του Δ. Ρόκου, από το Άρδην τ. 11, Δεκέμβριος 1997
Επανασύνδεση
Στο προηγούμενο τεύχος του «Άρδην», στο κείμενο κριτικής αποτίμησης της μέχρι τότε πορείας του περιοδικού, ο συνεργάτης του κ. Δικαιάκος και όπως έμαθα και ομότεχνός μου, επισήμανε με «θετικό» τρόπο τη συμβολή των «επι-θετικών» και απόρησε με την απουσία τους στα τελευταία τεύχη, διατυπώνοντας μάλιστα ερωτηματικά για τους λόγους της απουσίας αυτής.
Πέρα από τους πολύ σοβαρούς προσωπικούς λόγους που δεν μου επέτρεψαν να παραδώσω τα κείμενά μου το διάστημα αυτό, ομολογώ ότι είχα αποκτήσει ήδη μια αίσθηση ότι κατακρατούσα αυθαίρετα δύο σελίδες του περιοδικού, στο βαθμό που όσα σχολίαζα κριτικά ή επισήμαινα, για πολλούς μήνες δεν είχαν προκαλέσει καμμιά αντίδραση, ούτε θετική, ούτε αρνητική.
Στην εκδήλωση του «Άρδην» για την Ολυμπιάδα όμως, όταν το ανάφερα, τα προφορικά μηνύματα πολλών φίλων ήταν διαφορετικά. Και έτσι, με την υποστήριξη και της γραπτής απόδειξης ότι ένας τουλάχιστον φίλος χάνει τον πολύτιμο χρόνο του για να τα διαβάζει, προχωρώ στην επανασύνδεση, ελπίζοντας, όπως και πολλοί άλλοι «ανεξάρτητοι-μεμονωμένοι» πολίτες της γενιάς μου, ότι θα βρούμε τελικά τον τρόπο να επικοινωνήσουμε ζωντανά σε νέες κοινότητες, μακριά απ’ το βουητό των σχέσεων, αλληλεξαρτήσεων, αλληλεπιδράσεων και ψευδοαντιπαραθέσεων της εκσυγχρονιστικής κυβερνητικής, αντικυβερνητικής και «αριστερής» καθημερινότητος.
Μικρά και κοινότοπα Ι.
17 Νοεμβρίου 1997 .
Μεταξύ τους το ομολογούν όλοι.
Κάθε 17 Νοέμβρη, τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα, στήνεται το ίδιο σκηνικό για το ίδιο έργο. Ίδιοι οι σκηνοθέτες, ίδιοι οι πρωταγωνιστές, ίδιοι οι ηθοποιοί, ίδιοι κομπάρσοι, ίδιοι οι προστάτες και οι «επαναστάτες». Ίδιοι όλοι. Ας είναι και διαφορετικοί.
Ίδιο και το κοινό. Από σεβάσμιους αγωνιστές, ( που δεν το βάζουν κάτω και ελπίζουν το ανέλπιστο) και ευαίσθητους πολίτες όλων των ηλικιών, μέχρι μεταφερόμενους κλακαδόρους χειροκροτητές των «βαθειά συγκινημένων» έρημων κι απρόσωπων εκπροσώπων τους.
Και από κάποιους δεκαεξάρηδες, (που κατά ή κόντρα στον Διονύση Σαββόπουλο «μας γαμούν τα Λύκεια» τοις «κάποιων» ρήμασι πειθόμενοι), μέχρι τους φιλόδοξους φερέλπιδες νεολαίους της ΕΦΕΕ, που η επετειακή διαφωνία τους στη διαμόρφωση -επιτέλους- μιας κοινής θέσης, (στην οποία εντούτοις η μιζέρια της συγκεκριμένης καθημερινής πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας θα οδηγούσε σήμερα ακόμα και τυφλούς και κωφάλαλους με στοιχειώδη λογική), τους κατέστησε και πάλι απόντες.
Και μέσα σ’ όλους αυτούς και κάποιους από μας, που η ζωή μας έταξε να προσπαθούμε να γεφυρώσουμε τις ανύπαρκτες και ανυπόστατες στην θεωρία και την συγκεκριμένη πράξη, αλλά έντονα «φαινόμενες» και κατάλληλα υποδαυλιζόμενες και διογκωμένες διαφορές τους, για να προστατεύσουμε(μακάρι να το μπορούσαμε) κάτι από το νόημα της 17 Νοέμβρη του ’73 και μαζί μ’ αυτό και το σπίτι μας, το Πολυτεχνείο.
Τις ίδιες μέρες, στα «παράθυρα» και τις τηλεοπτικές και άλλες συζητήσεις, οι ίδιοι άνθρωποι, (αλλά και κάποιοι «δικοί»μας που παγιδεύονται για να προσδώσουν στις επετειακές εκπομπές κάποια ψήγματα αξιοπιστίας, πιστεύοντας καλοπροαίρετα ότι στα δευτερόλεπτα της συμπληρωματικής στα διαφημιστικά μηνύματα παρέμβασής τους θα μπορέσουν να πουν την αλήθεια τους), δίνουν την παράστασή τους.
Μειλίχιοι, σοβαροί, ανεκτικοί φωτισμένοι, βαθύτατα εκσυγχρονισμένοι οι μεν, διηγούνται, αναπολούν, αλληλοσυμπληρώνονται και καμώνονται ότι «τα στερνά τους τιμούν τα πρώτα», μεταλλάσσοντας το όραμα του ’73 για μια Ελλάδα ελεύθερη, ανεξάρτητη, δημοκρατική και κοινωνικά δίκαια, στο όραμα της ομαλής και αντί πάσης θυσίας έγκαιρης προσχώρησής μας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση της Ευρώπης των Κεντρικών Τραπεζών, των χρηματιστηρίων και της ασύδοτης παγκοσμιοποιημένης αγοράς.
Οι άλλοι, οι «δικοί»μας, βέβαιοι (προς τα έξω τουλάχιστον) για την δική τους απόλυτη αλήθεια, εριστικοί και αμετακίνητοι, διασταυρώνουν μεταξύ τους κυρίως τα ξίφη των στιγμιαίων και απλοϊκών (λόγω «περιορισμένου τηλεοπτικού χρόνου») επιχειρημάτων τους, κάνοντας τους όσους απέμειναν τηλεθεατές, να προτιμούν εν τέλει τα χαμόγελα και τα εξώφυλλα των υποψηφίων δημάρχων, που σε τελευταία ανάλυση είναι πιο ευκολοχώνευτα, απ’ τις ατεκμηρίωτες αρκετά χρόνια τώρα μονομανίες των άπειρων κομματιών, της «πραγματικής», της «άλλης», της «μόνης», της «επαναστατικής», της «εναλλακτικής», της «οικολογικής» κλ.π. αριστεράς.
Αλλά, ο λαός μας και τα περίπου συνομήλικά μας παιδιά του «ελεύθερου θεάτρου» το είχαν πει και τό ‘χαν τραγουδήσει: «Εδώ ο κόσμος χάνεται….κι εσύ χτενίζεσαι»
Μικρά και κοινότοπα ΙΙ . Τα μέσα παραγωγής σήμερα.
Συνέχεια απ’ τα προηγούμενα μικρά και κοινότοπα.
Γιατί εμείς «χτενιζόμαστε»;
Διότι, (με βάση και τη μεθοδολογία των «Ολοκληρωμένων Αποδόσεων» που επιχείρησα να τεκμηριώσω στο προηγούμενο τεύχος στο παράδειγμα της ανάληψης της Ολυμπιάδας από την Ελλάδα), συνήθως αναμασούμε για ευκολία μας, σε άλλες, τις σημερινές δηλαδή, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές -το κυριότερο- συνθήκες, θεωρίες που θα πρεπε με διεπιστημονική σοβαρότητα και ολιστική οπτική να επανεξετάσουμε από καιρό.
Συγκεκριμένα, τι σημαίνει άραγε σήμερα, την εποχή της μεταβιομηχανικής πληροφορικής επανάστασης και του παγκόσμιου χωριού «η κατοχή και η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής»; Ποια είναι τα μέσα παραγωγής σήμερα; Ποια είναι η «τιμή», ποιά η «αξία» και ποια η «σημασία» τους στην παραγωγική διαδικασία; Και μάλιστα σε ποια παραγωγική διαδικασία, με ποιου τύπου παραγωγικές σχέσεις;
Η ολιστική προσέγγισή μου, με βάση όμως την ειδικότερη επιστημονική οπτική και τα αντικειμενικά περιορισμένα μεθοδολογικά εργαλεία της γνωστικής μου υποδομής θα μπορούσε να δοθεί με το παρακάτω απλό παράδειγμα.
Όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι στο ορατό μέλλον θα «τηλε-εργάζονται» από το σπίτι ή το εξοχικό τους, αιχμάλωτοι της ιδιωτικότητας, της μοναξιάς, του υπολογιστικού τους συστήματος και της ακουστικής και οπτικής του τηλεπικοινωνίας μέσω κάποιου όλο και περισσότερο ιδιωτικού και εμπορευματικού δικτύου.
Τα βασικά μέσα παραγωγής θα είναι κυρίως δικά τους και όλο πιο φθηνά στην αρχική τους κτήση. Ένας καλός ηλεκτρονικός υπολογιστής σήμερα και πολύ περισσότερο αύριο θα είναι όλο και πιο προσιτός στον κάθε εργαζόμενο, γιατί εκ πρώτης όψεως οικονομικά το κόστος του θα πέφτει, ενώ η δυναμικότητα, η χωρητικότητα και η ταχύτητά του θα μεγαλώνει.
Παράλληλα, η μυθοποίηση των περίπου «μαγικών» ικανοτήτων του θα γιγαντώνεται, όσο αμόρφωτοι και απολίτιστοι εκσυγχρονιστές που θέλουν να φαίνονται πάντα στην πρωτοπορία των συρμών, θα μηρυκάζουν στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, αλλά και θα θεσμοθετούν τις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης αγοράς: ότι η παιδεία-πολιτισμός είναι πια πολύ ακριβή, μη αποδοτική και αχρείαστη -ως κυρίως δημόσια-, ενώ η τεχνική επαγγελματική κατάρτιση και η μηχανιστική εκμάθηση χρήσης μοντέρνων εργαλείων τεχνολογιών αιχμής, (χωρίς την απαραίτητη πρωταρχικά βαθειά γνώση των φυσικών, κοινωνικοοικονομικών και πολιτισμικών μεγεθών και φαινομένων και των πολυδιάστατων διαλεκτικών τους σχέσεων αλληλεξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων), αποτελούν τη μόνη πραγματική και «αποδοτική» πρόοδο.
Η αγορά και οι θελημένοι ή αφελείς και αθέλητοι απολογητές της παραλείπουν όμως να πουν ότι οι ευτυχείς κάτοχοι και ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής της άνετης τηλεεργασίας τους θα είναι πλέον διά βίου ατομικά υπεύθυνοι και υπόλογοι:
– για τις δαπάνες συνεχούς συντήρησης, επιδιόρθωσης, αναβάθμισης και ανταλλαγής μερών των υπολογιστικών συστημάτων τους,
– για τις δαπάνες ασφάλειας και ασφάλισής τους,
– για τις δαπάνες της διαρκούς τους εκπαίδευσης,
– για τις δαπάνες της διαρκούς τεχνικής ενημέρωσής τους,
– για τις εξατομικευμένες δαπάνες των δικτυακών και διαδικτυακών τηλεπικοινωνιακών διασυνδέσεών τους (ενοίκια, τηλεπικοινωνιακοί λογαριασμοί),
-για τις δαπάνες απόκτησης των προς επεξεργασία και ανάλυση πρωτογενών δεδομένων και πληροφοριών ειδικών βάσεων γνώσης, στατιστικών, μετεωρολογικών, δορυφορικών τηλεπισκοπικών, χαρτογραφικών, κλ.π. στοιχείων και το κυριότερο,
-για τις απρόβλεπτες και ανυπολόγιστης σημασίας «δαπάνες», σε οικονομικό κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, από τις συνέπειες της εξατομικευμένης ιδιωτικοποίησης των παραγωγικών και κατ’ επέκταση των κοινωνικών σχέσεων.
Και όλα αυτά, χωρίς να έχουν την τύχη να διαβάσουν σε κάποιο τοίχο των Εξαρχείων, κάνοντας μία βόλτα ή πηγαίνοντας στην τέως παραδοσιακή δουλειά τους, δίπλα απ’ το «Και τα αυτιά έχουν τοίχους» το σοφό: «Ο πολιτισμός σας τελειώνει όταν πέσει το ρεύμα».
Ένα αναλογικό ισοδύναμο των παραπάνω στην σημερινή καθημερινή μας ζωή είναι ότι ζούμε πια για να μπορούμε, (αν το καταφέρνουμε), να πληρώνουμε τους λογαριασμούς:
– του ενοικίου ή της συντήρησης, της επιδιόρθωσης, της ασφάλισης, της ιδιωτικής αστυνομικής προστασίας της τυχόν ιδιόκτητης κατοικίας μας,
– των πάσης φύσεως δαπανών, χρήσης των δικτύων, (όλο και περισσότερο ιδιωτικοποιημένων), κοινής ωφελείας,
- των δαπανών της κατ’ ευφημισμόν δωρεάν παιδείας στα φροντιστήρια και τα μη δημόσια δήθεν ευρωπαϊκά και δήθεν πανεπιστήμια,
- της όλο και αυξανόμενης συμμετοχής μας στις δαπάνες ιατρικής, νοσηλευτικής και φαρμακευτικής μας περίθαλψης,
-της κοινωνικής μας ασφάλισης, (δημοσίας και για καλό και για κακό και ιδιωτικής), αλλά και- των δαπανών άσκησης του επαγγέλματός μας, κληροδοτώντας στους επιγόνους μας την υποχρέωση μεταξύ άλλων, καταβολής του ενοικίου για τρία ή περισσότερα χρόνια… της τελευταίας μας κατοικίας.
Και παρ’ όλα αυτά εξακολουθούμε να διαφωνούμε για το τι πρέπει όλοι μαζί να κάνουμε, αφήνοντας τους εκσυγχρονιστές κεντροαριστερούς, κεντροδεξιούς και κεντροκεντρώους να μας οδηγούν, χωρίς καμία αντίσταση, με το ευρωπαϊκό μονοδιάστατα οικονομικό όχημα της κυριαρχίας της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, μέσω του τέλους της παιδείας και του πολιτισμού (1), στο τέλος της ιστορίας.
Με πολλούς τρόπους, πολλά χρόνια και από πολλά βήματα, (ακόμα και από το «Άρδην») υποστήριξα την αδήριτη πλέον ανάγκη ενός τίμιου, ανοιχτόμυαλου, αλλά και αποτελεσματικού κοινωνικού διαλόγου πολιτικής ενότητας, στο επίπεδο του ελάχιστου κοινού παρονομαστή θεωρίας και πράξης, όλων όσων, με τον ένα ή άλλο τρόπο, τουλάχιστον αντιτίθενται, μετά λόγου γνώσης και όχι τυφλά και ανεύθυνα, σ’ αυτή τη ζοφερή προοπτική.
Σ’ αυτόν το δύσκολο, αλλά πολύτιμο και μακρυά απ’ τα φώτα της μαυλιστικής και πολιτικά εμπορευματικής δημοσιότητας διάλογο, θα προσπαθούσα, πριν απ’ όλα, να τεκμηριώσω την δραματική επικινδυνότητα του εφησυχασμού και του κενού πολιτικής, που μπορούν να εκθρέψουν, (όσο βαθαίνουν τα χάσματα, οι διαχωρισμοί και οι ανισότητες στην κοινωνία των δύο τρίτων), ακραία φαινόμενα και πρακτικές, τα οποία όμως με τη σειρά τους θα συντηρούν, θα αναπαράγουν και θα νομιμοποιούν τις σημερινές εξουσίες διαχείρισης της κρίσης και τις καταστροφικές πολιτικές τους.
- των δαπανών άσκησης του επαγγέλματός μας, κληροδοτώντας στους επιγόνους μας την υποχρέωση μεταξύ άλλων, καταβολής του ενοικίου για τρία ή περισσότερα χρόνια… της τελευταίας μας κατοικίας.
Μικρά και κοινότοπα ΙΙΙ.
Η σοφία των πραγματικών αγωνιστών.
Σε μια απ’ τις καλές εκπομπές της τηλεόρασης,(γιατί υπάρχουν και τέτοιες), απόλαυσα τις μέρες αυτές με σεβασμό και εκτίμηση, τη σοφία, την ηπιότητα, την προσήνεια, τη διαλλακτικότητα, τη σεμνότητα, την αποφασιστικότητα αλλά και το ήθος πραγματικών ηρώων και αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, που εξακολουθούν νά ‘ναι πολύ πιο νέοι, άξιοι και δυναμικοί στα εβδομήντα τους, απ’ ότι πολλοί, οι περισσότεροι από μας.
Και μεις, της γενιάς μας, είχαμε το προνόμιο, την τύχη και την τιμή, να συμμεριστούμε τα οράματά τους, να τους γνωρίσουμε, να γίνουμε φίλοι και συναγωνιστές με πολλούς απ’ αυτούς, και να τους έχουμε ακόμη σαν πολύτιμο παράδειγμα και σταθερή αναφορά ανεκτίμητης αξίας.
Αν εμείς δεν καταφέρουμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων στις σημερινές, αναλογικά ίδιες, συνθήκες μ’ αυτές που αυτοί τότε έκαναν το χρέος τους, τι θα πούμε και τι θ’ αφήσουμε στα παιδιά μας;
Αυτά, και παραδίνομαι εθελοντικά, στη χλεύη των εκσυγχρονιστών, που δεν έχουν πια χρόνο και δεν βρίσκουν στην τύρβη του τρεχαλητού τους, περιθώριο να συγκινηθούν μ’ αυτά που είπαν και εννοούσαν ο ακριβός φίλος Μανώλης Γλέζος, ο καπετάνιος Περικλής, ο Πρόεδρος της Ενωμένης Εθνικής Αντίστασης, η πραγματική κυρία της εθνικής αντίστασης, και ο αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού που τίμησε τον όρκο του, δεν παραδόθηκε και βγήκε στο βουνό, άνθρωποι, ωραίοι, «δικοί» μας, διπλανοί μας, έτοιμοι να κάνουν και πάλι το χρέος τους, χωρίς τίποτε σήμερα πια να τους χωρίζει.
Δημήτρης Ρόκος 27.11.97
(1) Δες Δ. Ρόκος, «Το τέλος του Πανεπιστημίου(;)»
(2) «Ουτοπία», τ.24 Μάρτιος Απρίλιος 1997.