του Γ. Ανδρεάδη, από το Άρδην τ. 18, Μάρτιος-Απρίλιος 1999
Το άρθρο αποτελεί ομιλία του συγγραφέα σε εκδήλωση που έγινε την Τετάρτη 23/2 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Συνέπεια μιας καλοπροαίρετης προσπάθειας της ελληνικής κυβέρνησης που είχε μια κάπως ατυχή κατάληξη είναι ότι ο Άπο ή Αμπντουλάχ Οτσαλάν βρίσκεται στα χέρια των Τούρκων δημίων του. Οι υπερατλαντικοί και ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ελλάδας έδειξαν, για την ώρα, αξιοσημείωτη κατανόηση, για τον αδέξιο χειρισμό της μοίρας του ανθρώπου τον οποίο ο εν ενεργεία υπουργός εξωτερικών Γ. Παπανδρέου αποκάλεσε κομψότατα “ζεστή πατάτα”. 0 πρωθυπουργός Κ. Σημίτης αποφάσισε για μια εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή, αλλά υπήρξε πολύ πειστικότερος όταν απείλησε ότι θα σπάσει μία και καλή το απόστημα της πατριδοκαπηλείας, όπως φαίνεται ότι ονομάζεται ο πατριωτισμός στα εκσυγχρονιστικά. Φυσικά, δεν αισθάνθηκε ότι χρειαζόταν να σχολιάσει τις εύοσμες δηλώσεις του κ. Πάγκαλου σχετικά με τους θορυβούντες κουλτουριάρηδες και μη. Έτσι, όλα βαίνουν καλώς στον καλύτερο των κόσμων.
Στο μεταξύ, τα διασταυρούμενα στοιχεία ρίχνουν βαρυτάτη την υποψία ότι η κυβέρνηση, και προσωπικά ο πρωθυπουργός, είναι συνένοχοι και εντολοδόχοι για την παράδοση του Άπο. Και μόνη η επιλογή, ως προτελευταίου σταθμού της μαρτυρικής πορείας του Οτσαλάν, της Κένυας, άντρου της C.I.A, είναι τόσο οφθαλμοφανώς ηλίθια, που καταντά ανατριχιαστικά έξυπνη: Η ιδανική παγίδα για το -κατά κυριολεξία ακυκλοφόρητο- θήραμα, ενώ η απάνθρωπη σκούπα του ΥΠ. ΕΣ. σε.βάρος των Κούρδων στην Ελλάδα και οι πρώτες απειλητικές δηλώσεις Πάγκαλου, ύστερα από την κατάληψη των πρεσβειών, ενέχουν την ιταμότητα του ενόχου.
Εν τω μεταξύ, στον μέσο Έλληνα, στον άνθρωπο του δρόμου, σ ‘ό,τι δηλαδή αποκαλούμε κοινή γνώμη, όταν αυτή αξίζει το όνομά της, συσσωρεύονται πίκρα, απογοήτευση, ενοχή, ντροπή. Νιώθουμε πληγωμένοι γιατί κανένας δημοκρατικός νόμος δεν λειτούργησε’ ούτε ο υπέρτερος άγραφος νόμος του ασύλου στον ικέτη ούτε οι κοινοί σκληροί νόμοι που απαιτούν σύλληψη και δίκη του παράνομου. Ταπεινωμένοι γιατί υποκύψαμε στις επιταγές της Υπερδύναμης και στις απειλές ενός φασιστικού γείτονα· Ένοχοι γιατί εκχωρήσαμε, παρανοώντας τι σημαίνει αντιπροσώπευση, ένα απόλυτο δικαίωμα να αποφασίζουν για τη μοίρα μας, όσοι κάνο-ντάς το έβλαψαν και βλάπτουν εμάς, τον άλλο και εν τέλει τον ίδιο τους τον εαυτό, ακόμα και στο πεδίο της αποτελεσματικότητας που εν ονόματι της έπραξαν τα όσα έπραξαν.
Αν ωστόσο είναι να κερδίσουμε κάτι από την ξεσκιστική αυτή εμπειρία, αυτό είναι να υπερβούμε την φάση της αβάσταχτης όσο και δίκαιας συναισθηματικής φόρτισης και να καταφέρουμε να σκεφτούμε και να πράξουμε. Και για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η σημερινή στιγμή, αναμφίβολα επώδυνη, δεν είναι απομονωμένη. Συνεχίζει και κορυφώνει μια αλυσίδα κρίσεων, αποσιωπήσεων, πλαστογραφιών της μνήμης και, ας το ελπίσουμε, δίνει παρ’ όλα αυτά την ευκαιρία, αν τολμήσουμε να τη δούμε κατάματα, για μια αρχή.
Χαμογελούσα μερικές φορές όταν σε συγκεντρώσεις ενάντια στον ρατσισμό άκουγα Κούρδους αγωνιστές να μας αποπαίρνουν: Μην μιλάτε για ρατσισμό στην Ελλάδα, έλεγαν. Κοιτάξτε τα πογκρόμ και τις εκτελέσεις στην Τουρκία για να καταλάβετε τι θα πει ρατσισμός. Σ’ αυτούς σήμερα θέλω να πω, Σύντροφοι μας, γιατί θα μείνουμε σύντροφοι σε πείσμα κάθε μηχανορραφίας και πλεκτάνης, είσασταν υπερβολικά επιεικείς. Δυστυχώς, σας αποδείξαμε με τη διπλωματία μας και την αστυνομία μας και με διαφόρους, λίγους ελπίζω, ηλίθιους, ότι υπάρχει ρατσισμός και στην Ελλάδα και μάλιστα και εναντίον σας. Αλλά, συμφωνούμε. Είναι παρ’ όλα αυτά αδύναμος και είμαστε εδώ για να παλαίψουμε μαζί, ώστε να γίνει ανύπαρκτος. Υπάρχει όμως κάτι πιο δύσκολο. Είναι η βασική συνθήκη αυτού που ονομάζουμε μεταπολιτευτική πολιτική ζωή μας και που πιστεύω, ελπίζω, ότι το δράμα Οτσαλάν σφραγίζει το τέλος της. Η θολή μετάβαση από την Χούντα στον κοινοβουλευτικό βίο ήταν γεμάτη αποσιωπήσεις και διαστρεβλώσεις. Οι κούφιες θριαμβολογίες έπνιξαν την τραγωδία της Κύπρου και την απειλή στο Αιγαίο. Η αντιστασιολογία συσκότισε τα δύσκολα αλλά καίρια διδάγματα της αντίστασης. Άλλοι έπραξαν, άλλοι αφηγήθηκαν και άλλοι καρπώθηκαν, με θώκους και καριέρες, τα όσα, λίγα ή πολλά, είχαν γίνει. Και τέλος, σαν τίμημα της Χουντικής πατριδοκαπηλεί-ας, της προδοσίας της Κύπρου, και της ξύλινης πολιτικής και γλώσσας των κομμάτων που κατέλαβαν τη θέση του αντιπάλου δέους, κοινωνική ευαισθησία και εθνική ευαισθησία, πατριωτισμός και διεθνισμός, αντί να είναι αυτονόητα συμπληρώματα, πήραν διαζύγιο. Χειρότερα. Στη θέση των,
αντίπαλων έστω, σοβαρών ιδεών, εδραιώθηκαν οι ταμπέλες και χα τσιτάτα που βόλευαν τους ανόητους και τους πονηρούς.
Μπορεί όμως σήμερα να στέκεται μια τέτοια σχιζοφρένεια; Όταν ο πρωθυπουργός μας, λίγες μόνο μέρες πριν την υπόθεση Οτσαλάν, είπε σε εκπομπή στον Παύλο Τσίμα ότι πέρασαν πια οι εποχές του 1912 και του 1940, προσπάθησα να θεωρήσω τη φράση ως ένα ακόμα επικοινωνιακό του ολίσθημα. Σήμερα αναρωτιέμαι μήπως εννοούσε ότι υπάρχουν καλύτερες εποχές που πρέπει ν’ αγωνιζόμαστε να ξανάρθουν. Του 1897, του 1922, του 1974. Όμως η συζήτηση δεν είναι για τον πόλεμο, ούτε για την πολιτική, είναι για τον πυρήνα ενός λαού, την παιδεία του, δηλαδή το μυαλό του, την ψυχή του. Θέλουμε ένα λαό με τσακισμένη ηθική ραχοκοκκα-λιά, με ταπεινωμένο φρόνημα; Καμιά παγκοσμιοποίηση, καμιά, οπωσδήποτε επιθυμητή, πορεία προς την Ενωμένη Ευρώπη δεν θα ωφεληθεί από κάτι τέτοιο, γιατί η ίδια η οικονομία είναι και πολιτική και πολιτισμός, και μάλιστα όχι άνωθεν και έξωθεν επιβολή σχεδιασμών, αλλά πολιτική των πολιτών, παιδεία των δασκάλων και πολιτισμός των δημιουργών. Όσο το οικονομικό περιστέλλεται σε οικονο-μίστικο, όσο πολιτισμός και πολιτική απωθούνται, μετά πολλών έστω επαίνων, τόσο θα επιστρέφουν ως παθολογικά συμπτώματα που ονομάζονται Ίμια, Μαδρίτη, S-300, Οτσαλάν, στο εξωτερικό, και ως βίαιες αντιδράσεις της κοινωνίας στα κυβερνητικά μέτρα, ακόμη και τα σωστά, και εν τέλει υπόσκαψη και της ίδιας της πορείας προς την ΟΝΕ.
Η συμπαράσταση στον Οτσαλάν και στον Κουρδικό αγώνα, η ανθρωπιά για τους Κούρδους πρόσφυγες είναι ταυτοχρόνως ζήτημα κοινωνικό και εθνικό, ελληνικό και ευρωπαϊκό. Όσο η Ελλάδα δεν αποφασίζει να πει ναι στον ξένο που διώκεται και πένεται, θα προδίδει τον ίδιο της τον εαυτό, τις αρχέγονες και πρόσφατες μνήμες της. Όσο δεν θα λέει όχι μπροστά στην τουρκική απειλή, θα φέρνει την απειλή του πολέμου -που όλοι απευχόμαστε- πιο κοντά της. Όσο η Ευρώπη, εν ονόματι κοντόθωρων οικονομικών συμφερόντων και ενός επισφαλέστατου δήθεν γεωπολιτικού ρεαλισμού, θα ανέχεται να έχει ένα προνομιακό
διάλογο με το τουρκικό φασιστικό καθεστώς, θα συνεχίζει να σκάβει το λάκκο της. Οα αυξάνει το πραγματικό δημοκρατικό της έλλειμμα υποσκάπτοντας την ίδια την δική της ασφάλεια και άμυνα και ουσιαστικά θα διαιωνίζει την ίδια την ουσιαστική διαίρεση της, που την καθιστά δύναμη δευτερεύουσα και υποτελή. Όπως ο φιλελληνισμός πριν από 178 χρόνια, έτσι και η υποστήριξη στους Κούρδους αγωνιστές, θα πρέπει να γίνει, να συμβάλουμε στο να γίνει, ένα πανευρωπαϊκό κίνημα για την Ευρώπη την ίδια.
Δεν είμαι ο πιο κατάλληλος για να εξηγήσω τις διεθνολογικές και άμεσα πολιτικές παραμέτρους μιας τέτοιας προσπάθειας. Ως δάσκαλος, όμως, νιώθω την ανάγκη να απευθυνθώ στους μαθητές μου, στους Έλληνες και ξένους συναδέλφους μου, για να προτείνω να κινητοποιηθούμε, συναντώντας τις πρωτοβουλίες που ξεκίνησαν ήδη, για μια υπόθεση που, όσο τραγικό κι αν είναι το σημερινό επεισόδιο, μόλις τώρα ανοίγει. Αυτό ισχύει για τα άμεσα και τα απώτερα, τα μικρά και τα μεγάλα. Οι δήμιοι που θα ρυθμίσουν και θα χρονομετρήσουν την Σταύρωση του Οτσαλάν, θα γράψουν τις λεζάντες του έργου φρίκης. Τα πολυποίκιλα κέντρα θα δοκιμάσουν να εξοντώσουν τους συντρόφους των τελευταίων ελευθέρων ωρών του είτε, όπως ήδη κάνουν με το Γεώργιο Κωστούλα και το Σάββα Καλεντερίδη, να τους πνίξουν στη λάσπη. Σ’ ένα ευρύτερο αλλά όχι ξένο επίπεδο, η επόμενη πράξη του δράματος, που μόλις άρχισε, θα λέγεται Κοσσυφοπέδιο. Η ξένη δήθεν ειρηνευτική δύναμη που θα εισβάλει τις επόμενες ώρες στη Σερβία ανοίγει το δρόμο για μελλοντικές ειρηνεύσεις στην Κύπρο ή τη Θράκη.
Σ’ εμάς μένει ν’ αρνηθούμε αυτή τη λογική των γεγονότων. Ας ξεκινήσουμε πανελλήνια και πανευρωπαϊκή πανεπιστημιακή επιτροπή για τον Οτσαλάν και τον αγώνα του Κουρδικού λαού.
*Καθηγητης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο