Του Οκτάβιο Παζ από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 19
Από τον θάνατό του, κάτι παραπάνω από έναν αιώνα πριν, η επιρροή του Ντοστογιέφσκι δεν έπαψε να αναπτύσσεται και να επεκτείνεται. Πρώτα στην πατρίδα του –όπου είχε αποκτήσει φήμη όντας εν ζωή– στη συνέχεια στην Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία. Αυτή η επιρροή δεν υπήρξε αποκλειστικά λογοτεχνική, αλλά πνευματική και ζωτική: πολλές γενιές διάβασαν τα έργα του, όχι ως μυθιστορήματα, αλλά ως μελέτες πάνω στο ανθρώπινο πνεύμα και συνομίλησαν σιωπηλά με τους χαρακτήρες του, σαν να ήταν παλιoί γνώριμοι. Το έργο του σημάδεψε πνεύματα πολύ διαφορετικά, από τον Νίτσε και τον Ζιντ, έως τον Φόκνερ και τον Καμύ. Στο Μεξικό, δύο συγγραφείς τον διάβασαν με πάθος, ίσως επειδή ανήκουν στην ίδια πνευματική οικογένεια με αυτόν και αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε πολλές από τις ιδέες και τις εμμονές του: ο Χοσέ Βασκονσέλος και ο Χοσέ Ρεβουέλτας. Είναι (ή υπήρξε) ο αγαπημένος συγγραφέας των νέων: θυμάμαι ακόμα τις ατελείωτες συζητήσεις που λάμβαναν χώρα λίγο πριν πάρουμε απολυτήριο λυκείου, με κάποιους συμμαθητές μου, κατά τη διάρκεια περιπλανήσεων που ξεκινούσαν το δείλι, στο κολλέγιο Σαν Ιντεφόνσο και ολοκληρώνονταν μεταμεσονύχτια στη Σάντα Μαρία ή στη λεωφόρο Ινσουρζέντες[1], περιμένοντας το τραμ. Ο Ιβάν και ο Ντμίτρι Καραμαζόφ πάλευαν μέσα στον καθένα από εμάς.
Τίποτα το αφύσικο σε αυτή τη ζέση: παρά τον αιώνα που μας χωρίζει, ο Ντοστογιέφσκι είναι ο μεγάλος σύγχρονος συγγραφέας μας. Λίγοι συγγραφείς μοιράζονται την επικαιρότητά του: η ανάγνωση των μυθιστορημάτων του είναι η ανάγνωση ενός χρονικού του εικοστού αιώνα. Ωστόσο, η επικαιρότητά του δεν συνίσταται σε κάποια διανοητική ή λογοτεχνική καινοτομία. Οι προτιμήσεις του και οι αισθητικές του ανησυχίες είναι εκείνες ενός συγγραφέα μιας άλλης εποχής. Είναι σχοινοτενής και, χωρίς το εξαιρετικά σύγχρονο χιούμορ του, πολλές από τις σελίδες του θα ήταν κουραστικές. Ο ιστορικός του κόσμος δεν είναι ο δικός μας. Το Ημερολόγιο ενός συγγραφέα περιλαμβάνει πολλά κομμάτια που μου προκαλούν αποστροφή λόγω του σλαβισμού τους και του αντισημιτισμού τους. Οι αντιευρωπαϊκές ατάκες του μου θυμίζουν, με τρόπο πιο εμπνευσμένο, τις βίαιες καταγγελίες και τη μνησικακία του μεξικανικού και του ισπανο-αμερικανικού εθνικισμού. Η οπτική του για την Ιστορία είναι κάποτε διεισδυτική, αλλά και ταυτόχρονα συγκεχυμένη: έλλειπε αυτή η ταυτόχρονα ταχεία και οξυδερκής κατανόηση των γεγονότων που απολαμβάνουμε στον Σταντάλ.
Δεν διαθέτει όμως ούτε το βλέμμα ενός Τοκβίλ, που διαπερνά την επιφάνεια μιας κοινωνίας και μιας εποχής. Δεν υπήρξε, όπως ο Τολστόι, ένας επικός χρονογράφος. Δεν μας αφηγείται αυτό που συμβαίνει, αλλά μας υποχρεώνει να κατεβούμε στο υπόγειο για να μπορέσουμε να δούμε αυτό που λαμβάνει χώρα πραγματικά: μας υποχρεώνει να δούμε τον εαυτό μας. Ο Ντοστογιέφσκι είναι σύγχρονός μας διότι μάντεψε ποια θα είναι τα δράματα και οι συγκρούσεις της εποχής μας. Και δεν το μάντεψε επειδή είχε κάποια χαρισματική ενόραση ή τη δυνατότητα να προβλέπει το μέλλον, αλλά διότι είχε την ικανότητα να διεισδύει στο εσωτερικό των ψυχών.
Ο πρώτος των σύγχρονων μηδενιστών
Υπήρξε ένας εκ των πρώτων –ίσως ο πρώτος– που συνειδητοποίησε τον σύγχρονο μηδενισμό. Μας άφησε περιγραφές αυτού του πνευματικού φαινομένου οι οποίες παραμένουν αξέχαστες και μας συγκινούν με τη διεισδυτικότητά τους και τη μυστηριώδη ακρίβειά τους. Ο μηδενισμός της Αρχαιότητας συνδεόταν με τον σκεπτικισμό και τον επικουρισμό. Το ιδεώδες του ήταν μία ευγενής νηφαλιότητα: η επίτευξη της ισότητας της ψυχής απέναντι στα ατυχήματα της μοίρας. Ο μηδενισμός της αρχαίας Ινδίας, που τόσο εντυπωσίασε τον Αλέξανδρο και τους συντρόφους του, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ήταν μία φιλοσοφική στάση που θύμιζε τον πυρρωνισμό και η οποία κατέληγε στην ενατένιση του κενού. Για τον Ναγκαρούνα[2] και τους μαθητές του ο μηδενισμός ήταν ο προθάλαμος της θρησκείας. Όμως, ο σύγχρονος μηδενισμός, εάν γεννάται και αυτός από μία διανοητική πεποίθηση, δεν καταλήγει στην φιλοσοφική απάθεια ούτε στην ευδαιμονία της αταραξίας. Είναι μάλλον μία ανικανότητα να πιστέψεις ή να διαβεβαιώσεις το οτιδήποτε, μάλλον πνευματική ανεπάρκεια και όχι φιλοσοφία.
Ο Νίτσε φαντάστηκε τον ερχομό ενός «ολοκληρωμένου μηδενισμού», που ενσαρκώνεται στην εικόνα του υπερανθρώπου που παίζει, χορεύει και γελά στην σπείρα της Αιώνιας Επιστροφής.
Ο χορός του υπεράνθρωπου εξυμνεί την καθολική ασημαντότητα, την εξαέρωση του νοήματος και την υπονόμευση των αξιών. Αλλά ο πραγματικός μηδενιστής, τέτοιος που τον είδε πιο ρεαλιστικά ο Ντοστογιέφσκι, δεν χορεύει ούτε γελάει: περιφέρεται από εδώ και από εκεί –γύρω από το δωμάτιό του ή, πράγμα ταυτόσημο γι’ αυτόν, γύρω από τον κόσμο– χωρίς ποτέ να μπορεί να ξεκουραστεί, αλλά πάνω απ’ όλα χωρίς ποτέ να μπορεί να πραγματοποιήσει οτιδήποτε. Είναι καταδικασμένος να περιστρέφεται αδιάκοπα, συνομιλώντας με τις φαντασιώσεις του. Όπως για τους ακόλαστους του ντε Σαντ ή τους κυνηγημένους από τον δαίμονα της μεσημβρίας μοναχούς του Μεσαίωνα, το άλγος του είναι μια διαρκής δυσαρέσκεια, μια αδυναμία να αγαπά κάποιον ή κάτι, μια αναστάτωση χωρίς σκοπό, μια αηδία μπροστά στον καθρέφτη – και μια αγάπη για τον εαυτό του. Ο σύγχρονος μηδενιστής, δυστυχής Νάρκισσος, βλέπει στο βάθος του νερού την εικόνα του να έχει γίνει κομμάτια. Η θέαση της πτώσης του τον γοητεύει: νιώθει ναυτία μπροστά στον εαυτό του και ταυτόχρονα δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια του από αυτόν.
Ο Κεβέδο συνέλαβε το πνεύμα του σε δύο αλησμόνητους στίχους:
τα νερά της αβύσσου
όπου βύθιζα τον ίδιο τον εαυτό μου
Ο Σταυρόγκιν, ο ήρωας των Δαιμονισμένων, γράφει στην Ντάρια Πάβλοβνα ότι την αγαπά:
Δοκίμαζα παντού τη δύναμή μου. Στις δοκιμές για μένα και για επίδειξη, όπως και πρώτα σ’ όλη μου τη ζωή, αποδεικνύονταν πως η δύναμή μου δεν έχει όρια. Μα που να εναποθέσω αυτή τη δύναμη; Να τι δεν μπόρεσα να δω ποτέ μου κι ούτε τώρα το βλέπω, παρ’ όλες σας τις ενθαρρύνσεις. [Μ]πορώ να κάνω κάτι καλό και νιώθω απ’ αυτό ευχαρίστηση. Ταυτόχρονα, θέλω και κακό, και νιώθω επίσης ευχαρίστηση. Μα και το ένα και το άλλο συναίσθημα είναι πολύ ρηχά και ποτέ τους δεν γίνονται με πάθος. Οι επιθυμίες μου είναι υπερβολικά αδύνατες. Δοκίμασα τη μεγάλη διαφθορά και ξόδεψα σ’ αυτήν τις δυνάμεις μου· μα δεν αγαπώ ούτε κι ήθελα τη διαφθορά. Ίσως να ονειρεύεστε να μου δώσετε τόση αγάπη και να με περιβάλετε με τόση ομορφιά απ’ την πανέμορφη ψυχή σας, ώστε ελπίζετε μ’ αυτό ακριβώς να βάλετε μπροστά μου κι ένα σκοπό; Όχι, καλύτερα να είστε προσεκτική: η αγάπη μου θα’ ναι το ίδιο μικρόπρεπη όπως είμαι κι εγώ ο ίδιος. Ο αδερφός σας μου’ λεγε κάποτε πως όποιος χάνει τον σύνδεσμό του με τη γη του, εκείνος χάνει και τους θεούς του, δηλαδή όλους του τους σκοπούς. Για το καθετί μπορεί να’ χει κανείς ατέλειωτες αντιρρήσεις, όμως από μέσα μου ξεχύθηκε μονάχα η άρνηση, χωρίς καμία μεγαλοψυχία και χωρίς καμία δύναμη. Όλα, πάντα μικρόπρεπα και μαραμένα. Ο μεγαλόψυχος Κυρίλοφ δεν άντεξε την ιδέα και αυτοκτόνησε. Εγώ ποτέ δεν μπορώ να χάσω τα λογικά μου και ποτέ δεν μπορώ να πιστέψω σε μία ιδέα όπως αυτός. Ποτέ, ποτέ δεν μπορώ να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα![3]
Πως να χαρακτηρίσουμε αυτή την κατάσταση; Ως μια απώλεια ψυχής. Σταυρόγκιν: ο άψυχος.
Και όμως, αφού έγραψε αυτό το γράμμα, ο Σταυρόγκιν κρεμάστηκε στη σοφίτα. Ύστατο παράδοξο: το σχοινί ήταν μεταξωτό και ο αυτόχειρας το είχε επιστρώσει προσεκτικά με σαπούνι. Δέος εμπρός στον θάνατο και φόβος του πόνου. Το μεγαλείο του μηδενιστή δεν βρίσκεται ούτε στην στάση του ούτε στις ιδέες του, αλλά στη διαύγειά του. Η καθαρότητα του πνεύματός του εξαγοράζει αυτό που ο πρωταγωνιστής αναγνώριζε ως ευτέλεια και κακία. Ή μήπως, η αυτοχειρία δεν αποτελεί μίαν απάντηση, αλλά μια ακόμα απόδειξη; Εάν είναι έτσι, η απόδειξη είναι ανεπαρκής. Αλλά μικρή σημασία έχει: ο μηδενιστής είναι ένας ήρωας του πνεύματος, διότι τολμά να διεισδύσει στη διχασμένη ψυχή του, γνωρίζοντας ότι αυτή θα είναι μία εξερεύνηση δίχως ελπίδα. Ο Νίτσε θα έλεγε ότι ο Σταυρόγκιν είναι ένας «ανολοκλήρωτος μηδενιστής»: του λείπει η γνώση της Αιώνιας Επιστροφής. Ίσως όμως θα ήταν πιο ακριβές να λέγαμε ότι ο ήρωας του Ρώσου συγγραφέα, όπως τόσοι πολλοί σύγχρονοί μας, είναι ένας ανολοκλήρωτος Χριστιανός. Έπαψε να πιστεύει, αλλά δεν κατάφερε να αντικαταστήσει τις παλαιές βεβαιότητές του με νέες, ούτε να ζήσει με τον κίνδυνο, δίχως ιδέες που να νομιμοποιούν ή να προσφέρουν νόημα στην ύπαρξη. Ο Θεός εξαφανίστηκε, αλλά όχι το κακό. Η απώλεια των ουράνιων ανήφορων δεν καταργεί την αμαρτία. Αντιθέτως, της προσδίδει μία μορφή αθανασίας. Ο μηδενιστής είναι πιο κοντά στον γνωστική απαισιοδοξία απ’ ότι στην χριστιανική αισιοδοξία και την ελπίδα της σωτηρίας. Εάν δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει άφεση αμαρτιών, ούτε κατάργηση του κακού: η αμαρτία παύει να είναι ένα ατύχημα, μία κατάσταση, και μετατρέπεται σε διαρκή συνθήκη των ανθρώπων. Είναι ένας ανεστραμμένος αυγουστινισμός: το κακό είναι να υπάρχεις. Ο ουτοπιστής θα ήθελε να φέρει τον ουρανό στη γη, να μας μεταμορφώσει σε θεούς. Ο μηδενιστής γνωρίζει την εκ γενετής καταδίκη του: η γη είναι ήδη η κόλαση.
Αυτή η προσωπογραφία του μηδενιστή είναι αυτοπροσωπογραφία; Και ναι, και όχι: ο Ντοστογιέφσκι θέλει να ξεφύγει από τον μηδενισμό, όχι μέσα από την αυτοκτονία και την άρνηση, αλλά μέσα από την κατάφαση και τη χαρά. Η απάντηση στον μηδενισμό, αρρώστια των διανοουμένων, είναι η ζωτική απλότητα του Ντμίτρι Καραμαζόφ ή η υπερφυσική χαρά του Αλιόσα. Κάθε φορά, η απάντηση δεν βρίσκεται στην φιλοσοφία και στις ιδέες, αλλά μέσα στη ζωή. Η άρνηση του μηδενισμού είναι η αγνότητα των απλών ανθρώπων. Ο κόσμος του Ντοστογιέφσκι κατοικείται από άνδρες, γυναίκες και παιδιά, καθημερινούς και θαυμάσιους συνάμα. Οι μεν είναι αγχωμένοι οι δε ερωτικοί, κάποιοι τραγουδούν μέσα στη εξαθλίωσή τους, άλλοι απελπίζονται μέσα στον πλούτο τους. Υπάρχουν άγιοι και εγκληματίες, ηλίθιοι και ιδιοφυείς, γυναίκες ευσεβείς όπως ένα ποτήρι νερό και παιδιά που είναι άγγελοι βασανισμένοι από τους γονείς τους. (Τί αντίθεση στην αντίληψη της παιδικότητας στον Ντοστογιέφσκι και στον Φρόυντ!). Ένας κόσμος εγκληματιών και δίκαιων: για τους μεν και για τους δε, οι πύλες του παραδείσου είναι ανοικτές. Όλοι μπορούν να σωθούν ή να χαθούν. Το πτώμα του πατέρα Ζωσιμά αποπνέει μία απαίσια οσμή, αποκαλύπτοντας έτσι, ότι παρά την πίστη του, δεν απεβίωσε μέσα στην αγιοσύνη. Αντίθετα, ενθυμούμενος τους κλέφτες και εγκληματίες που υπήρξαν οι σύντροφοί του στη φυλακή της Σιβηρίας, ο Ντοστογιέφσκι δηλώνει: «Εκεί, ο άνθρωπος, ξαφνικά, ξεφεύγει από κάθε μέτρο». Ο άνθρωπος, «απροσδόκητο πλάσμα», μπορεί να σωθεί κάθε στιγμή. Σε αυτό, ο χριστιανισμός του Ντοστογιέφσκι βρίσκεται κοντά στις ιδέες της ελευθερίας και της χάρης, όπως τις ανέπτυξαν ο Καλντερόν, ο Τίρσο ντε Μολίνα και ο Μίρα ντε Αμέσκουα.
Οι Δίκαιοι εναντίων των διαβόλων
Για εμάς, οι άγιοι και οι πόρνες, οι εγκληματίες και οι δίκαιοι του Ντοστογιέφσκι διαθέτουν μία πραγματικότητα σχεδόν υπεράνθρωπη. Εννοώ με αυτό ότι είναι ασυνήθιστα όντα μίας άλλης εποχής. Μίας εποχής που εξαφανίζεται: ανήκουν στην προβιομηχανική εποχή. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Μαρξ υπήρξε πιο διεισδυτικός, καθώς προέβλεψε την αποσύνθεση των παραδοσιακών σχέσεων και την διάβρωση των παλαιών μορφών ζωής υπό τη διττή επίδραση της καπιταλιστικής αγοράς και της βιομηχανίας. Ωστόσο ο Μαρξ δεν κατάφερε να μαντέψει τον ερχομό ενός νέου τύπου ανθρώπων οι οποίοι, αυτοαποκαλούμενοι κληρονόμοι του, επέπρωτο να ολοκληρώσουν στον εικοστό αιώνα, την καταστροφή των σοσιαλιστικών ονείρων και οραμάτων. Ο Ντοστογιέφσκι ήταν ο πρώτος που χαρακτήρισε αυτόν τον τύπο ανθρώπου. Τον γνωρίζουμε πολύ καλά, διότι στις μέρες μας, αποτελούν ολόκληρες λεγεώνες: είναι οι σεχταριστές και οι φανατικοί της ιδεολογίας, οι προσήλυτοι των Σταυρόγκιν και των Ιβάν. Το πρωτότυπό τους είναι ο Σμερντιάκοφ, ο πατροκτόνος, μαθητής του Ιβάν και προπομπός του Στάλιν και πολλών άλλων. Οι σεχταριστές δεν κληρονόμησαν την διαύγεια των μηδενιστών, αλλά τη δυσπιστία τους. Ή μάλλον, μετέτρεψαν τη δυσπιστία σε μία νέα κατώτερη μορφή δεισιδαιμονίας. Ο Ντοστογιέφσκι τους ονόμασε δαιμονισμένους παρότι, αντίθετα με τον Ιβάν και τον Σταυρόγκιν, δεν πιστεύει ότι έχουν καταληφθεί από δαίμονες. Γι’ αυτό τους συγκρίνει με τους χοίρους του Ευαγγελίου (Άγιος Λουκάς, VII, 32-36). Χάνοντας την παλαιά τους πίστη, προσκυνούν είδωλα δήθεν ορθολογικά: τη πρόοδο, τις κοινωνικές και επαναστατικές ουτοπίες. Αποκήρυξαν τη θρησκεία των πατέρων τους, αλλά όχι τη θρησκεία: στη θέση του Χριστού και της Παρθένου, λατρεύουν δύο ή τρεις ιδέες που ανέσυραν από κάποιο εγχειρίδιο. Είναι οι προάγγελοι των δικών μας τρομοκρατών. Ο κόσμος του Ντοστογιέφσκι είναι εκείνος μίας κοινωνίας που πλήττεται από τη θρησκεία την οποία αποκαλούμε ιδεολογία. Ο κόσμος του είναι το προείκασμα του δικού μας.
Στα νιάτα του, ο Ντοστογιέφσκι υπήρξε επαναστάτης. Φυλακίστηκε στη Σιβηρία για τις δραστηριότητές του – τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της σημερινής Ρωσίας αποτελούν την τελειοποιημένη και γενικευμένη κληρονομιά της τσαρικής καταστολής – και, μετά την επιστροφή του, ήρθε σε ρήξη με το ριζοσπαστικό παρελθόν του. Έγινε συντηρητικός, Χριστιανός, μοναρχικός και εθνικιστής. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να συρρικνώσουμε το έργο του δίνοντάς του έναν ιδεολογικό ορισμό. Δεν υπήρξε ιδεολόγος – έστω και αν οι ιδέες έχουν σημαντική θέση στα βιβλία του – αλλά μυθιστοριογράφος. Ένας από τους ήρωές του, ο Ντμίτρι Καραμαζόφ, λέει: «Οφείλουμε να αγαπούμε περισσότερο τη ζωή από το συναίσθημα της ζωής». Ο Ντμίτρι είναι μία απάντηση στον Ιβάν, αλλά δεν είναι η απάντηση: ο Ντοστογιέφσκι δεν αντιπαραθέτει μία ιδέα με μια άλλη, αλλά μια ανθρώπινη πραγματικότητα με μια άλλη.
Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις του Φλομπέρ, του Τζέημς ή του Προυστ, οι ιδέες για αυτόν είναι πραγματικές, όχι ως τέτοιες, αλλά ως μία διάσταση της ύπαρξης. Οι μόνες ιδέες που τον ενδιέφεραν ήταν οι ενσαρκωμένες ιδέες. Κάποιες προέρχονται από τον Θεό, δηλαδή από το βάθος της καρδιάς. Άλλες, πιο συχνές, έρχονται από τον διάβολο, δηλαδή από το μυαλό. Όπως η ψυχή των ιερέων του Μεσαίωνα, η συνείδηση του σύγχρονου διανοούμενου είναι ένα πεδίο μάχης. Υπ’ αυτή τη προοπτική, τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι αποτελούν θρησκευτικές παραβολές και η τέχνη του είναι πιο κοντά σε αυτή του Αγίου Αυγουστίνου και του Πασκάλ, παρά στον σύγχρονο ρεαλισμό. Παράλληλα, με την ακρίβεια των ψυχολογικών αναλύσεών του, το έργο του προαναγγέλλει εκείνο του Φρόυντ και, κατά κάποιο τρόπο, το υπερβαίνει.
Χρωστάμε στον Ρώσο λογοτέχνη τη πιο βαθιά και πιο ολοκληρωμένη διάγνωση της σύγχρονης ασθένειας: το ψυχικό σχίσμα, τη διχασμένη συνείδηση. Η περιγραφή του είναι ταυτόχρονα ψυχολογική και θρησκευτική. Ο Σταυρόγκιν και ο Ιβάν υποφέρουν από οράματα: βλέπουν φαντάσματα που είναι δαίμονες και μιλούν μαζί τους. Την ίδια στιγμή, όπως είναι και οι δύο σύγχρονοι άνθρωποι, συσχετίζουν αυτές τις εμφανίσεις με ψυχικές διαταραχές: αποτελούν προβολές της ταραγμένης τους ψυχής. Αλλά κανένας τους δεν είναι σίγουρος για αυτή την εξήγηση. Στις συζητήσεις τους με τα φαντάσματα που τους επισκέπτονται, αναγκάζονται να αποδεχτούν, απελπισμένα, την πραγματικότητά τους: η αλήθεια είναι ότι συνομιλούν με τον διάβολο. Η συνείδηση του ψυχικού σχίσματος είναι διαβολική: το να είναι κανείς δαιμονισμένος σημαίνει ότι το εγώ του διασπάστηκε και ένας ξένος σφετερίζεται τη φωνή του. Ποιος είναι αυτός: ο διάβολος, ή ο εαυτός του; Όποια και αν είναι η απάντηση, η ταυτότητα του προσώπου διχοτομείται. Τα αποσπάσματα αυτά είναι εφιαλτικά: οι συζητήσεις του Ιβάν και του Σταυρόγκιν με τους δαίμονές τους περιγράφονται με πολύ ρεαλισμό, σαν να ήταν καθημερινά φαινόμενα. Οι παράλογες καταστάσεις και οι ειρωνικοί στοχασμοί αφθονούν. Ο φόβος μας κάνει να χαμογελάμε και μας παγώνει το αίμα, εναλλάξ. Αισθανόμαστε μία διφορούμενη γοητεία: η ψυχολογική περιγραφή μετατρέπεται ανεπαίσθητα σε μεταφυσική εικασία και αυτή σε θρησκευτικό όραμα και, τελικά, η θρησκευτική οπτική γίνεται ένα παραμύθι όπου αναμιγνύονται με τρόπο ανεξήγητο το υπερφυσικό και το καθημερινό, το αλλόκοτο και το αβυσσαλέο.
Οι διάβολοι του Ντοστογιέφσκι διαθέτουν μία αλήθεια μοναδική στη σύγχρονη λογοτεχνία. Μετά τον δέκατο όγδοο αιώνα, τα φαντάσματα των ποιημάτων και των μυθιστορημάτων μας δεν είναι ιδιαίτερα πειστικά. Είναι μάλλον κωμικοί χαρακτήρες και η γλώσσα τους πομπώδης και ανυπόφορη. Αυτά του Γκαίτε και του Βαλερύ είναι αληθοφανή χάρις στον εξαιρετικά διανοητικό και συμβολικό τους χαρακτήρα. Αποδεκτά είναι και όσα, με τρόπο εσκεμμένο και ειρωνικό, παρουσιάζονται ως φανταστικά δημιουργήματα: ο διάβολος της Μαγεμένης χειρός του Νερβάλ και ο απολαυστικός Ερωτευμένος διάβολος του Καζότ. Αλλά οι σύγχρονοι διάβολοι υπερηφανεύονται να είναι διάβολοι και κάνουν ό,τι μπορούν για να γνωρίζουμε ότι προέρχονται από εκεί, από τον κάτω κόσμο. Είναι οι νεόπλουτοι του υπερφυσικού. Οι διάβολοι του Ντοστογιέφσκι είναι εξίσου σύγχρονοι και δεν μοιάζουν στους παλαιούς, μεσαιωνικούς, ασελγείς, υπερβολικούς, πονηρούς και λίγο κουτούς, μπαρόκ διαβόλους. Οι διάβολοι του Ντοστογιέφσκι είναι σύγχρονοί μας και κατά κάποιο τρόπο διαθέτουν μία κλινική πραγματικότητα.
Ιδού που έγκειται η μεγάλη του ανακάλυψη: είδε την κρυφή συγγένεια μεταξύ του κακού και της ασθένειας, του δαιμονισμού και του αναστοχασμού. Οι δαίμονές του συλλογίζονται και, όπως στην ψυχανάλυση, προσπαθούν να αποδείξουν την ανυπαρξία τους, τη φανταστική τους φύση. Μας λένε: «Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά μία εμμονή». Και ύστερα: «Είμαι το κενό που εκδηλώνεται σαν εμμονή. Είμαι η εμμονή σου, το κενό σου». Θριαμβεύουν επάνω μας (και επάνω στον εαυτό τους) χάρις σε αυτούς τους αδιάψευστους συλλογισμούς. Ο Ιβάν και ο Σταυρόγκιν, δύο διανοούμενοι, δεν έχουν άλλη γιατρειά από το να τους πιστέψουν: είναι πραγματικά ο διάβολος, διότι μόνο ο διάβολος μπορεί να συλλογίζεται με αυτόν τον τρόπο. Θα ήταν όμως εξίσου δέσμιοι του διαβόλου εάν αρπαζόντουσαν από την πεποίθηση ότι αποτελούν απλώς παραισθήσεις μίας άρρωστης ψυχής. Στη μία όπως και στην άλλη περίπτωση και οι δύο διακατέχονται από την άρνηση που συνιστά και την ουσία του δαίμονα,. Έτσι ολοκληρώνεται η σκέψη που συγκλονίζει τον Ιβάν: για να πιστέψεις στον διάβολο, δεν είναι απαραίτητο να πιστέψεις στον Θεό.
Υπάρχει ένα είδος που διαθέτει ανοσία απέναντι στη γοητεία του διαβόλου: ο ιδεολόγος. Είναι ο άνθρωπος που εκρίζωσε τον δυισμό. Δεν συζητά: αποδεικνύει, κατηχεί, απορρίπτει, πείθει, καταδικάζει. Αποκαλεί τους άλλους συντρόφους, αλλά δεν συνομιλεί ποτέ μαζί τους: συνομιλεί με την ιδέα του. Δεν συνομιλεί ούτε με τον άλλον εαυτό του, που όλοι φέρουμε μέσα μας. Δεν υποπτεύεται καν την ύπαρξή του: ο άλλος είναι μία ιδεαλιστική φαντασίωση, μία μικροαστική δεισιδαιμονία. Ο ιδεολόγος, είναι ανάπηρος τω πνεύματι: του λείπει ο μισός του εαυτός. Ο Ντοστογιέφσκι αγαπούσε τους φτωχούς και τους απλούς, τους ταπεινωμένους και τους πληγωμένους, αλλά δεν έκρυψε ποτέ την αντιπάθειά του απέναντι σε όσους αυτοαποκαλούνταν οι σωτήρες τους. Η «φιλοδοξία τους να ελευθερώσουν τον άνθρωπο από το βάρος της ελευθερίας» του φαινόταν παράλογη. Η ελευθερία είναι ένα βάρος τρομερό, μα πολύτιμο. Οι ιδεολόγοι απάντησαν σε αυτήν την αντιπάθειά του με συναισθήματα εξίσου έντονα. Σε μία επιστολή στη φίλη του Ανές Αρμάν, ο Λένιν τον αποκαλούσε «ο αρχιμέτριος Ντοστογιέφσκι». Σε μία άλλη ευκαιρία έγραφε: «δεν χάνω τον χρόνο μου με αυτό το σκουπίδι». Επί Στάλιν, ήταν ένας συγγραφέας σχεδόν απαγορευμένος και, στις μέρες μας ακόμα, στους επίσημους κύκλους, θεωρείται αντιδραστικός διανοητής και εχθρός. Παρά αυτή την κυβερνητική εχθρότητα, είναι ο πιο διαβασμένος συγγραφέας στη Ρωσία, κυρίως ανάμεσα στους φοιτητές, στους διανοούμενους και φυσικά, τους κρατούμενους των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Ο τύραννος είναι αυθαίρετος και ιδιότροπος. Ενάντια στις υπερβολές των τρελών και των ανισόρροπων όπως ο Νέρωνας και ο Καλιγούλας, η παραδοσιακή θεραπεία ήταν το μαχαίρι της βασιλοκτονίας. Όμως αποτελεί ένα άχρηστο μέσο ενάντια στον ιδεολογικό δεσποτισμό, αυτός από τη φύση του είναι συστηματικός και απρόσωπος: δεν μπορούμε να δολοφονήσουμε μιαν αφαίρεση. Μπορεί όμως η ιδεολογία να έχει ανοσία απέναντι στις σφαίρες, αλλά όχι και απέναντι στη κριτική. Εξ ου και το γεγονός ότι ο δεσπότης ιδεολόγος δεν ξέρει να εκδηλώνεται παρά μόνο διά μέσου του μονολόγου. Η τυραννία του ιδεολόγου αποτελεί τον μονόλογο ενός δασκάλου σαδιστή και σχολαστικού που επιχειρεί λυσσαλέα να τετραγωνίσει τη κοινωνία και να τριγωνίσει κάθε άνθρωπο. Για αυτό, εκτός από την διαρκή γοητεία που νιώθουμε απέναντι στο έργο του, ο Ντοστογιέφσκι είναι επίκαιρος. Η επικαιρότητά του είναι ηθική και πολιτική: μας διδάσκει ότι η κοινωνία δεν είναι ένας σχολικός πίνακας και ότι ο άνθρωπος, απρόβλεπτο δημιούργημα, ξεφεύγει απ’ όλους τους ορισμούς και τις πιέσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του τυράννου που έγινε γεωμέτρης.
[1] Ένας από τους κεντρικούς άξονες της Πόλης του Μεξικού.
[2] Ο Nâgärjuna (150-250 μ.Χ. περ.) θεωρείται ίσως ο σημαντικότερος βουδιστής φιλόσοφος.
[3] Η μετάφραση του αποσπάσματος από την ελληνική απόδοση των Δαιμονισμένων, εκδ. Γκοβόστη.
Το κείμενο του Octavio Paz, «Le diable et l’ idéologue», δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Lettre, τχ. 13, Παρίσι, Καλοκαίρι 1987.
Μετάφραση: Δημήτρης Παπαμιχαήλ – Επιμέλεια: Γιώργος Καραμπελιάς