«Ο ατρόμητος Κατσαντώνης» παίζει τον ταμπουρά του. Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του Θεόφιλου. Αθήνα, Μουσείο Λαϊκής Τέχνης
Κι’ ὁ Κατσαντώνης πρόφτασε, κακὸ καρτέρι τοῦ εἶχε.
Κι’ ὁ Βελῆ Γκέκας πάει μπροστὰ μὲ ἕξ ἑφτὰ νομάτους.
–Ποῦ πᾶς, Βελῆ ντερβέναγα, ριτσάλη τοῦ βεζίρη;
–’Σ ἐσέν’ Ἀντώνη κερατᾶ, ‘ς ἐσένα παλιοκλέφτη.
–Δὲν εἶν’ ἐδῶ τὰ Γιάννινα, δὲν εἶν’ ἐδῶ ραγιάδες,
γιὰ νὰν τοὺς ψένης σὰν τραγιά, σὰν τὰ παχιὰ κριάρια,
ἐδῶ ναι λόγγοι καὶ βουνὰ καὶ κλέφτικα τουφέκια,
βαριὰ βροντοῦν, πικρὰ βαροῦν, φαρμακερὰ πληγώνουν.
Του Νικόλα Δημητριάδη από το Άρδην τ. 111
Λίγοι κλέφτες τραγουδήθηκαν από τον λαό όσο ο Κατσαντώνης. Γεννημένος στο Μάραθο Ευρυτανίας, από Σαρακατσάνο πατέρα και Ευρητάνισσα μάνα, ο Κατσαντώνης πρωτοβγήκε κλέφτης στο ασκέρι του νονού του, του ξακουστού τότε Καπετάν Δίπλα. Αν και μικροκαμωμένος, αδύνατος και με ψιλή φωνή, σύντομα διακρίθηκε τόσο, ώστε ο Δίπλας να του παραχωρήσει την αρχηγία. Κατατρόπωσε τον έναν μετά τον άλλο όλους τους δερβεναγάδες που έστειλε εναντίον του ο Αλή Πασσάς: τον Ιλιάσμπεη, τον Κουτζουμουσταφάμπεη, τον Χασάν Μπελούση, τον Αλούς Μπεράτη, τον Μπεκύρ Τζουγαδούρο. Μεγαλύτερο κατόρθωμά του, ο φόνος του πιο φημισμένου στρατηγού του Αλήπασσα, του Βεληγκέκα. Τόση εντύπωση προξένησε το γεγονός, ώστε έκτοτε τα αποσπάσματα του Αλή απέφευγαν συχνά το κατσαντωνέικο ασκέρι, προσποιούμενα τάχα ότι δεν μπορούν να το βρουν.
Ὁ Δίπλας εἶναι ζωντανός, πόλεμο δέ φοβᾶται
ἔχει λεβέντες διαλεχτούς, ὅλους Κατσαντωναίους
Τρῶν’ τό μπαροῦτι γιά ψωμί, τά βόλια γιά προσφάγι
Σφάζουνε Τούρκους σάν τραγιά κί ἀγάδες σάν κριάρια
Τότε ήταν που ξεκίνησε και η προετοιμασία του Αλήπασσα για την κατάληψη της Λευκάδας και ο Κατσαντώνης έσπευσε με τον Κίτσο Μπότσαρη να παρενοχλήσουν καθοδόν για τη Λευκάδα τα στρατεύματα που συγκέντρωνε ο Αλής. Οκτώ μέρες φαίνεται ότι χρειάστηκαν ο Κατσαντώνης με τον Μπότσαρη για να φτάσουν από τα λημέρια των Αγράφων μέχρι τη Λευκάδα. Οκτώ μέρες αδιάκοπων νικηφόρων μαχών, στις οποίες υποχρεώθηκε ο Αλήπασσας να χρησιμοποιήσει το ήμισυ των δυνάμεων που είχε συγκεντρώσει για την πολιορκία του νησιού. Στην τελευταία μάχη, στο «Γιοφύρι του Μανώλη», κοντά στο μοναστήρι της Τατάρνας, χάθηκε και ο Καπετάν Δίπλας, έχοντας εφορμήσει με το σπαθί στο χέρι μέσα στα εχθρικά χαρακώματα. Ο αντιπερισπασμός αυτός υπήρξε σωτήριος για τη Λευκάδα και η υποδοχή που τους έγινε όταν έφτασαν ήταν θριαμβευτική. Στο νησί τους υπεδέχθησαν ο Στρατηγός του Ρωσσικού Στρατού Παπαδόπουλος με τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο.
Στῆς Παναγιᾶς τήν ἐκκλησιά, στόν κάμπο τῆς Λευκάδας
καπετανέοι κάθονται καί ὅλοι καρτεροῦνε,
τόν Κατσαντώνη καρτεροῦν τό πρώτο παλικάρι,
γιά νά τόν κάμουν ἀρχηγό, τῆς κλεφτουριᾶς καμάρι.[1]
Ο λαός δεν τραγούδησε μόνο τα πολεμικά κατορθώματα του Κατσαντώνη, αλλά και την καθολική αναγνώριση που έλαβε από τους κλεφταρματωλούς στη Συνέλευση της Λευκάδας, όπου τον δέχτηκαν για αρχηγό τους. Δεν είναι υπερβολική, ίσως, η διαπίστωση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη πως η σύσκεψη της Λευκάδας απετέλεσε το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Καποδίστρια, καθώς: «οἱ κλέφται μετεμορφώθησαν εἰς κλεφτουριάν, δηλαδή ἀπέβαλον τήν ἰδέαν τῆς ἀτομικής κεχωρισμένης κατά τῶν ἐχθρῶν ἀντιδράσεως καί συνησπίσθησαν καί συνετάχθησαν ὑπό τήν ἀρχηγίαν τοῡ Κατσαντώνη εἰς στρατόν ἐθνικόν». Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που συνασπίζονταν οι διασκορπισμένοι κλεφταρματωλοί, αλλά η συγκεκριμένη περίπτωση αποκτά ιδιαίτερη σημασία, δεδομένης της οιωνεί επαναστατικής συγκυρίας στην οποία έλαβε χώρα.
Στην Λευκάδα ο Καποδίστριας ήρθε σε προσωπική επαφή με το μαχόμενο τμήμα του Ελληνισμού – τη «μαγιά» του ‘21. Την ίδια στιγμή, όμως, έμελε να λάβει και το πρώτο του μάθημα «διεθνών σχέσεων», καθώς η συνθήκη του Τιλσίτ και η παράδοση της Επτανήσου από τους μέχρι χθες υπερασπιστές της Ρώσους στους μέχρι χθες συμμάχους του Σουλτάνου Γάλλους, ήλθε να ακυρώσει τα όποια σχέδιά του και να κατασιγάσει τον επαναστατικό αναβρασμό. Όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις, η μία μετά την άλλη, θα ενισχύσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τους σκοπούς του Αλή Πασσά και ο κλεφταρματωλισμός, κινδύνευσε να χαθεί. Ο Κίτσος Μπότσαρης θα δολοφονηθεί από τον Αλή Πασσά, ενώ ο Κατσαντώνης θα συλληφθεί κατάκοιτος από την ευλογιά και θα θανατωθεί από τον Αλή με φριχτά βασανιστήρια, μαζί με τον αδερφό του Χασιώτη.
Εἰπέτε τους πώς μ’ ἔπιασαν, με προδοσιά κι ἀπάτη
ἀρρωστημένο μ’ ηὔρανε, ξαρμάτωτο στό στρῶμα
ὡσάν μωρό στήν κούνια του, στά σπάργανα δεμένο.
Ἐσᾶς ἐγώ’χω μαρτυριά, ἐσεῖς νά μολογᾶτε
τ’ ἀσκέρια πού πολέμαγα καί πάντα τά νικοῦσα
τρομάρα τό τουφέκι μου καί φρίκη τό σπαθί μου.
Την ίδια τύχη θα έχει και ο έτερος αδερφός του Κατσαντώνη και διάδοχος στην αρχηγία του ασκεριού, ο Λεπενιώτης. Τελικώς η Επανάσταση θα αργούσε άλλα δεκαπέντε χρόνια. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές της σύσκεψης του Μαγεμένου δεν πρόλαβαν να δουν το ‘21. Τον απόηχο των κατορθωμάτων του Κατσαντώνη μετέφεραν τα πρωτοπαλήκαρά του, που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση: ο Καραγιάννης, ο Δημοτσέλιος, ο Φραγγίστας, ο Καραϊσκάκης. Ο θρύλος του Κατσαντώνη, πάντως, έμεινε ζωντανός στα αγραφιώτικα βουνά και σύντομα έλαβε την πρέπουσα θέση στη λαϊκή θύμηση και τέχνη[2]. Δεν ήταν μόνο τα πολεμικά του κατορθώματα, αλλά και το γεγονός ότι δεν υποχώρησε ποτέ, δεν συνδιαλέχθηκε με την εξουσία, δεν πήρε ποτέ αρματολίκι. Έμεινε μέχρι τέλους απροσκύνητος. Εκατό χρόνια μετά τον θάνατό του, ένας γέροντας απ’ το Κεράσοβο, εκμυστηρεύτηκε στον λαογράφο Δ. Λουκόπουλο τον σχετικό λαϊκό θρύλο:
«Κάποιοι εἶπαν πώς ἕνας ἀϊτός πέταξε ἀπό πάνω καί πῆρε στά νύχια του τόν Ἀντώνη καί τό Χασιώτη καί τούς πῆγε στά οὐράνια, γιατί ἀγωνίστηκαν γιά νά φέρουν τό Ρωμέϊκο. Κεῖνοι ἦταν σωστοί κλέφτες»[3]…
ίγοι κλέφτες τραγουδήθηκαν από τον λαό όσο ο Κατσαντώνης. Γεννημένος στο Μάραθο Ευρυτανίας, από Σαρακατσάνο πατέρα και Ευρητάνισσα μάνα, ο Κατσαντώνης πρωτοβγήκε κλέφτης στο ασκέρι του νονού του, του ξακουστού τότε Καπετάν Δίπλα. Αν και μικροκαμωμένος, αδύνατος και με ψιλή φωνή, σύντομα διακρίθηκε τόσο, ώστε ο Δίπλας να του παραχωρήσει την αρχηγία. Κατατρόπωσε τον έναν μετά τον άλλο όλους τους δερβεναγάδες που έστειλε εναντίον του ο Αλή Πασσάς: τον Ιλιάσμπεη, τον Κουτζουμουσταφάμπεη, τον Χασάν Μπελούση, τον Αλούς Μπεράτη, τον Μπεκύρ Τζουγαδούρο. Μεγαλύτερο κατόρθωμά του, ο φόνος του πιο φημισμένου στρατηγού του Αλήπασσα, του Βεληγκέκα. Τόση εντύπωση προξένησε το γεγονός, ώστε έκτοτε τα αποσπάσματα του Αλή απέφευγαν συχνά το κατσαντωνέικο ασκέρι, προσποιούμενα τάχα ότι δεν μπορούν να το βρουν.
Ὁ Δίπλας εἶναι ζωντανός, πόλεμο δέ φοβᾶται
ἔχει λεβέντες διαλεχτούς, ὅλους Κατσαντωναίους
Τρῶν’ τό μπαροῦτι γιά ψωμί, τά βόλια γιά προσφάγι
Σφάζουνε Τούρκους σάν τραγιά κί ἀγάδες σάν κριάρια
Τότε ήταν που ξεκίνησε και η προετοιμασία του Αλήπασσα για την κατάληψη της Λευκάδας και ο Κατσαντώνης έσπευσε με τον Κίτσο Μπότσαρη να παρενοχλήσουν καθοδόν για τη Λευκάδα τα στρατεύματα που συγκέντρωνε ο Αλής. Οκτώ μέρες φαίνεται ότι χρειάστηκαν ο Κατσαντώνης με τον Μπότσαρη για να φτάσουν από τα λημέρια των Αγράφων μέχρι τη Λευκάδα. Οκτώ μέρες αδιάκοπων νικηφόρων μαχών, στις οποίες υποχρεώθηκε ο Αλήπασσας να χρησιμοποιήσει το ήμισυ των δυνάμεων που είχε συγκεντρώσει για την πολιορκία του νησιού. Στην τελευταία μάχη, στο «Γιοφύρι του Μανώλη», κοντά στο μοναστήρι της Τατάρνας, χάθηκε και ο Καπετάν Δίπλας, έχοντας εφορμήσει με το σπαθί στο χέρι μέσα στα εχθρικά χαρακώματα. Ο αντιπερισπασμός αυτός υπήρξε σωτήριος για τη Λευκάδα και η υποδοχή που τους έγινε όταν έφτασαν ήταν θριαμβευτική. Στο νησί τους υπεδέχθησαν ο Στρατηγός του Ρωσσικού Στρατού Παπαδόπουλος με τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο.
Στῆς Παναγιᾶς τήν ἐκκλησιά, στόν κάμπο τῆς Λευκάδας
καπετανέοι κάθονται καί ὅλοι καρτεροῦνε,
τόν Κατσαντώνη καρτεροῦν τό πρώτο παλικάρι,
γιά νά τόν κάμουν ἀρχηγό, τῆς κλεφτουριᾶς καμάρι.[4]
Ο λαός δεν τραγούδησε μόνο τα πολεμικά κατορθώματα του Κατσαντώνη, αλλά και την καθολική αναγνώριση που έλαβε από τους κλεφταρματωλούς στη Συνέλευση της Λευκάδας, όπου τον δέχτηκαν για αρχηγό τους. Δεν είναι υπερβολική, ίσως, η διαπίστωση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη πως η σύσκεψη της Λευκάδας απετέλεσε το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Καποδίστρια, καθώς: «οἱ κλέφται μετεμορφώθησαν εἰς κλεφτουριάν, δηλαδή ἀπέβαλον τήν ἰδέαν τῆς ἀτομικής κεχωρισμένης κατά τῶν ἐχθρῶν ἀντιδράσεως καί συνησπίσθησαν καί συνετάχθησαν ὑπό τήν ἀρχηγίαν τοῡ Κατσαντώνη εἰς στρατόν ἐθνικόν». Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που συνασπίζονταν οι διασκορπισμένοι κλεφταρματωλοί, αλλά η συγκεκριμένη περίπτωση αποκτά ιδιαίτερη σημασία, δεδομένης της οιωνεί επαναστατικής συγκυρίας στην οποία έλαβε χώρα.
Στην Λευκάδα ο Καποδίστριας ήρθε σε προσωπική επαφή με το μαχόμενο τμήμα του Ελληνισμού – τη «μαγιά» του ‘21. Την ίδια στιγμή, όμως, έμελε να λάβει και το πρώτο του μάθημα «διεθνών σχέσεων», καθώς η συνθήκη του Τιλσίτ και η παράδοση της Επτανήσου από τους μέχρι χθες υπερασπιστές της Ρώσους στους μέχρι χθες συμμάχους του Σουλτάνου Γάλλους, ήλθε να ακυρώσει τα όποια σχέδιά του και να κατασιγάσει τον επαναστατικό αναβρασμό. Όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις, η μία μετά την άλλη, θα ενισχύσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τους σκοπούς του Αλή Πασσά και ο κλεφταρματωλισμός, κινδύνευσε να χαθεί. Ο Κίτσος Μπότσαρης θα δολοφονηθεί από τον Αλή Πασσά, ενώ ο Κατσαντώνης θα συλληφθεί κατάκοιτος από την ευλογιά και θα θανατωθεί από τον Αλή με φριχτά βασανιστήρια, μαζί με τον αδερφό του Χασιώτη.
Εἰπέτε τους πώς μ’ ἔπιασαν, με προδοσιά κι ἀπάτη
ἀρρωστημένο μ’ ηὔρανε, ξαρμάτωτο στό στρῶμα
ὡσάν μωρό στήν κούνια του, στά σπάργανα δεμένο.
Ἐσᾶς ἐγώ’χω μαρτυριά, ἐσεῖς νά μολογᾶτε
τ’ ἀσκέρια πού πολέμαγα καί πάντα τά νικοῦσα
τρομάρα τό τουφέκι μου καί φρίκη τό σπαθί μου.
Την ίδια τύχη θα έχει και ο έτερος αδερφός του Κατσαντώνη και διάδοχος στην αρχηγία του ασκεριού, ο Λεπενιώτης. Τελικώς η Επανάσταση θα αργούσε άλλα δεκαπέντε χρόνια. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές της σύσκεψης του Μαγεμένου δεν πρόλαβαν να δουν το ‘21. Τον απόηχο των κατορθωμάτων του Κατσαντώνη μετέφεραν τα πρωτοπαλήκαρά του, που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση: ο Καραγιάννης, ο Δημοτσέλιος, ο Φραγγίστας, ο Καραϊσκάκης. Ο θρύλος του Κατσαντώνη, πάντως, έμεινε ζωντανός στα αγραφιώτικα βουνά και σύντομα έλαβε την πρέπουσα θέση στη λαϊκή θύμηση και τέχνη[5]. Δεν ήταν μόνο τα πολεμικά του κατορθώματα, αλλά και το γεγονός ότι δεν υποχώρησε ποτέ, δεν συνδιαλέχθηκε με την εξουσία, δεν πήρε ποτέ αρματολίκι. Έμεινε μέχρι τέλους απροσκύνητος. Εκατό χρόνια μετά τον θάνατό του, ένας γέροντας απ’ το Κεράσοβο, εκμυστηρεύτηκε στον λαογράφο Δ. Λουκόπουλο τον σχετικό λαϊκό θρύλο:
«Κάποιοι εἶπαν πώς ἕνας ἀϊτός πέταξε ἀπό πάνω καί πῆρε στά νύχια του τόν Ἀντώνη καί τό Χασιώτη καί τούς πῆγε στά οὐράνια, γιατί ἀγωνίστηκαν γιά νά φέρουν τό Ρωμέϊκο. Κεῖνοι ἦταν σωστοί κλέφτες»[6]…
[1] Σαρακατσάνικο δημοτικό από την περιοχή των Σερρών (Δημήτρης Σταμέλος, Κατσαντώνης, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 42008, σ. 268)
[2] Και όχι μόνο στο δημοτικό τραγούδι. Μέχρι και τα χρόνια μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για παράδειγμα, ο «Κατσαντώνης» αποτελούσε ίσως τη σημαντικότερη και δημοφιλέστερη παράσταση του Θεάτρου Σκιών.
[3] Δημήτρης Σταμέλος, Κατσαντώνης, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 42008, σ. 207.
[4] Σαρακατσάνικο δημοτικό από την περιοχή των Σερρών (Δημήτρης Σταμέλος, Κατσαντώνης, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 42008, σ. 268)
[5] Και όχι μόνο στο δημοτικό τραγούδι. Μέχρι και τα χρόνια μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για παράδειγμα, ο «Κατσαντώνης» αποτελούσε ίσως τη σημαντικότερη και δημοφιλέστερη παράσταση του Θεάτρου Σκιών.
[6] Δημήτρης Σταμέλος, Κατσαντώνης, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 42008, σ. 207.