Αρχική » De Sade, το πάθος του κακού

De Sade, το πάθος του κακού

από Άρδην - Ρήξη

Michel Onfray, De Sade: το πάθος του κακού και η ιδεολογία του 20ού αιώνα
Eναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2015

από το Άρδην τ. 103, Δεκέμβριος 2015 – Φεβρουάριος 2016

Ο Michel Onfray είναι Γάλλος φιλόσοφος. Γεννήθηκε το 1959 στο Αρζεντάν από πατέρα εργάτη γης και μητέρα καθαρίστρια. Για τέσσερα χρόνια υπήρξε τρόφιμος ενός καθολικού ιδρύματος, εμπειρία που του ενέπνευσε μια βαθιά αποστροφή για την καθολική θρησκεία. Σε ηλικία 27 χρόνων υποστήριξε τη διατριβή του με τίτλο «Οι Ηθικές και Πολιτικές συνέπειες της αρνητικής σκέψης του Σοπενάουερ και του Σπένγκλερ».

Μετά το 2002 επιδιώκει να προωθήσει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί την ανάγκη για συλλογική εκπαίδευση, ελευθεριακή και δωρεάν, μέσω της δημιουργίας ενός λαϊκού πανεπιστημίου. Επιλέγει να το εγκαταστήσει στην επαρχία, στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Καν, όπου οργανώνει και ένα ετήσιο σεμινάριο ηδονιστικής φιλοσοφίας.

Ο Ονφρέ συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που θεωρούν ότι η φιλοσοφία χωρίς τη συνδρομή της κοινωνιολογίας, των ανθρωπιστικών σπουδών, των επιστημών και της ψυχανάλυσης βρίσκεται «εκτός πραγματικότητας».
Το συγγραφικό του έργο ασχολείται με τον ηδονισμό, τις αισθήσεις και την αθεΐα, ενώ αυτοτοποθετείται στην παράδοση των αρχαίων Ελλήνων διανοητών που προτάσσουν την αυτονομία της σκέψης και της ζωής. Έχει γράψει πάνω από τριάντα βιβλία και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν τα: Πραγματεία περί αθεολογίας, Εξάντας, 2006· Η κοιλιά των φιλοσόφων, Εξάντας 2007· Η αναζήτηση των ηδονών, Εξάντας 2008· Η δύναμη της ύπαρξης, Εξάντας 2009· Η θρησκεία του στιλέτου, Εξάντας 2011· Το λυκόφως ενός ειδώλου, Εξάντας 2012· Νίτσε, Γνώση 2012.


Αν ο Ζαν Κλωντ Μισεά, στον προηγούμενο τόμο αυτής της σειράς, στο βιβλίο του, Τα μυστήρια της Αριστεράς, περιγράφει τον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής –και κατ’ εξοχήν της γαλλικής– αριστεράς σε αναγκαίο συμπλήρωμα (και παραπλήρωμα) της φιλελεύθερης δεξιάς και του χρηματιστικού καπιταλισμού, ο Μισέλ Ονφρέ, στο βιβλίο του επεκτείνει την κριτική αυτή στο πεδίο των ιδεών, με επίκεντρο τον μαρκήσιο ντε Σαντ και τη λατρεία του υπερρεαλισμού και της «εξηνταοκτάρικης» αριστεράς, γι’ αυτόν και τις ιδέες του.

Ο Ονφρέ, μέσω της αποδόμησης του ντε Σαντ, προβαίνει σε μια αποδόμηση της ιδεολογίας και των πρακτικών της διανόησης του 20ού αιώνα, που κατασκεύασε τον μύθο του «θεϊκού μαρκησίου». Μύθος που κατασκευάστηκε ενάντια στην αλήθεια των ιστορικών γεγονότων, παραβλέποντας ακόμα και τα ίδια τα γραπτά του. Γι’ αυτούς τους διανοουμένους, ανάμεσά τους τον Μπρετόν, τον Αραγκόν, τον Μπατάιγ, τον Μπαρτ, τον Λακάν, τον Ντελέζ, τον Φουκώ της Ιστορίας της τρέλας, ο Σαντ μεταβλήθηκε σε πρότυπο, σε οραματιστή, σε φιλοσοφικό πρόδρομο του 20ού αιώνα. Πώς και γιατί κατέστη δυνατό, εκτός από μερικές εξαιρέσεις –τον Καμύ, τον Χορκχάιμερ, την Άρεντ, τον Παζολίνι και τον Φουκώ της ύστερης περιόδου–, να κατασκευαστεί ένας τέτοιος μύθος; Όπως δείχνει ο Ονφρέ, ο πρώτος διδάξας στην κατασκευή του υπήρξε ο ποιητής Γκυγιώμ Απολιναίρ, ήδη από τις αρχές του αιώνα, ενώ από αυτόν θα εμπνευστούν και οι υπερρεαλιστές, οι στρουκτουραλιστές και οι αποδομητές θεωρητικοί.
Ο Μισεά, αλλά και πριν από αυτόν ο Λας ή ο Καστοριάδης, καταδεικνύει πως, μέσα από τον μετασχηματισμό των επαναστατικών αιτημάτων του ΄68, δηλαδή τη μετατροπή της «απελευθέρωσης της επιθυμίας» σε «απελευθέρωση» του καπιταλιστικού ατομοκεντρικού φαντασιακού, η ιδεολογία του ΄68, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της, εξελίχθηκε σε στήριγμα ενός «ελευθεριακού» φιλελευθερισμού, που αποτελεί το κοινό υπόστρωμα της θεσμικής αριστεράς και του ξέφρενου χρηματιστικο-καταναλωτικού καπιταλισμού. Ο Ονφρέ, στο βιβλίο του, επεκτείνοντας αυτόν τον προβληματισμό, καταδεικνύει πως συνθήματα όπως «απόλαυση δίχως όρια» –που σφράγισαν εξίσου το υπερρεαλιστικό κίνημα και την ιδεολογία του ΄68–, με την παρέκβαση της σαδικής ιδεολογίας, μεταβλήθηκαν σε μια «εγωϊστική απόλαυση του άλλου». Μια παρέκβαση, που όπως υποδεικνύει ο Παζολίνι ή η Χάννα Άρεντ, μπορεί να οδηγήσει στο ναζιστικό παραλήρημα και να δικαιολογήσει την κουλτούρα της βίας, συνδέοντας προνομιακά το ένστικτο της απόλαυσης με εκείνο του θανάτου. Για τον Ονφρέ, ο Σαντ αποτελεί την έκφραση αυτής της θανατογόνας ατομικιστικής ιδεολογίας των εκμεταλλευτών και όχι τον εκφραστή μιας αυθεντικής σεξουαλικής απελευθέρωσης.

Στο βιβλίο του ο συγγραφέας διερευνά και θέτει στη δοκιμασία της κριτικής όχι μόνο το γιατί και πώς εμβληματικοί διανοούμενοι και σημαντικά ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα του 20ού αιώνα κατέληξαν σε μια γενικευμένη λατρεία του «θεϊκού μαρκησίου», αλλά και τη σχέση αυτής της «σαδικής θρησκείας» με την ίδια την υφή των ιδεολογικών ρευμάτων που εκφράζουν και εκπροσωπούν.

Και ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του βιβλίου του Ονφρέ, ότι δηλαδή υποβάλλει σε κριτική πολλές από τις αντιλήψεις των υπερρεαλιστών, των στρουκτουραλιστών, του Λακάν και της αποδομητικής σχολής, που χρησιμοποίησαν τον Σαντ και το έργο του ως το εργαλείο μιας γενικευμένης αποσύνδεσης ανάμεσα στο έργο και τον συγγραφέα, ανοίγοντας ηθελημένα ή αθέλητα τον δρόμο σε μια κοινωνία του απόλυτου εγωισμού και της καθολικής ανευθυνότητας. Ο «θάνατος του Θεού» μπορούσε έτσι να μεταβληθεί στην ενθρόνιση του «Κακού», το οποίο είχε εξάλλου προαναγγείλει ο Μπατάιγ, και στην αντικατάσταση της προτεσταντικής ηθικής της εποχής της συσσώρευσης από την ηθική αποσύνθεση της εποχής του καταναλωτικού τουρμπο-καπιταλισμού.

Γ.Κ.- Χ.Σ.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ