Αρχική » Μια νέα συνεργασία για την εθνική κυριαρχία

Μια νέα συνεργασία για την εθνική κυριαρχία

από admin

της Βαντάνα Σίβα
δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 70

Η συζήτηση περί της υπέρβασης των συνόρων και της κατάργησης του έθνους-κράτους έχει γίνει του συρμού. Παρ’ όλα αυτά, η σταδιακή απομάκρυνση από μια εποχή κατά την οποία η κυριαρχία αποτελούσε μονοπώλιο του έθνους-κράτους με κανέναν τρόπο δεν συνεπάγεται και το τέλος της έννοιας της κυριαρχίας. Στην πραγματικότητα, το τέλος της συγκεντρωτικής έννοιας της εθνικής κυριαρχίας δημιουργεί μια νέα δυνατότητα για να επαναπροσδιοριστεί και να επανεπιβεβαιωθεί η έννοια μιας εθνικής κυριαρχίας που διαχέεται στον λαό τον οποίο αφορά, και τις κοινότητες που τον απαρτίζουν.

Τι είναι ένα Έθνος; Το Σάκτι (η ενέργεια) των εκατομμυρίων που το απαρτίζουν.
Τι είναι ένα έθνος; Τι συγκροτεί τη μητέρα-πατρίδα μας; Δεν είναι ένα κομμάτι γη, ούτε σχήμα λόγου, ούτε αποκύημα της φαντασίας. Είναι ένα παντοδύναμο Σάκτι, αποτελούμενο από τα Σάκτι (την ενέργεια) όλων των εκατομμυρίων μονάδων που φτιάχνουν ένα έθνος… συμπυκνωμένα σε μια μάζα ισχύος και σφυρηλατημένα σε μια ενότητα. Το Σάκτι που αποκαλούμε Ινδία, το Μπαγουάνι Μπαράτι (Bhawani Bharati), είναι η ζώσα ενότητα των Σάκτι 300 εκατομμυρίων ανθρώπων (τώρα πια 900).
Σρι Αουρομπίντο

Η παγκοσμιοποίηση έχει καταστήσει απόλυτα ρευστή τη σχέση μεταξύ της κοινότητας, του κράτους και των επιχειρήσεων. Έχει ενισχύσει την ασυδοσία των επιχειρήσεων, κατοχυρώνοντας την πρωτοκαθεδρία τους, ενώ ταυτόχρονα διαβρώνει τις δυνάμεις και τις ελευθερίες των ανθρώπων σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, το ίδιο το κράτος υφίσταται έναν τεράστιο μετασχηματισμό και γίνεται μονόπλευρο, αντιπροσωπεύοντας μάλλον τα συμφέροντα των επιχειρήσεων παρά εκείνα του πολίτη και των κοινοτήτων.

Ο κρατικός προστατευτισμός, που είχε υπονομεύσει παλιότερα τις κοινότητες, τώρα υπονομεύεται ο ίδιος από τις επιχειρήσεις. Και αυτή η διαδικασία βρίσκεται στην καρδιά της παγκοσμιοποίησης. Ενώ ο ρόλος του κράτους στη ρύθμιση των εμπορικών συμφερόντων και των επιχειρήσεων όλο και μικραίνει, ο ρόλος του στη διεύρυνση των επιχειρηματικών δικαιωμάτων και μονοπωλίων μεγαλώνει. Η υπονόμευση από τα πάνω της δικαιοδοσίας του έθνους-κράτους δεν ενισχύει την κοινωνία, αλλά τις επιχειρήσεις. Δεν μεταφέρει τις εξουσίες προς τα κάτω, παραδίδοντάς τις στα χέρια των κοινοτήτων, αλλά προς τα πάνω, στις αίθουσες συνεδριάσεων των επιχειρήσεων. Αυτό δημιουργεί ένα αντεστραμμένο κράτος, ένα κράτος δεσμευμένο περισσότερο στην προστασία ξένων επενδύσεων και λιγότερο στην προστασία των πολιτών και των κοινοτήτων που αποτελούν τη χώρα. Στην πραγματικότητα, οι πολυεθνικές και οι διεθνείς οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, επωφελούνται από αυτόν τον μετασχηματισμό, κι έτσι τον προωθούν, επιστρατεύοντας εύηχους όρους όπως «φιλελευθεροποίηση της οικονομίας» και «ελεύθερο εμπόριο».

Καθώς η παγκοσμιοποίηση επιτρέπει την εντεινόμενη ιδιωτικοποίηση των πόρων, αφαιρώντας τους από τη δικαιοδοσία του κράτους ή των κοινοτήτων,  η δυσαρέσκεια και οι αντιδράσεις πυκνώνουν, δυναμιτίζοντας την τάξη των κοινωνιών. Σ’ αυτήν την κατάσταση, ακόμα κι ένα ελάχιστο κράτος, που περιορίζει τις δικαιοδοσίες του απλώς στην τήρηση του νόμου και της τάξης, διογκώνεται απελπιστικά, κατατρώγοντας τον πλούτο της κοινωνίας και εισβάλλοντας σε κάθε πτυχή του βίου των πολιτών του.

Για τους πολίτες και τις κοινότητες, η διάβρωση της κρατικής εξουσίας συνεπάγεται την υπονόμευση δύο μορφών προστατευτισμού. Η πρώτη, αφορά τις παρεμβάσεις του κράτους ώστε να ρυθμίζει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, προκειμένου να διαφυλάξει την υγεία και την ευημερία του λαού, αλλά και το περιβάλλον.
Η δεύτερη αφορά την προστασία των εθιμικών δικαιωμάτων πάνω στη φύση, τη γνώση και τις ιδιαίτερες παραδόσεις, τα οποία παίζουν πολύ ουσιαστικό ρόλο στη διασφάλιση της ευημερίας και της επιβίωσης ιδιαίτερα των περιθωριακών κοινωνικών ομάδων και κοινοτήτων όπως είναι οι γυναίκες, οι ιθαγενικές κοινότητες, οι ακτήμονες και οι μικροκαλλιεργητές, οι ψαράδες, οι πρακτικοί γιατροί και οι χειροτέχνες.

Νέες μορφές «Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας», οι οποίες βασίζονται στα συμφέροντα των πολυεθνικών επιχειρήσεων και τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές πραγματικότητες των βιομηχανοποιημένων δυτικών κοινωνιών, παίζουν κεντρικό ρόλο στην καταστροφή των παραδοσιακών κοινοτήτων, καθώς αίρουν τα εθιμικά δικαιώματα που απολάμβαναν πάνω στους πόρους, την τεχνογνωσία, τις παραγωγικές τεχνικές κ.ο.κ. Τα «Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας», περισσότερο από κάθε άλλη πτυχή των διεθνών συμφωνιών για το ελεύθερο εμπόριο, καθιστούν σαφές το πέρασμα από τον κρατικό στον επιχειρηματικό προστατευτισμό και διασφαλίζουν την άρση οποιασδήποτε νομικής προστασίας των πολιτών και των κοινοτήτων.

Στην πραγματικότητα, η άρση της προστασίας των παραδοσιακών κοινοτήτων, η οποία διασφαλιζόταν μέσω των εθιμικών δικαιωμάτων πάνω στη βιοποικιλότητα, την παραδοσιακή γνώση και τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής, τις αφήνει εκτεθειμένες στη λεηλασία των πόρων και των γνώσεών τους από τα επιχειρηματικά συμφέροντα τα οποία, μέσω των «Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας», επιζητούν να αποκτήσουν μονοπώλιο πάνω στον φυσικό και τον διανοητικό τους πλούτο.

Ακόμα και μεταξύ όλων αυτών που υποστηρίζουν τα εθιμικά δικαιώματα των κοινοτήτων έχει προκύψει μία διχογνωμία έναντι της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης και της συνακόλουθης υποβάθμισης των εξουσιών του έθνους-κράτους. Απ’ τη μια πλευρά στέκουν όσοι υποστηρίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μία αναπόφευκτη και φυσιολογική εξελικτική διαδικασία της ανθρωπότητας. Αυτή η άποψη συχνά αποκαλείται το «Σύνδρομο του Μονόδρομου», δηλαδή ότι δεν υφίσταται καμία εναλλακτική λύση έναντι της παγκοσμιοποίησης.

Από την άλλη, υπάρχει η άποψη που λέει ότι η υπονόμευση του έθνους κράτους δεν συνεπάγεται την έκλειψη της κυριαρχίας, αλλά αντίθετα δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε μία νέα αντίληψη περί της εθνικής κοινότητας, θεμέλιο της οποίας θα αποτελεί η αυτοδιεύθυνση των ανθρώπων.

1. Η υποστήριξη της επιχειρηματικής παγκοσμιοποίησης 
Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις που καταλήγουν στην υποστήριξη της επιχειρηματικής παγκοσμιοποίησης. Η πρώτη τη θεωρεί ως ένα φυσιολογικό εξελικτικό βήμα, το οποίο ακολουθεί το μοντέλο της υπό τις ευλογίες της Παγκόσμιας Τράπεζας κρατικής «ανάπτυξης», που κυριαρχούσε στον πλανήτη κατά τα τελευταία 50 χρόνια. Στα πλαίσιά της, οι αγοραίες κουλτούρες και κοινωνίες θεωρούνται ανώτερες από οποιαδήποτε άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Αυτή η προσέγγιση πηγάζει από τη συνειδητή επιλογή της επιχειρηματικής κυριαρχίας και γι’ αυτό θα την αποκαλέσουμε «συνειδητή επιλογή της παγκοσμιοποίησης».

Η δεύτερη προσέγγιση, μόνον έμμεσα καταλήγει στην υποστήριξη της παγκοσμιοποίησης. Αυτή υιοθετείται κυρίως από τις τοπικές κοινότητες, εκείνες που έχουν γνωρίσει και αντιμετωπίσει μόνον την καταπίεση από τις κρατικές δομές της εξουσίας, κατά τη διάρκεια της αποικιακής και της «αναπτυξιακής» εποχής. Υποστηρίζει την παγκοσμιοποίηση μόνο και μόνο επειδή αυτή περιορίζει την κρατική ισχύ. Παρ’ όλα αυτά, η προσέγγιση αυτή, η οποία ξεκινά με την πρόθεση να ενισχύσει την αυτονομία των κοινοτήτων, καταλήγει να υποστηρίζει την περαιτέρω υπονόμευση της εξουσίας τους, αποδεχόμενη μία διαδικασία η οποία επιβάλλει την επιχειρηματική κυριαρχία πάνω στις ζωές των ανθρώπων. Γι’ αυτό, ονομάζουμε αυτή την προσέγγιση «έμμεση στήριξη της παγκοσμιοποίησης».

α) Η συνειδητή υποστήριξη της παγκοσμιοποίησης.

Η «συνειδητή υποστήριξη της παγκοσμιοποίησης» αποδέχεται την ελεύθερη ροή πόρων και τεχνογνωσίας από τον πλούσιο γενετικά Νότο στον πλούσιο σε κεφάλαια Βορρά. Στην Ινδία, όπως και σ’ όλες τις κυβερνήσεις του Νότου, οι τεχνοκράτες που υποστηρίζουν αυτή την προσέγγιση βάζουν στο κέντρο αυτής της διαδικασίας τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Θεωρούν ότι τα «Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας» και οι πατέντες πάνω στη ζωή αποτελούν αναπόφευκτα προϊόντα της προόδου, ενώ απορρίπτουν ως «αντι-οικονομικές» όλες εκείνες τις εθιμικές πρακτικές χρησιμοποίησης της βιοποικιλότητας για την υγεία και την διατροφή των παραδοσιακών κοινοτήτων. Η «συνειδητή υποστήριξη της παγκοσμιοποίησης» εγκρίνει την απαλλοτρίωση του κοινωνικού πλούτου και της κοινωνικής δημιουργικότητας από τις πολυεθνικές, θεωρώντας ότι «προσθέτει αξία» στον οικονομικό τομέα και ότι τροφοδοτεί τις «καινοτομίες» στον επιστημονικό τομέα.

Το Περιεκτικό Πλαίσιο για την Πρακτική Οικολογική γνώση, του Δρ. Μάντχαβ Γκατζίλ, δηλώνει ξεκάθαρα ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις κατέχουν τις δυνάμεις εκείνες που είναι απαραίτητες προκειμένου να εκμεταλλευτούμε στο μέγιστο τους γενετικούς μας πόρους.

Σύμφωνα μ’ αυτό, οι γενετικοί μας πόροι δεν έχουν καμία αξία από μόνοι τους, όντας έξω από την οικονομική σφαίρα. Για να εισέλθουν όμως σ’ αυτή, απαιτούνται επιστημονικές και τεχνολογικές υποδομές οι οποίες βρίσκονται πέρα από τις παρούσες δυνατότητες της ινδικής βιομηχανίας, των κρατικών εργαστηρίων, των πανεπιστημίων και των ερευνητικών ινστιτούτων. Από την άλλη, πολλές πολυεθνικές κατέχουν τα οικονομικά και τα τεχνολογικά μέσα ώστε να παράγουν προστιθέμενη αξία από τους «ακατέργαστους» γενετικούς μας πόρους.

Η προσέγγιση ότι οι γενετικοί πόροι δεν έχουν από μόνοι τους καμία αξία, ότι ο τρόπος με τον οποίο τους χρησιμοποιούμε σε τοπικό και εθνικό επίπεδο δεν «προσθέτει αξία», ουσιαστικά απαξιώνει τόσο τη βιοποικιλότητα που μας έχει δωρίσει η φύση όσο και τις δυνατότητες της παραδοσιακής γνώσης. Με το να προσδιορίζει τη βιοιποικιλότητα ως «ακατέργαστους γενετικούς πόρους», η έκθεση του δρ. Γκαντζίλ υπονομεύει τόσο την προστασία τους, όσο και τον δημόσιο, κοινωνικό τους χαρακτήρα. Το θεμέλιο της προστασίας της βιοποικιλότητας έγκειται στην αναγνώριση της ενδογενούς αξίας όλων των μορφών ζωής και των βιολογικών ειδών. Η υπόθεση ότι οι γενετικοί πόροι δεν έχουν καμία αξία από μόνοι τους πηγαίνει ενάντια σ’ αυτήν τη θεμελιώδη αρχή.

Σε αυτά τα πλαίσια, οι τοπικές κοινότητες περιορίζονται στον ρόλο του «φύλακα της βιοποικιλότητας» και του «παραγωγού πληροφοριών». Από εκεί και πέρα, αυτός ο πλούτος περνάει στα χέρια των πολυεθνικών, οι οποίες θα δώσουν ένα μικρό αντίτιμο στους «γιους και τις κόρες της Ινδίας, που διαφύλαξαν τη σπουδαία γενετική κληρονομιά τους».

Αυτή η προσέγγιση αγνοεί το γεγονός ότι στις περισσότερες κοινωνίες, και ιδιαίτερα στον Τρίτο Κόσμο, οι πόροι της βιοποικιλότητας ανήκουν σε όλους. Πρόκειται για ζωντανούς πόρους, οι οποίοι επηρεάζουν και επηρεάζονται από τις κοινότητες σ’ ένα καθεστώς αρμονίας. Επίσης, η γνώση αυτής της βιοποικιλότητας, αλλά και η χρησιμοποίησή της, θεωρούνταν κοινή για όλους και ανταλλάσσονταν ελεύθερα, τόσο στο εσωτερικό όσο και μεταξύ των κοινοτήτων. Οι καινοτομίες βασίζονταν σε μία συσσωρευμένη γνώση, που πήγαζε από την πρακτική αιώνων, και με τον καιρό επέστρεφαν σ’ αυτήν την δεξαμενή, η οποία έχει συμβάλει τα μέγιστα στην παραγωγή της απέραντης ποικιλομορφίας των ιατρικών και των γεωργικών φυτών που υπάρχουν σήμερα στην φύση. Με την εξατομίκευση αυτού που μέχρι πρότινος αποτελούσε προϊόν της μακρόχρονης κοινοτικής πρακτικής, αυτή η προσέγγιση χρησιμοποιεί την παγκοσμιοποίηση για να διαρρήξει τη συνοχή των κοινοτήτων, στρέφοντας τόσο τα άτομα εναντίον των κοινοτήτων, όσο και τη μία κοινότητα εναντίον της άλλης.


β) Η έμμεση υποστήριξη της παγκοσμιοποίησης

Οι υποστηρικτές της τοπικής αυτονομίας μπορούν να καταλήξουν να υποστηρίζουν την παγκοσμιοποίηση επειδή δεν κατανοούν ότι –πέρα από την κρατική εξουσία– και η επιχειρηματική κυριαρχία υπονομεύει εξίσου καίρια τη διαδικασία της αυτοδιεύθυνσης. Μπορεί όσοι εντάσσονται σ’ αυτήν την κατηγορία να αναγνωρίζουν την αξία των παραδοσιακών γνώσεων, να απαιτούν τον σεβασμό τους και να απορρίπτουν το καθεστώς των «Δικαιωμάτων πνευματικής Ιδιοκτησίας» και τις πατέντες.

Παρ’ όλα αυτά, αποτυγχάνουν να διαγνώσουν την υποκατάσταση του συγκεντρωτικού έθνους κράτους από μία εκτεταμένη επιχειρηματική εξουσία, γιατί προσεγγίζουν το ζήτημα της αυτοδιεύθυνσης μονόπλευρα, μόνον εναντίον του κράτους, και διακηρύττουν την ανάγκη της απελευθέρωσης από αυτό. Δεν βλέπουν ότι μία τόσο παρωχημένη προσέγγιση της αυτοδιεύθυνσης ανοίγει τον δρόμο σε μία διαδικασία όπου η επιχειρηματική εξουσία αποστερεί οποιοδήποτε μέσο αυτοδιεύθυνσης από τους πολίτες και τις κοινότητες.

Σε καθεστώς απουσίας οποιασδήποτε εθνικής ρύθμισης που θα ελέγχει την επιχειρηματική δραστηριότητα, στο κενό αλληλεγγύης μεταξύ των κοινοτήτων που προκαλεί η κατάρρευση της νομικής τους προστασίας, οι πολυεθνικές μπορούν πλέον να συνδιαλέγονται προνομιακά με την κάθε μια κοινότητα, δημιουργώντας έχθρες και ανταγωνισμούς μεταξύ τους. Γι’ αυτό και οι πολυεθνικές που ασχολούνται με την γενετική μηχανική μπορούν να προχωρήσουν σε απευθείας συμφωνίες με τους εκπροσώπους των τοπικών κοινοτήτων, παρακάμπτοντας το εθνικό και το παγκόσμιο νομοθετικό πλαίσιο. Οι πολυεθνικές επιθυμούν την άρση οποιασδήποτε ρύθμισης αποσκοπεί στο να προστατεύσει τους μικρούς παραγωγούς, προκειμένου να κατασπαράξουν το σύνολο των πόρων και των αγορών.

Αντί να επικεντρωθούν στη διαμόρφωση και την ανάπτυξη ιδεών και πολιτικών που θα ανέπτυσσαν σε ομόκεντρους κύκλους την αυτοδιεύθυνση –από το άτομο στην κοινότητα, το χωριό, την περιοχή, κι από εκεί στη χώρα, την περιφέρεια και εντέλει τον πλανήτη– και θα μπορούσαν να συντονίσουν τις διάσπαρτες κοινότητες ώστε να επιβάλουν τον έλεγχό τους στις πολυεθνικές και να διασφαλίσουν την κρατική προστασία, οι υποστηρικτές της άποψης αυτής προτιμούν να συνδέουν απευθείας το τοπικό με το παγκόσμιο, παρακάμπτοντας οποιοδήποτε ενδιάμεσο ρυθμιστικό επίπεδο. Έτσι, καταλήγουν να συνδέουν τις κοινότητες με την παγκόσμια επιχειρηματική εξουσία, δημιουργώντας ρήγμα στη συνοχή τους.

Οι κοινότητες, παρ’ όλο που συχνά είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους, έχουν αναπτύξει θεσμούς που θέτουν όριο στην ιδιωτική εμπορική εκμετάλλευση των πόρων και της γνώσης. Τα όρια στα επιχειρηματικά συμφέροντα είναι αυτά που έχουν επιτρέψει να αναπτυχθεί η κοινωνική δημιουργικότητα και η συλλογική καινοτομία. Τα φαινόμενα αυτά στηρίζονται στο γεγονός ότι, στις κοινότητες, κυριαρχεί το καθεστώς των κοινωνικών αγαθών, ενώ, επίσης, η διατήρηση και η ανάπτυξη του πλούτου των εθνικών πόρων βασίζονταν στο ότι οι κοινότητες λειτουργούσαν βάσει της λογικής της βιωσιμότητας. Από την άλλη, οι οικονομίες της αγοράς έχουν ως μοναδικό κίνητρο το κέρδος και μπορούν να λειτουργήσουν μόνο υπό το καθεστώς της απεριόριστης πρόσβασης στους φυσικούς πόρους. Η απεριόριστη πρόσβαση, με την σειρά της, μπορεί να επιτευχθεί μόνον όταν διαρραγεί οριστικά η συνοχή των κοινοτήτων μέσα από την προώθηση της έννοιας του ατομικού συμφέροντος, με την ανάπτυξη των φατριαστικών τάσεων, που τις εμποδίζει να δράσουν από κοινού απέναντι στα συλλογικά ζητήματα.

Η άποψη που υποκαθιστά τα πολλαπλά χωρικά επίπεδα του προστατευτισμού με μία μονοδιάστατη αντίληψη περί της αυτοδιεύθυνσης των κοινοτήτων, αρνούμενη οποιαδήποτε μορφή εθνικής προστασίας των κοινοτήτων έναντι των αρπακτικών εξωτερικών συμφερόντων, καταλήγει εντέλει να συμβάλλει στην υπονόμευση των λαϊκών συμφερόντων και στην ενίσχυση της εξουσίας των πολυεθνικών.

Για παράδειγμα, αντί να υποστηρίζουν ότι η ανισότητα των φύλων θα πρέπει να εξαλειφθεί στο εσωτερικό των κοινοτήτων και ότι οι άντρες και οι γυναίκες θα πρέπει να απολαμβάνουν ισότιμη πρόσβαση στους φυσικούς πόρους και τη γνώση, οι υποστηρικτές αυτής της άποψης θεωρούν ότι, εξαιτίας της αντίθεσης αντρών και γυναικών, δεν υφίσταται κανένα συλλογικό συμφέρον στις κοινότητες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, διευκολύνεται η λεηλασία των κοινοτήτων από τις πολυεθνικές, γεγονός που οδηγεί στην περαιτέρω περιθωριοποίηση τόσο των αντρών όσο και των γυναικών. Παρομοίως, λένε ότι οι ιθαγενικές κοινότητες και οι κοινότητες των μικρών καλλιεργητών είναι εκ των πραγμάτων ανταγωνιστικές, αποτυγχάνοντας έτσι να συλλάβουν την κοινότητα του συμφέροντος που έχουν στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους πάνω στην βιοποικιλότητα και την παραδοσιακή γνώση. Αυτοί οι διαχωρισμοί προετοιμάζουν το έδαφος για τον έλεγχο των πολυεθνικών πάνω στους σπόρους, την επιβολή του συστήματος της πατέντας και των «Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας».

Αυτή η χωριστική λογική, που υπονομεύει οποιαδήποτε ιδέα κοινότητας συμφερόντων και κρατικού προστατευτισμού, συνιστά μία επιδημία που εμφανίζεται κυρίως στις κοινωνίες που σπαράσσονται από θρησκευτικές, εθνικές και φυλετικές συγκρούσεις, όπου οι πολιτικές των ταυτοτήτων και της διαφοράς τις έχουν οδηγήσει σε κατακερματισμό.

2. Η σκοπιά της λαϊκής αυτοδιεύθυνσης
Η φιλοσοφία της άμεσης δημοκρατίας και του πλουραλισμού αναγνωρίζει ότι οι κοινότητες διαφοροποιούνται και έχουν ξεχωριστά συμφέροντα, και γι’ αυτό θα  πρέπει το έθνος να τους δώσει τα μέσα για να αυτοδιευθύνονται και να λαμβάνουν τις κρίσιμες αποφάσεις πάνω στα ζητήματα που τους αφορούν. Αναγνωρίζει επίσης ότι οι μορφές αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι αναποτελεσματικές για να προασπίσουν τα λαϊκά συμφέροντα έναντι της παγκοσμιοποίησης και ότι χρειάζεται η ανανέωση άμεσων μορφών λήψεως αποφάσεων σε ζητήματα που αφορούν τη ζωή τους. Αυτά τα αιτήματα προέκυψαν κατά τη διάρκεια των αγώνων των μικροκαλλιεργητών, αλλά και των ιθαγενικών κοινοτήτων για τον κοινωνικό χαρακτήρα των φυσικών πόρων, τις βιώσιμες μεθόδους παραγωγής κ.ο.κ. Σε συστήματα που χαρακτηρίζονται από πατριαρχική κυριαρχία επί των γυναικών, από μεγάλες αντιθέσεις πόλης και υπαίθρου, και από την παρουσία της αποικιοκρατίας, ο δημοκρατικός πλουραλισμός θα πρέπει να ενσωματώσει όλες εκείνες τις κοινότητες οι οποίες είχαν τοποθετηθεί στο περιθώριο. Κι αυτή η διαδικασία θα αλλάξει το τοπίο τόσο στο εσωτερικό των κοινοτήτων όσο και στη δομή και τα χαρακτηριστικά των κρατικών δομών.

Η φιλοσοφία του δημοκρατικού πλουραλισμού αναγνωρίζει την αντιδημοκρατική φύση του συγκεντρωτικού έθνους-κράτους, πάνω στην οποία βασίστηκε η παρωχημένη εκδοχή του προστατευτισμού. Αλλά ταυτόχρονα, βλέπει ότι ο κύριος αντίπαλος στη ζωή των πολιτών και την δημοκρατία είναι η πλανητική επιχειρηματική εξουσία. Από αυτή την άποψη, ενάντια στις νέες μορφές αποικιοποίησης θα πρέπει να εφευρεθεί ένα νέο περιεχόμενο της εθνικής κυριαρχίας, το οποίο θα διατηρεί στο εσωτερικό του δημοκρατικότερες δομές, που θα είναι σε θέση να συντονίσουν τα εθνικά συστήματα με τις τοπικές κοινότητες, στον αγώνα για τη διαφύλαξη του φυσικού πλούτου, της πνευματικής και διανοητικής κληρονομιάς, αλλά και των μέσων επιβίωσης των πολιτών της χώρας.

Αυτό το μεταρρυθμισμένο κράτος θα πρέπει να βασιστεί στην αποκεντρωτική λογική του Γκάντι περί των «μονίμως διευρυνόμενων, ομόκεντρων, και ποτέ εφαπτόμενων κύκλων». Σε αντίθεση με το κυρίαρχο σήμερα ιεραρχικό μοντέλο, η λογική του Γκάντι έχει να καταθέσει τα ακόλουθα:

Η ζωή δεν θα είναι μια πυραμίδα, με την κορυφή να υποστηρίζεται από τη βάση. Αλλά θα είναι ένας ωκεάνιος κύκλος, κέντρο του οποίου θα είναι το άτομο, που είναι πάντα έτοιμο να προσφέρει τη ζωή του για το χωριό του, το χωριό είναι έτοιμο να προσφέρει στο σύνολο των χωριών, ώσπου, επιτέλους, το όλον να γίνει μια ζωή φτιαγμένη από άτομα, ποτέ επιθετικά μέσα στην αλαζονεία τους, αλλά πάντα ταπεινά, που θα μοιράζονται τη μεγαλοπρέπεια του κύκλου, του οποίου θα αποτελούν αναπόσπαστες ενότητες. Σαν αποτέλεσμα, η έσχατη περιφέρεια δεν θα έχει τη δύναμη να συνθλίψει τον εσωτερικό κύκλο, αλλά θα δίνει δύναμη σε όλους τους εσωτερικούς κύκλους και θα αντλεί τη δική της δύναμη από αυτούς.

Η αυτοδιεύθυνση των κοινοτήτων είναι η βάση για την αυτοδιάθεση του ιθαγενικού πληθυσμού, για το δικαίωμα στις βιώσιμες καλλιεργητικές πρακτικές, για τον δημοκρατικό πλουραλισμό. Αυτό το σχέδιο έχει ήδη ενταχθεί στο ινδικό Σύνταγμα, με τις αλλαγές της 72ης και της 73ης συνταγματικής αναθεώρησης, οι οποίες έχουν αναγνωρίσει το Παντσαγιάτ ως τη βασική μονάδα αυτοδιεύθυνσης και δημοκρατίας στο κοινοτικό επίπεδο. Όταν ένα Παντσαγιάτ, στο Κερίμ της Γκόας, δεν έδωσε στην εταιρεία Ντιπόν την άδεια να εγκαταστήσει τη βιομηχανία της, αιτιολογώντας την απόφασή της με το επιχείρημα ότι η δραστηριότητα της εταιρείας θα ήταν βλαπτική για το περιβάλλον, η κοινότητα αυτή ασκούσε το νόμιμο δικαίωμά της στην αυτοδιεύθυνση.

Τον Φεβρουάριο του 1995, φυλές από διαφορετικά μέρη της Ινδίας μαζεύτηκαν στο Δελχί για να διαδηλώσουν, πιέζοντας την κυβέρνηση να αναγνωρίσει τη διακήρυξη της «αυτοδιεύθυνσής» τους.

Το Εθνικό Μέτωπο για την Αυτοδιεύθυνση των Φυλών, μια πανεθνική ιθαγενική οργάνωση, ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1995 ένα κίνημα κοινωνικής ανυπακοής, για την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος αυτοδιεύθυνσης. Στις 2 Οκτώβρη δήλωσαν:
Παρ’ όλη την ανεξαρτησία, εμείς συνεχίζουμε να κουβαλάμε τον σταυρό της σκλαβιάς για πάρα πολλά χρόνια. Κι άλλες κοινωνικές ομάδες βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Όμως, τώρα που όλα είναι ξεκάθαρα και υπάρχει συναίνεση από πολλούς βουλευτές και εμπειρογνώμονες, η αλλαγή δεν πρέπει να καθυστερήσει. Δεν θα ανεχτούμε κάτι τέτοιο.

Ακόμη κι αλλιώς να είναι τα πράγματα, δεν χρειάζεται να το συζητάμε ιδιαίτερα. Η αυτοδιεύθυνση είναι φυσικό δικαίωμα. Στην ιεραρχία των δημοκρατικών θεσμών, το γκραμ-σάμπα (gram-sabha- λαϊκή συνέλευση στην οποία συμμετέχουν όσοι άντρες και γυναίκες της κοινότητας είναι άνω των 18 ετών) είναι υπεράνω όλων, ακόμη και της Βουλής. Αυτό ακριβώς δίδασκε ο Γκάντι. Δεν θα υπακούμε σε κανέναν νόμο που θέτει σε κίνδυνο την αρχή του γκραμ-σάμπα. Σε κάθε περίπτωση, αποφασίζουμε να εγκαθιδρύσουμε αυτοδιαχείριση, αρχής γενομένης από τις 2 Οκτωβρίου 1995. Από τότε και μετά, θα ελέγχουμε τους πόρους μας και θα ρυθμίζουμε εμείς οι ίδιοι τα θέματα που μας αφορούν.

Στα πλαίσια της αυξανόμενης συγκέντρωσης εξουσίας και κεφαλαίων σε επιχειρηματικά χέρια, μέσα από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, το περιθώριο που έχουν οι κοινότητες να ασκήσουν το δικαίωμά τους για αυτοδιάθεση και αυτοδιαχείριση συρρικνώνεται ταχύτατα. Οι κοινότητες πρέπει να ασκήσουν το δικαίωμά τους στην αυτοδιεύθυνση και να μεταβιβάσουν στο κράτος τις λειτουργίες του περιορισμού της επιχειρηματικής ισχύος. Η επανεφεύρεση του κράτους πρέπει να βασιστεί στην επανεφεύρεση της εθνικής κυριαρχίας. Η εθνική κυριαρχία δεν ενυπάρχει μόνο σε συγκεντρωτικές κρατικές δομές, ούτε εξαφανίζεται όταν οι παρεμβατικές λειτουργίες του κράτους, που αφορούν τους πολίτες του, αρχίζουν να εξασθενούν. Η νέα συνεργασία για την εθνική κυριαρχία χρειάζεται ενδυναμωμένες κοινότητες, που αναθέτουν λειτουργίες στο κράτος για τη δική τους προστασία. Η υπεράσπιση των κοινοτήτων, των πόρων και των τρόπων βιοπορισμού τους, απαιτεί τέτοια καθήκοντα και υποχρεώσεις από τις κρατικές δομές.

Η ανάγκη για την αναζωογόνηση και τη νομική αναγνώριση των κοινοτήτων αποτελεί απαραίτητο βήμα για να επινοήσουμε μορφές προστασίας του λαού. Ο επιχειρηματικός προστατευτισμός έχει επεκτείνει τα νομικά δικαιώματα των πολυεθνικών εις βάρος των δικαιωμάτων των κοινοτήτων. Εμείς, στον αντίποδα, πρέπει να διαμορφώσουμε μία νομική οντότητα για τις κοινότητες, η οποία θα δώσει περιεχόμενο στη δημοκρατική αποκέντρωση που θα βασίζεται στις αρχές του Panchayati Raj (της συνταγματικής προτεραιότητας στην κοινοτική μονάδα του Παντσαγιάτ). Αυτό, με τη σειρά του, θα λειτουργεί με βάση τις gram sabhas (λαϊκές συνελεύσεις) ως την ανώτερη μονάδα λήψεως αποφάσεων. Επιπλέον, αυτή η νομική υπόσταση θα αναγνωρίζει τη διαφοροποίηση των κοινοτήτων και τη δυναμική τους φύση.

Οι κοινότητες είναι κοινότητες επειδή λειτουργούν συνεκτικά και αντιμετωπίζουν από κοινού τις εξωτερικές απειλές, ακόμα και όταν είναι διαχωρισμένες στο εσωτερικό τους φυλετικά, σε κάστες, ταξικά ή θρησκευτικά. Η εξάλειψη αυτών των ανισοτήτων στο εσωτερικό των κοινοτήτων, θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη συνοχή τους.

Τέλος, οι κοινότητες δεν συνιστούν μόνον γεωγραφικές μονάδες· μπορούν να υπάρξουν και ως κοινότητες συμφερόντων, κοινότητες κουλτούρας, κοινότητες που μοιράζονται την ίδια πρακτική. Έτσι, όσοι χρησιμοποιούν συγκεκριμένες τεχνικές για τη λειψυδρία ή τους ίδιους σπόρους, μπορούν να αποτελέσουν μία κοινότητα –παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις και τις ιδιαιτερότητες που τους χαρακτηρίζουν.

http://www.iatp.org/documents/new-partnership-for-national-sovereignty-a

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Νίκος Κόμπλας 27 Δεκέμβριος 2011 - 20:12

Εξαιρετικό κείμενο, τόσο επίκαιρο και εφαρμόσιμο και στην ελληνική πραγματικότητα, αν και από την άλλη άκρη του πλανήτη, που συνδέει αυτό που επιδιώκουμε : την προστασία της εθνικής κυριαρχίας, την οικολογία, και την άμεση δημοκρατία και τον κοινοτισμό

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ