Αρχική » MKO: Κατακτήστε τον κόσμο χωρίς να αλλάξετε την εξουσία

MKO: Κατακτήστε τον κόσμο χωρίς να αλλάξετε την εξουσία

από Άρδην - Ρήξη

Οι αμφισημίες της ανθρωπιστικής δράσης

του Φρεντερίκ Τομά * από το Άρδην τ. 118

Η ανθρωπιστική δράση, ιδιαίτερα σημαντική για την επιβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο –πρόσφυγες, εκτοπισμένους, πεινασμένους, άρρωστους κ.λπ.– ανακυκλώνει δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο. Απέναντι στα κράτη, στις ενώσεις, στα άτομα, αποτελεί μια πραγματική εξουσία, ικανή να επιβάλει τις επιλογές και τους κανόνες της. Όμως, τα θύματα δεν βγαίνουν πάντα κερδισμένα.

Μέσα σε είκοσι χρόνια, το ποσό που δαπανάται για την ανθρωπιστική βοήθεια παγκοσμίως πενταπλασιάστηκε, φθάνοντας πλέον τα 28,9 δισεκατομμύρια δολάρια (26,3 δισεκατομμύρια ευρώ) ετησίως[1]. Αυτή η χρηματική επέκταση συνοδεύτηκε από τον πολλαπλασιασμό των δομών, από τους τοπικούς συλλόγους εθελοντών έως τις διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις (INGO) και από τις υπηρεσίες και τα προγράμματα των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) έως τον Ερυθρό Σταυρό και την Ερυθρά Ημισέληνο. Ωστόσο, το χάσμα μεταξύ διαθέσιμων πόρων και αναγκών συνεχίζει να διευρύνεται, ιδίως λόγω της αύξησης των ανθρωπιστικών κρίσεων: οι ένοπλες συγκρούσεις, οι καταστροφές που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή ή την επιταχυνόμενη αστικοποίηση, επηρεάζουν όλο και περισσότερους ανθρώπους για όλο και μεγαλύτερο διάστημα. Ο αριθμός των θυμάτων καταστροφών για το έτος 2018 εκτιμάται στα 206 εκατομμύρια.

Όμως, το χάσμα αυτό οφείλεται και στις δυσλειτουργίες της διεθνούς βοήθειας, οι οποίες την εμποδίζουν να επιτύχει τους στόχους της: έλλειψη συντονισμού, ελλιπής γνώση των πεδίων παρέμβασης, παράκαμψη των τοπικών παραγόντων. Αυτές οι ανωμαλίες, αν και γνωστές και αναγνωρισμένες εδώ και καιρό[2], επαναλαμβάνονται συστηματικά, από αποστολή σε αποστολή. Οι συνήθεις δικαιολογίες –το κατεπείγον της δράσης, η ταχεία ανανέωση του προσωπικού, η απουσία θεσμικής μνήμης– αποκρύπτουν τις δομικές αιτίες, με πρώτη και κύρια την ασύμμετρη σχέση μεταξύ των δραστών.

Πράγματι, το 2017, δώδεκα μόνο διεθνείς ΜΚΟ και οι θεσμοί του ΟΗΕ[3] εισέπραξαν τα δύο τρίτα της παγκόσμιας ανθρωπιστικής χρηματοδότησης (μεταξύ αυτών, η Save the Children, η Διεθνής Επιτροπή Διάσωσης, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, η Oxfam, η World Vision). Αυτές οι οργανώσεις έλαβαν είκοσι δύο φορές περισσότερα κεφάλαια από τους εθνικούς και τοπικούς φορείς ανθρωπιστικής δράσης[4]. Ορισμένοι διεθνείς οργανισμοί αποσπούν λοιπόν το μεγαλύτερο μέρος των ποσών που συγκεντρώνονται στον Βορρά, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε ορισμένα κράτη της Γηραιάς Ηπείρου, που είναι, μακράν, οι κύριοι χορηγοί. Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν γίνει επίσης σημαντικοί συντελεστές και βρίσκονται στον κατάλογο των είκοσι κορυφαίων χορηγών ανθρωπιστικής βοήθειας. Αυτό οφείλεται σε μια στρατηγική επανατοποθέτησης αυτών των κρατών στην περιφερειακή και διεθνή σκηνή, στο πλαίσιο των συρράξεων σε Συρία και Υεμένη.

Ο μύθος του αβοήθητου θύματος

Η ανθρωπιστική βοήθεια κατασκευάζεται από την κορυφή και είναι υπόλογη στους χορηγούς και τους πιστωτές της, που αποφασίζουν, στην πράξη, για τις προτεραιότητες και τους τόπους παρέμβασης[5]. Η ίδια η οργάνωση της παρέμβασης, που καθορίζεται από το κατεπείγον, τη χρήση της αγγλικής γλώσσας, τη σύγκλιση κοινωνιολογικών χαρακτηριστικών και πολιτισμικών κωδίκων ενός προσωπικού «χωρίς σύνορα», ενισχύει αυτή τη δυναμική και ανθεί σε βάρος των τοπικών φορέων και, ως εκ τούτου, σε βάρος των ίδιων των θυμάτων. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) της Αϊτής και η κυβέρνηση έλαβαν απ’ ευθείας μόνο ένα μικρό κλάσμα των 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων που συγκέντρωσαν τα Ηνωμένα Έθνη μετά τον σεισμό του 2010: 0,4% και 1% αντίστοιχα. Έτσι, βρέθηκαν περιορισμένες στον ρόλο απλών υπεργολάβων μιας τηλεκατευθυνόμενης ανοικοδόμησης που εκπονούνταν σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή είναι μια ακραία περίπτωση, αλλά όχι ιδιαίτερα ξεχωριστή, αφού τα κράτη του Βορρά χρηματοδοτούν κατά προτεραιότητα τα δικά τους προγράμματα, μέσω των δικών τους ΜΚΟ. Οι ικανότητες των τοπικών φορέων υποτιμώνται, όταν δεν περιφρονούνται, καθώς κρίνονται ανεπαρκείς λόγω των λογιστικών και γραφειοκρατικών απαιτήσεων που επιβάλλουν τα θεσμικά όργανα του Βορρά[6]. Έτσι λαμβάνουν μόλις το 3% της άμεσης ενίσχυσης.

Συνειδητοποιώντας την ασυμμετρία αυτής της σχέσης, οι κύριοι χορηγοί και οι οργανώσεις που συνεδρίασαν στην Κωνσταντινούπολη, στα πλαίσια της πρώτης Διεθνούς Διάσκεψης Κορυφής της Ανθρωπιστικής Δράσης, στις 23 και 24 Μαΐου 2016, ανέλαβαν την υποχρέωση να δεσμεύουν το ένα τέταρτο της χρηματοδότησης για τις τοπικές και εθνικές δομές, στις οποίες οι επιδοτήσεις θα καταβάλλονταν «όσο το δυνατόν πιο άμεσα» (σύμφωνα με την αρχή της «εντοπιότητας»), έως το 2020. Η απόφαση αυτή εξηγείται εν μέρει από τα αποτελέσματα μιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε από τον Μάιο του 2014 έως τον Φεβρουάριο του 2015, σε 1.231 «δικαιούχους» διεθνούς βοήθειας, από πέντε χώρες της Εγγύς Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής[7]. Ζητήθηκε από αυτούς να βαθμολογήσουν κατά πόσο θεωρούν ότι υπολογίζονται οι απόψεις τους σε μία κλίμακα από 1 έως 10. Ο μέσος όρος των απαντήσεων ήταν μικρότερος από 3. Αυτή η αξιολόγηση επιβεβαιώθηκε το 2018 από μια άλλη έρευνα, με δείγμα 5.000 ανθρώπων, σε επτά χώρες: πάνω από το 80% των ερωτηθέντων, στο Ιράκ και στον Λίβανο, δεν πίστευαν ότι η υποστήριξη που προσφερόταν θα τους επέτρεπε να ανεξαρτητοποιηθούν και η πλειοψηφία εκτιμούσε ότι η γνώμη τους δεν λαμβανόταν υπόψη[8].

Αυτή η διαπίστωση γκρεμίζει το τοτέμ της ανθρωπιστικής δράσης: την εικόνα του θύματος. Το θύμα αντιμετωπίζεται, σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ως αδύναμο και παθητικό, παρά το γεγονός ότι, στις πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες μιας καταστροφής, είναι αυτό που σώζει τις περισσότερες ζωές, πριν από την άφιξη των διεθνών οργανισμών (και των μέσων ενημέρωσης). Ήδη, το 2004, ο Μάρκκου Νισκάλα, γενικός γραμματέας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, καλούσε «να πετάξουμε τον μύθο του αδύναμου θύματος και του αλάνθαστου ανθρωπιστικού συστήματος και να θέσουμε τους ανθρώπους που πλήττονται από καταστροφές, καθώς και τις ικανότητές τους, στο επίκεντρο του έργου μας[9]». Εάν, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο μύθος αυτός παραμένει ακλόνητος, αυτό συμβαίνει επειδή βρίσκεται στον πυρήνα της κυρίαρχης αναπαράστασης που ο ανθρωπιστικός τομέας συντηρεί για τον εαυτό του και υπηρετεί.

Οι εικόνες χάους, απαθών θυμάτων και ανίκανων, διεφθαρμένων ή ολοκληρωτικών νότιων κρατών (ή και τα τρία ταυτόχρονα) δικαιολογούν την ανάγκη εξωτερικής παρέμβασης. Η πολιτική απογοήτευση και η βεβαιότητα μετοχής στο στρατόπεδο του καλού επιβεβαιώνουν τη νομιμότητα της παρέμβασης αυτής – και υποκαθιστούν κάθε συγκεκριμένη ανάλυση. Τα θύματα, που σπανίως είναι σιωπηλά, συχνά φιμώνονται από τα ίδια τα κράτη τους, ή από τη φιλοδοξία του ανθρωπιστικού τομέα για αυτορρύθμιση, καθώς και από τον πολλαπλασιασμό των διεθνών εκθέσεων. Η επίσημη ιστορία της ανθρωπιστικής βοήθειας συνοψίζεται σε μια διαρκώς διαψευδόμενη αθωότητα, η οποία όμως πάντοτε αποκαθίσταται, στο όνομα της αγνότητας των προθέσεών της και, κυρίως, της αναγκαίας διασφάλισης της ανεξαρτησίας της. Αυτή η αφήγηση αποκρύπτει άλλες σχέσεις εξουσίας που βρίσκονται επί τω έργω σε μία επιχείρηση ανθρωπιστικής βοήθειας.

Σε μία πρώτη τέτοια περίπτωση, η αξιολόγηση της επείγουσας βοήθειας στη Ρουάντα, κατά τη γενοκτονία των Τούτσι, το 1994, υπογράμμισε το γεγονός ότι οι ξένοι εργαζόμενοι και οι νεοφερμένοι δημοσιογράφοι, μπερδεύοντας την ορατότητα με την αποτελεσματικότητα, δημιούργησαν από κοινού μια ανάγνωση της κρίσης ως κρίση «έκτακτης βοήθειας» η οποία ήταν άμεσα κατανοητή από τους θεατές του Βορρά. Με τον τρόπο αυτό, συγκάλυψαν τη στρατιωτική, διπλωματική και πολιτική λογική πίσω από τις ροές των προσφύγων, καθώς και την έλλειψη πρόβλεψης και συντονισμού των διεθνών παραγόντων[10]. Η ανθρωπιστική παρέμβαση λειτούργησε ως συγκάλυψη της δυτικής τύφλωσης και αδράνειας, ενώ το πρόβλημα ήταν αλλού και απαιτούσε πολιτική λύση. Τελικά, η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων δεν απεβίωσαν ελλείψει ανθρωπιστικής βοήθειας αλλά διότι κατεσφάγησαν.

Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, αυτό το αφηγηματικό μοντέλο παραμένει ακλόνητο, ανακωδικοποιώντας τις συνθήκες αδικίας και ανισότητας, προϊόντα πολιτικών επιλογών, ως φυσικές αιτίες – αν όχι και κακοτυχίες. Τον Ιανουάριο του 2006, μια μελέτη σχετικά με την επεξεργασία πληροφοριών, σε μια εξηνταριά εφημερίδες και έντυπα εννέα δυτικών χωρών, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε σχέση μεταξύ του μεγέθους μιας καταστροφής και της κάλυψής της από τα μέσα ενημέρωσης, αφού η τελευταία συνδεόταν με τις οικονομικές και στρατηγικές εκτιμήσεις των κρατών του Βορρά[11]. Έτσι, η επίδραση που είχε στην τουριστική βιομηχανία το τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό, το 2004, κατέλαβε δυσανάλογη θέση στα μέσα ενημέρωσης. Αντίθετα, όσο περισσότερη δημοσιότητα λαμβάνει μία καταστροφή τόσο περισσότερο προσελκύει ανθρωπιστικές οργανώσεις οι οποίες μπαίνουν σε έναν αγώνα για περισσότερη δημοσιότητα που θέτει σε κίνδυνο κάθε προσπάθεια συντονισμού. Να βρίσκεσαι επί τόπου σημαίνει να είσαι ορατός (ως εκ τούτου αξιόπιστος), να εξασφαλίζεις χρηματοδότηση (επομένως βιωσιμότητα), να επιβεβαιώνεις τον επιτακτικό χαρακτήρα της δράσης σου (και ως εκ τούτου τη νομιμότητά της). Η ουσία της δράσης έχει ελάχιστο βάρος απέναντι σε κάτι που έχει μετατραπεί σε αγορά.

Με προνομιακή πρόσβαση σε επιχορηγήσεις, στα μέσα ενημέρωσης και στους πολιτικούς ιθύνοντες, οι «ανθρωπιστές» ασκούν μια εξουσία που ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι δεν είναι αναγνωρισμένη[12]. Όμως, η τοπικοποίηση της παροχής βοήθειας, που εγκρίθηκε στη σύνοδο κορυφής της Κωνσταντινούπολης, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική εάν «δεν συνδέεται με τη καταπολέμηση της αδικίας, της ανισότητας και της ασυμμετρίας εξουσιών», εξηγεί η Ρεγκίνα Σαλβαδόρ-Αντεκουίζα, διευθύντρια του Ecosystems Work for Essential Benefits Inc. (Ecoweb), μία μη κυβερνητική οργάνωση από τις Φιλιππίνες[13].

Τα χρήματα και ο χρόνος που επενδύονται για την κατασκευή υποδομών, την πολιτική προστασία, τις δημόσιες υπηρεσίες και την πρόνοια στην αντιμετώπιση καταστροφών αποδεικνύονται αποτελεσματικότερα από την ίδια την απάντηση στις καταστροφές, όσο ταχεία και αν είναι αυτή. Το 2015, η βορειοαμερικανική ΜΚΟ, Mercy Corps, έστειλε μια μικρή ομάδα για να αξιολογήσει τις ανάγκες που προέκυψαν μετά τον κυκλώνα Παμ, ο οποίος έπληξε το Βανουάτου. Είχε το θάρρος να παραιτηθεί από την παρέμβασή της όταν διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση και οι τοπικές αρχές ήταν αρκετά καλά προετοιμασμένες και οργανωμένες. Χωρίς να δείξουν ανάλογη προσοχή, μετά τον σεισμό του 2015 στο Νεπάλ, οι ευρωπαϊκές χώρες απέστειλαν στο Κατμαντού, χωρίς συντονισμό, δεκαπέντε ομάδες, περιφρονώντας τις τοπικές πραγματικότητες. Πλησιέστερες στη περιοχή της καταστροφής, η Κίνα, η Ινδία και το Πακιστάν, ήταν ήδη εκεί. Το αποτέλεσμα: περαιτέρω επιβάρυνση του επιμελητειακού συντονισμού και ένας κορεσμένος αερολιμένας, που καθυστέρησε την άφιξη αεροπλάνων από τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Νέα Ζηλανδία για αρκετές μέρες, καθιστώντας μάταιη τη δράση τους μετά.

Αυτά τα προβλήματα εξηγούν γιατί, μετά τον σεισμό του Νοεμβρίου 2018, η κυβέρνηση της Ινδονησίας κατεύθυνε και περιόρισε την ανάπτυξη ξένων παραγόντων στο πεδίο. Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η αυτοοργάνωση των «δικαιούχων». «Αν θέλουμε να λύσουμε τα προβλήματά μας πρέπει να το κάνουμε μόνοι μας. Οι διεθνείς οργανισμοί είναι απλώς επικουρικοί», δηλώνει ο Μοχίμπ Ουλλά, ο οποίος συντονίζει την απεργία των τοπικών οργανώσεων στα προσφυγικά κέντρα των Ροχίνγκια, στο Μπανγκλαντές, τον Νοέμβριο του 2018[14].

Πώς μπορεί κανείς να απευθύνει έκκληση στους πολιτικούς ιθύνοντες όταν, ταυτόχρονα, συνεισφέρει στην αποπολιτικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και όταν διαφημίζει την αποτελεσματικότητά του μέσω της προβολής της κρατικής αδυναμίας; Ταυτόχρονα, ο ανθρωπιστικός κλάδος τείνει να γίνει το κρυφό όνομα της πολιτικής: οι πολιτικοί θεσμοί δεν αποκαλύπτονται πλέον και, προκειμένου είτε να αντισταθμίσουν την αδράνειά τους είτε να επιταχύνουν τη δραστηριότητά τους, παίρνουν τον δρόμο του ανθρωπισμού, ο οποίος είναι πολύ πιο ελκυστικός και νομιμοποιημένος – η Παλαιστίνη είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Παραφράζοντας τον γεωγράφο Ντέιβιντ Χάρβει, μπορούμε να μιλήσουμε για ιδιωτικοποίηση μέσω του ανθρωπισμού. Σε πολλές χώρες όπου λαμβάνει χώρα αυτό το φαινόμενο, διαπιστώνουμε μια ΜΚΟποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών. Έτσι, η διεθνής βοήθεια τείνει να αντικαταστήσει τα συστήματα δημόσιας υγείας, που παραμένουν το πιο αποτελεσματικό μέσο για να σωθούν ζωές. Το αντίθετο της πολιτικής δεν είναι ο ανθρωπισμός: είναι μια άλλη πολιτική.


[1] Όλα τα στοιχεία προέρχονται από την «Παγκόσμια έκθεση ανθρωπιστικής βοήθειας 2019», Development Initiative, 30 Σεπτεμβρίου 2019.

[2] «Έκθεση για τα αποτελέσματα των δράσεων οκτώ μήνες μετά τον Mitch», ομάδα Urgence Réhabilitation Développement (URD), Plaisians (Γαλλία), 9 Ιανουαρίου 2000· Rebecca Barber «Ένα μέγεθος δεν ταιριάζει σε όλους. Προσαρμογή των διεθνών αποστολών στις εθνικές ανάγκες μετά τον κυκλώνα Παμ του Βανουάτου», Save the Children – Care – Oxfam – World Vision, Βικτώρια (Αυστραλία), Ιούνιος 2015.

[3] Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR), Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (WFP), Ταμείο για τα Παιδιά των Ηνωμένων Εθνών (UNICEF).

[4] Βλέπε: Μπεν Πάρκερ, «Έξι προτεραιότητες πολιτικής βοήθειας που πρέπει να παρακολουθήσετε το 2019», The New Humanitarian, 3 Ιανουαρίου 2019.

[5] Βλέπε: Leon Koungou, «Αποδυτικοποιώντας τη βοήθεια», και «Ποια είναι η διεθνής αλληλεγγύη;», Le Monde diplomatique, Μάιος 2013.

[6] Βλέπε «Haïti, l’imposture humanitaire», Le Monde diplomatique, Νοέμβριος 2016.

[7] «Preparatory stakeholder analysis. World Humanitarian Summit regional consultation for the Middle East and North Africa», World Humanitarian Summit, Νέα Υόρκη, 2015.

[8] «Grand Bargain: field perspectives 2018», Ground Truth Solutions, Βιέννη, Μάιος 2019.

[9] «World disasters report 2004», Fédération internationale des sociétés de la Croix-Rouge et du Croissant-Rouge (IFRC), Γενεύη, 2004.

[10] «The joint evaluation of emergency assistance to Rwanda, Study III. Principal findings and recommendations», Relief and Rehabilitation Network – Overseas Development Institute, Λονδίνο, Ιούνιος 1996.

[11] «Western media coverage of humanitarian disasters», Carma International, Λονδίνο, Ιανουάριος 2006.

[12] Βλ. Michael Barnett, Empire of Humanity: A History of Humanitarianism, Cornell University Press, Νέα Υόρκη 2011.

[13] «Roundtable: Going local», The New Humanitarian, 9 Απριλίου 2019.

[14] Κααμίλ Αχμέντ, «In Bangladesh, a Rohingya strike highlights growing refugee activism», The New Humanitarian, 27 Νοεμβρίου 2018.

Πηγή: Le Monde Diplomatique, Απρίλιος 2020
Μετάφραση: Δημήτρης Παπαμιχαήλ

*Πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Centre Tricontinental (Cetri) και λέκτορας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Λιέγης.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Μαρία Μαγγιώρου 16 Σεπτεμβρίου 2020 - 09:56

H MKOποίηση του κράτους είναι το αποτέλεσμα της εθνο-αποδόμησης. Επομένως, ΔΕΝ ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ.

Όλα όσα κατά την εποχή της Νεωτερικής Ιδεολογίας ανήκαν στη σφαίρα του Δημοσίου, στην εποχή της Μετανεωτερικής Ιδεολογίας ανήκουν στην σφαίρα του Ιδιωτικού.
Σε παλαιότερο τεύχος του Άρδην διαβάσαμε ότι στην κορυφή της πυραμίδας των εξουσιών βρίσκεται η Φαρμακοβιομηχανία…Ας μην ξεχνάμε ότι οι «ευαισθησίες» μας για τις συνέπειες του καπνίσματος κατασκευάστηκαν λόγω του μεγάλου κόστους των καπνιστών για τις ασφαλιστικές εταιρείες. Δεν πρέπει σίγουρα να ξεχνάμε ότι για την κυρίαρχη Ιδεολογία της Δύσης η ίδια η κοινωνία ταυτίζεται με το Ιδιωτικό, όχι μόνον η Αγορά.

Δεν υπάρχει ούτε Κοινωνία ούτε Πολιτική για την πολιτισμικά κυρίαρχη Ιδεολογία. Οι αγγλόφωνοι όταν μιλάνε για κοινωνία εννοούν θεσμούς του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή ΜΚΟ: Μη κυβερνητική/δημόσια οργάνωση, όπως ο Σύνδεσμος των Βιομηχάνων, ένας συν-εταιρισμός ιδιωτών για ιδιωτικά συμφέροντα.
Η civil society ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Κοινωνία Πολιτών. Η «κοινωνία των πολιτών» σημαίνει το συνεταιρίζεσθαι ιδιωτών-αστών (συνεταιρισμό αστικού δικαίου) ούτε καν πολιτών με την λατινική έννοια και με αδιανόητες τις ελληνικές έννοιες του πολίτη και του κοινωνείν. Η ελληνική Πολιτική Κοινωνία είναι ο τρόπος ύπαρξης του κοινωνείν, με τον οποίον και μόνο γεννιέται το ψυχικό αυτεξούσιο ή αλλιώς η ικανότητα του άρχειν.

Οι «ευαισθησίες» περί των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» κατασκευάστηκαν προκειμένου να ξεπέσουν όλοι οι λαοί από το επίπεδο του κοινωνικού ΣΥΝ-ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ στο απολιτικό-ζωώδες ΑΙΣΘΗΜΑ. Χωρίς το επίπεδο της Πολιτικής δεν υπάρχουν αξίες και χωρίς το επίπεδο της Κοινωνίας δεν υπάρχει η ικανότητα για Κρίση, ικανότητα που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. Οι πολιτισμικά κυρίαρχοι Αγγλοσάξονες δεν πιστεύουν στην Κοινωνία ακριβώς επειδή δεν πιστεύουν στη διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα. Η δαρβινική ιδεολογία είναι που κάνει τις κοινωνικές αδικίες να φαίνονται σαν φυσικές καταστροφές.

Οι ΜΚΟ δεν απορροφούν μόνον τα χρήματα που όφειλε να διαχειρίζεται το Δημόσιο. Και η αδιαφάνεια της πηγής και της χρήσης τους σχετίζεται την απουσία λογοδοσίας στον Ιδιωτικό τομέα. Οι «πολιτικοί θεσμοί» οδηγούνται στον «ελκυστικό και νομιμοποιημένο» δρόμο του ανθρωπισμού, τονίζεται στο άρθρο. Οι ΜΚΟ όμως και η κατάργηση της πολιτικής δεν περιορίζονται στις «κοινωνικές υπηρεσίες».

Δεν πρέπει να περνάει απαρατήρητο το γεγονός ότι το ουσιαστικό έργο του Κοινοβουλίου έχει μεταφερθεί σε διεθνείς θεσμούς, τους οποίους διέπει αποκλειστικά η Ιδεολογία του Ιδιωτικού. Και η νομιμοποίησή τους έγκειται στη συμμετοχή εκπροσώπων ΜΚΟ στις διαδικασίες ψηφοφορίας!!!!!
Για τα μυαλά των πολιτισμικά κυρίαρχων, δημοκρατία σημαίνει ψήφος δια αντιπροσώπου και ελευθερία σημαίνει κυριαρχία των ΜΚΟ, δηλαδή εξουσία «από τα κάτω προς τα πάνω» (bottom-up), ενώ το Δημόσιο είναι μισητό αφού πρόκειται για εξουσία «από πάνω προς τα κάτω» (top-down).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ