέτρων. Ήσαν οι ασκήσεις διά σκοινίων.»
Η πειθαρχία
Ο Στρατηγός Παρασκευόπουλος γράφει σχετικά: «Ιδού οποία ήτον η κατάστασις του στρατού όταν διωρίσθην επιτελάρχης. Επί ολικής δυνάμεως 10.000 ανδρών έμενον δι’ υπηρεσίαν 3.000, εξ αυτών δε οι 2.700 ήσαν νεοσύλλεκτοι.» Στην περιφέρεια του 2ου στρατηγείου υπήρχαν μόλις 3 επικηρυγμένοι «ληστές» και κάποιοι φυγόδικοι απασχολούσαν 1.800 στρατιώτες και αξιωματικούς. Τα 7/10 του νεανικού πληθυσμού της χώρας ήταν «εντελώς αγύμναστα»· οι νέοι στρατιώτες, αφού ολοκλήρωναν την «μόλις στοιχειώδη» δίμηνη εκπαίδευση τους, διασπείρονταν σε καθήκοντα και υπηρεσίες άσχετες με τον Στρατό· όπως ήταν αναμενόμενο «απέβαλαν συν τω χρόνω και αύτη την στοιχειώδη μόρφωσιν και το αίσθημα της πειθαρχίας» που απέκτησαν κατά την ολιγόχρονη παραμονή στα στρατόπεδα.[1]
Τυφέκια Μάνλιχερ
Οι αποθήκες της ξηράς και του ναυτικού ήταν «σχεδόν κεναί ιματισμού, πυρομαχικών και του λοιπού αναγκαιούντος υλικού» Είναι βεβαίως αληθές, γράφει ο Αρχηγός του Συνδέσμου Συνταγματάρχης Ζορμπάς, ότι δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την ήττα του 1897 η κυβέρνηση αποφάσισε ν’ αντικαταστήσει τον παλαιού τύπου οπλισμό του στρατεύματος.[3] Μετά το 1905, παραγγέλθηκαν από το εξωτερικό 100.000 επαναληπτικά τυφέκια «Μάνλιχερ» και αργότερα (1907) 144 πεδινά και 24 ορειβατικά πυροβόλα Σνάιντερ. Σύμφωνα με την έκθεση του Γεωργίου Θεοτόκη, τον Δεκέμβριο του 1905, τα χρήματα του Ταμείου Εθνικής Αμύνης μόλις επαρκούσαν για την πληρωμή 60.000 τυφεκίων Μάνλιχερ – χωρίς να υπολογίζονται τα πυρομαχικά τους.[4]
Το άνθος της νεότητος
Αποτέλεσμα του «σοφού αυτού νόμου», σχολιάζει ο τότε υπολοχαγός και «κινηματίας» Θεόδωρος Πάγκαλος, «ήταν ότι το άνθος της νεότητος της χώρας, πλέον των 100.000, παρέμενεν αγύμναστον εντελώς και αν δεν επήρχετο η Επανάστασις του 1909, ήτο ζήτημα αν η Ελλάς παρέτασσε 50.000 ημιγυμνασμένους εφέδρους κατά τους βαλκανικούς πολέμους.» Την ίδια περίοδο η απειλητικότατη Βουλγαρία διέθετε 300.000 καλώς εξοπλισμένους στρατιώτες και ισχυρότατο πυροβολικό, οι Σέρβοι ετοίμαζαν καλώς εφοδιασμένο και οργανωμένο στρατό 200.000 αντρών και οι Τούρκοι μιλούσαν για στρατεύματα των 500.000 και για συμμαχία με τη Βουλγαρία που θα «θάψει τους Έλληνες». Και φυσικά, ουδείς πιθανός σύμμαχος έπαιρνε στα σοβαρά μια χώρα που ηττήθηκε κατά κράτος στα 1897 και δεν διέθετε αξιόμαχο στρατό. Για να επιτευχθεί αργότερα η συμμαχία με την Βουλγαρία, οι Βούλγαροι επιτελείς επιθεώρησαν επισήμως δύο νέες ασκούμενες ελληνικές μεραρχίες στον θεσσαλικό κάμπο.
Ο καφές του Σεφκέτ
Ενός κακού μύρια έπονται· λίγο μετά την επικράτηση του κινήματος των Νεότουρκων[2] (1908), άρχισαν νέοι διωγμοί των Ελλήνων σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Στη Θεσσαλονίκη ο διαβόητος αρχιχαμάλης των Τελωνείων Κερίμ αγάς κακοποιούσε και καθύβριζε δεινώς τους Έλληνες της πόλης. Οι Τούρκοι, αφού «κατάπιαν το πικρό χάπι» που τους έδωσε η Βουλγαρία σε συμμαχία με την Αυστρία, έπεσαν ακάθεκτοι και θρασείς εναντίον της «πτωχής και άπορης» Ελλάδας. Θέλουν να κρατήσουν την Κρήτη, παρά τους ποταμούς αίματος που έχυσαν κατά καιρούς οι Έλληνες επαναστάτες του νησιού, και ο υπερφίαλος Σεφκέτ πασάς απειλούσε δημόσια ότι θα εκστρατεύσει εναντίον της Αθήνας «δια να πίη τον καφέν του στην Ακρόπολη.»[5]
Με την ουρά στα σκέλια
Απέναντι σε τέτοιες ιστορικών διαστάσεων απειλές και αξιώσεις η Ελλάδα δεν είχε παρά να επιδείξει «άψογον στάσιν». Η Ελληνική Κυβέρνηση «με την ουράν εις τα σκέλη εκλαυθμήριζε ως πανικόβλητον κυνάριον».[6] Ο «καφές του Σεφκέτ» σκύλιασε τους νέους Έλληνες αξιωματικούς· η κατάσταση άρχισε ήδη ν’ αλλάζει μετά τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908), στον οποίο συμμετείχαν ως εθελοντές εκατοντάδες αξιωματικοί και στρατιώτες από την ελεύθερη Ελλάδα, και ο λαός ανέκτησε κάπως την εμπιστοσύνη του στις ένοπλες δυνάμεις του έθνους.[7] Πλήθος υπαξιωματικοί και αξιωματικοί, «βαρέως φέροντες» την ήττα του 1897, περίμεναν εναγωνίως πότε το κράτος «θα ηδύνατο, παρασκευαζόμενον καταλλήλως, εσωτερικώς και διπλωματικώς, ν’ αναλάβει τον αγώνα προς εξάλειψιν του αίσχους.»[8] Στα 1909, υπό την απειλή του Σ.Σ., η «σκούπα» του πρωθυπουργού Μαυρομιχάλη σάρωσε και τα τελευταία υπολείμματα των λεγόμενων «αξιωματικών της κόκκινης κάλτσας» και οι Σχολές των Υπαξιωματικών και των Ευελπίδων «έχυνον νέο υγιές αίμα εις τα στελέχη του στρατού.» Ο Ελληνισμός, γράφει ο Γεώργιος Βεντήρης, «κατείδε την περεταίρω αδυναμίαν του να υπάρξη ως ανάπηρον καθυστέρημα του Βυζαντίου. Είχε χρέος να ζήση ή να πέση με τον εαυτόν του. Τα μέχρις αγριότητος άπληστα σλαυικά έθνη υπενθύμιζον εις τον Έλληναν πρωτότοκον των Βαλκανίων ότι μόνον η ακάματος δράσις επιτρέπει εις τους λαούς να στέκουν όρθιοι επί της γης. Αναγκαία υπόμνησις.»[3]
Καλύτερα να πουλάμε μαρίδες
Τα προηγούμενα είναι νομίζουμε αρκετά για να δείξουν τη μεγάλη σημασία του Κινήματος στο Γουδί· αξίζει ωστόσο να σταθούμε και σ’ ένα μάλλον ασήμαντο επεισόδιο, που δείχνει ξεκάθαρα την ψυχολογική κατάσταση που επικρατούσε στις τάξεις των αξιωματικών του Ελληνικού στρατού, ιδίως στους κατώτερους.[9] Σε μια μεγάλη συγκέντρωση του 7ου πεζικού Συντάγματος -τον Ιούλιο του 1908- ένας υπολοχαγός απευθύνθηκε προς τον ταγματάρχη Μ. «σε τόνον έντονον και οργίλον»: «Ο στρατός δεν είναι δυνατόν να παραμένει επί πλέον αδιάφορος ενώπιον της βεβαίας καταστροφής, προς την οποία φέρει την Πατρίδα η προδοτική αμέλεια των κυβερνώντων.» Ο ταγματάρχης έμεινε «άφωνος και κατάπληκτος»· την ίδια στιγμή ο ανθυπολοχαγός Γεωργακόπουλος Π., στενός φίλος του υπολοχαγού, «λέγει εν οργή» τα επόμενα: «Τι να την κάνω την πειθαρχία, κύριε Ταγματάρχα, όταν εντρέπομαι που φέρω την στολήν του Έλληνος αξιωματικού. Ας μας διώξουν. Προτιμώ να πετάξω το γαλόνι που απέκτησα με τόσες θυσίες και να πουλώ μαρίδες για να ζήσω τίμια.» Στην αίθουσα επικράτησε «σιγή και κατάπληξις»· ο Μ. αποχώρησε σιωπηλός και «με κεκλιμένην την κεφαλήν.»[10] Τέτοια συμπεριφορά ήταν αδιανόητη μέχρι τότε, αλλά ο συνετός ταγματάρχης δεν τιμώρησε τους «αυθάδεις» νεαρούς και περιορίστηκε σε «αυστηρές συστάσεις». Τα «σπαθοφόρα παιδαρέλια» είχαν αποφασίσει να φτάσουν τα πράγματα μέχρι την επανάσταση.[11]
Όπερ και εγένετο, όπως θα δούμε αναλυτικά σε κάποιο άλλο σημείωμα· από τον Αύγουστο του 1909 μέχρι την έναρξη των βαλκανικών πολέμων του 1912-13, με την ταχεία συνδρομή Γάλλων στρατιωτικών εκπαιδευτών και χάρη στο επαναστατικό πρόγραμμα που επέβαλε ουσιαστικά ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η Ελλάδα κατόρθωσε να παρατάξει στα πεδία των μαχών 140.000 άλκιμους στρατιώτες και αξιωματικούς και να φτάσει τις ελληνικές σημαίες μέχρι τον Νέστο.[12]
Τα ελληνικά σύνορα την Ελασσόνα
Την ίδια εποχή αγοράστηκε κατεπειγόντως το θωρηκτό καταδρομικό πλοίο «Γ. Αβέρωφ» και μπήκαν οι βάσεις της εθνικής πανστρατιάς που ακολούθησε. Τον Ιούλιο του 1909 -λίγες μέρες πριν ξεσπάσει το Κίνημα στο Γουδί- ο Βούλγαρος πρέσβης στην Αθήνα ρωτούσε τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Χρηστάκη Ζωγράφο «αν η Ελλάς επεθύμει να συνεργασθή με την Βουλγαρίαν προς απελευθέρωσιν της Μακεδονίας»· ο διάλογος που καταγράφει ο Βεντήρης είναι χαρακτηριστικός:
«-Ζωγράφος: Ποία ανταλλάγματα θα λάβη η Ελλάς;
– Ο Βούλγαρος: Την διπλωματικήν μας υποστήριξιν δια να σας δοθή η γραμμή της Βερολινείου συνθήκης.»
Με άλλα λόγια, η Βουλγαρία «παραχωρούσε» στην Ελλάδα την …Ελασσόνα, ενώ αυτή θα έπαιρνε την Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι και την Ανδριανούπολη, τουλάχιστον.
«Και μόνον ότι εγύμνασε τους εφέδρους[4] αυτούς», συνεχίζει ο στρατηγός Πάγκαλος, «αξίζει την αιώνιαν ευγνωμοσύνην του έθνους το Γουδί του 1909. Άνευ αυτού, τα σύνορα της Ελλάδας θα ήσαν από τότε το πολύ εις το Σαραντάπορον και τον Πλαταμώνα.»
Ο Δημήτρης Τζήκας είναι ιστορικός.
Ενδεικτική βιβλιογραφία και παραπομπές
[1] Με νόμο του 1906 ο Στρατός τυπικώς απαλλάσσεται από αστυνομικά και άλλα καθήκοντα. Στην πράξη όμως η κατάσταση δεν άλλαξε.
[2] Θεοδ. Πάγκαλου. Τα απομνημονεύματά μου. 1897-1947. Τομ. Α’ Αετός. Αθήνα, 1950. Σελ. 43-44.
[3] Νικολάου Ζορμπά. Απομνημονεύματα ή Πληροφορίαι περί των συμβάντων κατά τη διάρκειαν της Επαναστάσεως της 15ης Αυγούστου 1909. Εκδοτικός Οίκος Λαμπρόπουλου. Αθήναι, 1925.
[4] Γ.Ν. Θεοτόκης. Η στρατιωτική κατάστασις και η πολιτική. Εστία. Εν Αθήναις, 1911. Σελ. 10. Τα Μάνλιχερ του ελληνικού στρατού κατασκευάστηκαν στην Αυστροουγγαρία και είχαν πολύ καλή απόδοση. Με τα ίδια όπλα πολέμησε ο Ε.Σ. στη Μικρασία.
[5] Πάγκαλου. Απομνημονεύματα. Σελ. 41. «Η αλλοπρόσαλλος τύχη», γράφει ο Πάγκαλος, «οδήγησεν μετά τρία έτη (το 1912) τον διάδοχόν του Ταξίν να πιει τον «με πολλά ολίγην καφέν» του στο Φάληρο, αιχμάλωτος του Ελληνικού Στρατού.
[6] Πάγκαλου. Απομνημονεύματα. Σελ. 41
[7] Οι Μακεδονομάχοι, μέχρι το 1908, κατάφεραν ισχυρά πλήγματα στο βουλγάρικο κομιτάτο και στη συνέχεια κάποιοι πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση του Στρατιωτικού Συνδέσμου.
[8] Νικολάου Ζορμπά. Σελ. 6.
[9] Το σύνολο των αξιωματικών που προσχώρησαν Στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο έφταναν μέχρι τον βαθμό του Ταγματάρχη· με τον Σ.Σ. συντάχτηκε και το μεγάλο πλήθος των υπαξιωματικών της εποχής καθώς και η ομάδα των 25-30 λοχαγών του Ζυμβρακάκη.
[10] Πάγκαλου. Απομνημονεύματα. Σελ. 45,46.
[11] Όπως είναι γνωστό οι συντεχνίες της Αθήνας -πλην του δικηγορικού συλλόγου- στήριξαν το Κίνημα στο Γουδί. Η μεγάλη λαϊκή διαδήλωση του Συνδέσμου και των συντεχνιών της Αθήνας συγκέντρωσε πάνω από 55.000 ανθρώπους και «περιφρουρήθηκε» από τον Σ.Σ. ενόπλως. Παρά τις αντιδράσεις και διάφορα επεισόδια, οι κινηματίες εν τέλει επικράτησαν «χωρίς ν’ ανοίξει μύτη».
[12] Ο Πάγκαλος αλλού γράφει ότι ένας Βούλγαρος ταγματάρχης εξεπλάγη με το «νεαρόν της ηλικίας» και «την ευλυγισίαν» των Ελλήνων στρατιωτών που απελευθέρωσαν την Θεσσαλονίκη στα 1912.
[1] Αναφέρεται στο Θ. Πάγκαλου. Απομνημονεύματα. Σελ. 43-44.
[2] Ελάχιστοι έλαβαν τότε υπ’ όψιν τους την προειδοποίηση του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’: «Οι Νεότουρκοι θα είναι χειρότεροι από τους Παλαιότουρκους.» Βλ. Γεώργιος Βεντήρης. Η Ελλάς του 1910-1920. Ιστορική μελέτη. Τομ. Α΄-Β΄. Πυρσός. Αθήνα, 1931. Σελ. 43.
[3] Γεώργιος Βεντήρης. Σελ. 28.
[4] Ο Βεντήρης υπολογίζει ότι με την κατάργηση του νόμου περί απαλλαγών ο Σ.Σ. «εγύμνασεν» περίπου 40.000 «απαλλαγέντες.» Σελ. 61.