Αρχική » Το νησιώτικο τοπίο που χάνεται

Το νησιώτικο τοπίο που χάνεται

από Άρδην - Ρήξη

του Ν. Μαρτίνου, από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005

Εἰ­σα­γω­γή
Τό νη­σι­ώ­τι­κο το­πί­ο ἀ­πει­λεῖ­ται σή­με­ρα μέ ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τη κα­τα­στρο­φή, κα­θώς τό ἀ­πό αἰ­ώ­νων ὑ­φι­στά­με­νο γε­ωρ­γο­κτη­νο­τρο­φι­κό πα­ρα­γω­γι­κό σύ­στη­μα κα­ταρ­ρέ­ει, ὁ γη­γε­νής πλη­θυ­σμός συρ­ρι­κνώ­νε­ται καί τό ἑλ­λη­νι­κό κρά­τος ἀ­δυ­να­τεῖ νά θέ­σει τό πλαί­σιο καί τούς ὅ­ρους μιᾶς μα­κρο­πρό­θε­σμης ἀ­νά­πτυ­ξης, πού δέν θά στη­ρί­ζε­ται στή λε­η­λα­σί­α τῶν φυ­σι­κῶν πό­ρων, ὅ­πως συμ­βαί­νει σή­με­ρα, ἀλ­λά θά σέ­βε­ται τό ἀ­πα­ρά­μιλ­λου κάλ­λους φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον καί θ’ ἀ­να­δει­κνύ­ει πα­ράλ­λη­λα τήν ἀ­νε­κτί­μη­τη πο­λι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά. Χω­ρίς τή σύ­ζευ­ξη τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς α­νά­πτυ­ξης μέ τήν πε­ρι­βαλ­λον­τι­κή καί πο­λι­τι­σμι­κή δι­ά­στα­ση, τά ἑλ­λη­νι­κά νη­σιά εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­να ν’ ἀ­κο­λου­θοῦν τό ση­με­ρι­νό ἄ­θλιο πρό­τυ­πο ἄ­ναρ­χης οἰ­κι­στι­κῆς δό­μη­σης. Τῆς δό­μη­σης, πού οἱ ἀρ­νη­τι­κές της πλευ­ρές καί τά ἀ­δι­έ­ξο­δά της εἶ­ναι πιά φα­νε­ρές ὄ­χι μό­νο στούς ἐ­πι­σκέ­πτες, ἀλ­λά καί στούς ἴ­διους τούς μό­νι­μους κα­τοί­κους πού βι­ώ­νουν τή συ­νε­χή ὑ­πο­βάθ­μι­ση τῆς ζω­ῆς τους.

Οἱ ἀλ­λα­γές τοῦ το­πί­ου μέ­σα στό χρό­νο
Ἡ ἔν­νοι­α τοῦ το­πί­ου εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα πού ἐκ­δη­λώ­νε­ται δι­α­χρο­νι­κά στόν φυ­σι­κό χῶ­ρο, δη­μι­ουρ­γών­τας ἔ­τσι σύμ­βο­λα καί ση­μα­σί­ες, μι­κρό­τε­ρα ἤ με­γα­λύ­τε­ρα θραύ­σμα­τα μνή­μης, δη­λα­δή τε­κμή­ρια τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ἤ τῶν πο­λι­τι­σμῶν πού προ­ϋ­πῆρ­ξαν. Γι’ αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς ἡ ση­με­ρι­νή Εὐ­ρώ­πη θε­ω­ρεῖ τά το­πί­α ὡς πο­λι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά καί ἐ­πι­χει­ρεῖ νά δι­α­μορ­φώ­σει ἕ­να κα­τάλ­λη­λο θε­σμι­κό πλαί­σιο γιά τήν νο­μι­κή τους προ­στα­σί­α. Στόν Ἑλ­λα­δι­κό χῶ­ρο ὅ­ποι­α πέ­τρα κι ἄν ση­κώ­σει κα­νείς, θά δι­α­πι­στώ­σει τά ἀ­νε­ξί­τη­λα ση­μά­δια πού ἄ­φη­σε ὁ ἄν­θρω­πος στό διά­βα τοῦ χρό­νου. Κα­θώς δέ ἡ ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κή σκα­πά­νη φέρ­νει στό φῶς νέ­α εὑ­ρή­μα­τα, ὁ χρο­νι­κός ὁ­ρί­ζον­τας ἀ­δι­ά­κο­πης πο­λι­τι­σμι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας ἀ­να­πτύσ­σε­ται σέ βά­θος πού ξε­περ­νᾶ τά δέ­κα χι­λιά­δες χρό­νια.
Μι­λών­τας κα­νείς γιά τίς ἀλ­λα­γές πού ἔ­χει ὑ­πο­στεῖ τό ἀ­γρο­τι­κό το­πί­ο στή χώ­ρα μας δι­α­χρο­νι­κά, θά πρέ­πει νά λά­βει σο­βα­ρά ὑ­πό­ψη του τίς μα­ζι­κές με­τα­κι­νή­σεις τοῦ πλη­θυ­σμοῦ πρός τά ὀ­ρει­νά, κυ­ρί­ως κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας. Φαί­νε­ται πώς οἱ ἐκ­χερ­σώ­σεις γιά τήν ἐ­ξεύ­ρε­ση καλ­λι­ερ­γή­σι­μης γῆς καί ἡ ὑ­περ­βό­σκη­ση πού προ­έ­κυ­ψε ἀ­πό τήν ὑ­πέρ­με­τρη ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς κτη­νο­τρο­φί­ας, σέ σχέ­ση μέ τήν βο­σκο­ϊ­κα­νό­τη­τα τῶν ὀ­ρει­νῶν ἐ­κτά­σε­ων, δι­ευ­κό­λυ­ναν τή δι­ά­βρω­ση τοῦ ἐ­δά­φους. Χω­ρίς ἀμ­φι­βο­λί­α, οἱ ἐ­πι­πτώ­σεις ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο δυ­σμε­νεῖς σέ πε­ρι­ο­χές μέ με­γά­λες κλί­σεις. Θά πρέ­πει νά ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ ὅ­μως, πώς ἡ συ­στη­μα­τι­κή βό­σκη­ση τῆς πο­ώ­δους βλα­στή­σε­ως, πού πραγ­μα­το­ποι­εῖ­το στο πλαί­σιο τῆς με­τα­κι­νού­με­νης (ποι­με­νι­κῆς) αἰ­γο­προ­βα­το­τρο­φί­ας, συ­νέ­βα­λε ἀ­πο­φα­σι­στι­κά στήν προ­στα­σί­α τῶν δα­σῶν ἀ­πό πυρ­κα­ϊ­ές. Μέ τήν ἐ­πέ­κτα­ση δέ τῆς γε­ωρ­γι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας στά ὀ­ρει­νά τῆς ἠ­πει­ρω­τι­κῆς Ἑλ­λά­δας κα­τά τήν τουρ­κο­κρα­τί­α καί σέ ἐ­δά­φη με­γά­λων κλί­σε­ων τῆς νη­σι­ω­τι­κῆς, ἔ­χου­με σέ ἀρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις δη­μι­ουρ­γί­α δά­σους ἤ/καί ἐ­δά­φους, με προ­φα­νεῖς ἀλ­λα­γές στό το­πί­ο. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πο­τε­λοῦν οἱ ἐ­λαι­ῶ­νες τῆς Μυ­τι­λή­νης, οἱ πέ­τρι­νοι ἀ­νε­μο­φρά­κτες τῆς Φο­λε­γάν­δρου γιά τήν προ­στα­σί­α τῶν ὀ­πω­ρώ­νων καί οἱ ἀ­να­βαθ­μί­δες (σκά­λες ἤ πε­ζοῦ­λες), πού ἀ­παν­τοῦν σ’ ὅ­λα σχε­δόν τά νη­σιά ἀλ­λά καί στήν ὀ­ρει­νή Ἑλ­λά­δα.

Ἡ σχέ­ση μέ τή θά­λασ­σα καί τή στε­ριά
Ἡ νη­σι­ω­τι­κή Ἑλ­λά­δα, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ὁ αἰ­γαια­κός χῶ­ρος, ἔ­χουν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά δια­­μορ­φω­θεῖ ἀ­πό τήν ἀ­έ­να­η προ­σπά­θεια τοῦ ἀν­θρώ­που νά ἐ­πι­βι­ώ­σει πά­νω σέ μιά φτω­χή κα­τά κα­νό­να γῆ, τήν ὁ­ποί­α κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά με­τα­μόρ­φω­σε μέ τήν ἐρ­γα­σί­α του. Οἱ ἀλ­λα­γές πού ἔ­γι­ναν στό νη­σι­ώ­τι­κο το­πί­ο κα­τά τό πα­ρελ­θόν ἀ­σφα­λῶς καί δέν ἦ­ταν μι­κρῆς ση­μα­σί­ας. Ὅ­μως, ὅ­πως θά φα­νεῖ πιό κά­τω, αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους οἱ πα­ρεμ­βά­σεις πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται στό μέ­τρο τῆς ἀ­νάγ­κης πού δι­α­μορ­φώ­νε­ται στό πλαί­σιο μιᾶς κα­τά κα­νό­να προ­κα­πι­τα­λι­στι­κῆς ἀ­γρο­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας. Φαί­νε­ται δέ, ἀ­πό μιά πρώ­τη μα­τιά, πώς οἱ πα­ρεμ­βά­σεις αὐ­τές εἶ­ναι συμ­βα­τές μέ τίς σύγ­χρο­νες ἀν­τι­λή­ψεις τῆς πε­ρι­βαλ­λον­τι­κῆς ἰ­σορ­ρο­πί­ας.
Οἱ Ἕλ­λη­νες, σε κρί­σι­μες γιά τήν ὕ­παρ­ξή τους ἱ­στο­ρι­κές στιγ­μές, στη­ρί­χθη­καν σ’ ἕ­ναν ἀ­νε­ξάν­τλη­το δυ­να­μι­σμό πού πη­γά­ζει ἀ­πό τή σχέ­ση τους μέ τή θά­λασ­σα. Αἰ­γαῖ­ο, μιά θά­λασ­σα πού δη­μι­ουρ­γεῖ μέ τήν ξη­ρά ἕ­να πλέγ­μα ἐ­πι­κοι­νω­νι­ῶν καί ἀλ­λη­λε­ξαρ­τή­σε­ων. Ἡ σχέ­ση μέ τή θά­λασ­σα δέν ἐμ­πε­ρι­έ­χει μό­νο τίς οἰ­κο­νο­μι­κές καί τε­χνο­λο­γι­κές δι­α­στά­σεις πού ἐ­ξυ­πα­κού­ον­ται ἀ­πό τό συ­νε­χές πη­γαι­νέ­λα ἀν­θρώ­πων, κα­ρα­βι­ῶν καί ἀ­γα­θῶν μέ­σα στό χῶ­ρο καί τό χρό­νο. Εἶ­ναι μιά σχέ­ση πού συμ­πυ­κνώ­νε­ται κα­τά κύ­ριο λό­γο σ’ αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με ἑλ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμό. Ἕ­ναν πο­λι­τι­σμό πού ἀ­να­πτύ­χθη­κε καί στίς δύ­ο ἀ­κτές τοῦ Αἰ­γαί­ου, στήν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κή καί τή Μι­κρα­σι­α­τι­κή, μέ συν­δε­τι­κό ἱ­στό τό ἑλ­λη­νι­κό Ἀρ­χι­πέ­λα­γος μέ τά νη­σιά του. Καί στή μέ­ση τίς Κυ­κλά­δες.
Τό ἑλ­λη­νι­κό Ἀρ­χι­πέ­λα­γος τῶν χαρ­το­γρά­φων καί τῶν πε­ρι­η­γη­τῶν, ἀ­πό τόν 15ο μέ­χρι τόν 19ο αἰ­ώ­να. Τό ἑλ­λη­νι­κό Ἀρ­χι­πέ­λα­γος, τοῦ ὁποίου ἀμ­φι­σβη­τεῖ­ται ἀ­κό­μα μιά φο­ρά, στίς μέ­ρες μας, ἡ ἱ­στο­ρι­κή καί πο­λι­τι­σμι­κή προ­έ­λευ­ση καί φυ­σι­ο­γνω­μί­α. Τό ἑλ­λη­νι­κό Ἀρ­χι­πέ­λα­γος, ὅ­που συγ­κρού­ον­ται ἀ­κό­μα μιά φο­ρά δύ­ο δι­α­με­τρι­κά ἀν­τί­θε­τες ἔν­νοι­ες καί ἀν­τι­λή­ψεις γιά τήν ἀν­θρώ­πι­νη ὑ­πό­στα­ση καί τήν πο­λι­τι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά. Τήν ἐ­λεύ­θε­ρη βού­λη­ση καί τή δη­μο­κρα­τι­κά ὀρ­γα­νω­μέ­νη πο­λι­τεί­α ἀ­πό τή μιά με­ριά καί τήν πλή­ρη ὑ­πα­γω­γή τοῦ ἀ­τό­μου στόν κρα­τι­κό ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­σμό ἀ­πό τήν ἄλ­λη. Ἀρ­χαῖ­α ἐ­ρεί­πια, βυ­ζαν­τι­νές ἐκ­κλη­σι­ές, φράγ­κι­κα κά­στρα καί πα­νάρ­χαι­α ἑλ­λη­νι­κά το­πω­νύ­μια, ἀν­τλη­μέ­να ἀ­π’ εὐ­θεί­ας ἀ­πό τόν Στρά­βω­να καί τόν Κλαύ­διο Πτο­λε­μαῖ­ο, εἶ­ναι τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα τοῦ τό­που ὅπου ἂν­θη­σε ὁ ἑλ­λη­νι­κός πο­λι­τι­σμός. Το­πω­νύ­μια πού ἡ ἐρ­γο­λα­βι­κή βου­λι­μί­α με­τα­τρέ­πει σή­με­ρα σέ «γα­λά­ζι­ες» καί «χρυ­σές» ἀ­κτές.
«Τά νη­σιά τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ ἀρ­χι­πε­λά­γους ἀ­νή­κουν σέ μιά ἑ­νό­τη­τα, γε­ω­γρα­φι­κή, ἱ­στο­ρι­κή καί πο­λι­τι­σμι­κή, καί συν­θέ­τουν μιά δι­ά­σπαρ­τη ἑλ­λη­νι­κή πό­λη πά­νω σ’ αὐ­τή τήν ὑ­γρή ε­πι­φά­νεια», πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ ἱ­στο­ρι­κός Σπῦ­ρος Ἀσ­δρα­χᾶς.
Ἡ σχέ­ση τῶν νη­σι­ω­τῶν μέ τή θά­λασ­σα δέν πε­ρι­ό­ρι­σε τήν ἐκ­δή­λω­ση ἀ­νά­λο­γου δυ­να­μι­σμοῦ καί φι­λο­πο­νί­ας γιά τήν καλ­λι­έρ­γεια τῆς γῆς καί τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς κτη­νο­τρο­φί­ας. Ἀν­τί­θε­τα, θά μπο­ροῦ­σε νά ὑ­πο­στη­ρι­χθεῖ ὅ­τι ἡ ἐ­ξω­στρέ­φειά τους ἐ­πη­ρέ­α­σε ση­μαν­τι­κά τίς ἀν­τι­λή­ψεις τους καί τε­λι­κά τίς ἐ­πι­δό­σεις τους στήν πα­ρα­γω­γή ἐ­κλε­κτῶν ζω­ϊ­κῶν καί φυ­τι­κῶν προ­ϊ­όν­των, πολ­λά ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α πα­ρά­γον­ται ἀ­κό­μα καί σή­με­ρα, μέ ἀ­βέ­βαι­ο ὅ­μως τό μέλ­λον τους.

Τό νε­ρό καί ἡ ἐ­ρη­μί­α τῶν νη­σι­ῶν
.­.. ἀλ­λά λί­γο τό νε­ρό γιά νά τό ’­χεις Θε­ό
καί νά κα­τέ­χεις τί ση­μαί­νει ὁ λό­γος του .­..
Ὀ­δυσ­σέ­ας Ἐ­λύ­της

Τό ’­χου­με σή­με­ρα Θε­ό τό νε­ρό; Κα­τέ­χου­με τό λό­γο του; Πα­λιά, σί­γου­ρα τό ’­χαν. Το μαρ­τυ­ροῦν οἱ ξε­ρο­λι­θι­ές πού συγ­κρά­τη­σαν τό χῶ­μα στίς πε­ζοῦ­λες, οἱ ὀμ­βρο­δε­ξα­με­νές, οἱ ἀ­να­ρίθ­μη­τες στέρ­νες. Καί σή­με­ρα; Τά νη­σιά, σου­ρω­τή­ρια γί­να­νε ἀ­πό τίς γε­ω­τρή­σεις. Ἀ­πό τίς λί­γες ἐ­ξαι­ρέ­σεις, τό φω­τει­νό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Μα­νώ­λη Γλέ­ζου στ’ Ἀ­πε­ρά­θου τῆς Νά­ξου, μέ τίς ξε­ρο­λι­θι­ές καί τίς στέρ­νες του.
Ἀ­λή­θεια, τί ἔ­χει κα­τα­νο­ή­σει ὁ ση­με­ρι­νός Ἕλ­λη­νας ἀ­πό τό πο­λυ­σή­μαν­το καί πο­λύ­πτυ­χο τῆς ἐ­ρη­μί­ας τῶν νη­σι­ῶν; Τί ἔ­χει κα­τα­νο­ή­σει ­­­­­­­­­­­­­­­­ἡ ἡ­γε­σί­α του, τί ἔ­χει κα­τα­νο­ή­σει κον­το­λο­γίς ἡ σύγ­χρο­νη δη­μο­κρα­τι­κή Ἑλ­λη­νι­κή Πο­λι­τεί­α; Αὐ­τῆς τῆς ἐ­ρη­μί­ας μές τήν ἀ­πε­ραν­το­σύ­νη;
«Μο­νά­χη ἔ­γνοι­α ἡ γλῶσ­σα μου μέ τά πρῶ­τα μαῦ­ρα ρί­γη», μᾶς ξα­να­λέ­ει ὁ ποι­η­τής.
Τήν ἐ­ρη­μί­α πού ἀ­να­ζη­τοῦν καί κα­τα­νο­οῦν πολ­λοί ἀ­πό τούς βό­ρει­ους θε­ρι­νούς ἐ­πι­σκέ­πτες μας, αὐ­τή του­λά­χι­στον πού ἔ­χει ἀ­πο­μεί­νει. Και ἐ­μεῖς; Οἱ ἄρ­χον­τές μας; Δρό­μους ἀ­νοί­γου­με πολ­λούς, γιά νά που­λή­σου­με οἰ­κό­πε­δα, κομ­πά­ζον­τας μέ πε­ρισ­σή ἔ­παρ­ση πώς ἡ Ἑλ­λά­δα εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πέ­ραν­το έρ­γο­τά­ξιο ἤ καλ­λί­τε­ρα για­πί, γιά ν’ ἀ­κρι­βο­λο­γοῦ­με. Μέ τήν ξι­πα­σιά καί τήν ἀ­λα­ζο­νί­α τοῦ νε­ό­πλου­του, κα­τα­στρέ­φου­με ὅ,τι ἁ­πλό­χε­ρα μᾶς χά­ρι­σαν ἡ μο­να­δι­κό­τη­τα τῆς φύ­σης καί μᾶς κλη­ρο­δό­τη­σαν οἱ προ­η­γού­με­νες γε­νι­ές. Στό ὄ­νο­μα μιᾶς οἰ­κο­νο­μι­κῆς με­γέ­θυν­σης που στη­ρί­ζε­ται στά σα­θρά θε­μέ­λια τῆς ἄ­ναρ­χης δό­μη­σης. Ἐν­τε­λῶς μυ­ω­πι­κά, χω­ρίς προ­ο­πτι­κή, χω­ρίς μέλ­λον. Πρό­κει­ται γιά ἕ­να «μον­τέ­λο ἀ­νά­πτυ­ξης» πού στη­ρί­χθη­κε ἰ­δε­ο­λο­γι­κά πρῶ­τα στή μο­νο­δι­ά­στα­ση ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση τῶν του­ρι­στι­κῶν δρα­στη­ρι­ο­τή­των. Χω­ρίς κα­νέ­να σο­βα­ρό προ­βλη­μα­τι­σμό καί προ­γραμ­μα­τι­σμό, γιά τή δι­α­σφά­λι­ση ἔ­στω τῶν στοι­χει­ω­δῶν προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων πού θά κα­θι­στοῦ­σαν ἐ­φι­κτή, αὐ­τή τή μο­νο­δι­ά­στα­ση του­ρι­στι­κή ἀ­νά­πτυ­ξη. Ἀρ­γό­τε­ρα, η λε­η­λα­σί­α τῆς φύ­σης συ­νε­χί­στη­κε γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση του λου­σά­του ἐ­ξο­χι­κοῦ τῶν εὐ­πο­ρο­τέ­ρων στρω­μά­των.
Σή­με­ρα, στίς ἀρ­χές του 21ου αἰ­ώ­να, τό ἀ­δι­έ­ξο­δο εἶ­ναι φα­νε­ρό σέ ὅ­λους. Τώ­ρα πιά πού τό πρό­βλη­μα ἀ­φο­ρᾶ τήν τσέ­πη πολ­λῶν ἐ­παγ­γελ­μα­τι­ῶν κα­τά τρό­πο ἄ­με­σο, ἀρ­χί­ζει νά γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τή ἡ φο­βε­ρή ἀ­νε­πάρ­κεια τῶν ἰ­θυ­νόν­των κα­θ’ ὅ­λη τή με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή πε­ρί­ο­δο ὅ­που συ­νε­τε­λέ­σθη καί ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ να συν­τε­λεῖ­ται ἡ με­γά­λη κα­τα­στρο­φή, τό με­γά­λο ἔγ­κλη­μα, πού εἶ­ναι ἡ κα­τα­στρο­φή τοῦ φυ­σι­κοῦ πλού­του, ἡ κα­τα­στρο­φή τοῦ το­πί­ου, ἡ κα­τα­στρο­φή τῶν συ­νει­δή­σε­ων, ἡ κα­τα­στρο­φή τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ.

Ἀ­γρο­τι­κό το­πί­ο: προ­σαρ­μο­γές στό μέ­τρο τῆς ἀ­νάγ­κης – ἱ­στο­ρι­κή δι­α­δρο­μή
Ὁ ση­με­ρι­νός ἐ­πι­σκέ­πτης τῶν Κυ­κλά­δων, ἐν­τυ­πω­σι­α­σμέ­νος ἀ­πό τή γρα­φι­κό­τη­τα πού ἀ­να­δει­κνύ­ει τό συ­να­πάν­τη­μα τοῦ λευ­κοῦ μέ τό γα­λά­ζιο, ἐ­κεῖ ὅ­που ἡ με­τα­πο­λε­μι­κή κα­κο­γου­στιά δέν ἔ­χει ἀ­κό­μα ἀλ­λοι­ώ­σει τό το­πί­ο, ἀ­δυ­να­τεῖ συ­νή­θως νά δι­α­κρί­νει στόν ἀ­πό πα­λιά δο­μη­μέ­νο χῶ­ρο, τά ἀ­νε­ξί­τη­λα ση­μά­δια πού ἄ­φη­σε ἡ πει­ρα­τεί­α καί νά συλ­λά­βει ἔ­τσι τά ἀ­νε­ξάντ­λη­τα ἀ­πο­θέ­μα­τα δύ­να­μης τοῦ νη­σι­ώ­τι­κου πλη­θυ­σμοῦ. Ἑ­νός πλη­θυ­σμοῦ πού ἐ­πί αἰ­ῶ­νες ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νά ζεῖ κά­τω ἀ­πό ἀ­πε­ρί­γρα­πτες συν­θῆ­κες ἀ­βε­βαι­ό­τη­τας, ἀ­να­σφά­λειας καί βί­ας. Κι ὅ­μως, δεν χρει­ά­ζε­ται πα­ρά λί­γη κα­λή δι­ά­θε­ση καί προ­σο­χή γιά νά δι­α­κρί­νει κα­νείς κα­θα­ρά τ’ ἀ­χνά­ρια τῆς με­τα­κί­νη­σης στά πε­ρισ­σό­τε­ρα νη­σιά. Ἀ­πό τά πα­ρά­λια, στά πλέ­ον ἀ­πρό­σι­τα ἤ δυσ­δι­ά­κρι­τα ση­μεῖ­α τῆς μι­κρῆς ἐν­δο­χώ­ρας, πού φι­λο­ξε­νεῖ τό με­σαι­ω­νι­κό κά­στρο μέ τά ἐ­λά­χι­στα με­γά­λα κτί­σμα­τα τῶν εὐ­γε­νῶν καί τά σχε­δόν σά νε­κρο­τά­φους κα­τα­λύ­μα­τα τοῦ λα­οῦ, πού δι­α­τή­ρη­σε κά­τω ἀ­πό τό­σο ἀν­τί­ξο­ες συν­θῆ­κες τόν πο­λι­τι­σμό του καί τήν ἐ­θνι­κή του ταυ­τό­τη­τα, γιά νά ἐ­πι­στρέ­ψει στά πα­ρά­λια καί στή θά­λασ­σα ὅ­ταν ἄλ­λα­ζαν οἱ και­ροί. Αὐ­τή, ἡ συ­νή­θως μι­κρή δι­α­δρο­μή τῶν λί­γων χι­λι­ο­μέ­τρων ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά πο­τι­σμέ­νη μέ αἷ­μα καί ἀ­μέ­τρη­τες θυ­σί­ες, ἐμ­πε­ρι­έ­χει τό δρά­μα τοῦ νη­σι­ώ­τι­κου ἑλ­λη­νι­σμοῦ στή μα­κραί­ω­νη ἱ­στο­ρί­α του. Ἔ­τσι πο­ρευ­ό­με­νος, ὁ ση­με­ρι­νός ἐ­πι­σκέ­πτης θά μπο­ρέ­σει νά κα­τα­νο­ή­σει, πώς οἱ ἱ­στο­ρι­κές πα­λιν­δρο­μή­σεις δέν ἀ­φο­ροῦν μό­νο σύν­το­μα χρο­νι­κά δι­α­στή­μα­τα, αλ­λά καί με­γά­λες χρο­νι­κές πε­ρι­ό­δους, πού οἱ δεῖ­κτες τοῦ ρο­λο­γιοῦ τῆς ἱ­στο­ρί­ας στρά­φη­καν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά πρός τά πί­σω. Καί τό­τε θά κα­τα­νο­ή­σει τό τί­μη­μα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, ἀλ­λά καί τό μέ­γε­θος τῆς κα­τα­στρο­φῆς πού συν­τε­λεῖ­ται στίς μέ­ρες μας.

Τό μέ­χρι πρό­τι­νος ἀ­γρο­τι­κό το­πί­ο τῶν νη­σι­ῶν ἦ­ταν ἐν μέ­ρει τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἤ καλ­λί­τε­ρα ὁ ἀ­πο­δέ­κτης τῶν πα­ρα­γω­γι­κῶν (καί ὄ­χι μό­νο) δρα­στη­ρι­ο­τή­των τῶν ἄ­με­σων πα­ρα­γω­γῶν. Πα­ρά τούς ἄρ­ρη­κτους δε­σμούς τῶν νη­σι­ω­τῶν μέ τή θά­λασ­σα, στά πε­ρισ­σό­τε­ρα νη­σιά τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ οἰ­κο­νο­μι­κά ἐ­νερ­γοῦ πλη­θυ­σμοῦ εὕ­ρι­σκε ἀ­πα­σχό­λη­ση στή γε­ωρ­γο­κτη­νο­τρο­φι­κή πα­ρα­γω­γή, πού ὀρ­γα­νω­νό­ταν στό πλαί­σιο τῆς μι­κρῆς γε­ωρ­γι­κῆς ἐ­κμε­τάλ­λευ­σης-νοι­κο­κυ­ριοῦ. Ἐ­πρό­κει­το γιά μιά πα­ρα­γω­γή πού πρῶ­τα στό­χευ­ε στήν ά­με­ση ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση τῶν βα­σι­κῶν βι­ο­πο­ρι­στι­κῶν ἀ­ναγ­κῶν (τρο­φή, ἔν­δυ­ση, στέ­γα­ση) μέ μι­κρές κα­τά κα­νό­να ἐ­νι­σχύ­σεις ἀ­πό ἐ­ξω­γε­ωρ­γι­κή ἀ­πα­σχό­λη­ση καί ἐμ­βά­σμα­τα. Σ’ αὐ­τόν τό μι­κρο­ϊ­δι­ο­κτη­τι­κό τρό­πο πα­ρα­γω­γῆς, ὁ βαθ­μός τῆς ἰ­δι­ο­κα­τα­νά­λω­σης τῶν προ­ϊ­όν­των καί τῶν ὑ­πη­ρε­σι­ῶν πού πα­ρή­γον­το στά νοι­κο­κυ­ριά ἦ­ταν κα­τά κα­νό­να ὑ­ψη­λός, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί ἡ ἀ­να­πα­ρα­γω­γή τῶν ζώ­ων ἐρ­γα­σί­ας, τῶν ἐρ­γα­λεί­ων, τῶν νε­ρό­μυ­λων, τῶν ἀ­νε­μό­μυ­λων, τῶν μαν­τρι­ῶν, τοῦ ὁ­δι­κοῦ δι­κτύ­ου κλπ. Θά μπο­ροῦ­σε νά συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ ἐ­δῶ καί τό ἔ­δα­φος. Σέ γε­νι­κές γραμ­μές, ἡ πα­ρα­γω­γή τε­χνο­λο­γί­ας-τε­χνο­γνω­σί­ας εἶ­χε ἐν­δο­γε­νή χα­ρα­κτή­ρα. Μέ­χρι πε­ρί­που τά μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας του ’­70, ἡ εἰ­σα­γω­γή τε­χνο­λο­γι­κῶν και­νο­το­μι­ῶν στό πα­ρα­γω­γι­κό σύ­στη­μα τῆς νη­σι­ώ­τι­κης οἰ­κο­νο­μί­ας γι­νό­ταν με βρα­δεῖς ρυθ­μούς, ὅ­πως βρα­δεῖ­α ἦ­ταν ἡ αὔ­ξη­ση τοῦ εἰ­σο­δή­μα­τος, ἡ δι­εύ­ρυν­ση τῆς κα­τα­νά­λω­σης καί γε­νι­κό­τε­ρα οἱ ἀλ­λα­γές τοῦ κα­τα­να­λω­τι­κοῦ προ­τύ­που. Φαί­νε­ται, πώς οἱ ἀλ­λα­γές πού τό πα­ρα­γω­γι­κό σύ­στη­μα ἐ­πέ­φε­ρε στό το­πί­ο ἦ­ταν προ­σαρ­μο­σμέ­νες στό μέ­τρο τῆς ἀ­νάγ­κης.

Τό πα­ρά­δειγ­μα
Μπαί­νω έ­δῶ στόν πει­ρα­σμό νά πα­ρα­θέ­σω ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα ἀ­πό τή γε­νέ­τει­ρά μου, τήν Κύ­θνο τῶν Κυ­κλά­δων (κά­τι πού ἰ­σχύ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἤ λι­γό­τε­ρο σ’ ὅ­λα σχε­δόν τά Κυ­κλα­δο­νή­σια). Ἀ­να­φέ­ρο­μαι στό χτί­σι­μο τῶν ξε­ρο­λι­θι­ῶν γιά τήν κα­τα­σκευ­ή μαν­τρι­ῶν καί γιά τήν ὁ­ρο­θέ­τη­ση τῶν κτη­μά­των.
Τά μαν­τριά ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σαν δύ­ο σκο­πούς κυ­ρί­ως. Ὁ πρῶ­τος καί βα­σι­κό­τε­ρος εἶ­ναι γιά τή συγ­κέν­τρω­ση τοῦ κα­τά κα­νό­να μι­κροῦ κο­πα­διοῦ, πε­ρί­που 20-30 αἰ­γο­προ­βά­των, ὅ­που γι­νό­ταν τό ἄ­μελ­γμα καί κά­ποι­ο τά­ϊ­σμα κα­τά τήν ξη­ρή πε­ρί­ο­δο. Ἡ δεύ­τε­ρη χρή­ση τοῦ μαν­τριοῦ ἦ­ταν ὡς κα­τα­φύ­γιο τῶν νε­ο­γνῶν γιά τίς κρύ­ες νύ­χτες τοῦ χει­μῶ­να (εἰ­δι­κή μέ­ρι­μνα γιά τόν ἀ­πο­χω­ρι­σμό τῶν ἀ­μνο­ε­ρι­φί­ων κά­ποι­ες ὧ­ρες, νυ­χτε­ρι­νές κυ­ρί­ως, ἀ­πό τίς μη­τέ­ρες τους) καί για τήν πε­ρι­στα­σια­κή προ­σέ­λευ­ση τῶν ἱπ­πο­ει­δῶν ἤ τῶν αἰ­γο­προ­βά­των. Θά πρέ­πει νά ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ ὅ­τι τό σύ­στη­μα ἐ­κτρο­φῆς ἦ­ταν τέ­τοι­ο πού δέν χρει­α­ζό­ταν τή συ­νε­χή πα­ρου­σί­α τοῦ ποι­μέ­να, πα­ρά μό­νο τήν ἐ­πί­σκε­ψή του μιά ἤ δύ­ο τό πο­λύ (σέ ἔ­κτα­κτες πε­ρι­πτώ­σεις) φο­ρές γιά τό ἄ­μελ­γμα καί την τυ­ρο­κό­μη­ση. Ἡ πε­ρί­φρα­ξη τῶν κτη­μά­των μέ ξε­ρο­λι­θι­ές καί τό πα­στού­ρω­μα/πε­δού­κλω­μα (μάλ­λι­νη πα­στού­ρα –εἰ­δι­κός μάλ­λι­νος πο­δό­δε­σμος) ἀρ­κοῦ­σε γιά τόν πε­ρι­ο­ρι­σμό τῶν ζώ­ων σέ κά­ποι­ο συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­γρο­τε­μά­χιο. Ἐ­πέ­τρε­πε δέ στόν γε­ωρ­γο­κτη­νο­τρό­φο νά ἐ­κτε­λεῖ ἄλ­λες ἐρ­γα­σί­ες καί νά βρί­σκε­ται σχε­δόν πάν­το­τε τά βρά­δια στο χω­ριό (ἀ­νά­πτυ­ξη κοι­νω­νι­κῆς ζω­ῆς).

Ἄς δοῦ­με ὅ­μως τί σή­μαι­νε στήν πρά­ξη γιά τό το­πί­ο ἡ προ­σαρ­μο­γή τῶν πα­ρεμ­βά­σε­ων τοῦ πα­ρα­γω­γοῦ στό μέ­τρο τῆς ἀ­νάγ­κης, στήν πε­ρί­πτω­σή μας, ὅ­που χρη­σι­μο­ποι­εῖ­το μιά τε­χνο­λο­γί­α σχε­δόν ἀ­ναλ­λοί­ω­τη ἐ­πί χι­λι­ε­τί­ες ί­σως.
Πρῶ­τα τό μαν­τρί: Ἡ κα­τα­σκευ­ή του ξε­κι­νοῦ­σε πάν­το­τε ἀ­πό τό πιό ὑ­πή­νε­μο μέ­ρος καί εἰ­δι­κό­τε­ρα ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τό ση­μεῖ­ο τοῦ χω­ρα­φιοῦ ὅ­που ἡ γε­ω­μορ­φο­λο­γί­α «προ­σέ­φε­ρε κα­τ’ ἀρ­χήν» μιά σπη­λιά ἤ κά­ποι­ο κοί­λω­μα. Τό κοί­λω­μα αὐ­τό, ἤ ἀ­κό­μα κά­ποι­α ἀρ­χαί­α φρυ­κτω­ρί­α συμ­πλη­ρω­νό­ταν μέ ξε­ρο­λι­θιά, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νη νά ἀ­κο­λου­θή­σει την ἀρ­χι­κή γραμ­μή πού ἐ­πέ­βαλ­λε ἡ γε­ω­μορ­φο­λο­γί­α, δη­λα­δή ἡ φύ­ση. Ἡ ὅ­ποι­α ὑ­πέρ­βα­ση-ὕ­βρις «ἐ­τι­μω­ρεῖ­το», εἴ­τε μέ μει­ω­μέ­νη ἀν­το­χή τοῦ τοί­χου εἴ­τε μέ πολ­λή πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀν­θρώ­πι­νη ἐρ­γα­σί­α, ἀ­π’ ἐ­κεί­νη πού ὑ­πα­γό­ρευ­αν το φυ­σι­κό κοί­λω­μα καί ἡ κλί­ση τοῦ ἐ­δά­φους, δη­λα­δή ἡ φύ­ση ἤ ἡ ἱ­στο­ρί­α. Στήν πε­ρί­πτω­ση δέ αὐ­τή, ὁ ἄν­θρω­πος ὑ­πο­χρε­ω­νό­ταν διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων νά μα­θαί­νει ἀ­πό τή φύ­ση, προ­σαρ­μό­ζον­τας ἀ­να­λό­γως τίς ἀ­νάγ­κες του.

Δυ­ό λό­για α­κό­μα για τήν κα­τα­σκευ­ή τῶν ξε­ρο­λι­θι­ῶν-τοί­χων πε­ρι­φρά­ξε­ως, για­τί νο­μί­ζω πώς ἀ­ξί­ζει τόν κό­πο. Ἡ κα­τα­σκευ­ή τους, ὅ­πως καί τῶν ἀ­να­βαθ­μί­δων (σκά­λες στήν Κύ­θνο ἤ πε­ζοῦ­λες ἀλ­λοῦ), χά­νε­ται στό χρό­νο. Πε­ρι­πλέ­ον­τας τό νη­σί, ὄ­χι μέ τα­χύ­πλο­ο σκά­φος, ἀλ­λά μέ ψα­ρά­δι­κη βάρ­κα, μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά θαυ­μά­ζει τό­σο τήν ἀ­κτο­γραμ­μή μέ τίς πολ­λα­πλές πτυ­χώ­σεις της καί τίς α­να­ρίθ­μη­τες θα­λασ­σι­νές σπη­λι­ές, ὅ­σο καί τά πε­ρί­τε­χνα κεν­τή­μα­τα τῆς γῆς πού ἔ­κα­ναν οἱ ξε­ρο­λι­θι­ές. Ὅ­πως συμ­βαί­νει καί σ’ ἕ­να πα­ρα­δο­σια­κό πλε­ού­με­νο τοῦ Αἰ­γαί­ου, δέν ὑ­πῆρ­χαν που­θε­νά εὐ­θεῖ­ες γραμ­μές, πα­ρά μό­νο καμ­πῦ­λες, για­τί ἡ τοι­χο­ποι­ΐ­α ἄλ­λο­τε ἀ­κο­λου­θοῦ­σε τίς ἰ­σο­ϋ­ψεῖς καί ἄλ­λο­τε τήν κλί­ση καί τό ἀ­νά­γλυ­φο τοῦ ἐ­δά­φους γιά τήν κα­θ’ ὕ­ψος ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς πε­ρί­φρα­ξης.

Κά­ποι­ος ἀ­δα­ής ἤ ἐ­πηρ­μέ­νος, ὅ­πως δυ­στυ­χῶς συμ­βαί­νει σή­με­ρα μα­ζι­κά τό­σο μέ τούς νε­ό­πλου­τους ἰ­δι­ο­κτῆ­τες τῶν με­τά «πι­σί­νων ἐ­παύ­λε­ων» καί τή νέ­α κά­στα ἐμ­πό­ρων γῆς – ἐρ­γο­λά­βων – μη­χα­νι­κῶν καί κά­πο­τε δη­μο­τι­κῶν ἀρ­χόν­των, ὅ­που με­γι­στο­ποι­οῦν τό εἰ­σό­δη­μά τους λε­η­λα­τών­τας, σέ βά­θος χρό­νου πού δέν ξε­περ­νᾶ συ­νή­θως τή μί­α γε­νιά, θά θε­ω­ροῦ­σε ὡς ἀ­νορ­θο­λο­γι­κή αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους τήν κα­τα­σκευ­ή, για­τί προ­ϋ­πο­θέ­τει πολ­λή ἀν­θρώ­πι­νη ἐρ­γα­σί­α καί χα­μη­λή πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα. Γι’ αὐ­τό βλέ­που­με πώς ὁ ση­με­ρι­νός «ὀρ­θο­λο­γι­σμός», πού στη­ρί­ζε­ται στήν ἀ­δι­ά­κρι­τη το­πο­θέ­τη­ση ὁ­που­δή­πο­τε στήν ὕ­παι­θρο τῆς ἐ­ξο­χι­κῆς κα­τοι­κί­ας στήν πιό χυ­δαί­α του μορ­φή, προ­χω­ρεῖ σέ πα­ραλ­λη­λό­γραμ­μες κα­τα­τμή­σεις τῆς γῆς χρη­σι­μο­ποι­ών­τας οἰ­κο­δο­μι­κά ὑ­λι­κά πού δέν ἔ­χουν καμ­μί­α σχέ­ση μέ τό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Τό αἰ­σθη­τι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­ναι πα­σι­φα­νές, ἀλ­λά πι­στεύ­ω ὅ­τι καί ἡ μα­κρο­βι­ό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν κα­τα­σκευ­ῶν θά εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη καί ὁ­πωσ­δή­πο­τε μή συγ­κρί­σι­μη μέ τά τα­πει­νά πα­ρα­δο­σια­κά κτί­σμα­τα.

Δυ­ό λό­για α­κό­μα γιά τίς ξε­ρο­λι­θι­ές τῶν πε­ρι­φρά­ξε­ων καί τῶν μαν­τρι­ῶν, αὐ­τά τά κο­σμή­μα­τα τοῦ πε­τρώ­δους καί αὐχ­μη­ροῦ το­πί­ου. Τό κα­τα­σκευ­α­στι­κό ὑ­λι­κό εἶ­ναι ὁ ντό­πιος σχι­στό­λι­θος καί μά­λι­στα ἐ­κεῖ­νος τοῦ χω­ρα­φιοῦ, γιά τήν ἐ­λα­χι­στο­ποί­η­ση τοῦ κό­στους με­τα­φο­ρᾶς. Λί­γο πο­λύ, ὅ­λοι οἱ πα­λιοί ἀ­γρό­τες ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι ἀ­πό τά παι­δι­κά τους χρό­νια νά μυ­η­θοῦν στό χτί­σι­μο τῆς ξε­ρο­λι­θιᾶς. Ὁ τοῖ­χος δέν πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἁ­πλῶς τίς ἰ­σο­ϋ­ψεῖς καί τό ἀ­νά­γλυ­φο τοῦ ἐ­δά­φους ἀ­πό κά­ποι­α ἂ­γνοι­α τῶν δε­δο­μέ­νων ἤ ἔλ­λει­ψη ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ τῶν ἄ­με­σων πα­ρα­γω­γῶν, ἤ ἀ­κό­μα ἀ­πό κά­ποι­ους ἄ­γρα­φους αἰ­σθη­τι­κούς κα­νό­νες πού ἐ­πι­βάλ­λει ὁ «συν­τη­ρη­τι­σμός» αὐ­τῶν τῶν μι­κρο­κοι­νω­νι­ῶν. Ἡ πλή­ρης προ­σαρ­μο­γή τῶν λι­θο­δο­μῶν στή γε­ω­μορ­φο­λο­γί­α καί στίς κλι­μα­το­λο­γι­κές συν­θῆ­κες ἀ­πο­τε­λεῖ τόν κα­λύ­τε­ρο τρό­πο γιά τή μα­κρο­βι­ό­τη­τα τῶν κα­τα­σκευ­ῶν καί τό εὖ ζῆν ποι­μέ­νος καί κο­πα­διοῦ.

Ἡ ἀ­νά­λυ­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος σέ βά­θος ση­μαί­νει ὅ­τι πρέ­πει νά ἐ­ξε­τα­σθοῦν ὅ­λες οἱ πα­ρά­με­τροί του, κοι­νω­νι­κές καί οἰ­κο­νο­μι­κές, στό πλαί­σιο μιᾶς συ­νο­λι­κῆς προ­σέγ­γι­σης (δι­ε­πι­στη­μο­νι­κῆς θά λέ­γα­με σή­με­ρα) πού ὑ­περ­βαί­νει κα­τά πο­λύ τό πλαί­σιο τοῦ πα­ρόν­τος ἄρ­θρου. Ἡ προ­σέγ­γι­ση ὅ­μως αὐ­τή ὁ­δη­γεῖ κα­τ’ ἀρ­χήν σέ μιά δι­α­φο­ρε­τι­κοῦ τύ­που ἑρ­μη­νεί­α ἀ­π’ ἐ­κεί­νη πού ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ γραμ­μι­κή ἀν­τί­λη­ψη «τῆς προ­ό­δου», καί ὄ­χι μό­νο δέν στε­ρεῖ­ται ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ ἀλ­λά μπο­ρεῖ νά δί­νει ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κό­τε­ρες ἀ­παν­τή­σεις στά εὒ­λο­γα ἐ­ρω­τή­μα­τα πού ἀ­να­κύ­πτουν.

Πε­ρι­ο­ρί­ζο­μαι ἐ­δῶ σέ ὁ­ρι­σμέ­να πε­ρι­γρα­φι­κά μό­νο στοι­χεῖ­α τοῦ προ­βλή­μα­τος. Γιά τόν ἁ­πλό ἐμ­πο­ρευ­μα­το­πα­ρα­γω­γό-τε­χνί­τη, ὁ ντό­πιος σχι­στό­λι­θος ἦ­ταν ἄ­φθο­νος καί τό κό­στος ἀ­πο­κτή­σε­ώς (ἐ­ξό­ρυ­ξης) του μη­δα­μι­νό. Ὁ σχι­στό­λι­θος αὐ­τός δί­νει εὔ­κο­λα με­γά­λες πλά­κες, ὄ­χι ἐν­τε­λῶς λεῖ­ες, ἀλ­λά κα­τάλ­λη­λες γιά πλα­κο­στρώ­σεις καί γιά τό τε­λεί­ω­μα τοῦ τοί­χου (ἡ τε­λευ­ταί­α το­πο­θε­τού­με­νη πέ­τρα). Οἱ πλά­κες αὐ­τές εἶ­ναι ἐ­ξί­σου κα­τάλ­λη­λες ὡς «στη­τές πέ­τρες», γιά τήν κα­τα­κό­ρυ­φη δη­λα­δή το­πο­θέ­τη­ση καί ἐν­σω­μά­τω­σή τους στήν τοι­χο­ποι­ΐ­α, γε­γο­νός πού μει­ώ­νει κα­τά πο­λύ τό κό­στος (αὐ­γα­τί­ζει ἡ δου­λειά) καί δί­νει μιά πλα­στι­κό­τη­τα καί εὐ­καμ­ψί­α στήν κα­τα­σκευ­ή, κα­θι­στών­τας τη λι­γό­τε­ρο εὐ­ά­λω­τη στό νε­ρό καί τόν ἀ­έ­ρα. Ἀ­πό μα­κριά δέ φαί­νον­ται σάν πραγ­μα­τι­κά κο­σμή­μα­τα, κα­θώς ἡ πλή­ρης ἔκ­θε­ση τῆς ἐ­πι­φά­νειάς τους στό ἡ­λια­κό φῶς, δη­μι­ουρ­γεῖ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κές φω­το­σκιά­σεις ἀ­πό τόν ὑ­πό­λοι­πο τοῖ­χο. Συ­νή­θως, αὐ­τές οἱ στη­τές πέ­τρες το­πο­θε­τοῦν­ται ἀ­νά δύ­ο ἤ τρί­α πε­ρί­που μέ­τρα καί εἶ­ναι πλή­ρως ἐν­σω­μα­τω­μέ­νες στή λι­θο­δο­μή.

Ὅ,τι σώ­σεις μές τήν ἀ­στρα­πή κα­θα­ρό στόν αἰ­ώ­να θά δι­αρ­κέ­σει
Ὀδ. Ἐ­λύ­της

Πο­λυ­μορ­φί­α καί ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τες χα­ρα­κτη­ρί­ζουν αὐ­τό τό σύμ­πλεγ­μα τῶν νη­σι­ῶν, ὅ­που ἐμ­φα­νί­στη­κε πρίν ἀ­πό ἕ­ξι χι­λιά­δες χρό­νια πε­ρί­που ὁ ξα­κου­στός κυ­κλα­δι­κός πο­λι­τι­σμός (4300-1100 π.Χ.­). Σή­με­ρα, στά τρι­αν­τα­έ­ξι κα­τοι­κοῦν ἄν­θρω­ποι καί στά εἰ­κο­σι­τέσ­σε­ρα ὑ­πάρ­χουν ὀρ­γα­νω­μέ­νοι οἰ­κι­σμοί. Με­γά­λες οἱ δι­α­φο­ρές αὐ­τές καί κρί­σι­μες, ὅ­ταν θέ­λου­με νά κα­τα­πι­α­στοῦ­με σο­βα­ρά μέ τά προ­βλή­μα­τα πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν. Ἄν στα­θοῦ­με μό­νο στή με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ρί­ο­δο, θά δι­α­πι­στώ­σου­με δι­α­φο­ρε­τι­κες ἐ­ξε­λι­κτι­κές πο­ρεῖ­ες πού ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἀ­να­πτυ­ξια­κή πρό­τα­ση δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά τίς λά­βει σο­βα­ρά ὑ­πό­ψη. Αὐ­τό φαί­νε­ται νά τό κα­τά­λα­βε ἡ πο­λι­τι­κή ἡ­γε­σί­α, ἔ­στω καί μέ κα­θυ­στέ­ρη­ση δύ­ο δε­κα­ε­τι­ῶν.

Ὑ­πάρ­χει ὅ­μως ἕ­να κοι­νό στοι­χεῖ­ο, ἕ­νας κοι­νός πα­ρο­νο­μα­στής, ὁ ὁ­ποῖ­ος συμ­πυ­κνώ­νει τό μέ­γι­στο τῆς κα­κο­δαι­μο­νί­ας τῶν τρι­ῶν τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ῶν. Ἡ κα­τά­στα­ση αὐ­τή δέν ἀ­φο­ρᾶ μο­νά­χα τίς Κυ­κλά­δες ἤ τά νη­σιά γε­νι­κό­τε­ρα, ἀλ­λά ὁ­λό­κλη­ρη τή χώ­ρα. Πρό­κει­ται γιά τό χω­ρο­τα­ξι­κό πρό­βλη­μα. Στά νη­σιά ὅ­μως, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα στίς Κυ­κλά­δες, ἡ κα­κο­δαι­μο­νί­α αὐ­τή εἶ­ναι εὐ­κρι­νέ­στε­ρη. Για­τί τά με­γέ­θη, ὅ­πως σο­φά πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Γλέ­ζος, ὑ­πο­λο­γί­ζον­ται στήν κλί­μα­κα τῆς ἀ­νάγ­κης, στή μι­κρο­κλί­μα­κα τῆς ἔλ­λει­ψης. Ἡ ἀ­νάγ­κη καί ἡ ἔλ­λει­ψη στό πα­ρελ­θόν, μα­ζί μέ μιά μα­κραί­ω­νη παι­δεί­α, προσ­δι­ό­ρι­σαν τό μέ­τρο στή σχέ­ση τῶν ἀν­θρώ­πων με­τα­ξύ τους καί μέ τή φύ­ση, σ’ αὐ­τό τό οἰ­κο­λο­γι­κά καί ἀν­θρω­πο­λο­γι­κά εὔ­θραυ­στο πε­ρι­βάλ­λον. Δεν εἶ­ναι τυ­χαί­ο πού στίς Κυ­κλά­δες, ὅ­πως καί στήν ἄλ­λη νη­σι­ώ­τι­κη καί ὀ­ρει­νή Ἑλ­λά­δα, ἄν­θη­σαν ὁ κοι­νο­τι­σμός καί ἡ το­πι­κή αὐ­το­δι­οί­κη­ση, οἱ συν­τρο­φί­ες τῶν ναυ­τῶν καί ἡ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η τῶν γε­ωρ­γῶν.

Ὅ­λα αὐ­τά μα­ζί κά­να­νε τούς ἀν­θρώ­πους νά ἐκ­φρά­ζον­ται μέ τέ­χνη καί ὀ­μορ­φιά. Ἔ­τσι, πού ἡ φι­λο­κα­λί­α, ἡ κα­λαι­σθη­σί­α ὅ­πως συ­νή­θως λέ­με, ν’ ἀ­πο­τε­λέ­σει τόν κα­νό­να σ’ ὅ­λες τίς ἐκ­φάν­σεις τῆς ζω­ῆς. Αὐ­τά πού θαυ­μά­ζου­με σή­με­ρα, του­λά­χι­στον ὅ­σοι κα­τα­λα­βαί­νουν, ἀ­π’ ὅ,τι ἔ­χει ἀ­πο­μεί­νει ἀ­πό τόν δο­μη­μέ­νο χῶ­ρο, ἀ­πό τούς ὑ­πέ­ρο­χους οἰ­κι­σμούς, τούς πέ­τρι­νους δρό­μους καί μο­νο­πά­τια, τ’ ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κά χτι­σμέ­να μαν­τριά, τίς ξε­ρο­λι­θι­ές μέ τίς ἐ­ναλ­λασ­σό­με­νες στη­τές πέ­τρες που πε­ρι­φράσ­σουν τά χω­ρά­φια, τούς ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στους πε­ρι­στε­ρι­ῶ­νες, τά ὄ­μορ­φα ξύ­λι­να σκα­ριά πού στο­λί­ζουν ἀ­κό­μα τά πε­ρισ­σό­τε­ρα κυ­κλα­δί­τι­κα λι­μά­νια, ὅ­λα αὐ­τά δέν ὑ­πο­δη­λώ­νουν ἁ­πλῶς μιά ὑ­ψη­λή αἰ­σθη­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη, ἀλ­λά τή φι­λο­κα­λί­α ἡ ὁ­ποί­α ἐμ­πε­ρι­έ­χει τά ἤ­θη καί τά ἔ­θι­μα τρό­πων ζω­ῆς πού κυ­ρι­άρ­χη­σαν ἐ­πί χι­λιά­δες χρό­νια, δι­α­τη­ρών­τας πολ­λά κοι­νά στοι­χεῖ­α σ’ αὐ­τή τή μα­κραί­ω­νη δι­α­δρο­μή, πού ὁ ση­με­ρι­νός τρό­πος ἀ­νά­πτυ­ξης, τά νέ­α ἤ­θη, τεί­νουν νά ἐ­ξα­φα­νί­σουν. Ἢ, στήν καλ­λί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, νά τά δι­α­τη­ρή­σουν ὡς c­o­u­l­e­ur l­o­c­ale. Τήν πα­ρά­δο­ση στό ψυ­γεῖ­ο καί ὄ­χι ὡς βά­ση γιά τήν ψη­λά­φη­ση καί δι­α­μόρ­φω­ση τοῦ νέ­ου τρό­που.

Ἡ σύν­το­μη αὐ­τή πε­ρι­ή­γη­ση στό χῶ­ρο καί στό χρό­νο τερ­μα­τί­ζε­ται μ’ ἕ­να σχό­λιο σχε­τι­κό μ’­αὐ­τό πού ἤ­δη ἀ­πο­κα­λέ­σα­με κοι­νό πα­ρο­νο­μα­στή τῆς κα­κο­δαι­μο­νί­ας τῶν τρι­ῶν τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ῶν. Στίς ἀρ­χές τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­90, ἐκ­πο­νή­θη­καν πολ­λές εἰ­δι­κές χω­ρο­τα­ξι­κές με­λέ­τες γιά τή νη­σι­ώ­τι­κη Ἑλ­λά­δα, προ­κει­μέ­νου νά κα­θο­ρι­στοῦν ζῶ­νες οἰ­κι­στι­κοῦ ἐ­λέγ­χου καί χρή­σε­ων γῆς, γιά νά μπεῖ ἔ­τσι κά­ποι­ος φραγ­μός στήν αὐ­θαί­ρε­τη δό­μη­ση, ὅ­που δι­α­πρέ­που­με παγ­κο­σμί­ως. Οἱ με­λέ­τες αὐ­τές, μέ­χρι τήν πρό­σφα­τη κυ­βερ­νη­τι­κή ἀλ­λα­γή, δέν ἀ­πέ­κτη­σαν πο­τέ θε­σμι­κή ὑ­πό­στα­ση ὑ­πό τή μορ­φή Προ­ε­δρι­κῶν Δι­α­ταγ­μά­των, μο­λο­νό­τι εἶ­χαν ἐκ­πο­νη­θεῖ ἀ­κρι­βῶς γι’ αὐ­τό τό σκο­πό. Τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα γνω­στά. Οἰ­κο­δο­μι­κός ὀρ­γα­σμός σ’ ὅ­λη τή νη­σι­ώ­τι­κη καί πα­ρα­λια­κή Ἑλ­λά­δα, ἐν­τε­λῶς ἀ­προ­γραμ­μά­τι­στος καί ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτος. Καί βέ­βαι­α μιά ἂ­νευ προ­η­γου­μέ­νου κα­τα­στρο­φή τοῦ το­πί­ου. Μιά λερ­ναί­α ὕ­δρα ἔ­χει ἀ­να­πτυ­χθεῖ, ἰ­δι­αί­τε­ρα τήν τε­λευ­ταί­α δε­κα­ε­τί­α, που ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τούς ἐμ­πό­ρους τῆς γῆς, ἐρ­γο­λά­βους, μη­χα­νι­κούς, ἀλ­λά καί δη­μο­τι­κούς ἄρ­χον­τες. Ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρές τό ἴ­διο πρό­σω­πο ἐκ­φρά­ζει ὅ­λες αὐ­τές τίς ἰ­δι­ό­τη­τες. Αὐ­τό το λε­πτό ἀλ­λά ἐ­πι­τή­δει­ο στρῶ­μα με­σι­τῶν-ἐρ­γο­λά­βων-κα­τα­σκευα­στῶν, ἔ­χει κα­τορ­θώ­σει μέ­χρι σή­με­ρα νά ἐ­λέγ­ξει πλή­ρως τίς ἀ­πο­δι­αρ­θρω­μέ­νες το­πι­κές μι­κρο­κοι­νω­νί­ες, εἴ­τε ἄ­με­σα κα­τά­λαμ­βά­νον­τας τά δη­μο­τι­κά ἀ­ξι­ώ­μα­τα, εἴ­τε ἔμ­με­σα. Ὄν­τας μο­νο­ψώ­νιο ἢ ὀ­λι­γο­ψώ­νιο, οἱ ἔμ­πο­ροι μπο­ροῦν νά ἀ­γο­ρά­ζουν τή γῆ πο­λύ φτη­νά, ἀ­φοῦ ἔ­χει πλή­ρως ἀ­πα­ξι­ω­θεῖ ἀ­πό γε­ωρ­γι­κῆς πλευ­ρᾶς, ν’ ἀ­νοί­γουν αὐ­θαί­ρε­τα νέ­ους δρό­μους πού τούς βα­φτί­ζουν ἀ­γρο­τι­κούς, ν’ ἀλ­λά­ζουν τά το­πω­νύ­μια καί νά προ­χω­ροῦν στήν κα­τά­τμη­ση. Θε­ω­ρη­τι­κά, στά 4 στρέμ­μα­τα καί στήν πρά­ξη μέ τήν κα­τα­στρα­τή­γη­ση τοῦ νό­μου, σέ λί­γες ἑ­κα­τον­τά­δες τε­τρα­γω­νι­κά. Δι­α­συν­δε­ό­με­νοι δέ, μέ τά κα­τά τό­πους ἁ­μαρ­τω­λά πο­λε­ο­δο­μι­κά γρα­φεῖ­α, συ­χνά κα­τορ­θώ­νουν νά δη­μι­ουρ­γοῦν ἐκ τοῦ μή ὄν­τος ὁ­λό­κλη­ρους οἰ­κι­σμούς, τούς ὁ­ποί­ους προ­πω­λοῦν εἰ­σπράτ­τον­τας γεν­ναῖ­ες προ­κα­τα­βο­λές, προ­τοῦ κἄν ἀρ­χί­σουν τό χτί­σι­μο. Ἔ­τσι, ἔ­χουν κα­τορ­θώ­σει νά με­τα­τρέ­ψουν ὁ­λό­κλη­ρη τή γῆ τῶν μι­κρῶν κυ­ρί­ως νη­σι­ῶν, σέ οἰ­κο­πε­δι­κή, ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νοι στήν ἀ­παι­δευ­σί­α καί τήν ξι­πα­σιά κυ­ρί­ως τῶν νε­ο­πλου­τί­στι­κων κοι­νω­νι­κῶν στρω­μά­των.

Μά, θά μοῦ πεῖ­τε, εἶ­ναι τό­σο ἀ­δα­εῖς οἱ ἰ­δι­ο­κτῆ­τες, νῦν ἤ τέ­ως ἀ­γρό­τες, ὥ­στε να που­λοῦν τή γῆ τζάμ­πα καί νά θη­σαυ­ρί­ζουν οἱ προ­α­να­φερ­θέν­τες; Ἐ­δῶ ἴ­σως δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἕ­να λο­γι­κό κε­νό πού ἔρ­χε­ται νά το κα­λύ­ψει ἡ ἐ­φο­ρί­α. Μέ τόν ἀ­πο­χα­ρα­κτη­ρι­σμό τῆς γῆς ἀ­πό ἀ­γρο­τι­κή, μέ τήν χα­μη­λό­τε­ρη ἴ­σως πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα στή χώ­ρα, ὅ­ποι­ος θέ­λει νά τή με­τα­βι­βά­σει σέ φι­λό­πο­νους κλη­ρο­νό­μους, τούς νέ­ους ἀ­γρό­τες, θά πρέ­πει νά που­λή­σει τή μι­σή, ἴ­σως καί πε­ρισ­σό­τε­ρη, γιά νά ξε­πλη­ρώ­σει τήν ἐ­φο­ρί­α.

Τό νέ­ο θε­σμι­κό πλαί­σιο γιά τήν οἰ­κι­στι­κή ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ 1997 (σχέ­δια χω­ρι­κῆς οἰ­κι­στι­κῆς ὀρ­γά­νω­σης ἀ­νοι­χτῶν πό­λε­ων, γνω­στό ὡς ΣΧΟ­Ο­ΑΠ, Νό­μος 2508/1997) ἀλ­λά καί οἱ πρό­σφα­τες θε­σμι­κές ρυθ­μί­σεις ὑ­πο­τί­θε­ται ὃ­τι δη­μι­ουρ­γή­θη­καν γιά νά τε­θοῦν κά­ποι­οι φραγ­μοί στήν αὐ­θαί­ρε­τη καί ἂ­ναρ­χη δό­μη­ση. Ἡ ὓ­παρ­ξη ἑ­νός σχε­τι­κά πυ­κνοῦ ὁ­δι­κοῦ δι­κτύ­ου ἐ­παρ­χια­κῶν καί κοι­νο­τι­κῶν ὁ­δῶν, ἀλ­λά καί οἱ ἀ­νάγ­κες γιά γε­ωρ­γι­κές κα­τα­σκευ­ές (μαν­τριά, ἀ­πο­θῆ­κες, ὀμ­βρο­δε­ξα­με­νές, κ.λπ.) μιᾶς ὑ­πό ἒ­κλει­ψη γε­ωρ­γί­ας, φέρ­νουν στό προ­σκή­νιο ὁ­ρι­σμέ­νες ‘πα­ρεκ­κλί­σει­ς’ ἀ­πό τό γνω­στό κα­νό­να (π.χ. τή δό­μη­ση στά 4 στρέμ­μα­τα). Στήν πρά­ξη ὅ­μως, οἱ ὑ­φι­στά­με­νες «πα­ρεκ­κλί­σει­ς» σπα­νί­ως χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται γιά τό σκο­πό πού ἔ­χουν θε­σπι­στεῖ ἀλ­λά με­τα­τρέ­πον­ται σέ ὀρ­θά­νοι­χτα πα­ρά­θυ­ρα γιά κά­θε εἴ­δους αὐ­θαι­ρε­σί­α καί πα­ρα­νο­μί­α. Προ­φα­νῶς, τό ζή­τη­μα δέν εἶ­ναι ἡ ὓ­παρ­ξη αὐ­τῶν κα­θ’ ἑ­αυ­τῶν τῶν «πα­ρεκ­κλί­σε­ω­ν», ἀλ­λά ἡ ὓ­παρ­ξη τῆς ἀ­ναγ­καί­ας πο­λι­τι­κῆς βού­λη­σης νά ἐ­φαρ­μο­στοῦν οἱ νό­μοι καί νά δι­α­σφα­λι­στοῦν οἱ ἀ­πα­ραί­τη­τες προ­ϋ­πο­θέ­σεις καί τό πλαί­σιο γιά τή δρο­μο­λό­γη­ση μιᾶς πραγ­μα­τι­κά βι­ώ­σι­μης (ἀ­ει­φό­ρου) ἀ­νά­πτυ­ξης τῶν νη­σι­ῶν. Για­τί μέ τό ση­με­ρι­νό κα­θε­στώς χρή­σε­ων γῆς καί τήν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τοῦ κρα­τι­κοῦ μη­χα­νι­σμοῦ νά ἐ­φαρ­μό­σει τούς νό­μους, ὁ­ποι­α­δή­πο­τε συ­ζή­τη­ση γιά τήν πα­ρα­γω­γή λ.χ. βι­ο­λο­γι­κῶν προ­ϊ­όν­των ὑ­ψη­λῆς ποι­ό­τη­τας καί γε­νι­κό­τε­ρα γιά τήν ἀ­γρο­τι­κή ἀ­νά­πτυ­ξη στε­ρεῖ­ται νο­ή­μα­τος. Πρώ­τι­στο μέ­λη­μα λοι­πόν ἡ αὐ­το­νό­η­τη ἐ­φαρ­μο­γή τῶν νό­μων, γιά νά πε­ρι­σώ­σου­με ὅ,τι μπο­ρέ­σου­με μέ­σα στή λαί­λα­πα τῶν ἐκ­σκα­φέ­ων καί τήν πλημ­μυ­ρί­δα τοῦ μπε­τόν, μέ τή βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι αὐ­τό «κα­θα­ρό στόν αἰ­ώ­να θά δι­αρ­κέ­σει».

*Κα­θη­γη­τής Γε­ω­πο­νί­ας Πανεπιστημίου Αθηνών

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ