του Ν. Μαρτίνου, από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005
Εἰσαγωγή
Τό νησιώτικο τοπίο ἀπειλεῖται σήμερα μέ ἀνεπανόρθωτη καταστροφή, καθώς τό ἀπό αἰώνων ὑφιστάμενο γεωργοκτηνοτροφικό παραγωγικό σύστημα καταρρέει, ὁ γηγενής πληθυσμός συρρικνώνεται καί τό ἑλληνικό κράτος ἀδυνατεῖ νά θέσει τό πλαίσιο καί τούς ὅρους μιᾶς μακροπρόθεσμης ἀνάπτυξης, πού δέν θά στηρίζεται στή λεηλασία τῶν φυσικῶν πόρων, ὅπως συμβαίνει σήμερα, ἀλλά θά σέβεται τό ἀπαράμιλλου κάλλους φυσικό περιβάλλον καί θ’ ἀναδεικνύει παράλληλα τήν ἀνεκτίμητη πολιτιστική κληρονομιά. Χωρίς τή σύζευξη τῆς οἰκονομικῆς ανάπτυξης μέ τήν περιβαλλοντική καί πολιτισμική διάσταση, τά ἑλληνικά νησιά εἶναι καταδικασμένα ν’ ἀκολουθοῦν τό σημερινό ἄθλιο πρότυπο ἄναρχης οἰκιστικῆς δόμησης. Τῆς δόμησης, πού οἱ ἀρνητικές της πλευρές καί τά ἀδιέξοδά της εἶναι πιά φανερές ὄχι μόνο στούς ἐπισκέπτες, ἀλλά καί στούς ἴδιους τούς μόνιμους κατοίκους πού βιώνουν τή συνεχή ὑποβάθμιση τῆς ζωῆς τους.
Οἱ ἀλλαγές τοῦ τοπίου μέσα στό χρόνο
Ἡ ἔννοια τοῦ τοπίου εἶναι συνυφασμένη μέ τήν ἀνθρώπινη δραστηριότητα πού ἐκδηλώνεται διαχρονικά στόν φυσικό χῶρο, δημιουργώντας ἔτσι σύμβολα καί σημασίες, μικρότερα ἤ μεγαλύτερα θραύσματα μνήμης, δηλαδή τεκμήρια τοῦ πολιτισμοῦ ἤ τῶν πολιτισμῶν πού προϋπῆρξαν. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ σημερινή Εὐρώπη θεωρεῖ τά τοπία ὡς πολιτιστική κληρονομιά καί ἐπιχειρεῖ νά διαμορφώσει ἕνα κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο γιά τήν νομική τους προστασία. Στόν Ἑλλαδικό χῶρο ὅποια πέτρα κι ἄν σηκώσει κανείς, θά διαπιστώσει τά ἀνεξίτηλα σημάδια πού ἄφησε ὁ ἄνθρωπος στό διάβα τοῦ χρόνου. Καθώς δέ ἡ ἀρχαιολογική σκαπάνη φέρνει στό φῶς νέα εὑρήματα, ὁ χρονικός ὁρίζοντας ἀδιάκοπης πολιτισμικῆς δραστηριότητας ἀναπτύσσεται σέ βάθος πού ξεπερνᾶ τά δέκα χιλιάδες χρόνια.
Μιλώντας κανείς γιά τίς ἀλλαγές πού ἔχει ὑποστεῖ τό ἀγροτικό τοπίο στή χώρα μας διαχρονικά, θά πρέπει νά λάβει σοβαρά ὑπόψη του τίς μαζικές μετακινήσεις τοῦ πληθυσμοῦ πρός τά ὀρεινά, κυρίως κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Φαίνεται πώς οἱ ἐκχερσώσεις γιά τήν ἐξεύρεση καλλιεργήσιμης γῆς καί ἡ ὑπερβόσκηση πού προέκυψε ἀπό τήν ὑπέρμετρη ἀνάπτυξη τῆς κτηνοτροφίας, σέ σχέση μέ τήν βοσκοϊκανότητα τῶν ὀρεινῶν ἐκτάσεων, διευκόλυναν τή διάβρωση τοῦ ἐδάφους. Χωρίς ἀμφιβολία, οἱ ἐπιπτώσεις ἦταν περισσότερο δυσμενεῖς σέ περιοχές μέ μεγάλες κλίσεις. Θά πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ὅμως, πώς ἡ συστηματική βόσκηση τῆς ποώδους βλαστήσεως, πού πραγματοποιεῖτο στο πλαίσιο τῆς μετακινούμενης (ποιμενικῆς) αἰγοπροβατοτροφίας, συνέβαλε ἀποφασιστικά στήν προστασία τῶν δασῶν ἀπό πυρκαϊές. Μέ τήν ἐπέκταση δέ τῆς γεωργικῆς δραστηριότητας στά ὀρεινά τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας κατά τήν τουρκοκρατία καί σέ ἐδάφη μεγάλων κλίσεων τῆς νησιωτικῆς, ἔχουμε σέ ἀρκετές περιπτώσεις δημιουργία δάσους ἤ/καί ἐδάφους, με προφανεῖς ἀλλαγές στό τοπίο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ἀποτελοῦν οἱ ἐλαιῶνες τῆς Μυτιλήνης, οἱ πέτρινοι ἀνεμοφράκτες τῆς Φολεγάνδρου γιά τήν προστασία τῶν ὀπωρώνων καί οἱ ἀναβαθμίδες (σκάλες ἤ πεζοῦλες), πού ἀπαντοῦν σ’ ὅλα σχεδόν τά νησιά ἀλλά καί στήν ὀρεινή Ἑλλάδα.
Ἡ σχέση μέ τή θάλασσα καί τή στεριά
Ἡ νησιωτική Ἑλλάδα, καί ἰδιαίτερα ὁ αἰγαιακός χῶρος, ἔχουν κυριολεκτικά διαμορφωθεῖ ἀπό τήν ἀέναη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπιβιώσει πάνω σέ μιά φτωχή κατά κανόνα γῆ, τήν ὁποία κυριολεκτικά μεταμόρφωσε μέ τήν ἐργασία του. Οἱ ἀλλαγές πού ἔγιναν στό νησιώτικο τοπίο κατά τό παρελθόν ἀσφαλῶς καί δέν ἦταν μικρῆς σημασίας. Ὅμως, ὅπως θά φανεῖ πιό κάτω, αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ παρεμβάσεις πραγματοποιοῦνται στό μέτρο τῆς ἀνάγκης πού διαμορφώνεται στό πλαίσιο μιᾶς κατά κανόνα προκαπιταλιστικῆς ἀγροτικῆς κοινωνίας. Φαίνεται δέ, ἀπό μιά πρώτη ματιά, πώς οἱ παρεμβάσεις αὐτές εἶναι συμβατές μέ τίς σύγχρονες ἀντιλήψεις τῆς περιβαλλοντικῆς ἰσορροπίας.
Οἱ Ἕλληνες, σε κρίσιμες γιά τήν ὕπαρξή τους ἱστορικές στιγμές, στηρίχθηκαν σ’ ἕναν ἀνεξάντλητο δυναμισμό πού πηγάζει ἀπό τή σχέση τους μέ τή θάλασσα. Αἰγαῖο, μιά θάλασσα πού δημιουργεῖ μέ τήν ξηρά ἕνα πλέγμα ἐπικοινωνιῶν καί ἀλληλεξαρτήσεων. Ἡ σχέση μέ τή θάλασσα δέν ἐμπεριέχει μόνο τίς οἰκονομικές καί τεχνολογικές διαστάσεις πού ἐξυπακούονται ἀπό τό συνεχές πηγαινέλα ἀνθρώπων, καραβιῶν καί ἀγαθῶν μέσα στό χῶρο καί τό χρόνο. Εἶναι μιά σχέση πού συμπυκνώνεται κατά κύριο λόγο σ’ αὐτό πού ὀνομάζουμε ἑλληνικό πολιτισμό. Ἕναν πολιτισμό πού ἀναπτύχθηκε καί στίς δύο ἀκτές τοῦ Αἰγαίου, στήν Εὐρωπαϊκή καί τή Μικρασιατική, μέ συνδετικό ἱστό τό ἑλληνικό Ἀρχιπέλαγος μέ τά νησιά του. Καί στή μέση τίς Κυκλάδες.
Τό ἑλληνικό Ἀρχιπέλαγος τῶν χαρτογράφων καί τῶν περιηγητῶν, ἀπό τόν 15ο μέχρι τόν 19ο αἰώνα. Τό ἑλληνικό Ἀρχιπέλαγος, τοῦ ὁποίου ἀμφισβητεῖται ἀκόμα μιά φορά, στίς μέρες μας, ἡ ἱστορική καί πολιτισμική προέλευση καί φυσιογνωμία. Τό ἑλληνικό Ἀρχιπέλαγος, ὅπου συγκρούονται ἀκόμα μιά φορά δύο διαμετρικά ἀντίθετες ἔννοιες καί ἀντιλήψεις γιά τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση καί τήν πολιτική συμπεριφορά. Τήν ἐλεύθερη βούληση καί τή δημοκρατικά ὀργανωμένη πολιτεία ἀπό τή μιά μεριά καί τήν πλήρη ὑπαγωγή τοῦ ἀτόμου στόν κρατικό ἀπολυταρχισμό ἀπό τήν ἄλλη. Ἀρχαῖα ἐρείπια, βυζαντινές ἐκκλησιές, φράγκικα κάστρα καί πανάρχαια ἑλληνικά τοπωνύμια, ἀντλημένα ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν Στράβωνα καί τόν Κλαύδιο Πτολεμαῖο, εἶναι τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ τόπου ὅπου ἂνθησε ὁ ἑλληνικός πολιτισμός. Τοπωνύμια πού ἡ ἐργολαβική βουλιμία μετατρέπει σήμερα σέ «γαλάζιες» καί «χρυσές» ἀκτές.
«Τά νησιά τοῦ ἑλληνικοῦ ἀρχιπελάγους ἀνήκουν σέ μιά ἑνότητα, γεωγραφική, ἱστορική καί πολιτισμική, καί συνθέτουν μιά διάσπαρτη ἑλληνική πόλη πάνω σ’ αὐτή τήν ὑγρή επιφάνεια», παρατηρεῖ ὁ ἱστορικός Σπῦρος Ἀσδραχᾶς.
Ἡ σχέση τῶν νησιωτῶν μέ τή θάλασσα δέν περιόρισε τήν ἐκδήλωση ἀνάλογου δυναμισμοῦ καί φιλοπονίας γιά τήν καλλιέργεια τῆς γῆς καί τήν ἀνάπτυξη τῆς κτηνοτροφίας. Ἀντίθετα, θά μποροῦσε νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἡ ἐξωστρέφειά τους ἐπηρέασε σημαντικά τίς ἀντιλήψεις τους καί τελικά τίς ἐπιδόσεις τους στήν παραγωγή ἐκλεκτῶν ζωϊκῶν καί φυτικῶν προϊόντων, πολλά ἀπό τά ὁποῖα παράγονται ἀκόμα καί σήμερα, μέ ἀβέβαιο ὅμως τό μέλλον τους.
Τό νερό καί ἡ ἐρημία τῶν νησιῶν
... ἀλλά λίγο τό νερό γιά νά τό ’χεις Θεό
καί νά κατέχεις τί σημαίνει ὁ λόγος του ...
Ὀδυσσέας Ἐλύτης
Τό ’χουμε σήμερα Θεό τό νερό; Κατέχουμε τό λόγο του; Παλιά, σίγουρα τό ’χαν. Το μαρτυροῦν οἱ ξερολιθιές πού συγκράτησαν τό χῶμα στίς πεζοῦλες, οἱ ὀμβροδεξαμενές, οἱ ἀναρίθμητες στέρνες. Καί σήμερα; Τά νησιά, σουρωτήρια γίνανε ἀπό τίς γεωτρήσεις. Ἀπό τίς λίγες ἐξαιρέσεις, τό φωτεινό παράδειγμα τοῦ Μανώλη Γλέζου στ’ Ἀπεράθου τῆς Νάξου, μέ τίς ξερολιθιές καί τίς στέρνες του.
Ἀλήθεια, τί ἔχει κατανοήσει ὁ σημερινός Ἕλληνας ἀπό τό πολυσήμαντο καί πολύπτυχο τῆς ἐρημίας τῶν νησιῶν; Τί ἔχει κατανοήσει ἡ ἡγεσία του, τί ἔχει κατανοήσει κοντολογίς ἡ σύγχρονη δημοκρατική Ἑλληνική Πολιτεία; Αὐτῆς τῆς ἐρημίας μές τήν ἀπεραντοσύνη;
«Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου μέ τά πρῶτα μαῦρα ρίγη», μᾶς ξαναλέει ὁ ποιητής.
Τήν ἐρημία πού ἀναζητοῦν καί κατανοοῦν πολλοί ἀπό τούς βόρειους θερινούς ἐπισκέπτες μας, αὐτή τουλάχιστον πού ἔχει ἀπομείνει. Και ἐμεῖς; Οἱ ἄρχοντές μας; Δρόμους ἀνοίγουμε πολλούς, γιά νά πουλήσουμε οἰκόπεδα, κομπάζοντας μέ περισσή ἔπαρση πώς ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἕνα ἀπέραντο έργοτάξιο ἤ καλλίτερα γιαπί, γιά ν’ ἀκριβολογοῦμε. Μέ τήν ξιπασιά καί τήν ἀλαζονία τοῦ νεόπλουτου, καταστρέφουμε ὅ,τι ἁπλόχερα μᾶς χάρισαν ἡ μοναδικότητα τῆς φύσης καί μᾶς κληροδότησαν οἱ προηγούμενες γενιές. Στό ὄνομα μιᾶς οἰκονομικῆς μεγέθυνσης που στηρίζεται στά σαθρά θεμέλια τῆς ἄναρχης δόμησης. Ἐντελῶς μυωπικά, χωρίς προοπτική, χωρίς μέλλον. Πρόκειται γιά ἕνα «μοντέλο ἀνάπτυξης» πού στηρίχθηκε ἰδεολογικά πρῶτα στή μονοδιάσταση ἐξυπηρέτηση τῶν τουριστικῶν δραστηριοτήτων. Χωρίς κανένα σοβαρό προβληματισμό καί προγραμματισμό, γιά τή διασφάλιση ἔστω τῶν στοιχειωδῶν προϋποθέσεων πού θά καθιστοῦσαν ἐφικτή, αὐτή τή μονοδιάσταση τουριστική ἀνάπτυξη. Ἀργότερα, η λεηλασία τῆς φύσης συνεχίστηκε γιά τήν ἀπόκτηση του λουσάτου ἐξοχικοῦ τῶν εὐποροτέρων στρωμάτων.
Σήμερα, στίς ἀρχές του 21ου αἰώνα, τό ἀδιέξοδο εἶναι φανερό σέ ὅλους. Τώρα πιά πού τό πρόβλημα ἀφορᾶ τήν τσέπη πολλῶν ἐπαγγελματιῶν κατά τρόπο ἄμεσο, ἀρχίζει νά γίνεται κατανοητή ἡ φοβερή ἀνεπάρκεια τῶν ἰθυνόντων καθ’ ὅλη τή μεταπολιτευτική περίοδο ὅπου συνετελέσθη καί ἐξακολουθεῖ να συντελεῖται ἡ μεγάλη καταστροφή, τό μεγάλο ἔγκλημα, πού εἶναι ἡ καταστροφή τοῦ φυσικοῦ πλούτου, ἡ καταστροφή τοῦ τοπίου, ἡ καταστροφή τῶν συνειδήσεων, ἡ καταστροφή τοῦ πολιτισμοῦ.
Ἀγροτικό τοπίο: προσαρμογές στό μέτρο τῆς ἀνάγκης – ἱστορική διαδρομή
Ὁ σημερινός ἐπισκέπτης τῶν Κυκλάδων, ἐντυπωσιασμένος ἀπό τή γραφικότητα πού ἀναδεικνύει τό συναπάντημα τοῦ λευκοῦ μέ τό γαλάζιο, ἐκεῖ ὅπου ἡ μεταπολεμική κακογουστιά δέν ἔχει ἀκόμα ἀλλοιώσει τό τοπίο, ἀδυνατεῖ συνήθως νά διακρίνει στόν ἀπό παλιά δομημένο χῶρο, τά ἀνεξίτηλα σημάδια πού ἄφησε ἡ πειρατεία καί νά συλλάβει ἔτσι τά ἀνεξάντλητα ἀποθέματα δύναμης τοῦ νησιώτικου πληθυσμοῦ. Ἑνός πληθυσμοῦ πού ἐπί αἰῶνες ἦταν ὑποχρεωμένος νά ζεῖ κάτω ἀπό ἀπερίγραπτες συνθῆκες ἀβεβαιότητας, ἀνασφάλειας καί βίας. Κι ὅμως, δεν χρειάζεται παρά λίγη καλή διάθεση καί προσοχή γιά νά διακρίνει κανείς καθαρά τ’ ἀχνάρια τῆς μετακίνησης στά περισσότερα νησιά. Ἀπό τά παράλια, στά πλέον ἀπρόσιτα ἤ δυσδιάκριτα σημεῖα τῆς μικρῆς ἐνδοχώρας, πού φιλοξενεῖ τό μεσαιωνικό κάστρο μέ τά ἐλάχιστα μεγάλα κτίσματα τῶν εὐγενῶν καί τά σχεδόν σά νεκροτάφους καταλύματα τοῦ λαοῦ, πού διατήρησε κάτω ἀπό τόσο ἀντίξοες συνθῆκες τόν πολιτισμό του καί τήν ἐθνική του ταυτότητα, γιά νά ἐπιστρέψει στά παράλια καί στή θάλασσα ὅταν ἄλλαζαν οἱ καιροί. Αὐτή, ἡ συνήθως μικρή διαδρομή τῶν λίγων χιλιομέτρων ἡ ὁποία εἶναι κυριολεκτικά ποτισμένη μέ αἷμα καί ἀμέτρητες θυσίες, ἐμπεριέχει τό δράμα τοῦ νησιώτικου ἑλληνισμοῦ στή μακραίωνη ἱστορία του. Ἔτσι πορευόμενος, ὁ σημερινός ἐπισκέπτης θά μπορέσει νά κατανοήσει, πώς οἱ ἱστορικές παλινδρομήσεις δέν ἀφοροῦν μόνο σύντομα χρονικά διαστήματα, αλλά καί μεγάλες χρονικές περιόδους, πού οἱ δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ τῆς ἱστορίας στράφηκαν κυριολεκτικά πρός τά πίσω. Καί τότε θά κατανοήσει τό τίμημα τῆς ἐλευθερίας, ἀλλά καί τό μέγεθος τῆς καταστροφῆς πού συντελεῖται στίς μέρες μας.
Τό μέχρι πρότινος ἀγροτικό τοπίο τῶν νησιῶν ἦταν ἐν μέρει τό ἀποτέλεσμα ἤ καλλίτερα ὁ ἀποδέκτης τῶν παραγωγικῶν (καί ὄχι μόνο) δραστηριοτήτων τῶν ἄμεσων παραγωγῶν. Παρά τούς ἄρρηκτους δεσμούς τῶν νησιωτῶν μέ τή θάλασσα, στά περισσότερα νησιά τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ οἰκονομικά ἐνεργοῦ πληθυσμοῦ εὕρισκε ἀπασχόληση στή γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή, πού ὀργανωνόταν στό πλαίσιο τῆς μικρῆς γεωργικῆς ἐκμετάλλευσης-νοικοκυριοῦ. Ἐπρόκειτο γιά μιά παραγωγή πού πρῶτα στόχευε στήν άμεση ἐξυπηρέτηση τῶν βασικῶν βιοποριστικῶν ἀναγκῶν (τροφή, ἔνδυση, στέγαση) μέ μικρές κατά κανόνα ἐνισχύσεις ἀπό ἐξωγεωργική ἀπασχόληση καί ἐμβάσματα. Σ’ αὐτόν τό μικροϊδιοκτητικό τρόπο παραγωγῆς, ὁ βαθμός τῆς ἰδιοκατανάλωσης τῶν προϊόντων καί τῶν ὑπηρεσιῶν πού παρήγοντο στά νοικοκυριά ἦταν κατά κανόνα ὑψηλός, ὅπως ἐπίσης καί ἡ ἀναπαραγωγή τῶν ζώων ἐργασίας, τῶν ἐργαλείων, τῶν νερόμυλων, τῶν ἀνεμόμυλων, τῶν μαντριῶν, τοῦ ὁδικοῦ δικτύου κλπ. Θά μποροῦσε νά συμπεριληφθεῖ ἐδῶ καί τό ἔδαφος. Σέ γενικές γραμμές, ἡ παραγωγή τεχνολογίας-τεχνογνωσίας εἶχε ἐνδογενή χαρακτήρα. Μέχρι περίπου τά μέσα τῆς δεκαετίας του ’70, ἡ εἰσαγωγή τεχνολογικῶν καινοτομιῶν στό παραγωγικό σύστημα τῆς νησιώτικης οἰκονομίας γινόταν με βραδεῖς ρυθμούς, ὅπως βραδεῖα ἦταν ἡ αὔξηση τοῦ εἰσοδήματος, ἡ διεύρυνση τῆς κατανάλωσης καί γενικότερα οἱ ἀλλαγές τοῦ καταναλωτικοῦ προτύπου. Φαίνεται, πώς οἱ ἀλλαγές πού τό παραγωγικό σύστημα ἐπέφερε στό τοπίο ἦταν προσαρμοσμένες στό μέτρο τῆς ἀνάγκης.
Τό παράδειγμα
Μπαίνω έδῶ στόν πειρασμό νά παραθέσω ἕνα παράδειγμα ἀπό τή γενέτειρά μου, τήν Κύθνο τῶν Κυκλάδων (κάτι πού ἰσχύει περισσότερο ἤ λιγότερο σ’ ὅλα σχεδόν τά Κυκλαδονήσια). Ἀναφέρομαι στό χτίσιμο τῶν ξερολιθιῶν γιά τήν κατασκευή μαντριῶν καί γιά τήν ὁροθέτηση τῶν κτημάτων.
Τά μαντριά ἐξυπηρετοῦσαν δύο σκοπούς κυρίως. Ὁ πρῶτος καί βασικότερος εἶναι γιά τή συγκέντρωση τοῦ κατά κανόνα μικροῦ κοπαδιοῦ, περίπου 20-30 αἰγοπροβάτων, ὅπου γινόταν τό ἄμελγμα καί κάποιο τάϊσμα κατά τήν ξηρή περίοδο. Ἡ δεύτερη χρήση τοῦ μαντριοῦ ἦταν ὡς καταφύγιο τῶν νεογνῶν γιά τίς κρύες νύχτες τοῦ χειμῶνα (εἰδική μέριμνα γιά τόν ἀποχωρισμό τῶν ἀμνοεριφίων κάποιες ὧρες, νυχτερινές κυρίως, ἀπό τίς μητέρες τους) καί για τήν περιστασιακή προσέλευση τῶν ἱπποειδῶν ἤ τῶν αἰγοπροβάτων. Θά πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ὅτι τό σύστημα ἐκτροφῆς ἦταν τέτοιο πού δέν χρειαζόταν τή συνεχή παρουσία τοῦ ποιμένα, παρά μόνο τήν ἐπίσκεψή του μιά ἤ δύο τό πολύ (σέ ἔκτακτες περιπτώσεις) φορές γιά τό ἄμελγμα καί την τυροκόμηση. Ἡ περίφραξη τῶν κτημάτων μέ ξερολιθιές καί τό παστούρωμα/πεδούκλωμα (μάλλινη παστούρα –εἰδικός μάλλινος ποδόδεσμος) ἀρκοῦσε γιά τόν περιορισμό τῶν ζώων σέ κάποιο συγκεκριμένο ἀγροτεμάχιο. Ἐπέτρεπε δέ στόν γεωργοκτηνοτρόφο νά ἐκτελεῖ ἄλλες ἐργασίες καί νά βρίσκεται σχεδόν πάντοτε τά βράδια στο χωριό (ἀνάπτυξη κοινωνικῆς ζωῆς).
Ἄς δοῦμε ὅμως τί σήμαινε στήν πράξη γιά τό τοπίο ἡ προσαρμογή τῶν παρεμβάσεων τοῦ παραγωγοῦ στό μέτρο τῆς ἀνάγκης, στήν περίπτωσή μας, ὅπου χρησιμοποιεῖτο μιά τεχνολογία σχεδόν ἀναλλοίωτη ἐπί χιλιετίες ίσως.
Πρῶτα τό μαντρί: Ἡ κατασκευή του ξεκινοῦσε πάντοτε ἀπό τό πιό ὑπήνεμο μέρος καί εἰδικότερα ἀπό ἐκεῖνο τό σημεῖο τοῦ χωραφιοῦ ὅπου ἡ γεωμορφολογία «προσέφερε κατ’ ἀρχήν» μιά σπηλιά ἤ κάποιο κοίλωμα. Τό κοίλωμα αὐτό, ἤ ἀκόμα κάποια ἀρχαία φρυκτωρία συμπληρωνόταν μέ ξερολιθιά, ἡ ὁποία ἦταν ὑποχρεωμένη νά ἀκολουθήσει την ἀρχική γραμμή πού ἐπέβαλλε ἡ γεωμορφολογία, δηλαδή ἡ φύση. Ἡ ὅποια ὑπέρβαση-ὕβρις «ἐτιμωρεῖτο», εἴτε μέ μειωμένη ἀντοχή τοῦ τοίχου εἴτε μέ πολλή περισσότερη ἀνθρώπινη ἐργασία, ἀπ’ ἐκείνη πού ὑπαγόρευαν το φυσικό κοίλωμα καί ἡ κλίση τοῦ ἐδάφους, δηλαδή ἡ φύση ἤ ἡ ἱστορία. Στήν περίπτωση δέ αὐτή, ὁ ἄνθρωπος ὑποχρεωνόταν διά μέσου τῶν αἰώνων νά μαθαίνει ἀπό τή φύση, προσαρμόζοντας ἀναλόγως τίς ἀνάγκες του.
Δυό λόγια ακόμα για τήν κατασκευή τῶν ξερολιθιῶν-τοίχων περιφράξεως, γιατί νομίζω πώς ἀξίζει τόν κόπο. Ἡ κατασκευή τους, ὅπως καί τῶν ἀναβαθμίδων (σκάλες στήν Κύθνο ἤ πεζοῦλες ἀλλοῦ), χάνεται στό χρόνο. Περιπλέοντας τό νησί, ὄχι μέ ταχύπλοο σκάφος, ἀλλά μέ ψαράδικη βάρκα, μποροῦσε κανείς νά θαυμάζει τόσο τήν ἀκτογραμμή μέ τίς πολλαπλές πτυχώσεις της καί τίς αναρίθμητες θαλασσινές σπηλιές, ὅσο καί τά περίτεχνα κεντήματα τῆς γῆς πού ἔκαναν οἱ ξερολιθιές. Ὅπως συμβαίνει καί σ’ ἕνα παραδοσιακό πλεούμενο τοῦ Αἰγαίου, δέν ὑπῆρχαν πουθενά εὐθεῖες γραμμές, παρά μόνο καμπῦλες, γιατί ἡ τοιχοποιΐα ἄλλοτε ἀκολουθοῦσε τίς ἰσοϋψεῖς καί ἄλλοτε τήν κλίση καί τό ἀνάγλυφο τοῦ ἐδάφους γιά τήν καθ’ ὕψος ἀνάπτυξη τῆς περίφραξης.
Κάποιος ἀδαής ἤ ἐπηρμένος, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει σήμερα μαζικά τόσο μέ τούς νεόπλουτους ἰδιοκτῆτες τῶν μετά «πισίνων ἐπαύλεων» καί τή νέα κάστα ἐμπόρων γῆς – ἐργολάβων – μηχανικῶν καί κάποτε δημοτικῶν ἀρχόντων, ὅπου μεγιστοποιοῦν τό εἰσόδημά τους λεηλατώντας, σέ βάθος χρόνου πού δέν ξεπερνᾶ συνήθως τή μία γενιά, θά θεωροῦσε ὡς ἀνορθολογική αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν κατασκευή, γιατί προϋποθέτει πολλή ἀνθρώπινη ἐργασία καί χαμηλή παραγωγικότητα. Γι’ αὐτό βλέπουμε πώς ὁ σημερινός «ὀρθολογισμός», πού στηρίζεται στήν ἀδιάκριτη τοποθέτηση ὁπουδήποτε στήν ὕπαιθρο τῆς ἐξοχικῆς κατοικίας στήν πιό χυδαία του μορφή, προχωρεῖ σέ παραλληλόγραμμες κατατμήσεις τῆς γῆς χρησιμοποιώντας οἰκοδομικά ὑλικά πού δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τό φυσικό περιβάλλον. Τό αἰσθητικό ἀποτέλεσμα εἶναι πασιφανές, ἀλλά πιστεύω ὅτι καί ἡ μακροβιότητα αὐτῶν τῶν κατασκευῶν θά εἶναι περιορισμένη καί ὁπωσδήποτε μή συγκρίσιμη μέ τά ταπεινά παραδοσιακά κτίσματα.
Δυό λόγια ακόμα γιά τίς ξερολιθιές τῶν περιφράξεων καί τῶν μαντριῶν, αὐτά τά κοσμήματα τοῦ πετρώδους καί αὐχμηροῦ τοπίου. Τό κατασκευαστικό ὑλικό εἶναι ὁ ντόπιος σχιστόλιθος καί μάλιστα ἐκεῖνος τοῦ χωραφιοῦ, γιά τήν ἐλαχιστοποίηση τοῦ κόστους μεταφορᾶς. Λίγο πολύ, ὅλοι οἱ παλιοί ἀγρότες ἦταν ὑποχρεωμένοι ἀπό τά παιδικά τους χρόνια νά μυηθοῦν στό χτίσιμο τῆς ξερολιθιᾶς. Ὁ τοῖχος δέν παρακολουθεῖ ἁπλῶς τίς ἰσοϋψεῖς καί τό ἀνάγλυφο τοῦ ἐδάφους ἀπό κάποια ἂγνοια τῶν δεδομένων ἤ ἔλλειψη ὀρθολογισμοῦ τῶν ἄμεσων παραγωγῶν, ἤ ἀκόμα ἀπό κάποιους ἄγραφους αἰσθητικούς κανόνες πού ἐπιβάλλει ὁ «συντηρητισμός» αὐτῶν τῶν μικροκοινωνιῶν. Ἡ πλήρης προσαρμογή τῶν λιθοδομῶν στή γεωμορφολογία καί στίς κλιματολογικές συνθῆκες ἀποτελεῖ τόν καλύτερο τρόπο γιά τή μακροβιότητα τῶν κατασκευῶν καί τό εὖ ζῆν ποιμένος καί κοπαδιοῦ.
Ἡ ἀνάλυση τοῦ προβλήματος σέ βάθος σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἐξετασθοῦν ὅλες οἱ παράμετροί του, κοινωνικές καί οἰκονομικές, στό πλαίσιο μιᾶς συνολικῆς προσέγγισης (διεπιστημονικῆς θά λέγαμε σήμερα) πού ὑπερβαίνει κατά πολύ τό πλαίσιο τοῦ παρόντος ἄρθρου. Ἡ προσέγγιση ὅμως αὐτή ὁδηγεῖ κατ’ ἀρχήν σέ μιά διαφορετικοῦ τύπου ἑρμηνεία ἀπ’ ἐκείνη πού ὑπαγορεύει ἡ γραμμική ἀντίληψη «τῆς προόδου», καί ὄχι μόνο δέν στερεῖται ὀρθολογισμοῦ ἀλλά μπορεῖ νά δίνει ἱκανοποιητικότερες ἀπαντήσεις στά εὒλογα ἐρωτήματα πού ἀνακύπτουν.
Περιορίζομαι ἐδῶ σέ ὁρισμένα περιγραφικά μόνο στοιχεῖα τοῦ προβλήματος. Γιά τόν ἁπλό ἐμπορευματοπαραγωγό-τεχνίτη, ὁ ντόπιος σχιστόλιθος ἦταν ἄφθονος καί τό κόστος ἀποκτήσεώς (ἐξόρυξης) του μηδαμινό. Ὁ σχιστόλιθος αὐτός δίνει εὔκολα μεγάλες πλάκες, ὄχι ἐντελῶς λεῖες, ἀλλά κατάλληλες γιά πλακοστρώσεις καί γιά τό τελείωμα τοῦ τοίχου (ἡ τελευταία τοποθετούμενη πέτρα). Οἱ πλάκες αὐτές εἶναι ἐξίσου κατάλληλες ὡς «στητές πέτρες», γιά τήν κατακόρυφη δηλαδή τοποθέτηση καί ἐνσωμάτωσή τους στήν τοιχοποιΐα, γεγονός πού μειώνει κατά πολύ τό κόστος (αὐγατίζει ἡ δουλειά) καί δίνει μιά πλαστικότητα καί εὐκαμψία στήν κατασκευή, καθιστώντας τη λιγότερο εὐάλωτη στό νερό καί τόν ἀέρα. Ἀπό μακριά δέ φαίνονται σάν πραγματικά κοσμήματα, καθώς ἡ πλήρης ἔκθεση τῆς ἐπιφάνειάς τους στό ἡλιακό φῶς, δημιουργεῖ ἐντελῶς διαφορετικές φωτοσκιάσεις ἀπό τόν ὑπόλοιπο τοῖχο. Συνήθως, αὐτές οἱ στητές πέτρες τοποθετοῦνται ἀνά δύο ἤ τρία περίπου μέτρα καί εἶναι πλήρως ἐνσωματωμένες στή λιθοδομή.
Ὅ,τι σώσεις μές τήν ἀστραπή καθαρό στόν αἰώνα θά διαρκέσει
Ὀδ. Ἐλύτης
Πολυμορφία καί ἰδιαιτερότητες χαρακτηρίζουν αὐτό τό σύμπλεγμα τῶν νησιῶν, ὅπου ἐμφανίστηκε πρίν ἀπό ἕξι χιλιάδες χρόνια περίπου ὁ ξακουστός κυκλαδικός πολιτισμός (4300-1100 π.Χ.). Σήμερα, στά τριανταέξι κατοικοῦν ἄνθρωποι καί στά εἰκοσιτέσσερα ὑπάρχουν ὀργανωμένοι οἰκισμοί. Μεγάλες οἱ διαφορές αὐτές καί κρίσιμες, ὅταν θέλουμε νά καταπιαστοῦμε σοβαρά μέ τά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζουν. Ἄν σταθοῦμε μόνο στή μεταπολεμική περίοδο, θά διαπιστώσουμε διαφορετικες ἐξελικτικές πορεῖες πού ὁποιαδήποτε ἀναπτυξιακή πρόταση δέν μπορεῖ παρά νά τίς λάβει σοβαρά ὑπόψη. Αὐτό φαίνεται νά τό κατάλαβε ἡ πολιτική ἡγεσία, ἔστω καί μέ καθυστέρηση δύο δεκαετιῶν.
Ὑπάρχει ὅμως ἕνα κοινό στοιχεῖο, ἕνας κοινός παρονομαστής, ὁ ὁποῖος συμπυκνώνει τό μέγιστο τῆς κακοδαιμονίας τῶν τριῶν τελευταίων δεκαετιῶν. Ἡ κατάσταση αὐτή δέν ἀφορᾶ μονάχα τίς Κυκλάδες ἤ τά νησιά γενικότερα, ἀλλά ὁλόκληρη τή χώρα. Πρόκειται γιά τό χωροταξικό πρόβλημα. Στά νησιά ὅμως, καί ἰδιαίτερα στίς Κυκλάδες, ἡ κακοδαιμονία αὐτή εἶναι εὐκρινέστερη. Γιατί τά μεγέθη, ὅπως σοφά παρατηρεῖ ὁ Γλέζος, ὑπολογίζονται στήν κλίμακα τῆς ἀνάγκης, στή μικροκλίμακα τῆς ἔλλειψης. Ἡ ἀνάγκη καί ἡ ἔλλειψη στό παρελθόν, μαζί μέ μιά μακραίωνη παιδεία, προσδιόρισαν τό μέτρο στή σχέση τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους καί μέ τή φύση, σ’ αὐτό τό οἰκολογικά καί ἀνθρωπολογικά εὔθραυστο περιβάλλον. Δεν εἶναι τυχαίο πού στίς Κυκλάδες, ὅπως καί στήν ἄλλη νησιώτικη καί ὀρεινή Ἑλλάδα, ἄνθησαν ὁ κοινοτισμός καί ἡ τοπική αὐτοδιοίκηση, οἱ συντροφίες τῶν ναυτῶν καί ἡ ἀλληλεγγύη τῶν γεωργῶν.
Ὅλα αὐτά μαζί κάνανε τούς ἀνθρώπους νά ἐκφράζονται μέ τέχνη καί ὀμορφιά. Ἔτσι, πού ἡ φιλοκαλία, ἡ καλαισθησία ὅπως συνήθως λέμε, ν’ ἀποτελέσει τόν κανόνα σ’ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Αὐτά πού θαυμάζουμε σήμερα, τουλάχιστον ὅσοι καταλαβαίνουν, ἀπ’ ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ἀπό τόν δομημένο χῶρο, ἀπό τούς ὑπέροχους οἰκισμούς, τούς πέτρινους δρόμους καί μονοπάτια, τ’ ἀριστοτεχνικά χτισμένα μαντριά, τίς ξερολιθιές μέ τίς ἐναλλασσόμενες στητές πέτρες που περιφράσσουν τά χωράφια, τούς ἀξιοθαύμαστους περιστεριῶνες, τά ὄμορφα ξύλινα σκαριά πού στολίζουν ἀκόμα τά περισσότερα κυκλαδίτικα λιμάνια, ὅλα αὐτά δέν ὑποδηλώνουν ἁπλῶς μιά ὑψηλή αἰσθητική ἀντίληψη, ἀλλά τή φιλοκαλία ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τά ἤθη καί τά ἔθιμα τρόπων ζωῆς πού κυριάρχησαν ἐπί χιλιάδες χρόνια, διατηρώντας πολλά κοινά στοιχεῖα σ’ αὐτή τή μακραίωνη διαδρομή, πού ὁ σημερινός τρόπος ἀνάπτυξης, τά νέα ἤθη, τείνουν νά ἐξαφανίσουν. Ἢ, στήν καλλίτερη περίπτωση, νά τά διατηρήσουν ὡς couleur locale. Τήν παράδοση στό ψυγεῖο καί ὄχι ὡς βάση γιά τήν ψηλάφηση καί διαμόρφωση τοῦ νέου τρόπου.
Ἡ σύντομη αὐτή περιήγηση στό χῶρο καί στό χρόνο τερματίζεται μ’ ἕνα σχόλιο σχετικό μ’αὐτό πού ἤδη ἀποκαλέσαμε κοινό παρονομαστή τῆς κακοδαιμονίας τῶν τριῶν τελευταίων δεκαετιῶν. Στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’90, ἐκπονήθηκαν πολλές εἰδικές χωροταξικές μελέτες γιά τή νησιώτικη Ἑλλάδα, προκειμένου νά καθοριστοῦν ζῶνες οἰκιστικοῦ ἐλέγχου καί χρήσεων γῆς, γιά νά μπεῖ ἔτσι κάποιος φραγμός στήν αὐθαίρετη δόμηση, ὅπου διαπρέπουμε παγκοσμίως. Οἱ μελέτες αὐτές, μέχρι τήν πρόσφατη κυβερνητική ἀλλαγή, δέν ἀπέκτησαν ποτέ θεσμική ὑπόσταση ὑπό τή μορφή Προεδρικῶν Διαταγμάτων, μολονότι εἶχαν ἐκπονηθεῖ ἀκριβῶς γι’ αὐτό τό σκοπό. Τά ἀποτελέσματα γνωστά. Οἰκοδομικός ὀργασμός σ’ ὅλη τή νησιώτικη καί παραλιακή Ἑλλάδα, ἐντελῶς ἀπρογραμμάτιστος καί ἀνεξέλεγκτος. Καί βέβαια μιά ἂνευ προηγουμένου καταστροφή τοῦ τοπίου. Μιά λερναία ὕδρα ἔχει ἀναπτυχθεῖ, ἰδιαίτερα τήν τελευταία δεκαετία, που ξεκινᾶ ἀπό τούς ἐμπόρους τῆς γῆς, ἐργολάβους, μηχανικούς, ἀλλά καί δημοτικούς ἄρχοντες. Ὁρισμένες φορές τό ἴδιο πρόσωπο ἐκφράζει ὅλες αὐτές τίς ἰδιότητες. Αὐτό το λεπτό ἀλλά ἐπιτήδειο στρῶμα μεσιτῶν-ἐργολάβων-κατασκευαστῶν, ἔχει κατορθώσει μέχρι σήμερα νά ἐλέγξει πλήρως τίς ἀποδιαρθρωμένες τοπικές μικροκοινωνίες, εἴτε ἄμεσα κατάλαμβάνοντας τά δημοτικά ἀξιώματα, εἴτε ἔμμεσα. Ὄντας μονοψώνιο ἢ ὀλιγοψώνιο, οἱ ἔμποροι μποροῦν νά ἀγοράζουν τή γῆ πολύ φτηνά, ἀφοῦ ἔχει πλήρως ἀπαξιωθεῖ ἀπό γεωργικῆς πλευρᾶς, ν’ ἀνοίγουν αὐθαίρετα νέους δρόμους πού τούς βαφτίζουν ἀγροτικούς, ν’ ἀλλάζουν τά τοπωνύμια καί νά προχωροῦν στήν κατάτμηση. Θεωρητικά, στά 4 στρέμματα καί στήν πράξη μέ τήν καταστρατήγηση τοῦ νόμου, σέ λίγες ἑκατοντάδες τετραγωνικά. Διασυνδεόμενοι δέ, μέ τά κατά τόπους ἁμαρτωλά πολεοδομικά γραφεῖα, συχνά κατορθώνουν νά δημιουργοῦν ἐκ τοῦ μή ὄντος ὁλόκληρους οἰκισμούς, τούς ὁποίους προπωλοῦν εἰσπράττοντας γενναῖες προκαταβολές, προτοῦ κἄν ἀρχίσουν τό χτίσιμο. Ἔτσι, ἔχουν κατορθώσει νά μετατρέψουν ὁλόκληρη τή γῆ τῶν μικρῶν κυρίως νησιῶν, σέ οἰκοπεδική, ἀνταποκρινόμενοι στήν ἀπαιδευσία καί τήν ξιπασιά κυρίως τῶν νεοπλουτίστικων κοινωνικῶν στρωμάτων.
Μά, θά μοῦ πεῖτε, εἶναι τόσο ἀδαεῖς οἱ ἰδιοκτῆτες, νῦν ἤ τέως ἀγρότες, ὥστε να πουλοῦν τή γῆ τζάμπα καί νά θησαυρίζουν οἱ προαναφερθέντες; Ἐδῶ ἴσως δημιουργεῖται ἕνα λογικό κενό πού ἔρχεται νά το καλύψει ἡ ἐφορία. Μέ τόν ἀποχαρακτηρισμό τῆς γῆς ἀπό ἀγροτική, μέ τήν χαμηλότερη ἴσως παραγωγικότητα στή χώρα, ὅποιος θέλει νά τή μεταβιβάσει σέ φιλόπονους κληρονόμους, τούς νέους ἀγρότες, θά πρέπει νά πουλήσει τή μισή, ἴσως καί περισσότερη, γιά νά ξεπληρώσει τήν ἐφορία.
Τό νέο θεσμικό πλαίσιο γιά τήν οἰκιστική ἀνάπτυξη τοῦ 1997 (σχέδια χωρικῆς οἰκιστικῆς ὀργάνωσης ἀνοιχτῶν πόλεων, γνωστό ὡς ΣΧΟΟΑΠ, Νόμος 2508/1997) ἀλλά καί οἱ πρόσφατες θεσμικές ρυθμίσεις ὑποτίθεται ὃτι δημιουργήθηκαν γιά νά τεθοῦν κάποιοι φραγμοί στήν αὐθαίρετη καί ἂναρχη δόμηση. Ἡ ὓπαρξη ἑνός σχετικά πυκνοῦ ὁδικοῦ δικτύου ἐπαρχιακῶν καί κοινοτικῶν ὁδῶν, ἀλλά καί οἱ ἀνάγκες γιά γεωργικές κατασκευές (μαντριά, ἀποθῆκες, ὀμβροδεξαμενές, κ.λπ.) μιᾶς ὑπό ἒκλειψη γεωργίας, φέρνουν στό προσκήνιο ὁρισμένες ‘παρεκκλίσεις’ ἀπό τό γνωστό κανόνα (π.χ. τή δόμηση στά 4 στρέμματα). Στήν πράξη ὅμως, οἱ ὑφιστάμενες «παρεκκλίσεις» σπανίως χρησιμοποιοῦνται γιά τό σκοπό πού ἔχουν θεσπιστεῖ ἀλλά μετατρέπονται σέ ὀρθάνοιχτα παράθυρα γιά κάθε εἴδους αὐθαιρεσία καί παρανομία. Προφανῶς, τό ζήτημα δέν εἶναι ἡ ὓπαρξη αὐτῶν καθ’ ἑαυτῶν τῶν «παρεκκλίσεων», ἀλλά ἡ ὓπαρξη τῆς ἀναγκαίας πολιτικῆς βούλησης νά ἐφαρμοστοῦν οἱ νόμοι καί νά διασφαλιστοῦν οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις καί τό πλαίσιο γιά τή δρομολόγηση μιᾶς πραγματικά βιώσιμης (ἀειφόρου) ἀνάπτυξης τῶν νησιῶν. Γιατί μέ τό σημερινό καθεστώς χρήσεων γῆς καί τήν ἀνικανότητα τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ νά ἐφαρμόσει τούς νόμους, ὁποιαδήποτε συζήτηση γιά τήν παραγωγή λ.χ. βιολογικῶν προϊόντων ὑψηλῆς ποιότητας καί γενικότερα γιά τήν ἀγροτική ἀνάπτυξη στερεῖται νοήματος. Πρώτιστο μέλημα λοιπόν ἡ αὐτονόητη ἐφαρμογή τῶν νόμων, γιά νά περισώσουμε ὅ,τι μπορέσουμε μέσα στή λαίλαπα τῶν ἐκσκαφέων καί τήν πλημμυρίδα τοῦ μπετόν, μέ τή βεβαιότητα ὅτι αὐτό «καθαρό στόν αἰώνα θά διαρκέσει».
*Καθηγητής Γεωπονίας Πανεπιστημίου Αθηνών