του Β. Στοϊλόπουλου, από το Άρδην τ. 10 Οκτώβριος-Νοέμβριος 1997
κατακλυσμός από «σκουπίδια», τηλεοπτικής, καλλιτεχνικής και πολιτιστικής κυρίως φύσεως, δοκιμάζει, κατά κοινή ομολογία, τις αντοχές και προσβάλλει βάναυσα την αισθητική του κοινωνικού συνόλου. Όντας θέµα αυτογνωσίας κι αυτοπροστασίας, τα «σκουπίδια» αυτά μπορούν όµως να βρουν εύκολα τη θέση τους σε οποιοδήποτε «Κάλαθο αχρήστων», χωρίς τις παραµικρές επιπτώσεις.
Πολύ δυσκολότερη αποδεικνύεται η αντιμετώπιση ενός άλλου οχληρού παράγωγου των καταναλωτικών µας προτύπων, αυτή των πραγματικών σκουπιδιών. Το πρόβληµα, ως γνωστόν, διαταράσσει ήδη «ζωτικές ισορροπίες», επιφυλάσσει κάθε τόσο οδυνηρές εκπλήξεις και ταλανίζει τους πάντες, ανυποψίαστους και µη. Ιδιαίτερα δε τους Κατοίκους Μεγαλουπόλεων,µε τα χωροταξικά, οικολογικά. και ανθρωπογεωγραφικά χαρακτηριστικά της Αθήνας και γενικότερα της Αττικής, όπου έχουν εγκατασταθεί το 35-40% του πληθυσμού και το 50% των Υπηρεσιών της χώρας, λαμβάνει χώρα το 45% των βιομηχανικών δραστηριοτήτων κι έχει εντοπισθεί το 5076 των εκατοντάδων χιλιάδων αυθαιρέτων κτισµάτων όλης της επικράτειας. Κι όλα αυτά, ενώ αποτελεί µόλις το 3% της συνολικής έκτασης της χώρας.
Φυσικό. επακόλουθο αυτής της θλιβερής Κατάστασης είναι να παράγονται στην Αττική περίπου το 40% των αστικών απορριμμάτων της χώρας, που αντιστοιχεί σε 3,500-4.000 τόνους την ηµέρα. Εκείνο που προβληματίζει κατ’ αρχάς δεν είναι µόνο η τεράστια ποσότητα απορριμμάτων, που. διατίθεται ανεξέλεγκτα στο περιβάλλον αλλά και οι αιτίες της διαχρονικής αναποτελεσματικότητας στη διαχείρισή τους (συλλογή, µεταφορά, διάθεση) από τους αρμόδιους φορείς.
0 «πόλεμος» των σκουπιδιών
Το γεγονός ότι το μέγεθος της συνεχιζόµενης οικολογικής και κοινωνικής υποβάθµισης στην Αττική συμβαδίζει µε τη σταθερή αύξηση της ποσότητας των παραγοµένων απορριμμάτων δεν αποτελεί πλέον ούτε υπερβολή ούτε σχήµα λόγου. Παρά την αυξομειούμενη έντασή της, η μακρόχρονη αντιπαράθεση σχετικά µε τη διαχείριση των απορριµµάτων, όσο κι αν εκ πρώτης όψεως φαντάζει ευτελής, όζουσα και ρυπαρή, έχει προσλάβει εδώ Και καιρό όλα τα χαρακτηριστικά µιας σύνθετης κρίσης. Κρίση που στοιχειοθετείται από µια πλειάδα αλληλένδετων παραγόντων, οικονοµικής, περιβαλλοντικής, κοινωνικοπολιτικής αλλά και ψύχολογικής φύσεως. Όλο και περισσότερο γίνεται πλέον αντιληπτό ότι πίσω από τα βουνά των αστικών ᾱπορριµμάτων, τις πολλές δεκάδες δισεκατομμυρίων που απαιτούνται για την διαχείρισή τους και τις στοίβες των «τεκμηριωμένων» µελε-
τών, Κρύβονται :
-συγκρουόµενα οικονομικά συµφέροντα (ελληνικά και ξένα), συχνά µε τον μανδύα της οικολογικής ανησυχίας,
-στοιχεία κοινωνικού. ρατσισμού και εκβιασµού,
-τοπικισµός και µικροπολιτική σκοπιμότητα δημοτικών αρχόντων και βουλευτών, .
«μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων αμφιβόλου ποιότητας, που απλώς συνοδεύουν τις συµβάσεις έργων,
«σύνδρομα τύπου. ΝΙΜΒΥ (Not in my back yard) και έντονες προκαταλήψεις, δυσπιστία και αντικρουόµενες «ερμηνείες» για τα ερευνητικά αποτελέσματα,
«διαχρονική ολιγωρία, προχειρότητα και ανεπίτρεπτη απρονοήσία των αρμοδίων φορέων,
-ημιμάθεια και ύποπτη γραφίδα δημοσιογράφων,
-πατερναλιστική Καὶ υπεραπλουστευτική «επιχειρηµατολογία» των πάσης φύσεως «ειδικών». για την ασφάλεια Χώρων Υγειονοµικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ)
εμμονή σε «σωστές» επιλογές και μηχανισμούς αλλά και σε ανεύθυνους εντυπωσιασµούς, παρά τις αρνητικές εµπειρίες του παρελθόντος,
-αφερεγγυότητα των κατασκευαστικών εταιρειών και υποβιβασμός του προβλήματος σε τεχνοοικονομικό ζήτημα,
- έλλειψη στρατηγικής σε θέματα ὀρθολογικής ενημέρωσης του κοινού Και πάνω απ’ όλα
- γενικευμένη αποθέωση του Καταναλωτισμού Και αδιαφορία του Ιδιώτη-πολίτη.
Άν στα παραπάνω στοιχεία προστεθούν η περίπλοκη. τεχνοκρατική και η οργανωτική διάσταση του προβλήματος, το διάτρητο θεσµικό πλαίσιο, η έλλειψη αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων, η υιοθέτηση από τους αρμόδιους φορείς του απαράδεκτου συστήµατος της «μελετοκατασκευής», την εν γένει υποβάθµιση και παραμερισµό των αρμόδιων τεχνικών υπηρεσιών του ΥΠΕΧΩΔΕ αλλά και τα «σκοτεινά σχέδια» όσων προωθούν την αποτέφρωση ως εναλλακτικό τρόπο διαχείρισης των απορριμμάτων του Λεκανοπεδίου, τότε η Κρίση αποκτά διαστάσεις αδιεξόδου.
Το χωροταξικό αδιέξοδο
Η αναζήτηση λύσης στο πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων της Αθήνας άρχισε επισήµως …το 1959. Την χρονιά εκείνη και εν ᾱγνοία του Δήμου Αθηναίων υπεγράφη σύµβαση διαχείρισης των απορριμμάτων της πρωτεύουσας µεταξύ του υπουργείου Συντονισμού και ενός ιταλικού ομίλου. Το δημοτικό συμβούλιο δεν απεδέχθη τη σύμβαση κι από τότε ξεκινά η µεγάλη πορεία προς το αδιέξοδο.
Σήµερα ο περιφερειακός σχεδιασµός για τη διαχείριση των ᾱπορριµµάτων της Αττικής, αν και διαμορφωμένος από το 1984 και «εκσυγχρονισµένος» ήδη από το 1992, δεν υλοποιείται σε δύο από τα βασικότερα σηµεία του: πρώτον στην κατασκευή και λειτουργία τριών νέων ΧΥΤΑ περιμετρικά του Λεκανοπεδίου και δεύτερον στην άµεση εξάλειψη των 20 τουλάχιστον παράνομων κι ανεξέλεγκτων χωματερών της Αττικής, που µαζί µε τη «νόμιμη» των Άνω Λιοσίων προκαλούν ή εγκυμονούν σοβαρότατους κινδύνους για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον.
Προβλήματα «μειωμένης» βαρύτητας παρατηρούνται ασφαλώς σε όλο το φάσμα της διαχείρισης των απορριμμάτων – από τη χαοτική χωροταξική κατανομή των κάδων συλλογής απορριμμάτων και την πλημμελή εργασία των υπαλλήλων καθαριότητας ώς το χαμηλό επίπεδο ανακύκλωσης και την παταγώδη αποτυχία σε θέµατα ενηµέρωσης του Κοινού. Η χωροταξική πλευρά εξακολουθεί όµως να εἷναι η σημαντικότερη, Καθώς συνεχίζει να προκαλεί εντονότατες κοινωνικές αντιδράσεις.
Ἡ υπάρχουσα σπανιότητα κατάλληλων χώρων για ΧΥΤΑ. στην Αττική δεν απορρέει µόνο από κάποια απαγορευτικά γεωλογικά και υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά της περιοχής αλλά Κυρίως από τη διαχρονική εκποίηση της δημόσιας γης, τους ποικίλους περιορισμούς, τις δεσμεύσεις, και τις αντικρουόµενες χρήσεις γης, που ανάγονται σε όλη την περασμένη 4θετία. Ιδιαίτερα µετά την «ανατροπή» του Οικιστικού Νόμου 1337/89 και τις νοµιμοποιήσεις αυθαιρέτων κτισµάτων της «δεύτερης γενιάς» µε το Νόμο 2145/93, το φαινόμενο θεωρείται «μη ανατρέψιµο».
Λόγω της οριακής όµως κατάστασης, το θέµα έχει ουσιαστικά µετεξελιχθεί από τεχνοκρατικό-περιβαλλοντικό σε Καθαρά πολιτικό, Καθοριστικά στοιχεία στη λήψη αποφάσεων για τη χωροθέτηση ᾱναδεικνύονται πλέον η. πολιτική βούληση του αρµόδιου υπουργού, οι αντοχές όσων «εµπράκτως» δεν αποδέχονται τις προτεινόμενες λύσεις χωροθέτησης αλλά Και ως ένα βαθµό η ανεκτικότητα των εἰσαγγελικών αρχών και των πολιτών.
Το τέλος του «πολέμου» δεν φαίνεται βέβαια να πλησιάζει, καθώς η πρόσφατη υπουργική απόφαση προέγκρισης χωροθέτησης τριών νέων χώρων (Κερατέα, Γραμματικό, Αυλώνας), αν και φαινοµενικά αποτελεί ένα βήμα για την άρση του αδιεξόδου, σε καμιά περίπτωση δεν προδικάζει την κατασκευή έστω και ενός ΧΥΤΑ µε µεγάλη συνολική χωρητικότητα στη Γεωγραφική Ενότητα της Αν. Αττικής
Κατά πόσο οι υπάρχουσες «ενστάσεις» για τους τρεις αυτούς χώρους είναι δικαιολογηµένες ή όχι, θα φανούν πολύ σύντομα, όταν κατατεθούν και αξιολογηθούν οἱ Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπιώσεων της δεύτερης φάσης, οπότε θᾳ πρέπει να γίνει και η τελική επιλογή, τουλάχιστον ενός από αυτούς. Τότε θα αποδειχθεί επίσης αν και κατά πόσο η προστασία του περιβάλλοντος έχει την αναγκαία βαρύτητα στη στρατηγική των ιθυνόντων κι αν η δυναμική εἶσοδος του Συµβουλίου της Επικρατείας στον «πόλεμο» της χωροθέτησῆς είναι Κάτι περισσότερο από ένα περιστασιακό εμπόδιο στην Οδύσσεια των απορριμμάτων. Αντίθετα, στη Δ. Αττική ο σχεδιασµός του ΕΣΔΚΝΑ δεν συνάντησε κατ’ αρχάς εμπόδια, Καθώς τόσο οι δημοτικές αρχές των Άνω Λιοσίων, όσο Και τα κοινωνικά και οικονομικά δεδοµένα της περιοχής, ευνοούσαν την επίσπευση των διαδικασιών χωροθέτησης για την επέκταση -κατά 620 στρέµµατα-του υπάρχοντος Χώρου Διάθεσης, µε τις τεχνικές προδιαγραφές ᾱσφαλώς ενός σύγχρονου ΧΥΤΑ. Οι περιβαλλοντικοί όροι έχουν εκπονηθεί από τον περασμένο Μάρτιο και η. χρηματοδότηση ύψους 4 δισεκατ. δραχμών έχει εξασφαλισθεί. Όμως οι προσφυγές κατασκευαστικών εταιρειών στο ΣτΕ για µια σειρά, όπως υποστηρίζουν, παρατυπιών σε σχέση µε την εγκυρότητα των µειοδοτικών διαγωνισµών για τον ΧΥΤΑ αλλά Και για το Εργοστάσιο Μηχανικής Ανακύκλωσης (προὔπολογισμός: 10,5 δισεκατ. δρχ.), ίσως να είναι πρόκριµα νέων, καταστροφικότερων αναβολών.
Εν κατακλείδι το σίγουρο είναι ότι πολύ σύντομα η «νόμιμη» χωµατερή των Άνω. Λιοσίων ολοκληρώνει «οριστικά», λόγω «απολύτου» κορεσμού, το µεγάλο kύκλο ζωής της. Είναι πασιφαγές ότι το δεδομένο αυτό δυσκολεύει αφάnταστα την όλη κατάσταση, διότι, ακόµη kαι αν αρθούν άµεσα οι υπάρχουσες αντιρρήσεις και τα πολλά εμπόδια στο θέµα της χωροθέτησης, είναι αμφίβολο αν ο χρόνος που απαιτείται για την κατασκευή του νέου ΧΥΤΑ είναι και διαθέσιµος. Μπροστά σ᾿ ένα τέτοιο εφιαλτικό ενδεχόμενο είναι ασφαλώς πολυτέλεια η αναζήτηση ευθυnών από αυτούς που άφησαν τόσα πολύτιμα χρόνια ανεκµετάλλευτα ή από εκείνους που συστηματικά, παρεμποδίζουν την όποια προσπάθεια άρσης του αδιεξόδου.
Χωρίς να θέλουµε να γίνουμε μάντεις κακών, είναι δύσκολο να πιστέψει καnείς ότι µεσοπρόθεσµα θᾳ υπάρξει και στην Αττική ολoκληρωμένη διαχείριση των αστικών απορριµµάτων, σύμφωνα µε τα διεθνή πρότυπα, τις εφαρµοσµένες τεχνολογίες Και τα αυστηρά νοµοθετικά µέτρα για την ουσιαστική µείωση των απορριμμάτων. Κι αυτό γιατί ουδέποτε εμφανίστηκε κάποιος φορέας που έδειξε να αντιλαμβάνεται εγκαίρως τη δυναμική που διέπει τη διαχείριση των αστικών απορριμμάτων και να προτείnει άμεσες, πειστικές Και ορθές λύσεις. Λύσεις, στο πλαίσιο των οποίων οἱ Κάτοικοι του λεκανοπεδίου, µε την Ιδιότητα του ευσυνείδητου καταναλωτή και του «ενεργού πολίτη», θα ήταν σε θέση να στηρίξουν όχι µόνο κάποια δαπανηρά προγράµµατα ανακύκλωσης και ανάκτησης υλικών από τα απορρίµµατα αλλά κυρίως να συµβάλουν συνειδητά στην πρόληψη και τη µείωσή τους.
Επίλογος
Σε µία σχετικά πρόσφατη έκθεση του ΥΠΕΧΩΔΕ για το οικολογικό και πολιτισμικό απόθεµα της Ελλάὅας, αναφέρεται από τον σηµερινό Ὑπουργό ότι «η Ανατροπή του Μεταπολεμικού Μοντέλου Ανάπτυξης» είναι «προαπαιτούµενο για να γίνουν τα όνειρα πραγματικότητα» Κι ότι «αυτή η ανατρεπτική πράξη είναι µια πράξη απολύτως απαραίτητη και λυτρωτική».
Πόσο ισχύει όµως κάτι τέτοιο για τα απόβλητα της Αττικής, όταν ο καταναλωτισµός συνεχίζει ν᾿ απογειώνεται στα πλαίσια µιας αναπτυξιακής πολιτικής που καταστρέφει µε γοργό ρυθµό το περιβάλλον; Αρκούν µόνο οι καλές προθέσεις Και η διάθεση δεκάδων δισεκατομμυρίων, για να λυθεί ένα τόσο οξυμμένο πρόβλημα και μάλιστα ετεροχρονισµένα;
Στην περίπτωση της Αττικής ο χώρος και ϱ χρόνος είναι δραματικά περιορισµένοι, γι’ αυτό και οἱ όποιες αποφάσεις πρέπει να είναι άμεσες. Για τους αρμόδιους φορείς που εμπλέκονται στο ιδιόμορφο «θέατρο του παραλόγου» των απορριµµάτων εκτός από το -εικαζόμενο- πολιτικό κόστος θα απαιτηθούν λεπτοί χειρισμοί, σοβαρότητα Και διαφάνεια, τόσο σε οικονοµικό επίπεδο όσο Και σε επίπεδο ειλικρινών προθέσεων.
Αυτό που αμφισβητείται σήµερα δεν είναι µόνο η ορθότητα της υπάρχουσας στρατηγικής για την διαχείριση των απορριμμάτων και η εμμονή σε διάφορους «μύθους» ολοκληρωμένης διαχείρισης αλλά και η αξιοπιστία του Κράτους και Ιδιαίτερα της τοπικής αυτοδιοίκησης
Αυτά που ακόµη βέβαια δεν αμφισβητούνται από τους κατοίκους του Λεκανοπεδίου είναι η καταναλωτική τους συμπεριφορά και η ᾱπαράδεκτη στάση τους απέναντι σ᾿ ένα σοβαρό πρόβλημα που υποβαθμίζει την ἴδια τη ζωή τους. Η αμφισβήτηση αυτή όµως, εκ των πραγµάτων, πρέπει να θεωρηθεί «προαπαιτούμενο» για την οριστική ἀρση του σημερινού αδιεξόδου αναφορικά µε τα σκουπίδια του Λεκανοπεδίου. Κι ας µη λησμονούμε ότι όλοι οἱ διαθέσιμοι τρόποι διάθεσης των απορριμμάτων, από την καύση Και την πυρόλυση ως τον ενταφιασµό, ουσιαστικά Καλλιεργούν τον εφησυχασµό Και κυρίως συμβάλλουν στη διαιώνιση του υπάρχοντος καταστροφικού µοντέλου ανάπτυξης.