Αρχική » Η υπαγωγή της Ελληνικής στην Τουρκική ιστοριογραφία

Η υπαγωγή της Ελληνικής στην Τουρκική ιστοριογραφία

από Άρδην - Ρήξη

του Χρ. Κορκόβελου, από το Άρδην τ. 66, Αύγουστος-Οκτώβριος 2007

«Η νέα αυτή τάση σημαίνει αναθεώρηση της βασικής, κοινής στα
βαλκανικά εθνικά κράτη (πλην του τουρκικού, βεβαίως), ερμηνείας
της οθωμανικής κληρονομιάς: Ότι η οθωμανική περίοδος
της ιστορίας τους υπήρξε μια “αλλότρια” επιβολή στις αυτόχθονες
χριστιανικές κοινωνίες που είχε τη μορφή “ζυγού”»
Χριστίνα Κουλούρη
Πειραιάς 2007

Εθελοδουλία και αντίσταση στα χρόνια της σκλαβιάς
Το έτος 1798, ο κορυφαίος των Ελλήνων διαφωτιστών, Αδαμάντιος Κοραής εξέδωσε το περίφημο κείμενό του Αδελφική Διδασκαλία, προκιμένου να αντικρούσει τις απόψεις που κυκλοφόρησαν με την υπογραφή του πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμου και τίτλο Διδασκαλία Πατρική1, το κείμενο που κήρυττε την εθελοδουλία στους Τούρκους και αντιστρατευόταν τις φιλελεύθερες ιδέες.
Ο Κοραής ανασκεύαζε τα επιχειρήματα της ΔΠ και στηλίτευε τον συγγραφέα της, διότι «υπερασπίζει και δικαιολογεί την τυραννίαν των Τούρκων, (των οποίων) ανερυθριάστως σπουδάζει να συγκαλύψει την ασχημοσύνην, μήτε εντρέπεται να μας διδάσκη την εις αυτούς υποταγήν, ήγουν να υποφέρωμεν τας αδικίας, τας αρπαγάς, τας ασελγείας, τέλος και να τουρκίσωμεν προτιμότερον, παρά να φύγωμεν την τυραννίαν αυτών».
Ο Κοραής αντέκρουε τη Δ. Π. ως ψευδεπίγραφη, μωρά και αντίθεον, και επέκρινε τον συντάκτη της, διότι «πιστώνει φρονήματα ενάντια εις την διδασκαλίαν του Χριστού και των Αποστόλων2».
Στην Αδελφική Διδασκαλία του, ο Κοραής προέβαινε σε μια γλαφυρή σκιαγράφηση της κατάστασης των Ελλήνων επί τουρκοκρατίας:
«Είναι εις όλους γνωστόν εις πόσην ακμήν έφθασε την σήμερον των Τούρκων η τυραννία. Οι ταλαίπωροι Γραικοί δεν είναι πλέον κύριοι μήτε κτημάτων, μήτε τέκνων, μήτε των ιδίων αυτών γυναικών. Η τιμή και η ζωή των κρέμαται από την θέλησιν όχι μόνον αυτού του πρωτοτυράννου, αλλά και εκάστου από τους ελαχίστους αυτού δούλους. Τις δεν ηξεύρει το πλήθος των Γραικών της Κρήτης, όσοι δια να φύγωσι τα τοιαύτα δεινά, ηναγκάσθησαν να αρνηθώσι την πατρικήν αυτών θρησκείαν.
Τις αγνοεί τας βίας και τας αρπαγάς των παρθένων, των παίδων, όσαι καθ’ ημέραν συμβαίνουσιν εις την Θεσσαλονίκην, ώστε να αναγκάζονται οι άθλιοι γονείς να μακρύνωσιν από την ασέλγειαν των βδελυρών Γιανιτσάρων. Τις δεν έφριξεν ακούων την καταδυναστείαν και τους αφορήτους φόρους (…)
Τις δεν εθρήνησε τους εκτοπισμούς και τας μετοικεσίας τοσούτων Γραικών, όσοι μην υποφέροντες πλέον τον οθωμανικόν ζυγόν, εσκορπίσθησαν, εις διαφόρους τόπους της Ευρώπης»3.
Ο συντάκτης της Διδασκαλίας Πατρικής μετέρχονταν διάφορα επιχειρήματα για να αποδείξει ότι «η μοναρχία και αν ήθελεν είναι τυραννική, είναι όμως αιρετωτέρα παρά την δημοκρατίαν», ενώ δεν δίσταζε να προβεί και εις την «φρικτήν βλασφημίαν ονομάζων τον σουλτάνον “πρύτανιν των αγαθών”»4.

Ο Κοραής στην απάντησή του τόνιζε:
«Ας μας ειπή ο φιλόσοφος αυτός αν ευρίσκεται ή ευρέθη που ποτέ καμμία δημοκρατία, αριστοκρατία, βασιλεία ή και τυραννία οποιαδήποτε άλλη, όπου εχύθη τοσούτον αθώον αίμα, όσον έχυσαν μέχρι του νυν οι Τούρκοι. όπου επράχθησαν τοσαύται αρπαγαί, ληστείαι, καταδυναστείαι γυναικών, παρθένων και παίδων βίαι, όσαι πράττονται κατά πάσαν ώραν εις την οθωμανικήν επικράτειαν.(…) Όσα κακά συκοφαντών αναιδώς προσάπτει εις τα νεωστί ελευθερωθέντα της Ευρώπης έθνη, ευρίσκονται πραγματικώς όλα εις την τουρκικήν επικράτειαν»5.
Η Διδασκαλία Πατρική την οποία ο ιστορικός Απ. Βακαλόπουλος αποκαλεί «αποκορύφωμα του συντηρητισμού και της εθελοδουλίας» αποτέλεσε, στο διάβα της ελληνικής ιστορίας, μνημείο ραγιαδισμού. Για τη διάδοση τέτοιου είδους απόψεων, που αντιμάχονταν τις φιλελεύθερες ιδέες του Διαφωτισμού και υποδείκνυαν ανοιχτά τη δουλοφροσύνη ως ενδεδειγμένη στάση ζωής, οι δημοκρατικοί πολίτες και ιδίως η Αριστερά επικρίνουν μερίδα της Εκκλησίας, των Φαναριωτών και καθέναν που επέδειξε στάση υποτέλειας στην τουρκική τυραννία.

Η αναθεώρηση της ιστορίας
Πέρασαν από τότε 200 περίπου χρόνια. Άλλαξαν οι εποχές, τα ήθη. Στις μέρες μας, η νεοελληνική ιστορία, εκτός από το επιστημονικό και εκπαιδευτικό της ενδιαφέρον, έχει αποκτήσει και μια κρίσιμη πολιτική διάσταση. Ο λόγος είναι ότι χρησιμοποιείται ως μοχλός της εξωτερικής πολιτικής που ακολουθούν στην περιοχή μας οι ΗΠΑ και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ.
Απτή απόδειξη τούτου αποτελούν κατ’ αρχήν οι ανοιχτές παρεμβάσεις των πρεσβευτών των ΗΠΑ σε Ελλάδα και Κύπρο προς τους υπουργούς Παιδείας των δύο κρατών, με την απαίτηση να αλλάξουν αμέσως τα βιβλία ιστορίας τους, ώστε να μην ενοχλούνται οι Τούρκοι6.
Οι ιθύνοντες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν κρύβουν ότι, μέσω των πρεσβειών τους στην Αθήνα, την Άγκυρα και τη Λευκωσία, προωθούν στην περιοχή μας διπλωματικές προσπάθειες και δραστηριότητες με την κωδική ονομασία Track Two, που αποσκοπούν στην αναθεώρηση της ιστορίας μας προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Όπως μαθαίνουμε από το περιοδικό State7 επίσημο όργανο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ τέτοιες Track Two προσπάθειες συνάπτονται με δραστηριότητες, τις οποίες αναλαμβάνουν στην περιοχή μας μη κυβερνητικά όργανα, υπέρ της εξομάλυνσης σχέσεων, με στόχο την προαγωγή των συμφερόντων των ΗΠΑ. Ενδεικτικά αναφέρω πως, στα πλαίσια αυτών των δραστηριοτήτων, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δαπάνησε ποσό 100.000$ για την εφαρμογή προγράμματος επανεξέτασης της καταστροφής της Σμύρνης από τριμελή επιτροπή8. Το περιοδικό State είχε προαναγγείλει ότι, επί του θέματος αυτού, «ακαδημαϊκοί ετοιμάζουν παράλληλες και κοινές δημοσιεύσεις, σαν μια αρχή για εθνικό διάλογο πάνω στα ιστορικά γεγονότα». Εξήγγειλε, επίσης, ότι σειρά έχει, στη συνέχεια, η επανεξέταση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Αποτελεί άραγε σύμπτωση ή ενέργεια ενταγμένη στις Track Two δραστηριότητες, πως την 1/9/2002, η εφημερίδα Το Βήμα είχε αφιέρωμα στην Καταστροφή της Σμύρνης, με κείμενα Ελλήνων και Τούρκων πανεπιστημιακών; Είναι σύμπτωση πως, στην εισαγωγή του, προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι ως τώρα η νηφάλια αποτίμηση της Μικρασιατικής Καταστροφής αποδείχθηκε πολύ δύσκολη, καθώς οι περισσότεροι αναλώθηκαν στην ενοχοποίηση μιας πολιτικής παράταξης ή γενικά των «ξένων» (π.χ. των Τούρκων, σ.σ.), και ότι τα περισσότερα ερωτήματα δεν έχουν απαντηθεί, ενώ ακόμη περισσότερα ερωτήματα δεν έχουν καν τεθεί; Είναι σύμπτωση πως, μεταξύ των συγγραφέων, συγκαταλέγονταν – ποιος άλλος; – η Χριστίνα Κουλούρη, η Λίνα Λούβη (συγκρατήστε το όνομα, παρακαλώ) καθώς και Τούρκοι συνεργάτες του CDRSEE (περί αυτού βλ. παρακάτω);
Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις, μια πλειάδα πανεπιστημιακών καθηγητών ιστορίας στη χώρα μας (και όχι μόνον), επιδίδονται με εντυπωσιακή εμμονή και ζήλο στην εκ βάθρων αναθεώρηση του λεγόμενου «οθωμανικού μας παρελθόντος». Διατείνονται πως η αναθεώρηση αυτή είναι απότοκος επιστημονικής επανεξέτασης του παρελθόντος μέσα από μια σύγχρονη οπτική, που υπερβαίνει τα στερεότυπα που παράγει ο εθνοκεντρισμός και ενσωματώνει νέους στόχους και παιδαγωγικές μεθόδους που προάγουν την κριτική σκέψη των μαθητών.
Στην παρούσα μελέτη, θα εξετάσουμε βασικές πτυχές αυτής της νέας προσέγγισης στο «οθωμανικό μας παρελθόν», θα αξιολογήσουμε το ποιόν της και θα επισημάνουμε ορισμένες συνεπαγωγές της. Αντικείμενο της έρευνάς μας αποτελούν οι προσεγγίσεις της Χριστίνας Κουλούρη και της Μαρίας Ρεπούση, που αφορούν άμεσα ή έμμεσα την ιστορική παιδεία που παρέχουν τα σχολεία της χώρας μας.

Η κ. Κουλούρη είναι καθηγήτρια της νεότερης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, και έχει την τιμή (!) να είναι γενική συντονίστρια και διευθύντρια εκδόσεων του ξενοκίνητου παρακρατικού Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, του γνωστού CDRSEE9.
Το Κέντρο αυτό εγκαινίασε, το 1999, το Κοινό Πρόγραμμα Ιστορίας10 με σκοπό τη συγκρότηση και συντήρηση ενός διαβαλκανικού δικτύου διανοουμένων, για την καταπολέμηση της εθνικιστικής ιδεολογίας και την ανατροπή της εθνοκεντρικής διδασκαλίας της ιστορίας στα σχολεία των βαλκανικών κρατών.
Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού, το CDRSEE έχει εκδώσει τέσσερα Βιβλία Εργασίας για τη διδασκαλία της νεότερης ιστορίας της νοτιοανατολικής (ΝΑ) Ευρώπης. Το εκπαιδευτικό υλικό σχεδιάστηκε κυρίως για τους μαθητές λυκείου των βαλκανικών χωρών, ηλικίας 15-18 ετών, μα, όπως γράφει η κ. Κουλούρη, κρίνεται κατάλληλο και για τους φοιτητές της ΝΑ και της Δ. Ευρώπης, και ευρύτερα για το ακαδημαϊκό κοινό της Δύσης11.
Στη συνέχεια θα κάνουμε ορισμένες πρώτες επισημάνσεις για τον τρόπο που προσεγγίζεται η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα εγχειρίδια του CDRSEE.
Το πρώτο από τα 4 Βιβλία Εργασίας του CDRSEE φέρει τον τίτλο «Η Οθωμανική Αυτοκρατορία12» και παρακολουθεί την οθωμανική επέκταση από το 1300 μ.Χ. και μετά. Είναι αξιοσημείωτο πως, στις σελίδες του, παραβλέπεται και υποσκελίζεται πλήρως η πολιτική και πολιτιστική παρουσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Αποκαλυπτικό της προσέγγισης που υιοθετεί το εν λόγω βιβλίο είναι ότι, το 1ο από τα ιστορικά τεκμήρια, που παρατίθενται στις σελίδες του, προβάλλει την άποψη ότι ο Τούρκος κατακτητής, ιδρυτής του οθωμανικού κράτους Οσμάν και ο γιος του Ορχάν «έφεραν την ειρήνη και τη δικαιοσύνη στην περιοχή. Και όλοι [οι κάτοικοι των χωριών] επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν, όπου ανήκαν. Άρχισαν να περνούν καλύτερα από ό,τι περνούσαν με τους απίστους»13.
Σε άλλη παρατιθέμενη μαρτυρία προβάλλεται η άποψη πως οι Οθωμανοί κατέκτησαν τα χριστιανικά εδάφη «εξαιτίας της αμαρτίας, της ακολασίας και της αλαζονείας που επικρατούσαν στους χριστιανούς»14.
Η κ. Κουλούρη, με την ιδιότητα της διευθύντριας εκδόσεων του CDRSEE, στη Γενική Εισαγωγή της, διατείνεται πως το βιβλίο αυτό προσφέρει μια βαθύτερη γνώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που «μας επιτρέπει να ανατρέψουμε ένα στερεότυπο εξαιρετικά διαδομένο τόσο στη Δυτική όσο και στη ΝΑ χριστιανική Ευρώπη: αυτό που αφορά την πολιτιστική της “καθυστέρηση”»15.
Προς εμπέδωση αυτής της προσέγγισης, στο Ε΄ κεφάλαιο, το οποίο πραγματεύεται τα στοιχεία της κρίσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι συγγραφείς του πασχίζουν να ανασκευάσουν την καθιερωμένη και ευρέως παραδεκτή άποψη πως ο 17ος και 18ος αιώνας ήταν γι’ αυτήν περίοδος παρακμής, και να προβάλουν τον ισχυρισμό πως, αντιθέτως, «ήταν περίοδος πολύπλοκου εκσυγχρονισμού και, από πολλές απόψεις, μια περίοδος ανάπτυξης»16.
Ένα από τα πλέον κορυφαία, όμως, τολμήματα της κ. Κουλούρη, που αποτελεί πραγματική ύβριν κατά της ελληνικής ιστορίας, περιλαμβάνεται σε δημοσιευμένο άρθρο της στο ΒΗΜΑ, στις 6 Φεβρουαρίου 2002, με τίτλο «Οι “σκοτεινοί αιώνες” του οθωμανικού παρελθόντος μας». Εκεί, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει τα εξής:
«Το επιστημονικό ενδιαφέρον υπαγορεύεται, όπως είναι γνωστό, από τη σύγχρονη συγκυρία και τα ερωτήματα που θέτει το παρόν. Οι πολιτικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας στα Βαλκάνια, και η αναθεώρηση του παρελθόντος που συνεπάγονται οδήγησαν τις βαλκανικές ιστοριογραφίες σε μια αναζήτηση του “κοινού” παρελθόντος, των κοινών ιστορικών εμπειριών της βυζαντινής και της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της “κληρονομιάς” τους στη θρησκευτική, πολιτισμική και θεσμική σφαίρα. Η νέα αυτή τάση σημαίνει αναθεώρηση της βασικής, κοινής στα βαλκανικά εθνικά κράτη (πλην του τουρκικού, βεβαίως) ερμηνείας της οθωμανικής κληρονομιάς: ότι η οθωμανική περίοδος της ιστορίας τους υπήρξε μια “αλλότρια” επιβολή στις αυτόχθονες χριστιανικές κοινωνίες που είχε τη μορφή “ζυγού”»17.
Επίσης, σε συνέντευξη που έδωσε στον Παρατηρητή, υποστήριζε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Η απομάκρυνση από την πολιτική και στρατιωτική ιστορία σε όφελος της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ιστορίας στοχεύει στη διδασκαλία ιστορικών εμπειριών που είναι πιο οικείες και ενδιαφέρουσες για τα παιδιά και στην υποβάθμιση της πολεμικής σύγκρουσης ως στοιχείου του ιστορικού γίγνεσθαι – ιδιαίτερα στις σχέσεις με τους γείτονες»18.
Η κ. Κουλούρη, στη Γενική Εισαγωγή των εκδόσεων του CDRSEE, σημειώνει ότι ο πόλεμος πρέπει να διδάσκεται «χωρίς να υμνείται και χωρίς κουραστικές λεπτομέρειες, αριθμούς και ημερομηνίες»19. Καμιά διάκριση δεν γίνεται σε κατακτητικούς πολέμους και απελευθερωτικούς, σε επιθετικούς και αμυντικούς. Εξομοίωση ανιστόρητη και απαράδεκτη ιδίως για έναν ιστορικό–, που ενέχει σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις. Δεν θα ασχολούμασταν ίσως τόσο επισταμένως με την κ. Κουλούρη, αν το CDRSEE με το Κοινό Πρόγραμμά του Ιστορίας δεν αποσκοπούσε ρητά στο να διαμορφώσει την ιστορική παιδεία που παρέχεται στη μέση εκπαίδευση της χώρας μας, και αν το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο δεν είχε εισηγηθεί και μάλιστα ομόφωνα_ την εισαγωγή της τετράτομης έκδοσής του σ’ αυτήν, ως βοήθημα του καθηγητή!20

Η κ. Ρεπούση είναι επικεφαλής της ομάδας που συνέγραψε το διαβόητο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού, πρώην καθηγήτρια γαλλικών και νυν επίκουρη καθηγήτρια ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Σε άρθρο της στην Αυγή, με τίτλο “Σκέψεις για τα νέα εγχειρίδια ιστορίας. Η αναγκαιότητα της αλλαγής των εγχειριδίων ιστορίας”, η κ. Ρεπούση μας εξηγεί τι νέο κομίζει το καινούργιο βιβλίο ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού. Σταχυολογούμε από εκεί τα ακόλουθα:
«Στο εγχειρίδιο αυτό προσπαθήσαμε να αποφύγουμε μια σειρά από στερεότυπα που μέχρι σήμερα αποτελούν τη δομή της διδασκόμενης ιστορίας. Για να μην τα απαριθμήσω, εθνοκεντρικό, γεγονοτολογικό, ηρωικό…να πω ότι γίνεται προσπάθεια να φύγουμε από αυτά τα στερεότυπα (…) Γενικά επιλέγεται η στροφή από τις ηρωικές προσωπικότητες στην ανωνυμία, από τα γεγονότα και δη τα ηρωικά στην κοινωνία, στον πολιτισμό (…) Τα δύσκολα υπάρχουν, δεν αποσιωπούνται. Στην Επανάσταση του 1821, στο Κυπριακό, στον Εμφύλιο Πόλεμο… Δεν τους λέμε ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Δεν μας ενδιαφέρει αυτή η ιστορική δικανική»21.
Αναλυτική κριτική στο βιβλίο της έχουμε κάνει αλλού22. Εδώ θα αρκεστούμε σε μια συνοπτική έκθεση των βασικότερων γνωρισμάτων του βιβλίου, που βρίσκονται έξω από το πεδίο των κατ’ επίφασιν διορθώσεών του, που, άλλωστε, επιβλήθηκαν έξωθεν στη συγγραφέα23.
Τα χειροπιαστά και εμπειρικώς αποδείξιμα γνωρίσματα του βιβλίου της ΣΤ΄ τάξης Δημοτικού είναι τα ακόλουθα:
• Περιορίζει τις αναφορές του βιβλίου στην τουρκική κυριαρχία. Κατά πρώτον περιορίζει κατά 50%, όλως αναίτια, την παράθεση πηγών (δηλ. τη μαθητεία στην ιστορία) σ’ εκείνες τις ενότητες του βιβλίου που πραγματεύονται: α) την περίοδο της τουρκοκρατίας και β) την Επανάσταση του 1821 (βλ. σελ. 15-66). Επιπλέον, στο καθ’ ύλην αρμόδιο κεφάλαιο, “Η κυριαρχία στον ελληνικό χώρο: Λατίνοι και Οθωμανοί”, από τις 20 σειρές του κειμένου, αφιερώνονται μόνο 3 σειρές στην τουρκοκρατία, ενώ στη λατινοκρατία αφιερώνονται οι 17 σειρές. Τα εκεί παρατιθέμενα τεκμήρια και πηγές αναφέρονται αποκλειστικά στη λατινοκρατία24. Δηλαδή, η ιστορία της ξένης κυριαρχίας στην Ελλάδα υφίσταται κατάφορη παραμόρφωση.
• Εξαλείφει τον ανελεύθερο και καταπιεστικό χαρακτήρα του οθωμανικού δεσποτισμού εξοβελίζοντας παντελώς από το βιβλίο τις έννοιες σκλαβιά, καταπίεση, ταπεινώσεις παρότι το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών (ΑΠΣ) θέτει ως ρητό στόχο την εκμάθηση και κατανόησή τους από τους μαθητές . Παράλληλα, διαστρέφει ριζικά τις έννοιες ραγιάς, παιδομάζωμα, αλύτρωτος, εθνική ολοκλήρωση. Πράξη κραυγαλέου εξωραϊσμού της τουρκοκρατίας αποτελεί η παράθεση μαρτυρίας πως, στους κόλπους της, επικρατούσε, δήθεν, θαυμαστή τάξη (σελ. 19). Παράλληλα, αποκρύπτεται επισταμένως κάθε είδους τεκμήριο και μαρτυρία που αποδείχνει και κάνει απτό τον δεσποτικό, τυραννικό χαρακτήρα της.
• Ελαχιστοποιεί πέραν του μέτρου τις αναφορές στα πολεμικά συμβάντα και τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821, καταστρατηγώντας και εδώ το ΑΠΣ25. Η πράξη αυτή αποκτά όλη τη σημασία της σε συνάρτηση και συνάφεια με το ακόλουθο γεγονός:
• Απογυμνώνει από ιδανικά και αξίες την Επανάσταση του 1821, αποσιωπώντας κάθε αναφορά στα αίτια και τους σκοπούς της. Αποκρύπτει ότι επρόκειτο για αγώνα κατά της τυραννίας, για αγώνα ελευθερίας, εθνικής αποκατάστασης και ευνομίας, για αγώνα υπέρ πίστεως και πατρίδος. Η κ. Ρεπούση καμουφλάρει την απογύμνωση και απαξίωση της Επανάστασης του 1821 με το επιστημονικοφανές πρόσχημα της ιστοριογραφικής ουδετερότητας, μιας ουδετερότητας που, όλως τυχαία, έχει ως αποτέλεσμα την καθόλου ουδέτερη συγκάλυψη του εκμεταλλευτικού, καταπιεστικού χαρακτήρα της οθωμανικής κυριαρχίας26.
• Εξοβελίζει από τη διδακτέα ύλη του βιβλίου τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Θράκης – παρά τη ρητή πρόβλεψη του ΑΠΣ – και αποκρύπτει την εγκληματική πολιτική εθνοκάθαρσης των Τούρκων εθνικιστών κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Τουρκίας. Μέρος αυτής της απόκρυψης είναι και η αποσιώπηση της καταστροφής της Σμύρνης.
• Αμαυρώνει την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος όσων περιοχών απελευθερώθηκαν μετά το 1832. Η ένταξη των περιοχών αυτών, οι οποίες περιλαμβάνουν τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, την Κρήτη, τη Δυτική Θράκη, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, θεωρείται από την κ. Ρεπούση και τους συνεργάτες της πως αποτελεί πράξη προσάρτησης και κατάληψης, όχι απελευθέρωσης27.
• Όσον αφορά την Κύπρο, εμφανίζει ως τετελεσμένη τη διχοτόμησή της, ως το status quo που τη διέπει, και αποκρύπτει την κατοχή του βόρειου τμήματός της από τον τουρκικό στρατό.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την απαρίθμηση. Περιττεύει, όμως, καθότι έχει καταστεί ολοφάνερο ότι το προοδευτικό έργο που ανέλαβε η κ. Ρεπούση είναι να μεταπλάσει σε διδακτέα ύλη σχολικής ιστορίας το ηγεμονικό πρόγραμμα της Νέας Τάξης και να το προωθήσει στους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης του δημοτικού σχολείου. Δεν είναι, ασφαλώς, τυχαίο το γεγονός πως η κ. Κουλούρη πρωτοστατεί στην υπεράσπιση του βιβλίου της κ. Ρεπούση28.


Η υπαγωγή της ελληνικής στην τουρκική ιστοριογραφία
Το 2001, ψηφίστηκε ο νόμος 2929 που κυρώνει τη διακρατική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας για την πολιτιστική συνεργασία, η οποία υπογράφηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 2000 μεταξύ των τότε υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, Γεωργίου Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ.


Η συμφωνία αυτή, μεταξύ άλλων, προβλέπει ότι τα δύο μέρη θα λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να ενισχύσουν τη συνεργασία τους στους τομείς της επιστήμης και της εκπαίδευσης. Για τον σκοπό αυτό, «θα συνεργάζονται στην παρουσίαση της ιστορίας, της γεωγραφίας, του πολιτισμού και της οικονομίας της άλλης χώρας, ιδιαίτερα στα σχολικά βιβλία. Με αυτόν τον στόχο, θα συστήσουν μία Μεικτή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, η οποία θα ανταλλάξει και θα μελετήσει τα σχολικά βιβλία, για να προτείνει τη διόρθωση των ανακριβειών» 29.
Αξίζει να αναφέρουμε πως η καλλιέργεια μιας τέτοιας προοπτικής ανιχνεύεται ήδη το 1999, στο 2ο Ετήσιο Συμπόσιο Σύμης του Ιδρύματος Ανδρέα Παπανδρέου (του οποίου πρόεδρος είναι ο Γιωργάκης). Στα πορίσματα του συνεδρίου του διαβάζουμε ότι «οι μετέχοντες συμφώνησαν ότι απαιτείται μια πιο ολιστική προσέγγιση στο θέμα της παιδείας (και ότι) προτάθηκε να διδάσκεται σε όλα τα παιδιά της περιοχής μια πιο ισόρροπη εκδοχή της ιστορίας, που να αντανακλά τις διάφορες ερμηνείες των γειτονικών χωρών (…). Θα μπορούσε να ιδρυθεί ένας φορέας, ο οποίος θα λειτουργεί ως εποπτικό όργανο, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η ιστορία διδάσκεται, με όσο γίνεται πιο αμερόληπτο τρόπο, σ’ όλη την περιοχή»30.
Η Μεικτή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, που συστάθηκε βάσει του νόμου 2929, εξέτασε το 2003 τη δυνατότητα οι Έλληνες και Τούρκοι μαθητές «να διδάσκονται από κοινά βιβλία ιστορίας»31.
Θα ήταν σημαντικό να γνωρίζαμε σε τι στάδιο βρίσκονται σήμερα οι εργασίες της. Οι τεράστιες δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει αναδεικνύονται μέσα από ενστάσεις, σαν αυτή λ.χ. που είχε διατυπώσει ο ιστορικός Β. Κρεμμυδάς: «Πώς μπορούμε να συμφωνήσουμε, όταν το σημερινό τουρκικό κράτος στηρίζεται στη μικρασιατική εκστρατεία και η δική μας καταστροφή είναι η δική τους σημαία;32»
Τώρα γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δυσκολίες σαν κι αυτές τείνουν να “ξεπεραστούν” με τον συνδυασμό παραδοχών του τύπου: Η καταστροφή δεν ήταν καταστροφή, κι αν υπήρξε, ήταν κάτι που μας άξιζε!
Είναι σαφές ότι, στην Τουρκία, τα σχολικά βιβλία προωθούν στους μαθητές τους απόψεις επί της ιστορίας, που σε κρίσιμα σημεία αποκλίνουν ή αντιφάσκουν ριζικά προς τις ευρύτατα παραδεκτές στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό θεωρήσεις της νεοελληνικής ιστορίας.
Ασφαλώς, σοβαρές αποκλίσεις στην ιστοριογραφία είναι συχνές, φυσιολογικές και αναμενόμενες, συναντώνται δε και στους κόλπους εκάστου των κρατών. Είναι σύνηθες να αποκλίνει σημαντικά η ανάγνωση του παρελθόντος –όπως και του παρόντος– ανάλογα με τις φιλοσοφικές, ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες, τις αξιολογήσεις και τις στοχεύσεις εκάστου.
Τα ερωτήματα που στην περίπτωσή μας ανακύπτουν είναι:
• Ποιοι και για ποιο λόγο απαιτούν να εξαλειφθεί η διαφορετικότητα των προσεγγίσεων;
• Μπορεί να γίνει σύνθεση αμοιβαία αποκλειόμενων απόψεων;
• Μπορεί αυτό να επιτευχθεί με όρους επιστημονικής εγκυρότητας και με όρους σεβασμού της ιστορικής διαδρομής και της πολιτικής οντότητας των εμπλεκόμενων χωρών;
Ας εξετάσουμε ορισμένα καίρια θέματα διδασκαλίας της ιστορίας:

  1. Οι Τούρκοι μαθητές, όσον αφορά την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επέβαλε στα Βαλκάνια η τουρκική κατάκτηση, διδάσκονται, «ότι οι Οθωμανοί μετά την κατάκτηση βελτίωσαν τη ζωή των λαών των Βαλκανίων και ότι ικανοποίησαν και το ισλάμ και τη χριστιανοσύνη(…) Οι Έλληνες εμφανίζονται ότι απολάμβαναν όλες τις ελευθερίες που τους επιδαψίλευε ένα δίκαιο οθωμανικό κράτος και ότι η κατάστασή τους ήταν προνομιακή(…) Άλλα εγχειρίδια υπογραμμίζουν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία επέτρεπε σε κάθε υπήκοό της να ζει ελεύθερα σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμά του, να παραμένει πιστός στη θρησκεία του, να μιλάει τη γλώσσα του33».
    Στην Ελλάδα, έως τώρα, τα σχολικά βιβλία ιστορίας του δημοτικού και του γυμνασίου έκαναν γνωστές στους μαθητές μας τις καταπιεστικές και συχνά οδυνηρές συνθήκες ζωής των Ελλήνων επί τουρκοκρατίας. Αναφέρονταν στη σκλαβιά, την καταπίεση, την υποτελή θέση των ραγιάδων, τη δυσβάσταχτη φορολόγησή τους, το παιδομάζωμα, την υποχρεωτική ναυτολόγηση, τους βίαιους εξισλαμισμούς.
    Διαπιστώσαμε πως, σήμερα, αυτή η θεώρηση απορρίπτεται εν πολλοίς από τους αναθεωρητές ιστορικούς. Η τουρκική εκδοχή καθίσταται, τρόπον τινά, εμβληματική στο προαναφερθέν εγχειρίδιο του CDRSEE. Αυτήν είδαμε να διατυμπανίζει και η κ. Κουλούρη προς το ελληνικό κοινό μέσα από την εφημερίδα Το Βήμα. Όσο για την κ. Ρεπούση, σε πρώτο πλάνο, προωθεί στους μαθητές της ΣΤ΄ Δημοτικού, επί λέξει σχεδόν, την τουρκική άποψη, γράφοντας πως «κατά την περίοδο της ξένης κυριαρχίας οι υπόδουλοι ελληνικοί πληθυσμοί διατηρούν πολλά από τα ήθη και τα έθιμα, διατηρούν δηλαδή την ταυτότητά τους. Αυτό γίνεται διότι έχουν το δικαίωμα να κρατήσουν τη θρησκεία και τη γλώσσα τους και να λειτουργούν σε κοινότητες εκλέγοντας τους άρχοντές τους», (βλ. σελ. 36). Επιπλέον, για να συμπληρωθεί η παραχάραξη της ιστορίας, η κυρία αυτή, με το δικαίωμα στην αυθαιρεσία που απολαμβάνει ως πανεπιστημιακός, διαστρέφει ριζικά τις έννοιες ραγιάς, παιδομάζωμα34.
    Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και μάλιστα επί τα χείρω το νεόκοπο βιβλίο της Γ΄ Γυμνασίου, που έχουν συγγράψει οι αγωνιστές της εθνικής αποδόμησης Ε. Λούβη (θυμηθήκατε το όνομα;) και Δ. Ξιφαράς.
  2. Η τουρκική εκδοχή για την Επανάσταση του 1821 είναι πως αποτέλεσε «εκδήλωση αγνωμοσύνης προς τους Οθωμανούς, οι οποίοι κυβερνούσαν με δικαιοσύνη και ανοχή»35. Οι αιτίες των εξεγέρσεων των υπόδουλων εθνοτήτων αναζητούνται γενικά στη Γαλλική Επανάσταση και στην έξωθεν χειραγώγηση36.
    Ποια είναι στο θέμα τούτο η άποψη των Ελληνίδων ιστορικών που, υποτίθεται, ανανεώνουν την ιστοριογραφία μας;
    Στο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού, το ερώτημα αυτό η κ. Ρεπούση το αντιπαρέρχεται ακροποδητί. Το ερώτημα σχετικά με τις αιτίες της Επανάστασης δεν τίθεται καν, ούτε με άμεσο ούτε με έμμεσο τρόπο. Μάταια αναζητά κανείς οποιαδήποτε απάντηση, μια δηλωτική, έστω, φράση, ακόμη και στις παρατιθέμενες πηγές. Η επίπλαστη ουδετερότητά της (Δεν τους λέμε ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Δεν μας ενδιαφέρει αυτή η ιστορική δικανική) εξισώνει θύματα και θύτες και συγκαλύπτει την απανθρωπιά του τουρκικού δεσποτισμού.
    Στον τόμο «Η Οθωμανική Αυτοκρατορία», το CDRSEE ρητά αποφεύγει να υπεισέλθει στη χρονική αυτή περίοδο. Σταματά σκόπιμα στις αρχές του 19ου αιώνα, παρ’ όλο που δεν συντελείται τότε το τέλος της.
    Στον τόμο «Έθνη και κράτη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη» του CDRSEE, αφήνεται σαφώς να εννοηθεί σε αγαστή αρμονία με την τουρκική εκδοχή πως η Επανάσταση του 1821 (κι όχι μόνο) ήταν απότοκος του εθνικισμού37. Τα φιλελεύθερα εθνικά κινήματα της εποχής, χαρακτηριζόμενα ως εθνικιστικά, επιβαρύνονται με την αρνητική νοηματοδότηση που έχει προσλάβει ο όρος στην εποχή μας.
    Δι’ αυτού του τρόπου, και κυρίως με την απερίφραστη αποδοχή της άποψης ότι ουδέποτε υπήρξε τουρκικός ζυγός επί των χριστιανικών πληθυσμών, η γενική συντονίστρια και διευθύντρια εκδόσεων του CDRSEE, κ. Κουλούρη, συγκαλύπτει αναιδώς τον τυραννικό χαρακτήρα του τουρκικού δεσποτισμού, καταρρακώνει τον αγώνα για ελευθερία, εθνική ανεξαρτησία και ευνομία των υπόδουλων Ελλήνων. Με τον τρόπο αυτό ενσωματώνεται πλήρως στην τουρκική ιστοριογραφία.
  3. Το τουρκικό βιβλίο ιστορίας (έκδοση 1996), που συστηματικά διδάσκεται σήμερα στις μεγαλύτερες τάξεις του υποχρεωτικής οκταετούς φοίτησης σχολείου της γείτονος χώρας, τιτλοφορείται: «Τα δίκαια της Τουρκίας στο Αιγαίο» (Ege Denizinde Turk Haklari)38. Πρώτη φορά κυκλοφόρησε στη γείτονα χώρα το 1955 με την υπογραφή του Τούρκου καθηγητή ιστορίας Μεχμέτ Σακά. Από το βιβλίο αυτό οι Τούρκοι μαθητές, μεταξύ άλλων, διδάσκονται ότι:
    • «Τα νησιά του Αιγαίου βρίσκονται σήμερα υπό ελληνική κατοχή», και «η Ελλάδα δεν έχει τη δύναμη να διατηρήσει στο Αιγαίο την ειρήνη».
    • «Η Τουρκία καθόρισε τα χωρικά της ύδατα στα 6 μίλια το 1930. Έτσι η Χίος, η Μυτιλήνη και η Σάμος βρίσκονται μέσα στα χωρικά ύδατα της Τουρκίας. Το δικαίωμα κυριαρχίας μιας χώρας στα δικά της χωρικά ύδατα τής επιτρέπει να ασκεί τα ίδια δικαιώματα στα νησιά που βρίσκονται σε αυτά τα ύδατα».
    • «Η ειρήνη στη Μέση Ανατολή και η ασφάλεια στην Ασία είναι δυνατόν να διατηρηθεί με επιστροφή αυτών των νησιών στην Τουρκία».
    Στο βιβλίο της ΣΤ΄ τάξης, η κ. Ρεπούση απλώνει χείρα αποδοχής των τουρκικών απόψεων υιοθετώντας τη διατύπωση, «Ο ελληνικός στόλος καταλαμβάνει πολλά νησιά του ανατολικού Αιγαίου»39.
  4. Σε ό,τι αφορά στο πρόβλημα της Κύπρου, το βιβλίο της κ. Ρεπούση, αποδέχεται την τουρκική προσέγγιση πως η διχοτόμηση και όχι η κατοχή αποτελεί το status quo του μαρτυρικού νησιού, αποκρύπτοντας από τους μαθητές πως το βόρειο τμήμα κατέχεται από τα τουρκικά στρατεύματα40. Πρόκειται για μια ακόμη περίπτωση κραυγαλέας προσχώρησης στις τουρκικές απόψεις.
    Το αξιοθρήνητο αυτό γεγονός ανάγκασε το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου να αποστείλει με υπόμνημά του προτάσεις για την ανασκευή των απόψεων που υιοθετεί το βιβλίο41. Το γεγονός πως οι προτάσεις αυτές δεν φαίνεται να έγιναν δεκτές από την κ. Ρεπούση και δεν συμπεριλήφθηκαν στις διορθώσεις του βιβλίου αποτελεί πρωτοφανή πρόκληση και όνειδος κατά της ελληνικής κυβέρνησης.
    Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η προσέγγιση της ελληνικής με την τουρκική ιστορία διεξάγεται με όρους υπαγωγής της ελληνικής στην τουρκική ιστοριογραφία, με όρους υποστολής και απαξίωσης των αγώνων για ελευθερία, εθνική ανεξαρτησία και ευνομία.
    Το αποτέλεσμα –και, προφανώς, το ζητούμενο– του εγχειρήματος είναι η απόλυτη ιστορική νομιμοποίηση και δικαίωση της οθωμανικής κυριαρχίας, ο τεχνητός εξαγνισμός της και το ξέπλυμα –διά της επιστήμης, βεβαίως– του τουρκικού δεσποτισμού.
    Παράλληλα, οι αναθεωρητές ιστορικοί στερούν από την Επανάσταση του 1821 την πνευματική, ηθική και πολιτική της δικαίωση και υποσκάπτουν τη νομιμότητα και την εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού κράτους.
    Τέλος, διαβάλλουν ως εκδήλωση εθνικισμού το αναφαίρετο δικαίωμα του ελληνικού λαού να αρθρώνει εθνικό _όχι εθνικιστικό– πολιτικό και ιστορικό λόγο, να προασπίζει δια της αλήθειας τα δίκαιά του και να παρέχει στα παιδιά του εθνική διαπαιδαγώγηση.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ