Αρχική » Who paid the piper? της Frances Stonor Saunders

Who paid the piper? της Frances Stonor Saunders

από admin

του Θανάση Μπούνταλη

Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το Who paid the piper? ως ένα σύγγραμμα “πολιτιστικό”, με μια όμως ιδιαίτερη έννοια: ερευνά μια από τις λιγότερο γνωστές πτυχές του ψυχρού πολέμου, τον “πολιτιστικό ψυχρό πόλεμο” (kulturkampf) που διεξήχθη από την δεκαετία του ’50 έως και την δεκαετία του ’70. Η Saunders κάνει μια εντυπωσιακή κατάδυση σε πρωτογενές αρχειακό υλικό (διασκορπισμένο σε τριάντα συλλογές), το οποίο συνδυάζει με συνεντεύξεις των κυριοτέρων πρωταγωνιστών της ιστορίας. Την έρευνά της συμπληρώνουν άλλες δευτερογενείς πηγές, όπως δημοσιεύματα εφημερίδων, βιβλία, απομνημονεύματα κλπ.

Μέσα από την έρευνα αυτή, η Saunders μας εξιστορεί πώς, κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οι Αμερικανοί διαπίστωσαν τον κίνδυνο να “κυλήσει” η (μέχρι τότε ναζιστική) γερμανική πνευματική ελίτ προς τον νέο εχθρό, τον Σοβιετικό κομμουνισμό και πώς οδηγήθηκαν στην απόφαση ότι ένας ιδεολογικός πόλεμος ήταν αναγκαίος για να προσεταιριστούν τους Γερμανούς διανοουμένους. Εν συνεχεία, αφού ο παραπάνω κίνδυνος είχε αποσοβηθεί, η νεοσύστατη CIA, έκρινε ότι εξίσου σπουδαίος ήταν και ο κίνδυνος προσανατολισμού της ευρωπαϊκής Αριστερής διανόησης προς το σοβιετικό μπλοκ, ή ακόμα χειρότερα προς την ουδετερότητα (όπως π.χ. διακήρυττε ο Sartre). Έτσι, με βάση την πρότερη γερμανική εμπειρία, η CIA αποφάσισε να διεξάγει έναν μεγάλης έκτασης πολιτιστικό και ιδεολογικό πόλεμο ώστε να κατευθύνει αυτήν την διανόηση προς την πιο βολική “μη κομμουνιστική αριστερά” (ή “δημοκρατική αριστερά”) και προς την σοσιαλδημοκρατία. Αποφασίστηκε η σύσταση μιας “Δημοκρατικής κομινφόρμ” (η Saunders χρησιμοποιεί το λογοπαίγνιο “Deminform”), η οποία επιπλέον θα αναλάμβανε να καλύψει το πολυετές κενό με τον πιο εξελιγμένο Σοβιετικό μηχανισμό πολιτιστικής προπαγάνδας.

Στο βιβλίο περιγράφεται “εκ των έσω” το κύριο όπλο το οποίο διεξήγαγε αυτόν τον πόλεμο, το Κονγκρέσο για την Πολιτιστική Ελευθερία (Congress for Cultural Freedom), μια αντικομμουνιστική πολιτιστική οργάνωση της CIA, με ναυαρχίδα της το λογοτεχνικό περιοδικό Encounter. Στο ζενίθ του το Κονγκρέσο “είχε γραφεία σε τριανταπέντε χώρες, δεκάδες προσωπικού, εξέδιδε πάνω από είκοσι περιοδικά, οργάνωνε καλλιτεχνικές εκθέσεις, είχε στην κατοχή του μια ειδησεογραφική υπηρεσία, οργάνωνε διεθνή συνέδρια κύρους και αντάμειβε μουσικούς και καλλιτέχνες με βραβεία και παραστάσεις“. Με λεπτομέρεια περιγράφεται το “ξέπλυμα” της χρηματοδότησης από διάφορα ιδρύματα ώστε να αποκρύπτεται ο ρόλος της CIA, εκ των οποίων άλλα ήταν υπαρκτά (όπως το Ίδρυμα Ford) και άλλα ήταν απλώς βιτρίνες (όπως το Ίδρυμα Farfield). Οι αναλογίες των παραπάνω Ιδρυμάτων με τις σημερινές “μη κυβερνητικές οργανώσεις” είναι ιδιαιτέρως επίκαιρες.

Πέρα από τα στελέχη της CIA (με προεξάρχοντα τον Michael Josselson) που γνώριζαν επακριβώς το τι συνέβαινε, μέσα στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν αριστεροί και δεξιοί διανοούμενοι που συνυπήρξαν στις παραπάνω οργανώσεις, χρηματίζοντας ως αδρά αμειβόμενα στελέχη τους: ο συγγραφέας Arthur Koestler, ο ποιητής Stephen Spender, o συγγραφέας και δημοσιογράφος Irving Kristol, o ιστορικός Arthur M. Schlesinger Jr., o εκδότης Melvin Lasky, ο συνθέτης Nicolas Nabokov, κ.ά. Η Saunders καταγράφει τις σκληρές προσπάθειες που επί χρόνια κατέβαλλαν όλοι αυτοί οι διανοούμενοι για να μην αντιληφθούν την πραγματικότητα, καθώς και την “αγανάκτησή” τους όταν τελικά αποκαλύφθηκε ποιος ήταν αυτός που τους εξασφάλιζε την πολυέξοδη κοσμοπολίτικη ζωή που απολάμβαναν. Η λεπτή ειρωνία με την οποία η συγγραφέας περιγράφει την ηθελημένη αφέλεια ανθρώπων που υποτίθεται ότι βλέπουν κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, είναι συνάμα απολαυστική όσο και ανησυχητική όταν κάνουμε συγκρίσεις με τους σημερινούς κρατικούς διανοούμενους.

Αν και το βιβλίο της Saunders ασχολείται κυρίως με τα τεκταινόμενα στα άδυτα του Κονγκρέσου και της CIA, δεν παραλείπει να σκιαγραφήσει συνοπτικά και τις επιπτώσεις αυτού του kulturkampf στην Τέχνη και στον Πολιτισμό. Σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια “τέχνη της ελευθερίας” αντιδιαμετρικώς αντίθετη στον αυστηρώς στυλιζαρισμένο σοσιαλιστικό ρεαλισμό που επέβαλλε ο Στάλιν, προωθήθηκε το ανηλεές σπάσιμο κάθε φόρμας. Στα εικαστικά (και με την συμβολή ιδιωτικών συλλογών όπως του Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης και του Guggenheim) προωθήθηκαν καλλιτέχνες του “αφηρημένου εξπρεσιονισμού” όπως ο Jackson Pollock και ο Mark Rothko. Στην μουσική (μέσα από πανάκριβες περιοδείες της Συμφωνικής της Βοστόνης και της Φιλαρμονικής της Βιέννης) προωθήθηκε η δωδεκατονική μουσική του Arnold Schoenberg και του John Cage. Στον αγώνα για ελευθερία της έκφρασης, τεχνοτροπίες που επελέγησαν ως “ελεύθερες” επεβλήθησαν ως καθεστωτικές, ενώ πολλοί “κλασικίζοντες” καταδικάζονταν στο γκουλάγκ της αφάνειας.

Από μεθοδολογικής πλευράς, το Who paid the piper? στηρίζεται στην αρχειακή έρευνα. Είναι ένα πρωτογενές ιστορικό έργο, που φέρνει στο φως άγνωστες πτυχές του ψυχρού πολέμου με άρτια ιστορική μεθοδολογία και θεμελίωση. Επιπλέον όμως, διακρίνεται και από διεξοδική ανάλυση του υλικού αυτού, καταφέρνοντας να φωτίσει τα κίνητρα και την σκέψη πίσω την δράση μεμονωμένων ατόμων αλλά και ολόκληρων οργανισμών. Στην ανάλυσή της αυτή, η Saunders είναι μετρημένη: ενώ παρουσιάζει τον σημαντικό ρόλο της CIA στην προώθηση διαφόρων καλλιτεχνικών ρευμάτων, υπογραμμίζει ότι αυτά προϋπήρχαν και δεν ισχυρίζεται ότι αυτά επεκράτησαν εξαιτίας αυτής της προώθησης. Το τι θα συνέβαινε χωρίς αυτή την προώθηση είναι ένα υποθετικό ερώτημα στο οποίο ο αναγνώστης αφήνεται να απαντήσει μόνος του.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε πολλά σημεία ο αναγνώστης υφίσταται μια αναπόφευκτη “υπερφόρτωση” πληροφοριών, λόγω του μεγάλου αριθμού των προσώπων που περνούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Πρόσωπα με τα οποία γνωριζόμαστε κατά την διάρκεια της ανάγνωσης, και που για να κατανοήσουμε καλύτερα σε όλη την διαδρομή τους ίσως να χρειαστούμε ένα “δεύτερο πέρασμα”. Βεβαίως, εδώ βοηθάει το γλαφυρό ύφος της συγγραφέως που αναλαμβάνει να διευκολύνει την γνωριμία με τους ήρωες, και να μεταμορφώσει ένα ιστορικό έργο σε οιονεί λογοτεχνικό. Χρησιμοποιώντας την συγκεκαλυμμένη ειρωνεία, το χιούμορ και τις αναφορές στην προσωπική τους ζωή, διεισδύει στους χαρακτήρες κάνοντάς τους πιο οικείους και κατανοητούς.

Συνοψίζοντας, το Who paid the piper? αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό ιστορικό έργο για την κατανόηση μερικών από τις παραμέτρους που διαμόρφωσαν την Δυτική τέχνη και πολιτισμό του ύστερου 20ου αιώνα, παράλληλα όμως αποτελεί και ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ