του Γιώργου Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 12, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1998
Η πρόσφατη οικονομική κρίση στην Ασία χαιρετίστηκε στη Δύση ως η αρχή του τέλους του ασιατικού ‘θαύματος’ και ως η επιστροφή της δυτικής Αυτοκρατορίας στον κλονισμένο θρόνο της. Αυτή η μεγάλη κρίση, η πρώτη γενικευμένη οικονομική κρίση που αντιμετώπισαν οι ασιατικές ‘τίγρεις’, μετά τριάντα χρόνια θυελλώδους ανάπτυξης, αποτέλεσε και μια ευκαιρία για τους ριζοσπάστες οικονομολόγους της Δύσης να επιβεβαιώσουν επί τέλους την άποψη που επέβαλε μια ορισμένη μαρξιστική/τριτοκοσμική ορθοδοξία. Πράγματι, για τριάντα χρόνια, η ανάπτυξη των ‘τίγρεων’ και της Ανατολικής και Νότιο-Ανατολικής Ασίας γενικότερα, αποτελούσε μια πρόκληση για τη ριζοσπαστική μαρξιστική σκέψη η οποία επέμενε πως οι χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν μπορούν να αναπτυχθούν βιομηχανικά εξ αιτίας του ‘μπλοκαρίσματος’ που η ήδη συγκροτημένη παγκόσμια αγορά επέφερε στην ανάπτυξη των τρικοκοσμικών οικονομιών. Ο Σαμίρ Αμίν, ο Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, και πολλοί άλλοι,εξηγούσαν έτσι την αδυναμία οικονομικής απογείωσης των χωρών της Λατινικής Αμερικής, της Βόρειας Αφρικής κλπ. Και τα γεγονότα έδειχναν να τους δικαιώνουν. Οι περισσότερες από αυτές τις χώρες, αφού έφθαναν σε ένα δοσμένο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, στη συνέχεια οπισθοδρομούσαν (κλασικό παράδειγμα η Αργεντινή), διότι δεν μπορούσαν να περάσουν από ένα επίπεδο εσωστρεφούς ανάπτυξης και συμμετοχής στην παγκόσμια αγορά ως εξαγωγείς πρωτογενών προϊόντων, στη συμμετοχή τους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας ως εξαγωγείς βιομηχανικών προϊόντων (εξ άλλου το ίδιο ακριβώς δεν συνέβη στην Ελλάδα μετά το 1974;).
Αυτή τη μαρξιστική/ριζοσπαστική θεωρία έθεταν σε έμπρακτη αμφισβήτηση οι ασιατικές τίγρεις. Εδώ, χώρες όπως η Ταϊβάν, η Νότιος Κορέα, το Χονγκ Κονγκ και η Σιγκαπούρη προωθούσαν ένα διαφορετικό μοντέ-λο ένταξης στη διεθνή αγορά, μέσω :jv βιομηχανικών εξαγωγών προς τις αναπτυγμένες δυτικές χώρες, αρχίζοντας από τα πιο απλά καταναλωτικά τ»ΐόντα,( ρούχα, παπούτσια, παιγνίδια κλπ) και ανεβαίνοντας σταδιακά -. τεχνολογική και παραγωγική γκά-
μα μέχρι τα αυτοκίνητα και τα ηλεκτρονικά, όπως ακριβώς είχε κάνει προηγουμένως και η Ιαπωνία.1
Βεβαίως, όσο το φαινόμενο περιοριζόταν σε αυτές τις σχετικά μικρές χώρες, αποθήκες/εργαστή-ρια επανεξαγωγής, μπορούσαν να θεωρούνται η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Όταν όμως σε αυτόν το νέο «ενάρετο οικονομικό κύκλο»
ήρθε να προστεθεί η «νέα γενιά των τίγρεων», Μαλαισία, Ταϊλάνδη, Ινδονησία, Φιλιππίνες και τέλος η ίδια η ηπειρωτική Κίνα, τότε τα πράγματα άρχισαν να αποκτούν νέες διαστάσεις. Επρόκειτο πια για έναν οικονομικό χώρο με το 33% της παγκόσμιας παραγωγής (μαζί με την Ιαπωνία) και το 50% της παγκόσμιας συσσώρευσης. Το φαινόμενο άρχισε να παίρνει πλέον διαστάσεις ανατροπής όχι απλώς της κλασικής τριτοκοσμικής ιδεολογίας αλλά της ίδιας της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Και άρχισε να ανησυχεί όχι μόνο τους ‘ορθόδοξους’ τριτοκοσμικούς θεωρητικούς αλλά και τις διευθυντικές ελίτ των δυτικών μητροπόλεων. Γιατί εδώ επρόκειτο για ένα φαινόμενο ανατροπής της ίδιας της οικονομικής δομής του ιμπεριαλισμού: αν, δίπλα στην αναπτυγμένη Δύση των 800 εκατομμυρίων ανθρώπων, αναπτυσσόταν ένα νέο κέντρο 1,5 ή 2 δισεκατομμυρίων, τότε θα έπαιρνε τέλος η λογική «κέντρο-περιφέρεια» στην οποία στηρίχθηκε, για δύο τουλάχιστον αιώνες, η καπιταλιστική ανάπτυξη. Ένας νέος πολυκεντρικός, ή τουλάχιστον διπολικός, κόσμος θα έτεινε να αναδυθεί στη θέση του δυτικοκεντρικού κόσμου μας.
Συνεπώς, ο καταμερισμός εργασίας, που είχε εδραιωθεί μετά την κρίση του 1973, όχι απλώς θα έτεινε να ανατραπεί αλλά και θα οδηγούσε σε ένα καθολικό αδιέξοδο τη Δύση. Πράγματι, αυτός ο καταμερισμός εργασίας παραχωρούσε στις ‘τριτοκοσμικές’ χώρες ένα στάδιο της βιομηχανικής παραγωγής, εκείνο της συναρμολόγησης και της παραγωγής προϊόντων υψηλής έντασης εργασίας, που εξάγονταν στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης, με αντάλλαγμα την εισαγωγή προϊόντων βαριάς βιομηχανίας και υψηλής τεχνολογίας. Και μπορεί το τίμημα αυτού του καταμερισμού να ήταν η άνοδος της ανεργίας στη Δύση, αλλά συνολικά η ζυγαριά
έγερνε υπέρ της τελευταίας. Τα πράγματα όμως άλλαξαν από τη στιγμή και πέρα που οι «τίγρεις» άρχισαν να «ανεβαίνουν» την τεχνολογική κλίμακα όχι μόνο παράγοντας προϊόντα ενδιάμεσης ή ακόμα και υψηλής τεχνολογίας αλλά και ενισχύοντας την περιφερειακή ενσωμάτωση των οικονομιών τους. (Πάνω από 50% των ανταλλαγών πραγματοποιούνται σήμερα μεταξύ τους, έναντι 35% πριν δεκαπέντε χρόνια). Οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης, όπως προαναφέραμε, θα ήταν καταστροφικές για τη Δύση. Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής θα μεταβαλόταν σε πλήγμα για τις δυτικές οικονομίες. Και, όπως ήταν φυσικό, η απάντηση δεν άργησε να έρθει.
Η δυτική αντεπίθεση
Αυτή η απάντηση εκφράστηκε σε πολλά επίπεδα:
Το πρώτο, ειδικά από τις ΗΠΑ, υπήρξε ο ανταγωνισμός των ασιατικών οικονομιών στο ίδιο το επίπεδο της συναρμολόγησης και της παραγωγής προϊόντων χαμηλής τεχνολογίας. Οι ΗΠΑ, με την γενικευμένη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την επέκταση ης αγοράς τους, μέσω της NAFTA προς το Μεξικό, επέτυχαν τη μείωση του εργατικού κόστους και τη σταθεροποίηση, αν όχι τη μείωση, του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου τους. Τώρα πλέον πολλά από τα προϊόντα που εισήγαγαν από την Ν.Α. Ασία παράγονται επί τόπου, είτε στις Νότιες Πολιτείες είτε από τις maquiladoras που βρίσκονται στην άλλη πλευρά των συνόρων κατά μήκος του Ρίο Γκράντε. Κατά συνέπεια, πολλές κορεάτικες επιχειρήσεις υποχρεώνονται να εγκαθιστούν μονάδες παραγωγής στις ΗΠΑ, όπως έκαναν στο παρελθόν οι Γιαπωνέζοι, δηλαδή να ρίχνουν διαρκώς το ποσοστό κέρδους των επιχειρήσεων και των τραπεζών, για να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικές, να επιτείνουν την υπερχρέωση των επιχειρήσεων και τα επισφαλή δάνεια, ενώ το κόστος της εργασίας ανεβαίνει ταχύτατα στις πιο αναπτυγμένες από αυτές.
Το ίδιο, σε μικρότερη κλίμακα, γίνεται και στην Ευρώπη με τις εισαγωγές από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής, την Τουρκία κλπ. Η νότιο-ανατολική Ασία χάνει το απόλυτο μονοπώλιο που είχε για μια ορισμένη περίοδο.
Το δεύτερο επίπεδο της δυτικής αντεπίθεσης θα είναι εκείνο του χρηματιστηρίου και των κεφαλαιακών ροών που προκάλεσαν και την άμεση εκδήλωση της κρίσεως. Η άνοδος του δολαρίου, που διαρκεί από τα μέσα του 1996, υπονόμευσε την εξαγωγική δυνατότητα των «τίγρεων», των οποίων το νόμισμα παρέμενε συνδεδεμένο με το δολάριο. Όμως η είσοδος των βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων από τη Δύση στηριζόταν ακριβώς στην ύπαρξη «σκληρού» τοπικού νομίσματος συνδεδεμένου με το δολάριο και στην ύπαρξη υψηλών επιτοκίων (όπως ακριβώς συμβαίνει και στην Ελλάδα). Οι συνέπειες για χώρες που στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγές ήταν κυριολεκτικά σχιζοφρενικές. Για να μεταβληθούν σε χρηματιστηριακά κέντρα της «παγκοσμιοποίησης», έπρεπε να έχουν σκληρό νόμισμα και υψηλά επιτόκια, υπονομεύοντας το βασικό τους όπλο, τις εξαγωγές, οι οποίες δυσκόλευαν και γίνονταν ακριβότερες λόγω του υπερτιμημένου νομίσματος!3Έτσι τα ελλείμματα έτειναν να διευρύνονται4 και η ψαλίδα ανάμεσα στη χρηματιστηριακή και την παραγωγική παγκοσμιοποίηση οδήγησε τελικώς στην κρίση. Η μετακίνηση των βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, που σε μεγάλο βαθμό συντηρούσαν το εύθραυστο ισοζύγιο πληρωμών των νεώτερων τίγρεων (Μαλαισία, Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες, Ινδονησία), υπήρξε καταλυτική. [Διάγραμμα I]
Επί πλέον η παρέμβαση των δυτικών τραπεζών και του ΔΝΤ υπήρξε καθυστερημένη και ανεπαρκής, συγκριτικά π.χ. με την αντίστοιχη παρέμβαση στη μεξικανική κρίση το 1994. Πράγματι, η αρχική αντίδραση των δυτικών, και ιδίως των Αμερικανών, απέναντι στην κρίση ήταν ιδιαίτερα χλιαρή. Ο Κλίντον θεώρησε τη χρηματιστηριακή κρίση ως «ένα μικρό επεισόδιο», ενώ ο Άλαν Γκρήνσπαν, πρόεδρος της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας, χαρακτήριζε την κρίση ως «σωτήριο γεγονός». Όταν δε η Ταϊλάνδη πρώτη ζήτησε την παρέμβαση του ΔΝΤ, οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη χρηματοδότηση, σε αντίθεση με ό,τι είχαν κάνει το 1994 με το Μεξικό, το δε δάνειο των 17 δισ $ καλύφθηκε βασικά από την Ιαπωνία. Ακόμα και όταν παραχωρήθηκε ένα αντίστοιχο δάνειο 43 δισ $ στην Ινδονησία, οι ΗΠΑ έμειναν ακλόνητες. Μόνο όταν η κρίση άγγιξε τη Νότιο Κορέα, την ενδέκατη οικονομία στον κόσμο, μεγαλύτερο παραγωγό ημιαγωγών και πρώτη παγκόσμια ναυπηγική δύναμη, άρχισαν να φοβούνται οι Αμερικάνοι ότι η κρίση ήταν δυνατό να παρασύρει και την ίδια τη δυτική οικονομία. Γιατί αν τα κολοσσιαία χρέη της Κορέας, ύψους 200 δισ $, προκαλούσαν το βύθισμα αυτής της χώρας, τότε θα συμπαρασύρονταν οι ιαπωνικές τράπεζες -που κατείχαν το 35% αυτών των πιστώσεων- καθώς και ένας μεγάλος αριθμός από δυτικοευρωπαϊκές τράπεζες. Πράγματι, στα μέσα του 1997, τα ανοίγματα των δυτικών τραπεζών στην Ασία, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας, είχαν ως εξής: Γερμανία 47,2 δισ $, Γαλλία 40,4 , Βρετανία 29,7, Ολλανδία-Βέλγιο 24,2 και ΗΠΑ μόνον 32,3 δισ $. Τα ανοίγματα προς την Κορέα και μόνο έφθαναν τα 70 δισ $ για την Ιαπωνία, τα 27 δισ $ για τις τρεις μεγάλες χώρες της Ευρώπης και μόνο 10 δισ $ για τις ΗΠΑ. [Διαγράμματα II και III]. Είναι προφανές ,λοιπόν, ότι το βούλιαγμα των τίγρεων θα οδηγούσε σε εκείνο της Ιαπωνίας, θα ακολουθούσε η Δυτική Ευρώπη και τελευταίες θα συμπαρασύρονταν οι ΗΠΑ.
Η αμερικάνικη τακτική λοιπόν της «σωτήριας κρίσης» συνάντησε τα όριά της, όταν συμπαρασύρθηκε η Κορέα και σι ΗΠΑ συμφώνησαν στην παραχώρηση ενός δανείου σχεδόν 60 δισ $ από το ΔΝΤ, αφού βέβαια οι τίγρεις είχαν χάσει πολλά από τα νύχια και τα δόντια τους και οι κορεατικές επιχειρήσεις μπορούσαν να πουληθούν για ένα κομμάτι ψωμί.5 Οι επιθέσεις λοιπόν του πρωθυπουργού της Μαλαισίας, Μαχαθίρ Μοχαμάντ, ενάντια στον Τζωρτζ Σόρος ως υπεύθυνου για την κρίση στη Μαλαισία, μπορεί να θεωρήθηκαν ως μία προσπάθεια να εξευρεθεί ένας αποδιοπομπαίος τράγος
για την κατάρρευση του μαλαισιανού θαύματος’, από έναν ‘εθνικιστή’ πολιτικό. όπως ο Μαχαθίρ, όμως τη γνώμη του την συμμερίζονται και πολλοί άλλοι. Εν τέλει, άσχετα με τις προθέσεις του Σόρος, οι δυτικοί χρηματιστηριακοί κύκλοι πολύ εύκολα εγκατέλειψαν την Κουάλα Λουμπούρ και την Μπανγκόκ. Στην Ταϊλάνδη, ο Αμάρ Σιαμβάλα. πρόεδρος του πιο γνωστού συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων, δηλώνει: «…τιμωρούμεθα απλά και μόνον διότι ανοίξαμε την αγορά συναλλάγματος στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης. Με την εμπειρία που έχουμε τώρα, πιστεύω ότι βιαστήκαμε να ανοίξουμε την αγορά μας»6. Και ο Σουρά Σανιταμόντ, σύμβουλος του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, παρατηρεί: «Πολλοί, πάρα πολλοί επιχειρηματίες θεωρούν ότι η Δύση, ιδιαίτερα δε οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν με την Ασία και δη με την Ιαπωνία και την Κίνα… Υποφέρουν από τα υψηλά εμπορικά ελλείμματά τους. Για το λόγο αυτό δημιουργούν όλη αυτήν τη φασαρία και αποσταθεροποιούν το νόμισμα. Πολλές από τις ασιατικές χώρες πιστεύουν πλέον ότι έπεσαν στην παγίδα».7
Και τέλος, η ανάδυση της Κίνας,
της οποίας τα μεγέθη θυμίζουν βέβαια δράκοντα και όχι ‘τίγρη’, μετέβαλε τους κανόνες του παιγνιδιού και τη ροή των κεφαλαίων. Τα δυτικά και ιαπωνικά κεφάλαια προσανατολίζονται ίσος αυτήν την κολοσσιαία αγορά και εγκαταλείπουν εν μέρει τις ‘τίγρεις’ ~ου χάνουν ξαφνικά τον κεφαλαιακό πακτωλό στον οποίο είχαν εθιστεί. Το 1995, οι ΗΠΑ εισήγαγαν 12 δισ $ υποδήματα. από τα οποία 50% προέρχονταν από την Κίνα και 3% από την Κορέα Και όμως μόλις πέντε χρόνια νωρίτερα, η Κορέα κατείχε ακόμα το 25% της αγοράς. Στις επενδύσεις, η αλλαγή είναι ακόμα πιο δραματική. Το ” 99′ η Ταϊλάνδη δεχόταν το 10% των : “ενδύσεων που κατευθύνονταν προς -. Ασία και η Κίνα το 20%. Το 1994, η Ταϊλανδή έπεφτε στο 1,3% και η Κίνα έφθανε το 67%!. Την ίδια περίοδο, το ποσοστό της Μαλαισίας πέρασε από το 20% στο 8%.8 Η Κίνα συγκέντρωσε μονη της 41 δισ $ ξένων επενδύσεων, το 1996, ενώ ολόκληρη η περιοχή του ASEAN γύρω στα 25 δισ $. [Διάγραμμα IV] Το αποτέλεσμα είναι πως, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, η Κίνα έγινε η πρώτη χώρα υποδοχέας ξένων επενδύσεων στον Τρίτο Κόσμο με συσσωρευμένες επενδύσεις 169 δισ $, το 1996 (0 το 1980), έναντι 60 δισ της Ινδονησίας (10 δισ $ το 1980) και 45 δις $ της Μαλαισίας (6 δισ $ το 1980).9 Και φυσικά η παγκόσμια οικονομία δεν μπορεί να ενσωματώσει τόσο απότομα -σε λιγότερο από μια δεκαετία- μια χώρα τέτοιας κλίμακας, όπως η Κίνα, χωρίς να υπάρξουν σοβαρές παρενέργειες στις χώρες που μέχρι χθες έπαιζαν το ρόλο της Κίνας στις παγκόσμιες αγορές.
The Asian Connection
Αυτή η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται μετά την πρώτη μεγάλη ασιατική κρίση θα οδηγήσει σε μια ριζικά νέα παγκόσμια οικονομία. Κατ’ αρχήν βέβαια θα έχει σημαντικές και τραγικές συνέπειες για τους πολίτες των ίδιων των άπω-ανατολικών χωρών ως συνέπεια της κρίσης: Πτωχεύσεις, ανεργία, οικονομική δυσπραγία για αρκετά χρόνια, όξυνση των κοινωνικών αντιπαραθέσεων και πιθανώς ανάδυση ισχυρών κοινωνικών κινημάτων. Τίποτε δεν θα ξαναγίνει όπως παλιά. Ήδη στην Κορέα, ο αντιπολιτευόμενος ηγέτης Κιμ Ντάε Γιουνγκ ανέβηκε στην εξουσία, ενώ στην Ινδονησία η κυβέρνηση του δικτάτορα Σουχάρτο παραπαίει. Έτσι θα υπάρχουν ισχυρές πιέσεις προς δύο κατευθύνσεις, είτε προς έναν εκδημοκρατισμό των πιο ανεπτυγμένων ασιατικών κοινωνιών είτε, αντίστροφα, προς ενίσχυση του αυταρχισμού είτε και προς τις δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Επί πλέον οι δυτικοί θα δοκιμάσουν και μέσω του ΔΝΤ να διευρύνουν τον έλεγχο τους στην ασιατική οικονομία καθώς και μέσω της εξαγοράς κάποιων επιχειρήσεων.
Παρ’ όλα αυτά το ερώτημα παραμένει: η πρόσφατη κρίση σήμανε το τέλος του ασιατικού θαύματος και την οριστική (;) επιβεβαίωση της Δύσης, όπως φαίνεται να κηρύσσουν οι δυτικοί «ριζοσπάστες» οικονομολόγοι, ή θα υπάρξει μια νέα εκκίνηση της ασιατικής οικονομίας μετά τις αναγκαίες προσαρμογές; Η άποψή μας δεν ταυτίζεται με καμία από τις δύο αυτές εκδοχές. Τα πράγματα θα αλλάξουν αλλά προς μια τρίτη κατεύθυνση, αυτήν που αποκαλούμε Asian Connection: προς την κατεύθυνση της συγκρότησης μιας περισσότερο ενσωματωμένης ασιατικής οικονομίας που δεν θα αποτελεί ένα απλό συμπλήρωμα της δυτικής οικονομίας, αλλά έναν αυτόνομο πόλο ανάπτυξης, παράλληλα με εκείνον της Δύση^ σε έναν κόσμο λιγότερο «παγκοσμιοποιημένο». Και αυτό άσχετα με το πόσο αργά ή γρήγορα θα ανακάμψουν οι οικονομίες των τίγρεων ή εάν θα ανακάμψουν ποτέ πλήρως.
Και όλοι οι όροι συγκεντρώνονται για κάτι τέτοιο:
Α. Η ιαπωνική ύφεση. Η ιαπωνική οικονομία γνωρίζει μια παρατεταμένη ύφεση από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Βέβαια δεν παύει να αποτελεί το χρηματιστικό κέντρο του κόσμου και να έχει το μεγαλύτερο εξαγωγικό πλεόνασμα (γύρω στα 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έναντι ενός ελλείμματος 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων των ΗΠΑ). Όμως αυτό το πλεόνασμα αφ’ ενός έχει μειωθεί κατά πολύ (ξεπερνούσε τα 200 δισ δολάρια.) και αφ’ ετέρου δεν αρκεί πλέον για να τροφοδοτήσει μια εσωτερική οικονομική δυναμική. Η Ιαπωνία με ένα τέτοιο πλεόνασμα βρίσκεται σε ύφεση! Παράλληλα, η ιαπωνική οικονομία -μέσα από την λογική του σκληρού γεν- έχει περιορίσει τις εξαγωγές προϊόντων και έχει αυξήσει τις εξαγωγές κεφαλαίων έχοντας μεταβληθεί στο μεγαλύτερο πιστωτή του πλανήτη. Η Ιαπωνία αποτελεί το μεγαλύτερο πιστωτή και εξαγωγέα κεφαλαίων προς τις χώρες της Ασίας (και την Κίνα). Οι πιστώσεις της σε αυτήν την περιοχή ανέρχονται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια10. Είναι προφανές λοιπόν ότι μία κατάρρευση των τίγρεων θα συμπαρέσυρε και τα ιαπωνικά τραπεζικά μαστόδοντα (το 1997 οι μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου ήταν ιαπωνικές). Η απάντηση της Ιαπωνίας στην ύφεση της δικής της οικονομίας και την κρίση της περιοχής θα στραφεί υποχρεωτικά στην ενίσχυση των περιφερειακών δεσμών και την «εξυγίανση» της οικονομίας της περιοχής, στην αύξηση των επενδύσεων προς την κατεύθυνση της Κίνας και την αύξηση των εξαγωγών προς τη Δύση και κυρίως προς τις Η-ΠΑ, μέσω της πτώσης του γιεν.11 Πάντως ήδη η ιαπωνική οικονομία έχει στραφεί αποφασιστικά προς την Ασία και δεν υπάρχει περίπτωση αναστροφής των τάσεων. Μόνο το αντίθετο μπορεί να συμβεί.12
Β. Η κινεζική ανάδυση συνεχίζεται. Στην πρόσφατη κρίση, η λιγότερο ανοιχτή στην παγκόσμια οικονομία Κίνα υπέστη ελάχιστες ζημιές, εκτός από τη σχετική επιβράδυνση της οικονομίας της. Και αυτό γιατί η Κίνα, παρά τις τεράστιες εισαγωγές κεφαλαίων, λόγω του κολοσσιαίου μεγέθους της, παραμένει εσωστρεφής και χρηματοδοτεί την ανάπτυξή της κυρίως με την εσωτερική συσσώρευση (35% του εισοδήματος αποταμιεύεται). Εξάλλου διαθέτει ένα τεράστιο συναλλαγματικό απόθεμα -μαζί με το Χονγκ Κονγκ 236 δισ $ τον Οκτώβριο του 1997, το μεγαλύτερο στον κόσμο ξεπερνώντας και τα 227 δισ $ της Ιαπωνίας- συνέπεια του θετικού εμπορικού της ισοζυγίου, ενώ έχει ελάχιστο ύψος δημόσιου χρέους (μόλις 5% του ΑΕΠ). Κατά συνέπεια, η κρίση προβλέπεται να προκαλέσει μόνο μια μικρή επιβράδυνση της οικονομικής της επέκτασης η οποία, το 1998, θα φθάσει στο 7-8%.
Σε αντίθεση λοιπόν με την κρίση των ‘τίγρεων’, η Κίνα, ενισχυμένη και από την ενσωμάτωση του Χονγκ Κονγκ, μεταβάλλεται στο επίκεντρο της παγκόσμιας συσσώρευσης και θα τείνει να αποκτά ισχυρότερη διασύνδεση με την περιφερειακή οικονομία. Ήδη το μεγαλύτερο ποσοστό των ξένων επενδύσεων προέρχεται από την κινεζική διασπορά και την Ιαπωνία, ενώ αυξάνονται ταχύτατα και οι εμπορικές ανταλλαγές με τις χώρες της περιοχής. Επί πλέον η Ινδία, ο άλλος μεγάλος γίγαντας της περιοχής, επιταχύνει τους ρυθμούς της οικονομικής της ανάπτυξης (6,8% άνοδος του ΑΕΠ το 1996).
Γ. Η αναπροσαρμογή των ‘τίγρεων’. Η κρίση, όπως δείξαμε, υπήρξε σαρωτική. Οι υποτιμήσεις των νομισμάτων, χωρίς προηγούμενο, (στην Ινδονησία, στις 4 Φεβρουαρίου 1998, το τοπικό νόμισμα είχε υποτιμηθεί πάνω από 400% σε ένα χρόνο, στη Μαλαισία γύρω στο 80%, στις Φιλιππίνες 70%, στην Ταϊλάνδη σχεδόν 100% και στην Κορέα 95%14). Οι πτωχεύσεις καθημερινές (πάνω από 50.000 υπολογίζονται στην Κορέα το 1998). Πολλοί μίλησαν για μια κρίση που αναίρεσε τα οικονομικά επιτεύγματα και τις θυσίες μιας ολόκληρης γενιάς. Προφανώς, για την πλειοψηφία των λαϊκών τάξεων, τα επόμενα χρόνια θα είναι δύσκολα και συχνά απελπιστικά. Όσο για τις άρχουσες τάξεις, δεν θα ξαναγνωρίσουν ποτέ την κερδοσκοπική φρενίτιδα της εποχής που αποτελούσαν τις μόνες ‘τίγρεις’ στον κόσμο. Όμως, παρά τη χρηματιστική και επιχειρηματική καθίζηση, παρά την κοινωνική καταστροφή, παρά τις πιθανές πολιτικές και γεωστρατηγικές συνέπειες -σε όλους αυτούς τους τομείς οι αλλαγές πρέπει να θεωρούνται βέβαιες- η οικονομία αυτών των χωρών δεν πρόκειται να επιστρέψει πλέον στα ‘τάρταρα’. Ταυτόχρονα όμως η κρίση θα αποτελέσει μια ευκαιρία για οικονομική αναπροσαρμογή των ‘τίγρεων’ προς την κατεύθυνση μιας πιο ισορροπημένης οικονομικής ανάπτυξης, έστω και με αισθητά χαμηλότερους ρυθμούς. Και εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο σκληρός πυρήνας τους -Ταϊβάν, Σιγκαπούρη, Χονγκ-Κονγκ- υπέστησαν ελάχιστες ζημίες, μια και διέθεταν ισχυρά συναλλαγματικά αποθέματα και ήταν ‘ωριμότερες’ οικονομίες. Και εν τέλει, η ‘ανάδυση’ τους δεν πρόκειται να αμφισβητηθεί πλέον, διότι έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Το 1998, οι τέσσερις παλαιότερες και οι πέντε νεώτερες ‘τίγρεις’ διαθέτουν ένα πραγματικό εισόδημα ίσο με το 9% του παγκοσμίου εισοδήματος, το τρίτο στον κόσμο, μεγαλύτερο από εκείνο της Ιαπωνίας, υπολειπόμενο μόνο από το αμερικανικό και το κινέζικο και γύρω στα 10.000 $ κατά κεφαλήν15. Η κρίση θα εντείνει τόσο τους κοινωνικούς αγώνες και τις διεκδικήσεις στο εσωτερικό όσο και τις τάσεις απόρριψης της άκρατης φιλελευθεροποίησης των αγορών, η οποία αποσταθεροποιεί πλέον την ανάπτυξή τους, αφού πρώτα την είχε ευνοήσει και τροφοδοτήσει. Παράλληλα, θα τις κάνει ακόμα πιο επιθετικές εξαγωγικά, μια και με την υποτίμηση των νομισμάτων τους θα μειωθούν οι τιμές των προϊόντων. Οι ΗΠΑ, που προωθούσαν την παγκοσμιοποίηση, θα υποστούν τις συνέπειες αυτού του νέου εξαγωγικού κύματος. Οι απόπειρες για μια αυξημένη περιφερειακή ενσωμάτωση θα πολλαπλασιαστούν. 0 σύμβουλος του Ταϊλανδού αντιπροέδρου, Σουρά Σανιταμόντ, παρατηρεί πως αυξάνονται οι συναντήσεις ανάμεσα σε αξιωματούχους της πλούσιας σε ρευστό Ταϊβάν και σε υψηλόβαθμους ομολόγους τους από τη Μαλαισία, τη Σιγκαπούρη, τις Φιλιππίνες. Τέλος, αξιωματούχοι της περιοχής προτείνουν να προτιμηθεί το γιεν αντί του δολαρίου ως κυρίαρχο διεθνές νόμισμα της περιοχής.16 Οι ‘τίγρεις’ θα υποχρεωθούν να πραγματοποιήσουν βαθύτατους οικονομικούς και ι κοινωνικούς μετασχηματισμούς που θα μεταβάλουν τη δομή της οικονομίας και της κοινωνίας τους. Στο βαθμό που χώρες σαν την Κίνα, το ταχέως αναπτυσσόμενο Βιετνάμ και την Ινδία, θα καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών χαμηλής σύνθεσης κεφαλαίου και έντασης εργασίας, οι ίδιες θα πρέπει τόσο να διευρύνουν την εσωτερική τους αγορά όσο και να στραφούν στην παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών και προϊόντων υψηλότερης τεχνολογίας που θα κατευθύνονται μάλιστα όχι μόνο προς τη Δύση αλλά όλο και περισσότερο προς αυτά τα νέα αναδυόμενα μαστόδοντα. Το αποτέλεσμα θα είναι και πάλι η ενίσχυση ενός περιφερειακού καταμερισμού εργασίας παράλληλα, ή και σε αντίθεση, με τον παγκόσμιο.
Δ. Η δυτική αντίδραση. Η αντίδραση της Δύσης θα οδηγήσει στον περιορισμό των τοποθετήσεων κεφαλαίων στην περιοχή και σε ενίσχυση του οικονομικού προστατευτισμού έναντι των εξαγωγών των ασιατικών χωρών που θα τείνουν εκ νέου να διευρυνθούν και μάλιστα σε τομείς σχετικά υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας, όπως ηλεκτρονικά και αυτοκίνητα.17 Η ίδια η Δύση θα υποχρεωθεί να βάλει φραγμό στη λογι-, κή της άκρατης παγκοσμιοποίησης η οποία θα κινδυνεύει πλέον να της αφαιρέσει σημαντικά μερίδια αγοράς, ακόμα και από τομείς τεχνολογικά αναβαθμισμένους.
Ε. The Asian Connection: Οι συνέπειες της κρίσης δεν θα είναι λοιπόν, σε καμία περίπτωση, το τέλος της ασιατικής εξαίρεσης και η επιστροφή στην απόλυτη δυτική ηγεμονία, όπως έσπευσαν να διακηρύξουν οι ευρωποκεντρικοί, στην πραγματικότητα, «ριζοσπάστες» οικονομολόγοι18 . Αντίθετα, θα ενισχύσει την τάση για περαιτέρω απόσπαση της Ασίας από τη δυτική σφαίρα κυριαρχίας και για συγκρότηση ενός αυτόνομου πόλου ανάπτυξης, ενώ θα υποχρεώσει τη Δύση να στραφεί προς την αναζήτηση ενός ιδιαιτέρου πόλου ηγεμονίας στη Λατινική Αμερική, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Ήδη η ασιατική κρίση οδήγησε σε απομάκρυνση των δυτικών κεφαλαίων.
Όσο και εάν υπάρξει κάποιο κύμα επιστροφής, αυτό δεν θα μπορέσει να οδηγήσει στην παλιά κατάσταση. Η παγκοσμιοποίηση .παραδόξως , θα έχει οδηγήσει στο αντίθετο της, την ανάπτυξη περιφερειακών οικονομικών πόλων.
Η Ασία, όπως σωστά επισημαίνουν οι Steven Radelet και Jeffrey Sachs του «Ινστιτούτου του Χάρβαρντ για τη Διεθνή Ανάπτυξη» (Harvard Institute for International Development)19, το 1820, είχε το 66% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 58% του παγκοσμίου εισοδήματος, ενώ η Δυτική Ευρώπη και οι ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, με 14% του πληθυσμού, είχαν ήδη το 25% του εισοδήματος. Το 1950, η Ασία είχε πέσει στο 19%, ενώ η Δύση είχε φτάσει στο 56% του παγκόσμιου εισοδήματος. Το 1992, όμως, η Ασία είχε ήδη επιστρέψει στο 33% και η Δύση είχε πέσει στο 45%, με το 13% του παγκοσμίου πληθυσμού.
Υπολογίζεται ότι, το 2025, περίπου 200 χρόνια μετά την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, η Ασία θα έχει επανακτήσει το ποσοστό που είχε στα 1820, δηλαδή το 58% του παγκοσμίου εισοδήματος. Αυτή η εξέλιξη ήδη προδιαγράφεται τόσο από τη δυναμική της συσσώρευσης κεφαλαίου (πάνω από το 50% της παγκόσμιας) όσο και από τα άλλα χαρακτηριστικά των ασιατικών χωρών – επιμονή στην εκπαίδευση και την έρευνα, σχετικά εξισωτικές κοινωνικές δομές που ευνοούν την κοινωνική κινητικότητα, συνοχή, εφευρετικότητα και αντοχή των ορυζοκαλλιεργητικών αγροτικών πληθυσμών κλπ.
Η ασιατική κρίση λοιπόν δεν προσφέρεται για θριαμβολογίες περί της απρόσκοπτης ηγεμονίας της Δύσης. Μπορεί ίσως να καθυστερήσει την οικονομική ανάπτυξη κάποιων από τις ‘τίγρεις’, θα οδηγήσει όμως σίγουρα σε κοινωνικές ανακατατάξεις και σε μεταβολές στην εσωτερική ιεραρχία των χωρών αλλά και θα ενισχύσει τις τάσεις περιφερειοποίησης και αυτονόμησης της Ασίας από τη Δύση και την αμερικανόπνευστη παγκοσμιοποίηση.