Η Ελλάδα δεν πρέπει να επιτρέψει την οποιαδήποτε άσκηση πίεσης από την Τουρκία ή τρίτα μέρη με στόχο μια συνθηκολόγηση στις τουρκικές μαξιμαλιστικές αξιώσεις.
Του Δημοσθένη Γκαβέα από την huffingtonpost.gr
Στην επιθετική και αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας, η Ευρώπη ύψωσε ανάστημα και αυτό διότι η χώρα μας μπόρεσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να υπερασπιστεί επιτυχώς τη σημαία και την εδαφική της ακεραιότητα δύο φορές μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Από την «εισβολή» στον Έβρο μέχρι τις τουρκικές προκλήσεις στην ανατολική Μεσόγειο απεδείχθη ότι υπήρξαν αντανακλαστικά τόσο της πολιτικής ηγεσίας αλλά και των ενόπλων δυνάμεων.
Ωστόσο συνέβη και κάτι άλλο πολύ σημαντικό που δεσμεύει την κυβέρνηση στις όποιες αποφάσεις της από εδώ και στο εξής. Αυτό είναι πως η κοινή γνώμη, ο λαός, επείσθη για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια ότι η Ελλάδα όχι μόνο μπορεί να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητά της, αλλά μπορεί και να νικήσει στο πεδίο της μάχης την Τουρκία.
Η διαφαινόμενη αποκλιμάκωση της έντασης, όπως προέκυψε έπειτα και από την απόφαση του Τούρκου προέδρου, σύμφωνα με τις δηλώσεις του σύμβουλου Εθνικής Ασφάλειας του Ερντογάν Ιμπραήμ Καλίν, για «πάγωμα» των ερευνών του Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, φυσικά και μπορεί να θεωρηθεί θετική εξέλιξη, όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να προκαλεί εφησυχασμό. Αυτή η χειρονομία καλής θέλησης από μέρους της Τουρκίας με στόχο να ανοίξει ο δρόμος για διάλογο μεταξύ των δύο κρατών, απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη εγρήγορση.
Εάν Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε διερευνητικές επαφές θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη το “Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας” σε σχέση με την τουρκική αναδίπλωση και αυτό διότι η υπαναχώρηση του Ερντογάν γίνεται αφού πρώτα, δια στόματος Καλίν, δήλωσε ότι η Τουρκία είναι έτοιμη για να συζητήσει εφ΄όλης της ύλης. Δηλαδή εξ΄αρχής προσπαθεί να επιβάλει την ατζέντα του με όλες τις διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδας, όταν η εθνική γραμμή από μέρους της χώρας μας που κατατίθεται στο «τραπέζι των διαπραγματεύσεων» δεν είναι άλλη παρά η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και αυτή υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας εν αντιθέσει με αυτές που προωθεί η Τουρκία σε μια προσπάθεια να προδικάζει το αποτέλεσμα.
Το γεγονός ότι μετά την ανακοίνωση για «πάγωμα» των ερευνών του Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα η Τουρκία ανήγγειλε νέα NAVTEX για έρευνες του «Μπαρμπαρός» σε περιοχή εντός της Κυπριακής ΑΟΖ, αλλά και οι δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, σύμφωνα με τις οποίες «οποιαδήποτε σχέδιο για την ανατολική Μεσόγειο χωρίς τη συμμετοχή της Τουρκίας είναι καταδικασμένο να αποτύχει», μαρτυρεί του λόγου το αληθές.
Επίσης ο κ. Ερντογάν μπορεί να θέλει να κερδίσει χρόνο καθώς η αναδίπλωσή του οφείλεται, εκτός του μηνύματος αποτροπής που έλαβε από την Ελλάδα, στη γερμανική μεσολάβηση, αλλά και της στάση της Γαλλίας. Με λίγα λόγια η Ε.Ε. έπειτα από την πολύχρονη ανοχή που έχει δείξει στην παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας φαίνεται ότι αλλάζει τη στάση της και αυτό ο Ερντογάν το αντιλαμβάνεται και ίσως να θέλει να προλάβει πιθανές κυρώσεις που θα αποφασιστούν στις 27 και 28 Ιουλίου κατά την άτυπη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε. Όσον αφορά στη μεσολάβηση της Γερμανίας, που καιρό τώρα δείχνει αξιοσημείωτη ανοχή στον τουρκικό αναθεωρητισμό, μπορεί να εξηγηθεί ποικιλοτρόπως. Σίγουρα δεν θα ήθελε να διαχειριστεί μια σοβαρή κρίση μεταξύ των δύο χωρών ενόσω θα ασκεί την προεδρία στην ΕΕ, αλλά όπως εκτιμούν αρκετοί αναλυτές θα επιθυμούσε να δει μια συνδιαχείριση του Αιγαίου και των ενεργειακών του πόρων όταν μάλιστα από αυτούς θα επωφελούνται και γερμανικές εταιρείες, ακόμη και εάν αυτό μπορεί να σημαίνει και δορυφοροποίηση της Ελλάδας.
Ένας ακόμη λόγος που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την τουρκική αναδίπλωση ως κίνηση τακτικής, χωρίς να απομειώνουμε το αποτρεπτικό μήνυμα που κατάφερε και πέρασε η Αθήνα, είναι πως ο Ερντογάν θα επιθυμούσε να κερδίσει ότι μπορεί τώρα – και με το τώρα εννοούμε έως και τον Νοέμβριο, όταν θα διεξαχθούν οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές.
Ο Ερντογάν φοβάται πως ο «φίλος» του ο Τραμπ, δεν θα κερδίσει στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση και ξέρει πως η επόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ και η Γερουσία δεν θα είναι φιλικά προσκείμενες πως την τουρκική εξωτερική πολιτική.
Ενδεικτική είναι και η ανάρτηση στο twitter από τον Μάικλ Κάρπεντερ, διευθυντή του αμερικανικού ιδρύματος Penn Biden Center for Diplomacy and Global Engagement και συνεργάτη του υποψήφιου προέδρου Τζο Μπάιντεν, στο οποίο γράφει χαρακτηριστικά:
«Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε μια σημαντική διπλωματική επιτυχία με την αποκλιμάκωση της έντασης με την Άγκυρα, από εδώ και στο εξής, οι επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με μια ισχυρή, συντονισμένη συνεργασία των ΗΠΑ με την ΕΕ».
Η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ διαφαίνεται και από την πρόσφατη παρουσία του αεροπλανοφόρου Αϊζενχάουερ στην Κρήτη όπου διεξήχθη κοινή άσκηση με δυνάμεις του Πολεμικού Ναυτικού της χώρας μας, την ίδια περίπου ώρα που τουρκικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν πως οι ασκήσεις θα γίνονταν «με πλοία του τουρκικού ναυτικού που συμμετέχουν στην επιχείρηση «Ασπίδα της Μεσογείου».
Εντυπωσιακή είναι και η εξέλιξη από πλευράς της Ρωσίας η οποία και προκάλεσε εκνευρισμό στην Άγκυρα. Ειδικότερα σύμφωνα με πληροφορίες η Ρωσία ζήτησε την άδεια από την Κύπρο για ασκήσεις του στόλου της στην κυπριακή ΑΟΖ κατά τον Αύγουστο.
Αρα, ο Ερντογάν όχι μόνο κερδίζει χρόνο, αλλά μπορεί να γυρίσει και πάλι το παιχνίδι και να δημιουργήσει τετελεσμένα, αφού η Navtex μπορεί να ανανεωθεί και να μας δοκιμάσει – και πάλι – στη Μεσόγειο με απρόβλεπτες εξελίξεις.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα καλά κάνει και συμμετέχει ή καλά θα κάνει να συμμετάσχει σε διερευνητικές επαφές με την Τουρκία, όμως αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να της επιβληθεί η μαξιμαλιστική τουρκική ατζέντα, ούτε θα πρέπει να επιτρέψει την οποιαδήποτε άσκηση πίεσης από την Τουρκία ή τρίτα μέρη υπό τον φόβο μια σύγκρουσης, με στόχο μια συνθηκολόγηση στις τουρκικές αξιώσεις.
Ο αναθεωρητισμός που χαρακτηρίζει την Τουρκία, με τα νεο-οθωμανικά οράματα και τις Γαλάζιες Πατρίδες, δεν αφήνουν περιθώρια για κατευναστικές προσεγγίσεις, αφού ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι αυτές οδηγούν αναπόφευκτα σε σύγκρουση. Η θέση της Ελλάδας πράγματι συνάδει με το Διεθνές Δίκαιο, δηλαδή με την τάξη, και αυτό μπορεί και πρέπει να το υπερασπιστεί παντοιοτρόπως. Η καλή γειτονία μπορεί να επιτευχθεί όταν και τα δύο μέρη σέβονται ο ένας την κυριαρχία του άλλου.