του Γιώργου Ρακκά
Η ένταση η οποία έχει κλιμακωθεί τις τελευταίες μέρες, και κορυφώθηκε με τα γεγονότα της πλατείας Νέας Σμύρνης –τον άγριο ξυλοδαρμό πολιτών από αστυνομικούς την Κυριακή (07/03), καθώς και το λιντσάρισμα του αστυνομικού από συμμορία δεκάδων «μπαχαλάκηδων» με καδρόνια– «δείχνει» το βαθύ πολιτικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η χώρα.
Αν θα προσέξει κανείς σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις που δημοσιοποιούνται, ένα είναι το κυρίαρχο αίτημα της πλατιάς κοινωνικής πλειοψηφίας: Η χώρα θέλει να γυρίσει σελίδα από το τέλμα της μεταπολίτευσης. Iδίως, από τον πολιτικό της ‘θόρυβο’ στον οποίον πλέον πιστώνει ξεκάθαρα την χρεοκοπία και την κατάρρευση της χώρας.
Ωστόσο, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση για τους δικούς τους λόγους η κάθε μία, αντί να ακολουθήσει το αίτημα αυτό, βυθίζονται μαζί σ’ έναν αρνητικό εναγκαλισμό.
Τα ιδεολογικά και πολιτικά αδιέξοδα της κυβέρνησης
Τα τελευταία πεπραγμένα της κυβέρνησης προσομοιάζουν σ’ ένα παίγνιο αρνητικού αθροίσματος. Παίρνοντας ως αφετηρία ένα κοινωνικά υπερπλειοψηφικό αίτημα, την ανασυγκρότηση των πανεπιστημίων, και έχοντας ως προοπτική της να στερεώσει την κυριαρχία της στο κοινωνικό κέντρο, η κυβέρνηση προχώρησε στον περίφημο «νόμο Κεραμέως».
Ωστόσο, η κυβέρνηση και σε ό,τι αφορά στον ίδιο το νόμο, και σε ό,τι αφορά στη συζήτηση που προηγήθηκε και ακολούθησε θα δώσει υπερβολικά μεγάλη βαρύτητα στο ζήτημα της ‘πανεπιστημιακής αστυνομίας’, και θα υποβαθμίσει η ίδια τα πολύ κρίσιμα ζητήματα στρατηγικής, και οράματος για το ελληνικό πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα. Αντί να υπάρξει, δηλαδή, μια αντιπαράθεση για το πως η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα συνεισφέρει στην ανασυγκρότηση της Παιδείας ή στην καλλιέργεια, αξιοποίηση και ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού, στο πως θα συνδεθεί με την εγχώρια παραγωγή, ή θα προσαρμοστεί καλύτερα στην 4η βιομηχανική επανάσταση, είχαμε μια σύγκρουση με τον ΣΥΡΙΖΑ και τη μεταπολιτευτική αριστερά ευρύτερα γύρω από τον ρόλο της αστυνομίας.
Το γεγονός αυτό διευκολύνει την επαναπροσέγγιση της μεταπολιτευτικής αριστεράς με την νεολαία, και επέτρεψε στην τελευταία να δοκιμάσει –εν μέσω πανδημίας–μάλιστα έναν κύκλο κινηματικών κινητοποιήσεων. Ξεκίνησαν τότε να λειτουργούν αυτοματισμοί, τους οποίους γνωρίζει να εκμεταλλεύεται καλά η Κουμουνδούρου αλλά και τα… Εξάρχεια. Αντίστοιχοι, είχαν λειτουργήσει εναντίον της κυβέρνησης ΝΔ, την περίοδο 2006-2008, όταν οι καθημερινές κινητοποιήσεις γύρω από το «άρθρο 16», δημιούργησαν μια δυναμική επεισοδίων-καταστολής και αλληλεγγύης, η οποία εκθέτει την κυβέρνηση στα μάτια των κεντρώων υποστηρικτών και επιρροών της, για το ότι υποτιμάει τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα.
Ακολούθησε η «υπόθεση Κουφοντίνα». Χαρακτηριστική ήταν σε αυτήν η πολύ εύκολη εντροπία των στελεχών και εκπροσώπων της Νέας Δημοκρατίας σε μια παλαιοδεξιά ρητορική, η οποία κατά τα άλλα έρχεται σε μια κραυγαλέα αντίφαση με ό,τι κατά τα άλλα ισχυρίζεται η κυβέρνηση για την δική της φιλελεύθερη ατζέντα, η οποία υποτίθεται ότι είναι πέραν της αριστεράς και της δεξιάς. Η ευκολία, όμως, της παλινδρόμησης δείχνει κυρίως ότι το πολιτικό προσωπικό της Νέας Δημοκρατίας, αδυνατεί συχνά να υπηρετήσει τους ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς που η ίδια η κυβέρνηση στοχοθετεί.
Τα προβλήματα αυτά, θα επιτρέψουν στη μεταπολιτευτική αριστερά να προωθήσει μια ατζέντα του τύπου ‘σύγκρουσης του δικαιωματισμού με την κατασταλτική κυβέρνηση’. Έτσι, έχουμε έναν κύκλο πολιτικής αντιπαράθεσης ο οποίος ξεκίνησε ώστε να στερεώσει την κυριαρχία της ΝΔ στο κοινωνικό κέντρο, αλλά κατέληξε στο να την αποδυναμώνει.
Δεν έχουμε αντιπολίτευση
Από την άλλη, βέβαια, έχουμε την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, και ευρύτερα της μεταπολιτευτικής αριστεράς. Στην κοινοβουλευτική κανονικότητα, πολύ συχνά η αξιωματική αντιπολίτευση είναι η δύναμη που αναπόφευκτα θέτει την ατζέντα της πολιτικής επικαιρότητας· ελέγχει και εγκαλεί την κυβέρνηση για τις πράξεις και τις παραλείψεις της, η κυβέρνηση απαντάει κερδίζοντας ή χάνοντας πόντους στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης, ωστόσο, το πεδίο της επιλέγεται από την αντιπολίτευση.
Όταν, λοιπόν, στον ρόλο αυτόν βρίσκεται ο χρεοκοπημένος ιδεολογικά και πολιτικά ΣΥΡΙΖΑ, τότε αυτόματα συνεπάγεται ότι η ατζέντα της πολιτικής επικαιρότητας παθαίνει τοξικό βραχυκύκλωμα. Γιατί ακριβώς δεν έχει να αντιτάξει τίποτα επί της ουσίας, οπότε ποντάρει στην στρατηγική της έντασης («μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση» θα πει ο Τσίπρας στη Βουλή), ανακυκλώνει κάθε λογής φεήκ νιούζ, ποντάρει στο μπάχαλο –το οποίο γίνεται ολοένα και πιο πολυεθνικό, ολοένα και πιο εθνομηδενιστικό– και ονειρεύεται «δεκέμβρηδες» που θα ρίξουν την κυβέρνηση και θα την επαναφέρουν στο μόνο πράγμα που νομίζει ότι θα επιτρέψει στο κόμμα να επιβιώσει, την εξουσία.
Το πρόβλημα αυτό, δεν αφορά μόνο στο κόμμα, αλλά φυσικά ολόκληρη την κοινωνία. Διότι με τον εκφυλισμό της ευρύτερης αντιπολίτευσης, καταποντίζεται και η ατζέντα της πολιτικής επικαιρότητας, αφήνοντας έτσι την κυβέρνηση ανεξέλεγκτη, αλλά και ελεύθερη να χαϊδεύει τις αδυναμίες της, και τα ιδεολογικά και πολιτικά αδιέξοδά της. Είναι χαρακτηριστικό το εύρημα τελευταίας δημοσκόπησης (Metron Analysis), όπου μειώνεται ο δείκτης θετικής αξιολόγησης της κυβέρνησης (βρίσκεται μόλις στο 50%, και χάνει τη νεολαία), και ταυτόχρονα αυξάνεται ο δείκτης… δυσαρέσκειας για την στάση της αντιπολίτευσης (66% απαντά ότι η στάση της δεν βοηθά).
Με αυτά και με εκείνα, όμως, η χώρα και η κοινωνία αποπροσανατολίζονται εντελώς. Αντί το πολιτικό σύστημα να παίζει το τέλος της μεταπολίτευσης σε ατέρμονες συνέχειες –το σήριαλ αυτό έχει ξεπεράσει τα επεισόδια της τηλεοπτικής Λάμψης του Φώσκολου– υπάρχει επιτακτική ανάγκη να προχωρήσει μπροστά στα θεμελιώδη υπαρξιακά προβλήματα της Ελλάδας: τουρκικός επεκτατισμός, ανασυγκρότηση της οικονομίας σε υγιέστερες παραγωγικές βάσεις, ανάταξη της παιδείας και του ελληνικού πολιτισμού, δημογραφική ανασυγκρότηση, αναζωογόνηση των μεσαίων τάξεων, και προστασία των κατώτερων κ.ο.κ.. Τα θέματα αυτά καταποντίζονται στην επικαιρότητα, δίνουν τη θέση τους σε ένα μπρα ντε φερ, που μας επαναφέρει στο 1980.
Έχουμε όμως 2021, και αυτός ο αναχρονισμός εκτός από θλιβερός είναι και πολύ επικίνδυνος. Το πρόβλημα, έχει ως αφετηρία του, την αξιωματική, και όχι μόνον αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση έχει ήδη εκδηλώσει τις αδυναμίες και τα αδιέξοδά της. Η αντιπολίτευση δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει, και αντί γι’ αυτό επιλέγει να το παίξει «συγκρουσιακή μεταπολίτευση» ώστε να βρει λόγο και τρόπο ύπαρξης. Με δική της, κυρίως, ευθύνη τα πολιτικά πράγματα στην χώρα μας ανακυκλώνονται μέσα στο σκοτεινό κλίμα που κυριάρχησε τις τελευταίες μέρες…
3 ΣΧΟΛΙΑ
Γιώργο, λάβε σε παρακαλώ υπόψιν σου ότι για να “συνεισφέρει η τρτοβάθμια εκπαίδευση στην ανασυγκρότηση της Παιδείας ή στην καλλιέργεια, αξιοποίηση και ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού, στο πως θα συνδεθεί με την εγχώρια παραγωγή, ή θα προσαρμοστεί καλύτερα στην 4η βιομηχανική επανάσταση” το πρώτο βήμα είναι να αποκατασταθεί η ελευθερία της έκφρασης μέσα στα πανεπιστήμια, η οποία εδώ και 40 χρόνια καταπατείται από την Αριστερά.
Αυτό ακριβώς κάνει η κυβέρνηση.
Κύριε Ρακκά γράφετε για την υπόθεση Κουφοντίνα: ‘Η ευκολία, όμως, της παλινδρόμησης δείχνει κυρίως ότι το πολιτικό προσωπικό της Νέας Δημοκρατίας, αδυνατεί συχνά να υπηρετήσει τους ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς που η ίδια η κυβέρνηση στοχοθετεί.’ Α, ώστε πρόκειται για θέμα έκφρασης του πολιτικού προσωπικού το οποίο είναι κατώτερο των περιστάσεων και όχι της κυβέρνησης; Σαν ξέπλυμα μου ακούγεται . Αντιθέτως, σε ένα θέμα που λύνεται σχετικά εύκολα, σύννομα και χωρίς πολιτικό κόστος στο δεξιό ακροατήριο -σιγά μην ασχολούνταν κανείς με το που πήγε ο Κουφοντίνας – η κυβέρνηση κοιτώντας δημοσκοπήσεις επιδιώκει τη δημιουργία εσωτερικού εχθρού από το πουθενά κυριολεκτικά. Στο κάτω κάτω ποιο άλλο κίνητρο έχει να σέρνει την ιστορία ρίχνοντας λάδι στη φωτιά του Κουφοντίνα, για ένα θέμα (τρομοκρατία) ληγμένο στην κοινωνία; Πρόκειται για στάση απολύτως ανεύθυνη που σαμποτάρει την εθνική ομοψυχία που συχνά επικαλείστε. Με έκπληξη βλέπω να μην το επισημαίνετε, μιλάτε για την ατζέντα που επιβάλλει η αντιπολίτευση για ένα θέμα που ξεκάθαρα και εξαρχής πρέπει να λύνει η κυβέρνηση.
Κάτι ακόμη: Διατηρώ επιχείρηση στη Νέα Σμύρνη. Ο ξεσηκωμός των πολιτών προήλθε όχι από ένα σύνηθες περιστατικό αστυνομικής βίας, αλλά από το ότι ΕΛΑΣ, κυβέρνηση και ΜΜΕ εφηύραν ένα εξ ολοκλήρου ψέμα περί επίθεσης 30 ατόμων κτλ, το οποίο εμείς τουλάχιστον ξέρουμε ότι δεν έγινε (και υποθέτω θα το υποψιάζεστε), αντί να πουν ένα συγνώμη πρώτα απ’ όλα. Σε έναν πολίτη με δημοκρατικά φρονήματα όπως εσείς αυτός ο χειρισμός θα έπρεπε να προκαλεί τουλάχιστον αμηχανία έως φόβο. Γιατί τι θα γίνει αν εδραιωθεί μια τέτοια τακτική δημιουργίας ψευδών συμβάντων σε σοβαρότερα ζητήματα πχ εθνικά; Δημιούργησαν το θέμα εκ του μηδενός και εσείς μου ρίχνετε την κύρια ευθύνη στην αντιπολίτευση πάλι; Η ανάγνωσή σας που συνήθως είναι εύστοχη δεν εστιάζει και στις δύο περιπτώσεις στο μείζον, παρόλο που οι χειρισμοί της κυβέρνησης θίγουν στον πυρήνα τους ζητήματα εθνικά – δημοκρατικά.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα μπορέσει να γίνει καλύτερη και να συνεισφέρει στην ανασυγκρότηση της Παιδείας, μόνον με την προυπόθεση ότι προηγουμένως και κατά κύριο λόγο, θα γίνουν σοβαρά βήματα αναβάθμισης τηςδευτεροβάθμιας και της πρωτοβάθμιας εκπαιδευσης, μέχρι και το νηπιαγωγείο.«The Chlild is the Father of Man».
Όλη αυτή η παράδοξη συζήτηση, με συνενοχή όλων των πολιτικών χώρων, τοποθετει το ζήτημα «παιδεία» με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω.