του Μ. Θεοδωράκη, από το Άρδην τ. 64, Απρίλιος – Μάιος 2007
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη ένα βιβλίο που χαρακτηρίζει ανάμεσα σε άλλους τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιάννη Ρίτσο ως νεκρόφιλους… Έγινε μάλιστα η πανηγυρική παρουσίασή του με τη συμμετοχή στο πάνελ πολλών παραγόντων της πνευματικής ζωής της συμπρωτεύουσας, σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ.
Ποιοι να είναι οι άνθρωποι αυτοί στ’ αλήθεια και ποιος ο συγγραφέας και πώς έφτασαν στο σημείο να σκέφτονται τόσο απαξιωτικά για δύο σύγχρονους Έλληνες ποιητές που αποδεδειγμένα εκτιμά και αγαπά μια μεγάλη μερίδα του λαού μας και που το έργο τους συνδέεται τόσο στενά με την ουσία και την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας;
Σκέφτομαι ότι, για να φτάσουμε σ’ ένα τόσο ακραίο σημείο, αυτό σημαίνει ότι η αμφισβήτηση για ό,τι θεωρούσαμε πως εκφράζει την ιδιαιτερότητά μας, ιδιαίτερα μέσα στον ευαίσθητο χώρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής μας δημιουργίας, έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Ποιο είναι, αλήθεια, το κοινό γνώρισμα του Ελύτη και του Ρίτσου; Ασφαλώς είναι η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό ήθος, η παρουσία του ελληνικού χώρου και χρόνου στο έργο τους σε συνδυασμό με τη γνώση και την αγάπη στην ιστορική παράδοση και τις πολιτιστικές αξίες του ελληνικού λαού. Αν τα χαρακτηρίσουμε όλα αυτά με μία λέξη, τότε η λέξη αυτή είναι: ελληνικότητα.
Στην ίδια γραμμή της σύγκρουσης με την ελληνικότητα έχει σχηματισθεί από καιρό ένα άτυπο μέτωπο που κατάφερε να κυριαρχήσει σε ορισμένους ευαίσθητους τομείς, όπως είναι η Παιδεία, ο Πολιτισμός και τα Μέσα Ενημέρωσης, και που ένα από τα προβεβλημένα του σημεία είναι και το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, που αποκαλύπτει την πρόθεση των κύκλων αυτών να χειραγωγήσουν τις νεώτερες γενιές ξεκινώντας ακόμα και από το δημοτικό σχολείο!
Τι είναι, στ’ αλήθεια, αυτό που προβάλλουν απέναντι στην ελληνικότητα, και τι σημαίνει εκσυγχρονισμός; Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να εξετάσουμε τι είναι η ελληνικότητα, ποιο είναι το περιεχόμενό της, πώς εκφράστηκε και ποια η σημασία της σήμερα.
Σε αντίθεση με την εθνικότητα, που στον σύγχρονο κόσμο συνδέεται άρρηκτα με το κράτος, όπου οι υπήκοοι μπορεί και να μην συνδέονται μεταξύ τους με κάποιο αποκλειστικό γνώρισμα, αντίθετα, η ελληνικότητα ενώνει τα μέλη της με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία παραμένουν αναλλοίωτα μέσα στον χρόνο. Αυτό φυσικά δεν είναι αποκλειστικά γνώρισμα των Ελλήνων αλλά όλων των λαών.
Στη δική μας περίπτωση, το κυρίαρχο γνώρισμα είναι η ελληνική γλώσσα, που έδειξε μια πρωτοφανή αντοχή στον χρόνο και χρησίμευσε σε όσους την μιλούσαν σαν ένας συνδετικός ιστός που βοήθησε στη διαιώνιση διαφόρων μορφών κοινωνικής ζωής, κοινής θρησκευτικής πίστης όπως η ορθοδοξία, κοινής πολιτιστικής παράδοσης, καλλιτεχνικής δημιουργίας και έκφρασης και κατά συνέπεια κοινής συλλογικής συνείδησης, έστω και αν κάποτε κάτω από ορισμένες συνθήκες, αυτό ήταν δύσκολο να εκδηλωθεί και να μορφοποιηθεί. [ ]
Στην περίπτωση των δημοτικών μας τραγουδιών, η γλώσσα είναι η ελληνική, η δε μουσική έχει τις ρίζες της στους βυζαντινούς χρόνους και ίσως και πιο μακριά. Πράγματι, η συνάφεια μεταξύ της βυζαντινής μουσικής και της δημοτικής μουσικής είναι ολοφάνερη. Άλλωστε και οι δύο βασίζονται στις ίδιες μουσικές κλίμακες. Και όταν μιλάμε για κλίμακα στη μουσική, εννοούμε ένα είδος ηχητικού σκελετού, που, όπως ο ανθρώπινος, διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική μορφή του σώματος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο παρατηρούνται όλα αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά που συναντώνται και στη σύγχρονη περίοδο, λόγω ακριβώς της ύπαρξης συγγενικών μουσικών κλιμάκων, και φέρνουν τόσο κοντά τη σύγχρονη λαϊκή μας μουσική τόσο στα δημοτικά όσο και στα βυζαντινά ακούσματα.
Από πού όμως προήλθαν οι βυζαντινές μουσικές κλίμακες; Και αν όντως αποτελούν συνέχεια των αρχαίων ελληνικών, τότε ποια θα πρέπει να υπήρξε η σχέση ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή μουσική; Ώστε βλέπουμε να υπάρχει, πέραν της ελληνικής γλώσσας, και μία άλλη σταθερά, αυτή της μουσικής από την αρχαιότητα έως σήμερα, με σταθμούς το Βυζάντιο και την δημοτική μουσική των χρόνων της Οθωμανοκρατίας έως τις παρυφές του 20ού αιώνα.
Δεν θα έπρεπε λοιπόν να προβληματίσει τους Έλληνες επιστήμονες ιστορικούς το φαινόμενο του δημοτικού μας τραγουδιού;
Εμείς σημειώσαμε ορισμένα βασικά στοιχεία που θα πρέπει να μελετηθούν και που μπορεί να συνοψισθούν στα ακόλουθα ερωτήματα:
Είναι Έλληνες αυτοί που δημιούργησαν συλλογικά τα δημοτικά μας τραγούδια (Λόγος, Μέλος, Χορός);
Η δημιουργία αληθινών έργων τέχνης είναι δείγμα ελευθερίας;
Σε ποιες συνθήκες, κοινωνικό περιβάλλον, οικονομικές και διοικητικές σχέσεις ζούσαν, ώστε να μπορούν να έχουν την απαιτούμενη πνευματική καλλιέργεια για την δημιουργία και αποδοχή έργων τόσο υψηλού επιπέδου;
Με ποιους τρόπους τόσο η γλώσσα όσο και η μουσική παράδοση παρέμειναν ζωντανές και σε συνεχή εξέλιξη;
Η ορθοδοξία και κυρίως ο κλήρος, σε επίπεδο κοινοτήτων, έπαιξε ρόλο στην διατήρηση και εξέλιξη αυτού του πολιτισμού; Ποια η σημασία του ελληνικού λόγου των Ευαγγελίων και γενικά των βυζαντινών θρησκευτικών κειμένων και του βυζαντινού εκκλησιαστικού Μέλους;
Απ’ όσο γνωρίζω, τις πειστικότερες ώς τώρα απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά τις βρήκα διαβάζοντας την εργασία του Γιώργου Κοντογιώργη και ειδικά το πρόσφατο βιβλίο του Έθνος και «εκσυγχρονιστική» νεωτερικότητα.
Θα μου πείτε ίσως, ποια η σημασία να ψάχνουμε τα στοιχεία της ελληνικότητας σε τόσο μακρινούς χρόνους; Μήπως η προσπάθειά μας αυτή είναι η αιτία να μας χαρακτηρίσουν ως νεκρόφιλους οι μεν, συντηρητικούς και παρωχημένους οι δε και αριστεροδεξιούς εθνικιστές κάποιοι άλλοι…; Αυτό όμως θα μπορούσε να έχει κάποια βάση εάν όλα όσα ψάχνουμε είναι πράγματα νεκρά. Για μας, όμως, η σύνδεση της Ελλάδας με στοιχεία και έννοιες όπως η Ελευθερία στη ζωή και στη σκέψη, που αποτελεί μοναδικό φαινόμενο μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, καθώς και τα φαινόμενα της διαιώνισης δύο βασικών ανθρώπινων χαρακτηριστικών, της γλώσσας και της μουσικής έκφρασης, με την σφραγίδα της ελληνικότητας, αποτελούν μια όχι μόνο ζωντανή αλλά και πολύτιμη, ιδιαίτερα για το σήμερα και για την εποχή μας, πραγματικότητα για όλους εμάς που μας συνενώνουν αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά και μας διαμορφώνουν την ιδιαίτερη εθνική συνείδηση και ταυτότητα.
Γιατί σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, έχουμε ανάγκη από κοινωνική και εθνική συνοχή για να αντέξουμε τις προκλήσεις των καιρών. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο νέος κίνδυνος που μας απειλεί αποβλέπει στην διάλυση ακριβώς αυτής της συνοχής και της ενότητας, ώστε, από μια ενιαία και συμπαγή μάζα, να μας θρυμματίσει σε πολλές ξένες μεταξύ τους ομάδες χωρίς έρμα και χωρίς αντίσταση, που έτσι να μεταβληθούν σε απλούς πελάτες, όπως το θέλει η λογική και το επιτάσσουν τα συμφέροντα της όλο και πιο πολύ ενιαιοποιημένης Διεθνούς Αγοράς, μέσα στην οποία όλα τα αγαθά –ακόμα και τα πνευματικά– πρέπει να μεταβληθούν σε εμπόρευμα. Και ο,τιδήποτε μπορεί να εναντιωθεί σ’ αυτό το ολιγαρχο-οικονομικό τσουνάμι, θα πρέπει να σβήσει, να εκλείψει, να εξοντωθεί. Αρχίζοντας από την ιστορική μνήμη και όλα τα υπόλοιπα εθνικά χαρακτηριστικά, την Γλώσσα, την Τέχνη, το Ήθος, την Σκέψη, τον Πολιτισμό. Και φυσικά όλα τα συνεκτικά στοιχεία, όπως λ.χ. η Ιστορία μας, που μας βοηθά να ανυψωθούμε σε υπολογίσιμη εθνική οντότητα και παρουσία.
Σε λίγες εβδομάδες από τώρα συμπληρώνω 82 χρόνια ζωής. Εάν ζούσα σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, όσα έζησα και όσα έκανα θα μου εξασφάλιζαν την ηρεμία και την γαλήνη μιας ήσυχης ζωής μακριά από τη βουή των γεγονότων. Όμως εδώ είναι Ελλάδα και θα πρέπει κανείς να παραμένει όρθιος ακόμα και μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του. Γιατί τούτο το «αλωνάκι», ή θα πρέπει κανείς να το μισεί ή να το αγαπά έως θανάτου. Ειδικά όταν διαπιστώσει ότι για ακόμα μία φορά κινδυνεύει όχι από έξωθεν βέλη βαρβάρων αλλά από προσπάθειες ουσιαστικά και πάλι ξένων, που βρίσκουν όμως πρόθυμους οπαδούς και διεκπεραιωτές ανάμεσά μας. Στόχος ανομολόγητος των τελευταίων –και γι’ αυτό πιο επικίνδυνος– το μοναδικό μας στήριγμα και εγγύηση για να υπάρξουμε, να αντισταθούμε, να αντέξουμε ως λαός που του έτυχε να γεννηθεί και να ζει σ’ αυτή την χώρα: η συνείδηση της ελληνικότητας.
Όταν ο Καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης μού ζήτησε να παρουσιάσω το τελευταίο του βιβλίο, Έθνος και «εκσυγχρονιστική» νεωτερικότητα, προβληματίστηκα πολύ για το τι θα έπρεπε να πω. Έχω την αίσθηση πως η ιστορική στιγμή που ζούμε ξεπερνά τα όρια της σημασίας αυτού του γεγονότος, όσο σημαντική κι αν είναι.
Θα έπρεπε, σκέφθηκα, να σας μιλήσω για την σημασία της ελληνικότητας με έναν τρόπο καταλυτικό. Δηλαδή, με κάτι που να ξεπερνά την όποια κατάθεση απόψεων και ιδεών, την όποια επιχειρηματολογία. Κι αυτό βρήκα ότι είναι μόνο η αναφορά μου στα προσωπικά μου βιώματα, που νομίζω ότι αποκαλύπτουν και εξηγούν με τον καλλίτερο τρόπο την άποψή μου για την ελληνικότητα. Και ακόμα γιατί, στην πορεία της ζωής μου, η πεποίθηση και η πίστη μου στην ιδέα της συνέχισης του ελληνικού έθνους αποτέλεσε θεμέλιο ζωής, δράσης και πνευματικής δημιουργίας. Το προσωπικό παράδειγμα αποτελεί τελικά το καλλίτερο επιχείρημα που θα πρέπει να προβάλει κανείς, ειδικά όταν διανύει, όπως εγώ, το τελευταίο στάδιο της ζωής του. Και είμαι έτοιμος να δεχτώ για άλλη μια φορά τον σαρκασμό, την ειρωνεία και την απόρριψη απ’ όπου κι αν προέρχεται. Σ’ αυτά άλλωστε είμαι συνηθισμένος…
Πρόκειται λοιπόν για μια αληθινή Απολογία (με την σκέψη πιότερο στο κώνειο παρά στον Σωκράτη), που ελπίζω να φτάσει κάποτε και ως την μαθητιώσα νεολαία μας, που αυτή τη στιγμή δέχεται τα δριμύτερα πυρά, για να την εμποδίσουν να ακολουθήσει τον δρόμο που περιγράφω και που φυσικά δεν είναι μόνο δικός μου αλλά χιλιάδων και χιλιάδων που έζησαν, πίστεψαν, μόχθησαν και πολλοί απ’ αυτούς θυσιάστηκαν για τις ίδιες ιδέες, τα ίδια πιστεύω και ιδεώδη. Στους ίδιους αγώνες και προσπάθειες να προσθέσουμε όλοι μαζί ένα πετραδάκι για να ψηλώσει αυτή η χώρα, η ελληνική.
Υπήρξα γέννημα-θρέμμα της ελληνικής επαρχίας, όπου έζησα και μεγάλωσα στην εποχή του μεσοπολέμου έως την ηλικία των 18 χρόνων, που ήρθα στην Αθήνα.
Εκεί διαμορφώθηκα, όπως όλα τα υπόλοιπα παιδιά, μ’ αυτά που ακούγαμε, που βλέπαμε και που διαβάζαμε στο σπίτι, στο σχολείο, στην γειτονιά, στο επαρχιακό μας περιβάλλον, που εκείνες τις εποχές ήταν ασφυκτικά περιορισμένο στα στενά γεωγραφικά του σύνορα. Για μένα τα πιο σοβαρά βοηθήματα που με διέπλασαν ήταν τα βιβλία, τα τραγούδια, οι βυζαντινοί ύμνοι και όσα άκουγα από τους γονείς μου, στο σχολείο και στις συναναστροφές μου.
Δεν θυμάμαι να έφτασε ώς εμένα, σε κείνα τα χρόνια, ούτε η Ευρώπη ούτε καν η Αθήνα. Και όμως, όταν στα 1943 πάτησα το πόδι μου στην πρωτεύουσα, είχα ήδη διαμορφωθεί ως πολίτης και ως συνθέτης. Και από τότε άρχισα να δέχομαι τις καινούργιες επιδράσεις, που όμως δεν άλλαζαν τον βασικό πυρήνα του χαρακτήρα, της σκέψης και της μουσικής μου. Μονάχα, όπως ήταν φυσικό, τον εμπλούτισαν και δεν έπαψαν να τον εμπλουτίζουν έως σήμερα. Όμως αυτό που ήμουν και που έγινα υπήρξε έργο αποκλειστικά της ελληνικής επαρχίας, σε μια εποχή που, όπως είπα, ήταν υποχρεωτικά κλεισμένη ασφυκτικά στον εαυτό της. [ ]
Με δάσκαλο στην Τρίπολη τον Ευάγγελο Παπανούτσο, που με τα βιβλία του «Τριλογία του Πνεύματος», «Περί Ηθικής», «Περί Επιστήμης» και «Περί Τέχνης», μάθαμε να ισορροπούμε ανάμεσα στην Λογική και στην Μαγεία, τον Αριστοτέλη και τον Αισχύλο, την Σαπφώ και τον Πλάτωνα. Προσωπικά επηρεάστηκα βαθειά από τον ελληνισμό και τον χριστιανισμό, ταυτόχρονα και ισοδύναμα. Την ίδια εποχή ανακάλυψα την βαθύτερη φύση της Ορθοδοξίας, δηλαδή την συνένωση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό.
Στις 25 Μαρτίου του 1943, έγινε η πρώτη μαζική διαδήλωση κατά των κατακτητών. Μπροστά στο κενοτάφιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, κρατώντας την γαλανόλευκη με τον σταυρό και ψάλλοντας τον εθνικό μας ύμνο, περνούσαμε από την πόρτα του ΕΑΜ σε μια νέα κοσμοθεωρία, τον μαρξισμό. Τότε η πατριωτική μας έξαρση και η χριστιανική μας πίστη συνενώθηκαν για να ολοκληρωθούν μέσα στη φωτιά της επαναστατικής πράξης. Ο Ελληνισμός του Αληθινού και του Ωραίου και ο Χριστιανισμός του «Αγαπάτε αλλήλους» και της Σταύρωσης έγιναν τα νέα μας όπλα για να αντιτάξουμε, στην ασχήμια της βίας και στην ψευτιά της βαρβαρότητας, την αλήθεια και την ομορφιά ενός κόσμου ελεύθερου και δίκαιου, με όπλο την αγάπη για την πατρίδα, και την θυσία για τον λαό. Αυτός υπήρξε για μας τότε ο κομμουνισμός, που γέμισε τις ψυχές μας με μια νέα πίστη που μας έκανε να αψηφάμε τις δοκιμασίες, ώς και τον θάνατο.
Λίγο πιο πριν, στα βουνά της Ρούμελης, ο πρώτος μεγάλος γνήσιος Έλληνας λαϊκός επαναστάτης, ο Άρης Βελουχιώτης, έμπαινε με τους πρώτους λιγοστούς του αντάρτες στα χωριά με την γαλανόλευκη με τον σταυρό μπροστά και, αφού μιλούσε για τους σκοπούς του νέου αγώνα, στη συνέχεια μπαίνανε όλοι μαζί στην εκκλησία. Κι εκεί καλούσε τον παπά να ευλογήσει τα όπλα και τη σημαία.
Τι μας θυμίζει τάχα αυτή η σκηνή; Δεν μας θυμίζει την Αγία Λαύρα με τους επαναστάτες του ’21 γονατισμένους μπροστά στον Δεσπότη και, κρατώντας την ελληνική σημαία με το ένα χέρι και το καρυοφύλλι με το άλλο, να δέχονται την ευλογία της Εκκλησίας για τον αγώνα τους;
Κι αν ακόμα ήταν Μύθος αυτή η σκηνή, εν τούτοις εμείς οι νέοι επαναστάτες, στο νέο ’21 της Εθνικής μας Αντίστασης, τον είχαμε ζήσει με πρώτο και καλλίτερο τον νέο Κολοκοτρώνη, τον Άρη Βελουχιώτη. Κι όχι μονάχα αυτόν αλλά όλο το παραμύθι της Επανάστασης με τους νέους ήρωες και αγίους ποιητές και οραματιστές όπως ο Ρήγας Φεραίος, οι Φιλικοί, οι Μάρτυρες και οι Αγωνιστές.
Αλλά μήπως και η Γαλλική Επανάσταση δεν είχε σαν σύμβολό της έναν αληθινό Μύθο όπως αυτόν της Βαστίλης; Εδώ ήταν εύκολο για την λογική των ιστορικών να τον ξετινάξουν, γιατί, πράγματι, όσοι και όποιοι μπήκαν τότε σ’ αυτό το φρούριο-φυλακή, δεν βρήκαν παρά μια χούφτα εγκληματίες του ποινικού δικαίου. Όμως τόλμησε έκτοτε κανείς να αμφισβητήσει αυτόν τον ωραίο Μύθο με τον οποίο γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές Γάλλων και ξένων; Κανένας απολύτως, γιατί θα τον έθαβε η χλεύη όλων όσων ευλογήθηκαν από το φως της Μεγάλης αυτής Επανάστασης.
Γιατί όμως το τόλμησαν και το έκαναν τώρα οι δικοί μας; Ποιους λόγους είχαν; Αρκούμαι να πω εδώ ότι ένα από τα δύο θα πρέπει να συμβαίνει: Είτε ο Άρης και οι αντάρτες του, και όσοι αποδείξανε με πράξεις και έργα ότι ήταν πράγματι λαϊκοί αγωνιστές με το όραμα μιας ελεύθερης σοσιαλιστικής Ελλάδας, δεν ήξεραν τι τους γίνεται είτε οι σημερινοί προφέσορες έχουν μαύρα μεσάνυχτα. [ ]
Στην ίδια περίοδο, από πολύ μικρός και χωρίς ξένες μουσικές επιδράσεις, γιατί δεν υπήρχαν, αφοσιώθηκα στην μουσική χωρίς να την ξέρω. Στην αρχή άκουγα μουσική και τραγουδούσα. Όταν απέκτησα βιολί, ξεκίνησα μόνος μου να την ανακαλύπτω και να γράφω τα πρώτα μου τραγούδια. Η Εκκλησία με βοήθησε να ανακαλύψω τους μαγικούς κόσμους της βυζαντινής μουσικής αλλά και της Αρμονίας. Κλεισμένος ασφυκτικά στον εαυτό μου, δεν θυμάμαι πια για ποιο λόγο άρχισα να ταυτίζω τον άγνωστο κόσμο της μουσικής δημιουργίας με την Αρχιτεκτονική και την Τραγωδία της αθηναϊκής περιόδου. Η πρώτη, με την τελειότητα του Παρθενώνα, ήταν για μένα το εξωτερικό περίβλημα της Ουράνιας Αρμονίας, ενώ η δεύτερη, η εσωτερική της ουσία. [ ]
Όταν ήρθα στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1943, είχα κυρίως δύο στόχους: ο πρώτος, να σπουδάσω στο Ωδείο Αθηνών μουσική σύνθεση. ο δεύτερος, να συμβάλω με όλες μου τις δυνάμεις στην απελευθέρωση της πατρίδας μου. Η ένταξή μου στο ΕΑΜ με οδήγησε να γνωρίσω σε βάθος την ελληνική Αριστερά της εποχής εκείνης, που διένυε θα λέγαμε την παιδική της ηλικία. Έως την απελευθέρωση, τον Οκτώβριο του 1944, ο άνεμος ήταν ούριος και όλα ήταν καλά για την ηγεσία του κινήματος, γιατί μπορούσε έτσι να κρύβει τις βασικές της αντιθέσεις. Όταν όμως άρχισαν οι πρώτες σοβαρές δοκιμασίες, βγήκε στο φως το χάος, που μας χώριζε σε δύο ξεχωριστά μέρη: τους λαϊκούς και τους «δοτούς». Οι πρώτοι ήταν όπως ο Άρης και το σύνολο των λαϊκών αγωνιστών που ζυμώθηκαν μέσα στη φωτιά του αγώνα μαζί με τον λαό, ενώ οι δεύτεροι αποτελούσαν τον προπολεμικό ηγετικό πυρήνα, με την ευλογία και την στήριξη της Γ΄ Διεθνούς. Γύρω απ’ αυτούς αναπτύχθηκε η κομματική γραφειοκρατία, αποτελούμενη βασικά από μορφωμένα στελέχη, που καταλήξανε στους σημερινούς διανοουμενίστικους δήθεν προοδευτικούς κύκλους που καπηλεύονται το όνομα της Αριστεράς. Και θα έλεγα ότι τα σημερινά τους καμώματα, ιδιαίτερα στον χώρο της Παιδείας και της ελληνικής Ιστορίας, είναι πταίσματα μπροστά στα εγκλήματα των αληθινών τους προγόνων. Λέω «δήθεν», διότι αυτοί ουσιαστικά δεν υπήρξαν ποτέ προοδευτικοί. Ήταν οργανικά αντιδραστικοί, και αυτός είναι, όπως δείχνει ο Γ. Κοντογιώργης, ένας θεμελιώδης λόγος που αρνούνται την ελληνική συνέχεια. Γιατί, όπως αποδεικνύει ο Γ. Κοντογιώργης, ο ελληνισμός υπήρξε το ταυτολογικό ισοδύναμο του ανθρωποκεντρισμού, δηλαδή της κοινωνίας εν ελευθερία, και επομένως της προόδου.
Γενικός Γραμματέας του Π.Γ. ήταν τότε ο Γιώργος Σιάντος (τον οποίο αργότερα, στα 1949, ο Ζαχαριάδης θα καταγγείλει ως πράκτορα). Έχοντας γύρω του τέσσερα-πέντε ανώτατα στελέχη, και αφήνοντας απ’ έξω τις ηγεσίες των μαζικών οργανώσεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, ήταν φυσικό να κάνει μαζί τους το ένα λάθος μετά το άλλο, οδηγώντας με αποκλειστικά δική τους απόφαση και ευθύνη όχι μονάχα την Αριστερά αλλά και όλη την Ελλάδα από το ένα κακό στο άλλο. Ίσως μέσα σε όλη την σύγχρονη Ιστορία να μην υπήρξε άλλη τόσο μικρή ομάδα ανίκανων αλαζόνων, ικανή να προξενήσει σ’ έναν λαό ένα τόσο μεγάλο κακό. Μετά από αυτή την καταστροφική πρακτική προκύπτει ανάγλυφα η θέση των «δοτών» για τους λαοπρόβλητους ηγέτες όπως ο Άρης, ο Μάρκος, ο Σαράφης και άλλοι, καθώς και ο βαθύτερος φόβος τους μήπως αποκαλυφθεί ότι, πίσω από την λεοντή του καθεστωτισμού, κρυβόταν μια τόσο απίστευτη μετριότητα. Χωρίς να λάβουν υπ’ όψιν τους το γεγονός της ουδετερότητας της Σοβ. Ένωσης, αποφάσισαν να αναμετρηθούν με έναν Τσώρτσιλ που είχε λυμένα τα χέρια του και έτσι κατάντησαν παιχνιδάκια στα σχέδιά του πατώντας τη μια πεπονόφλουδα μετά την άλλη, σε έναν κατήφορο χωρίς τέλος.
Πιστεύω ότι κάθε βήμα προς το χάος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως λάθος, γιατί στην ουσία αποτελεί ένα έγκλημα κατά της Αριστεράς και του Λαού μας. Με την σφραγίδα της περιφρόνησης των αρχών της ελευθερίας και της δημοκρατίας μέσα στο αριστερό μας κίνημα, που, όσο είχε την σφραγίδα του Ελληνισμού, εκεί που πατούσε επάνω στον λαό και στις λαϊκές παραδόσεις, άλλο τόσο είχε την βούλα του δεσποτισμού στα υψηλά κλιμάκια του καθεστωτικού.
Λίβανος, Γκαζέρτα, Δεκεμβριανά, Ομηρία, Βάρκιζα. Μετά, την ευθύνη των αποφάσεων αναλαμβάνει προσωπικά πλέον ο Νίκος Ζαχαριάδης, με πρώτη πράξη την αποκήρυξη του Άρη, που αναγκάζεται να αυτοκτονήσει. Με πρόσχημα ότι διαφώνησε με ένα ακόμα μεγαλύτερο λάθος, τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Ακολουθούν Αποχή, Εμφύλιος, Αποκήρυξη του Τίτο, Διώξεις του Μάρκου, Αρχιστρατηγία, Καταστροφή, Τέλος.
Δεν το βάζει όμως κάτω. Σαν γνήσιος πρόγονος των σημερινών μας ψευτοδιανοούμενων-ψευτοπροοδευτικών, στα 1953, στην 4η Ολομέλεια του ΚΚΕ, διατυπώνει και επιβάλλει ως επίσημη θέση του κόμματος ότι οι Νεοέλληνες δεν έχουν σχέση με την Αρχαία Ελλάδα. Κι αυτό φυσικά ήταν για μένα το τελικό χτύπημα.
Φυσικά, αυτή την αντίθεση ανάμεσα στους λαοπρόβλητους και τους «δοτούς» την έζησα κι εγώ επάνω στο πετσί μου, με κορυφαία στιγμή όταν οι δεύτεροι αποφάσισαν να με εξοντώσουν και με καταδίκασαν σε θάνατο, γιατί διαφώνησα με την δική τους ολέθρια τακτική. Κι αυτό πότε; Ανάμεσα σε δύο μάχες, στις 20 του Δεκέμβρη…
Ξέρω ότι πολλοί πιστεύουν ότι είναι ευτύχημα το ότι ηττηθήκαμε, γιατί αλλιώς η Ελλάδα θα γινόταν Αλβανία. Κι αυτό πιστεύουν και οι μετανοήσαντες «δοτοί», που βγαίνουν δημόσια και φτύνουν επάνω στις θυσίες και τις πληγές μας. Όμως η αλήθεια εδώ είναι μόνο η μισή, γιατί μπορεί τα περισσότερα κομματικά πόστα να ήταν στα χέρια της κομματικής γραφειοκρατίας, όμως η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του ΕΑΜ, που το αποτελούσαν αγωνιστές λαογενείς και λαοπρόβλητοι, με χαρακτηριστικά όπως αυτά που διεξοδικά περιέγραψα πιο πριν μιλώντας για το παιδί της επαρχίας, που το περιβάλλον, η πίστη, οι γνώσεις και τα παραδείγματα, ατσάλωσαν τον χαρακτήρα του με πυρήνα την ελληνικότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την βία του κατακτητή, και στην συνέχεια κάθε τι που καταπίεζε τον λαό και την χώρα του. Κι όλοι αυτοί αποτελούσαμε –βάζω και τον εαυτό μου– ανάχωμα ικανό να εμποδίσει κάθε απόπειρα των «δοτών» να επιβάλουν ένα ξενόφερτο καθεστώς. Η γνώμη μου είναι λοιπόν ότι, εάν νικούσε τότε το ΕΑΜ, το πιο πιθανό ήταν ότι εμείς, οι πραγματικοί λαϊκοί αγωνιστές, θα εφαρμόζαμε το πρόγραμμα του Γληνού, δηλαδή της Παλλαϊκής Δημοκρατίας, με κύριο χαρακτηριστικό την βαθειά του ελληνικότητα. Αντίθετα, εάν οι άλλοι αποδεικνύονταν πιο δυνατοί, τότε θα έπρεπε, για να το πετύχουν, να περάσουν πάνω από τα πτώματά μας. [ ]
Μίλησα κι εγώ στο άρθρο μου στην «Καθημερινή» για την σύγκρουση ανάμεσα σε δύο Σχολές Σκέψης. Ποιες όμως είναι αυτές; Ο Κοντογιώργης, κατ’ αρχήν, επισημαίνει ότι η ελληνική επιστήμη ασφυκτιά ανάμεσα σε μια παραδοσιακή ιστοριογραφία, που ένας κλάδος της απολήγει στον εθνικισμό, και σ’ εκείνη της «εκσυγχρονιστικής» νεωτερικότητας, η οποία επιχειρεί να επιβάλει την εθνικιστική αντίληψη της Ιστορίας, που διδάσκει η Δυτική Ευρώπη. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές Σχολές Σκέψης είναι ότι η μεν πρώτη προσπαθεί, με τα υλικά της Δυτικής Ιστορίας, να επεξεργασθεί έναν ελληνικό εθνικισμό, παραμορφώνοντας ωστόσο τον χαρακτήρα της ελληνικής εξέλιξης και ταυτότητας, η δε δεύτερη να αποδομήσει ολοκληρωτικά την ελληνική ταυτότητα και ιστορία, προκειμένου να οικοδομήσει μια ανάγνωση του ελληνισμού που να συνάδει με το διατακτικό της επίσημης ιστορίας των νικητών της νεωτερικότητας, δηλαδή της Δύσης. [ ]
Όσο για το Έθνος, ο πυρήνας της προβληματικής του Κοντογιώργη είναι ότι αποτελεί όχι μια «κατασκευασμένη» ή «φαντασιακή» έννοια, όπως υποστηρίζουν οι εκσυγχρονιστές, αλλά μια έννοια άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συγκρότηση του κοινωνικού ανθρώπου με όρους ελευθερίας. Το έθνος δεν σηματοδοτεί απλώς το ανήκειν σε μια κοινή ταυτότητα αλλά το ανήκειν εν ελευθερία. Όταν ο άνθρωπος διαλογίζεται για το «είναι» του, για την ύπαρξή του, για την κοινωνική του υπόσταση, για τον «άλλον», και βιώνει ένα καθεστώς ατομικής κατ’ ελάχιστον ελευθερίας, συγκροτεί μια προσωπική συνείδηση αλλά και μια συλλογική συνείδηση, μια συνείδηση κοινωνίας. Στις δεσποτικές, φεουδαλικές, στις μη ανθρωποκεντρικές κοινωνίες, η έννοια της κοινωνίας συνέχεται ταυτολογικά με το πεδίο της ιδιοκτησίας του δεσπότη. Ο δουλοπάροικος δεν διαθέτει δική του ταυτότητα, μιας και το είναι του ανάγεται στην ταυτότητα του δεσπότη.
Αυτή η τελευταία παρατήρηση αναιρεί τον ισχυρισμό της «εκσυγχρονιστικής» νεωτερικότητας (έτσι χαρακτηρίζει τους οπαδούς του ιστορικώς, κατά τους ίδιους, ορθού) ότι δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το ελληνικό κράτος. Γιατί, πράγματι, η εθνογένεση στον νεώτερο κόσμο, με αφετηρία την Ευρώπη, εστιάζεται μόλις στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Σε αντίθεση με την δεσποτική Ευρώπη, ο ελληνισμός συγκροτήθηκε εδώ και αιώνες πολιτικά ως κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας με γνώμονα την θεμελιώδη κοινωνία της πόλης και εν τέλει σε ανθρωποκεντρικές βάσεις.
Το ελληνικό έθνος λοιπόν προϋπήρξε του Κράτους και δεν κατασκευάστηκε από αυτό. Μάλιστα, δεν επιζήτησε να εκφρασθεί μέσα από ένα ενιαίο κράτος αλλά με το κοσμοσύστημα των πόλεων. Η Ευρώπη και ο κόσμος αγωνίσθηκαν να οικοδομήσουν το έθνος, για να συνδράμει την απελευθέρωση των κοινωνιών τους από τον φεουδαλικό ζυγό, ώστε να συγκροτηθούν σε ελεύθερες κοινωνίες, ενώ ο αγώνας των Ελλήνων ήταν απλώς εθνικοαπελευθερωτικός. Ο ελληνισμός πέρασε από το έθνος-κοσμοσύστημα στο κράτος-έθνος. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες συγκρότησαν για πρώτη φορά συλλογική συνείδηση έθνους με την έξοδό τους από τη φεουδαρχία, και γι’ αυτό εμπνεύσθηκαν την έννοια της συλλογικής ταυτότητας, όπως και για όλα τα άλλα, από το ελληνικό προηγούμενο.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο ελληνισμός, στη νεώτερη εποχή, δεν υπήρξε περιφέρεια της νεωτερικότητας, αλλά αντίθετα προηγήθηκε ως προς τα συστατικά γνωρίσματα που την συγκροτούν, ξεκινώντας από αυτό της ελευθερίας, και κατά τούτο ενέπνευσε τον νεώτερο κόσμο, αρχής γενομένης από τη μετάβασή του από τη φεουδαρχία στον ανθρωποκεντρισμό, που, κατά τον Κοντογιώργη, είναι κατ’ εξοχήν έργο του ελληνικού κοσμοσυστήματος.
Μέσα στο πέρασμα του χρόνου, και ιδίως στη διάρκεια της οικουμενικής φάσης του ελληνικού κοσμοσυστήματος, η έννοια του έθνους θα εξελιχθεί, θα ενσωματώσει διάφορα στοιχεία, συνακόλουθα με τις μεταμορφώσεις του ελληνισμού και τον ρόλο του στην Ιστορία, θα γίνει δε χωνευτήρι των εθνοτήτων οι οποίες έρχονταν σε επαφή μαζί του, χωρίς να τις καταργεί. Στο πλαίσιο αυτό, το ελληνικό Έθνος, κατά τον συγγραφέα, θα οικειοποιηθεί την «ρωμιοσύνη» και τον «Χριστιανισμό».
Ο Χριστιανισμός θα αποτελέσει αντικείμενο οικειοποίησης από τις ελληνικές κοινωνίες και θα εγγραφεί ως συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Συνεκτική σταθερά αυτής της σύνθεσης θα αποτελέσει η ελληνικότητα, την οποία τροφοδοτεί η γλώσσα, στην οποία αποτυπώνεται η Παιδεία και ο ανθρωποκεντρικός τρόπος του βίου. Η Ορθοδοξία αποτελεί την ελληνική εκδοχή του Χριστιανισμού, με την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο. Μέσα από τους χριστιανικούς συμβολισμούς επιβιώνει ολόκληρη η αρχαία ελληνική αντίληψη για τη θρησκεία. [ ]
Σταματώ εδώ τη συνοπτική σταχυολόγηση των απόψεων του Γιώργου Κοντογιώργη, που νομίζω ότι απαντούν σε μερικά από τα κρισιμότερα ερωτήματα που θέτει η παρούσα διαμάχη. Και οφείλω να επισημάνω ότι αποτελούν ένα μικρό, αν και καίριο, μέρος της συνολικής άποψης του συγγραφέα, ο οποίος μας αποκαλύπτει τη σημασία και το μέγεθος μιας κρυμμένης ουσιαστικά αλήθειας, που για μας τους Έλληνες έχει, ειδικά σήμερα, ζωτική σημασία. Μιας αλήθειας που θα έπρεπε να είναι θεμέλιο αυτογνωσίας και πυξίδα εθνικής ανασύνταξης και πορείας. Ένα είναι το συμπέρασμα της ανάγνωσης αυτής του ελληνισμού: Ότι εισήλθε στη νεώτερη εποχή οπισθοδρομώντας ανθρωποκεντρικά –δηλαδή από την άποψη του κεκτημένου των ελευθεριών–, προτάσσοντας όχι το επιχείρημα της προόδου αλλά του εξευρωπαϊσμού. Το ζήτημα δεν ήταν προφανώς να μην οδηγηθεί ο ελληνισμός στον νεώτερο εθνοκεντρικό κόσμο, αλλά να διατηρήσει το ανθρωποκεντρικό του κεκτημένο και την ηγέτιδα θέση που κατείχε στον κόσμο, παρόλο που τελούσε υπό συνθήκες εθνικής ομηρείας στους Οθωμανούς. Αντί όμως να απελευθερωθεί εθνικά και να ενσωματώσει, ως εκ τούτου, τις ανθρωποκεντρικές (ελευθεριακές, δημοκρατικές κ.λπ.) του κατακτήσεις, ο ελληνισμός περιήλθε στην κυριαρχία ενός εθνικού κράτους κατοχής, που, όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για την εθνική ολοκλήρωση, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αλλά και διακατέχονταν από την αποκλειστική αγωνία να διατηρήσει την ελληνική κοινωνία σε κοινωνική και πολιτική ομηρία.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι γνωστές-άγνωστες πονηρές δυνάμεις που βασίζονται στην αμάθεια και την αφέλειά μας κατάφεραν να επιβάλουν στην κοινή γνώμη και στην Πολιτεία τις απόψεις εκείνες που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους και που στηρίζονται στη συστηματική καλλιέργεια του συνδρόμου της κατωτερότητας του σύγχρονου Έλληνα απέναντι στην ανωτερότητα των ξένων, που εκπροσωπούν ποικιλοτρόπως. Όπως λένε, και με το μαστίγιο και με το καρότο. Σήμερα είναι φανερό ότι τα καρότα είναι τόσο άφθονα, ώστε η γενίκευση της χορτοφαγίας τείνει να μας μεταβάλει σε μηρυκαστικά. Εάν υπάρχουν ακόμα πολίτες που έχουν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο αλλά και την ντροπή από την ολοκληρωτική μετατροπή των Ελλήνων σε ζώα ελεύθερης βοσκής, ας αντιδράσουν όσο είναι καιρός…
Έχω πει και άλλοτε ότι οι Δυτικοευρωπαίοι μάς μεταχειρίστηκαν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Έτσι, άλλοτε μας βοήθησαν και άλλοτε μας χτύπησαν. Αν το δει κανείς από τη σκοπιά τους, είχαν δίκιο, γιατί πάνω απ’ όλα έβαζαν την χώρα τους και μετά τους άλλους. Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι η στάση ορισμένων δικών μας, που δένονται με τον ένα ή τον άλλο, είτε αυτοί είναι πολιτικοί είτε διανοούμενοι. Ότι θα πρέπει να εκτιμάμε τα θετικά που έχουν οι ξένοι, είναι αυτονόητο. Και όχι μόνο να τα εκτιμάμε αλλά κι ακόμα να τα θαυμάζουμε (όσα και όποια είναι άξια σεβασμού) και να προσπαθούμε να επωφεληθούμε απ’ αυτά. Δίχως όμως να γινόμαστε δορυφόροι του ενός ή του άλλου, ειδικά σε θέματα εθνικής πολιτικής, είτε σε ζητήματα ιδεών, διανόησης και Τέχνης.
Για να μπορέσουμε όμως να το κάνουμε αυτό, πρέπει να διαθέτουμε το δικό μας εθνικό έρεισμα, εκτόπισμα και βάρος, που να κρατά σταθερά, ώστε να μη γινόμαστε, στο πρώτο αεράκι που θα φυσήξει, άβουλοι, απρόσωποι χαρταετοί στα χέρια των ξένων. Δεν βαρεθήκαμε πια να ακολουθούμε τυφλά πότε τον ένα και πότε τον άλλο και στο τέλος να εισπράττουμε καρπαζιές; Είτε να αναμασάμε τις ιδέες του ενός, τις απόψεις του άλλου και τα θέσφατα ενός τρίτου, βασικά Ευρωπαίου, και μάλιστα για θέματα που μας αφορούν, όπως είναι η εθνική μας καταγωγή και η πολιτιστική μας ταυτότητα; Ή το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι η Ελλάδα υπάρχει πριν την Επανάσταση; Κι ότι τέλος, υπάρχουν τεκμήρια που δεν δέχονται καμιά αμφισβήτηση, όπως η συνέχεια του Ελληνισμού μέσω της Ελληνικής γλώσσας, που φυσικά όσοι την μιλούσαν δεν μπορεί παρά να ήταν Έλληνες, έστω και κατά την παιδείαν, όπως πίστευε ο Ισοκράτης;
Ας πω, έστω, ότι αυτός υπήρξε ο μεγάλος νεοελληνικός μας μύθος (όπως οι Μύθοι οι πλαστουργοί που προανέφερα), στον οποίο οφείλεται ό,τι καλό έγινε έως σήμερα στην πατρίδα μας.
Εάν, όπως ισχυρίζονται, δεν υπήρχε Ελλάδα πριν το ’21, τότε ποιοι έκαναν την επανάσταση; Τι ήταν ο Ρήγας Φεραίος, ο Κοραής, ο Διονύσιος Σολωμός και τόσοι άλλοι; Ποια γλώσσα μιλούσαν και τι πίστευαν οι ίδιοι για την συνέχιση της Ελληνικότητας και του Ελληνικού Έθνους;
Σ’ αυτούς τους άξονες πιστεύω ότι θα πρέπει να εστιασθεί η εκπαιδευτική μας προσπάθεια, προκειμένου οι νέες γενιές να αποκτήσουν τα ηθικά κυρίως ερείσματα που θα τους κάνουν μεθαύριο ολοκληρωμένους πολίτες, έτοιμους να αντιμετωπίσουν την θύελλα της παγκοσμιοποίησης από θέση ισχύος, που μπορεί να τους χαρίσει μόνο η αίσθηση ότι ανήκουν στον δικό τους κορμό, με τις δικές τους ρίζες και ιδιαιτερότητες. Με τη δική τους ταυτότητα, του ολοκληρωμένου Έλληνα, που είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει ισότιμα τους άλλους, σε μια διεθνή συγκυρία που απειλεί να ισοπεδώσει τα πάντα, ξεκινώντας από τις πολιτισμικές και εθνικές ιδιαιτερότητες, ώστε όλοι και όλα να μεταβληθούν σε μια άμορφη και άβουλη μάζα στη διάθεση των ισχυρών της Γης.
Αθήνα, Απρίλιος 2007
1 ΣΧΟΛΙΟ
Ανεπανάληπτος Θεοδωράκης!
Διδασκόμαστε νηφαλιότητα απ΄τον νηφάλιο Μουσικοσυνθέτη.
Βέβαια, ΜΗΔΕΝΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΖΕ.(Σόλων ο Αθηναίος,ιστορία-Ηρόδοτος).