του Χρ. Ιακώβου, από το Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004
Αφορμη για την παραθεση των παρακάτω σκέψεων είναι μία συνομιλία που είχα με κάποιο φίλο, λίγο πριν από τον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος μεταξύ Πορτογαλίας και Ελλάδος. Σχολιάζοντας τα προγνωστικά για το παιγνίδι, μου εξέφρασε την ενδόμυχή του πεποίθηση ότι προτιμούσε να κερδίσει η Πορτογαλία γιατί πιθανή νίκη της εθνικής Ελλάδος “θα προκαλούσε έξαρση του εθνικισμού στην Κύπρο σε μία περίοδο που θα πρέπει να επανέλθει το σχέδιο Ανάν σε νέο δημοψήφισμα”.
Μετά την εμπειρία του 1974 κάποιοι “προοδευτικοί” που φαντάζοντο ότι είναι πιο ρεαλιστές, αφού πίστεψαν ότι ξεπέρασαν τους “εθνικιστικούς αταβισμούς” και υιοθετώντας αναμασήματα ενός ξενόφερτου ειρηνισμού και οικουμενισμού, θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να οικοδομήσουν ένα νέο πολιτικό πολιτισμό στην Κύπρο, στηριζόμενοι στην ιδεολογία του κυπριωτισμού που σταδιακά θα κυριαρχούσε σε βάρος της ελληνικής εθνικής συνείδησης.
Οι κυπριωτιστές συστηματικά εξέφρασαν και συνεχίζουν να εκφράζουν την εχθρότητά τους απέναντι σε γεγονότα και επετείους που μετατρέπονται σε σύμβολα επιβεβαίωσης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στην Κύπρο. Νομίζουν ότι λύνουν προβλήματα μόνο και μόνο επειδή εκστρατεύουν εναντίον του “εθνικιστικού φανατισμού”. Η συχνότατα, όμως, μισαλλόδοξη συμπεριφορά τους αποδεικνύει για άλλη μία φορά ότι ο φανατισμός εναντίον του φανατισμού μπορεί να είναι πιο στενοκέφαλος από τον απλό φανατισμό.
Ο κυπριωτισμός, όντας ιδεολογία, εκπληρώνει και τις ψυχολογικές λειτουργίες της ιδεολογίας, δηλαδή επέτρεψε σε “προοδευτικούς” διανοουμένους ελαφρών βαρών και σε αστείους δημοσιογραφίσκους να αναβαθμίζουν το μικρό τους εγώ εμφανιζόμενοι ως εκπρόσωποι υψηλών ιδεωδών. Συνάμα υποθάλπουν σε μικρομεσαίους πολιτικούς την ανακουφιστική ψευδαίσθηση ότι τάχα μπορούν να συρρικνώσουν την πολιτική σε διαχείριση και διάλογο, αποτινάζοντας από τους ισχνούς ώμους τους το βάρος της ιστορίας και των ευθυνών που απορρέουν από αυτή.
Πέφτουν στη μεγάλη παγίδα, όταν θέλουν να αντιπαλέψουν εθνικιστικές διαστροφές με άλλες “ορθότερες ιδέες”. Αυτές οι ιδέες αποδεικνύονται σχηματικές υποτυπώσεις ιδεολογημάτων και εγκεφαλικών κατασκευασμάτων που αφήνουν τον κόσμο τραγικά στερημένο και ανικανοποίητο, που τον κάνουν να αναρωτιέται αν η ερωτική σχέση που καλλιέργησε με τον πολιτισμό του Μίκη Θεοδωράκη, του Γιώργου Νταλάρα, του Οδυσσέα Ελύτη, της Κατίνας Παξινού και του Νίκου Γκάλη είναι πηγαία έκφραση μίας αμεσότητας που καθορίζει η συμμετοχή του σε ένα κόσμο με κοινές αξίες και κοινές ανησυχίες. Αυτή η στέρηση των κυπριωτιστών πριονίζει το κλαδί που στηρίζει αυτόν τον έρωτα με την “όντως Ελλάδα”, την Ελλάδα δηλαδή που δεν είναι πάνω από όλα ένας τόπος αλλά ένας τρόπος ζωής, μία προσωπική ένταξη στην οργανική συνέχεια εκείνης της ιστορικής εμπειρίας που διαμορφώνει τη συλλογική μας συνείδηση. Εκείνης της εμπειρίας που, μέσα σε κάποια δέκατα του δευτερολέπτου, μία κεφαλιά του Άγγελου Χαριστέα ένωσε μερικά εκατομμύρια ανθρώπων από το Σύδνεϋ μέχρι την Αθήνα και από την Κύπρο μέχρι τη Νέα Υόρκη, κάνοντας θρύψαλα το έργο ζωής μικρομεσαίων ακαδημαϊκών και στεγνώνοντας το μελάνι κονδυλοφόρων δημοσιογραφικής ιδεοληψίας. Είναι οι μοναδικές στιγμές που, ακόμη και εκείνοι που μπορεί να βρέθηκαν κάτω από την αποχαυνωτική επιρροή του κυπριωτισμού, αποφασίζουν να μην πηδήξουν σε κάποιο άλλο κλαδί διακινδυνεύοντας το σίγουρο στήριγμα κάτω από τα πόδια τους και τη σχέση της ερωτικής αμεσότητας με τον πολιτισμό τους, εν ονόματι τεχνητών υποκατάστατων της ταυτότητας και της ίδιας της ζωής τους. Ήταν το 57ο λεπτό του τελικού, που πολλοί κατάλαβαν ότι αυτήν την ερωτική στέρηση με τον ελληνικό πολιτισμό, οι κυπριωτιστές την επένδυσαν σε πλαστογραφημένες ιδέες και την ανικανότητα της σχέσης προσπάθησαν να την μεταλλάξουν σε έπαρση ιδεολογικής και πολιτικής αρετής. Ήταν μία μοναδική στιγμή μέσα στον χρόνο που κάποιοι συνειδητοποίησαν ότι για χρόνια τέρποντο παράγοντας λήρους και χόρταιναν καταναλίσκοντας ανεμώλια έπη.
Όσο ένοχη και αν αισθάνεται η ελληνική πλευρά για την ιστορική καχεξία του 1974 δεν μπορεί να την αντισταθμίσει με τους αυτάρεσκους μύθους του κυπριωτισμού. Η αιτιολογία δεν αποτελεί δικαιολογία αλλά ούτε ενδείκνυται ως πραξεολογία. Επιβιώνει όποιος αντιστέκεται στους μύθους που του καλλιεργούν και καταποντίζεται όποιος τους μετατρέπει σε δείκτη ζωής. Αρκεί μία στιγμή μέσα στο χρόνο να απογυμνώσει την ιδεοληψία τους και να αποκαλύψει την ανικανότητά τους να ξεχωρίσουν τα νοητά είδωλα από την πραγματικότητα της βιωματικής συμμετοχής σε έναν ζωντανό πολιτισμό.
- Ο Χρήστος Ιακώβου διδάσκει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Κύπρου.