Του Δημήτρη Μπούσμπουρα από τη Huffington Post
Κατεβαίνοντας από την Αργιθέα προς το Μουζάκι περνάς από ένα τοπίο με μεγάλη κλίση, μικρή κάλυψη από βλάστηση και εμφανέστατη διάβρωση. Τα μητρικά πετρώματα έχουν αποκαλυφθεί και στέκουν μόνο μερικά αραιά δέντρα. Δεν είναι μόνο η υπερβόσκηση, είναι η ίδια η μορφολογία, το ανάγλυφο, και το γεωλογικό υπόστρωμα που δεν επιτρέπουν εύκολα την αναβλάστηση.
Κατεβαίνοντας πριν μερικούς μήνες προς τον Θεσσαλικό κάμπο, σκεφτόμουν ότι είναι αναπόφευκτο να υπάρξουν πλημμύρες. Ειδικά το Μουζάκι, πού βρίσκεται στη ρίζα του βουνού είναι ευάλωτο. Βρίσκεται ακριβώς εκεί όπου αποτίθενται οι φέρτες ύλες των χειμάρρων που κατεβαίνουν ορμητικά από το βουνό. Διότι πάντα οι ορμητικοί χείμαρροι που μεταφέρουν μαζί τους πέτρες, ξύλα και χώμα, μόλις συναντήσουν μικρότερες κλήσεις τα αποθέτουν εκεί και συνεχίζουν στον κάμπο μεταφέροντας μόνο τα πιο λεπτόκοκκα υλικά.
Στην συνέχεια στον κάμπο εκεί που οι χείμαρροι ενώνονται, δημιουργώντας ποτάμια, έχουν γίνει μεγάλες αλλαγές. Αντί για τους παλιούς μαιανδρισμούς και την φαρδιά κοίτη, οι ποταμοί στην Θεσσαλία είναι πλέον ευθύγραμμοι. Με τους παλιούς μαιανδρισμούς και την φαρδιά κοίτη υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις που πλημμύριζαν όταν είχαμε υψηλές βροχοπτώσεις. Το νερό συγκεντρώνονταν σε αυτές τις εκτάσεις δημιουργώντας πρόσκαιρες λίμνες. Αυτές οι θέσεις, που χρησιμοποιούνταν παλιότερα από την κτηνοτροφία, σήμερα έχουν αποδοθεί στην καλλιέργεια, αφού προηγουμένως οι φαρδιοί μαίανδροι έχουν γίνει χωράφια και ο ποταμός είναι πλέον ένα ευθυγραμμισμένο και με υψηλά αναχώματα κανάλι. Για να αντιμετωπιστούν οι πλημμύρες σηκώνονται όλο και ψηλότερα αναχώματα
Τι έγινε όμως στο Μουζάκι και καταστράφηκε το Κέντρο Υγείας;
Το νερό ερχόμενο με ορμή και μεταφέροντας χονδρόκοκκα υλικά και πέτρες διάβρωσε τις όχθες σε βάθος 30 μέτρων, στην εξωτερική πλευρά μιας στροφής του ποταμού σκάβοντας τα θεμέλια του Κέντρου Υγείας. Αυτό θα είχε προβλεφθεί αν είχε υπολογίσει κανείς την περίπτωση να συμβούν μεγάλες και ραγδαίες βροχοπτώσεις.
Στους υπολογισμούς για πιθανές καταστροφές από πλημμύρες πρέπει να υπολογίζεται η σπάνια περίπτωση, μία στα 100 χρόνια, να έρθουν μεγάλες ποσότητες νερού με μεγάλη ταχύτητα. Βάσει αυτών των υπολογισμών πρέπει να σχεδιάζεται η αντιμετώπιση των πλημμυρικών φαινομένων και βάσει αυτών των υπολογισμών θα πρέπει να διαμορφώνεται ο πολεοδομικός σχεδιασμός.
Γίνεται σωστός σχεδιασμός μόνο από μηχανικούς;
Η περιοχή της Καρδίτσας σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων από τον Παλαμά και την Καρδίτσα είχε υποστεί και παλιότερα έντονες πλημμύρες. Μετά από την τελευταία μεγάλη πλημμύρα, το 1995, βρέθηκα στην ομάδα μελέτης για την πρόληψη του φαινομένου. Η ομάδα περιλάμβανε υδραυλικούς μηχανικούς από το ΕΜΠ, πολιτικούς μηχανικούς από την Καρδίτσα, έναν καθηγητή δασολογίας και εμένα ως περιβαλλοντολόγο. Η ομάδα αυτή εξέτασε τα έργα που έπρεπε να γίνουν για την αντιμετώπιση παρόμοιων πλημμυρών. Σύντομα όμως δημιουργήθηκε ένας διχασμός στα εσωτερικό της: Οι μηχανικοί σχεδίασαν έργα που αυξάνουν την παροχέτευση στους ποταμούς Καράμπαλη, Καλέτζη κλπ ώστε τα νερά να διέρχονται πιο γρήγορα. Για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να κοπεί και όλη η βλάστηση που αναπτύσσονταν στις όχθες.
Στην ένσταση του δασολόγου και την δική μου απάντησαν ότι η βλάστηση αυξάνει το ιξώδες, υπάρχει μικρή ρευστότητα, με συνέπεια τα νερά να παραμένουν για περισσότερη ώρα στην κοίτη και να ξεπερνάνε τελικά το ύψος των αναχωμάτων. Θα έπρεπε λοιπόν να γίνουν καθαρισμοί, ευθυγραμμίσεις και ανύψωση αναχωμάτων. Ο δασολόγος και εγώ αντιπροτείναμε κάποια ορεινά υδρονομικά έργα, που θα περιόριζαν την ορμητικότητα των υδάτων και αναδασώσεις, που θα περιόριζαν την διάβρωση. Καθώς όμως πάντα το πάνω χέρι έχουν οι μηχανικοί, πέρασε το δικό τους. Προφανώς κάποια έργα στον κάμπο έπρεπε να γίνουν, αφού οι ποταμοί είχαν ήδη περιοριστεί και ευθυγραμμιστεί.
Μία γενναία απόφαση θα ήταν η αποκατάσταση των παλιών μαιανδρισμών. Σήμερα όμως αυτό μοιάζει αδύνατο. Είναι όμως αναγκαίο αν θέλουμε να περιορίσουμε τις καταστροφές και να αποκαταστήσουμε φυσικές συνθήκες στον κάμπο, με φυσικές ζώνες μέσα στο μονότονο τοπίο των εντατικών καλλιεργειών. Σε κάποιες χώρες έχουν αλλάξει πρακτική. Σπάνε τα αναχώματα και δημιουργούν ξανά τους παλιούς μαιανδρισμούς.
Στην τελευταία πλημμύρα φάνηκε για μία ακόμα φορά ότι η αντιμετώπιση της φύσης και των υδάτων μόνο από μηχανικούς είναι ανεπαρκέστατη. Η κατανόηση των πλημμυρικών φαινομένων πρέπει να περιλαμβάνει την εξέταση όλης της λεκάνης απορροής, ανάντη της θέσης που μας ενδιαφέρει, και την φυσική κίνηση των υδάτων. Θα μπορούσε, με μία άλλη οπτική, να οδηγηθούμε σε δράσεις για την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς να αναγκαζόμαστε να τοποθετούμε συνεχώς συρματοκιβώτια και να κατασκευάζουμε όλο και ψηλότερα αναχώματα.
3 ΣΧΟΛΙΑ
Πράγματι εξαιρετικό άρθρο! Η χρησιμοποίηση της λέξης “ιξώδες” μου γεννα την παρατήρηση ότι όταν πρόκειται για μείζονα πλημμυρικά φαινόμενα (πλημμύρα 50ετίας ή 100ετίας), οι ρεολογικές ιδιότητες των πλημμυρικών υδάτων που μεταφέρουν μεγάλο όγκο στερεών διαφόρων διαστάσεων και κοκκομετρίας είναι διαφορετικές από εκείνες των συνηθισμένων πλημμυρικών υδάτων. Ως εκ τούτου οι αναπτυσσόμενες δυνάμεις οπισθέλκουσας που ασκούνται πάνω στις υποδομές,πιθανόν να πολλαπλασιάζονται. Δεν γνωρίζω αν αυτό το λαμβάνουν υπ’όψη οι υδραυλικοί στον σχεδιασμό των έργων.
Προφανώς αυτό συμβαίνει και γίνεται διάβρωση των αναχωμάτων.
Οι υδραυλικοί μηχανικοί όμως το ανέφεραν αυτό και για την βλάστηση που αυξάνει την τριβή και ήθελαν να την αφαιρέσουν και από την μπαγκίνα. Αυτό φάνηκε όμως ότι δεν έχει αποτέλεσμα στην περίπτωση των δένδρων.
Καθώς το νερό κινείται στον κάμπο όπου δεν υπάρχουν κλίσεις, εννοώ από το Μουζάκι και την Καρδίτσα και κατάντη, η ροή αναγκαστικά είναι αργή. Τα στενά ποτάμια (ευθυγραμμισμένα κανάλια πλέον) δεν χωράνε το νερό.
Οι εκτάσεις όπου θα μπορούσε να παραμείνει μια ποσότητα νερού ως πρόσκαιρη λίμνη ή έλος εξαφανίστηκαν – έγιναν καλλιέργειες. Οπότε ήταν αναπόφευκτη η πλημμύρα.
Εχω την εντύπωση ότι οι μηχανικοί μιλούσαν για αύξηση του συντελεστή τριβής, του n Manning. Αυτός μπαίνει στους υπολογισμούς. Και όχι για το ιξώδες του νερού (προτιμώ τον επεξηγηματικό όρο ‘συνεκτικότητα’), αν και πράγματι υποτίθεται ότι σε συνθήκες υπερσυγκεντρώσεων αλλάζουν και οι ιδιότητες του ρέοντος υγρού, όπως η συνεκτικότητα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η άποψη των μηχανικών δυστυχώς ήταν μερική και αποσπασματική και όχι ολοκληρωμένη και συνολική όπως του δασολόγου και του συγγραφέα. Γιατί σε τέτοιες ροές είναι τα μεγάλα φερτά που δημιουργούν τους φραγμούς και όχι τα αιωρούμενα.