Λόγοι και Αντίλογοι στην Επιθεώρηση Τέχνης
εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2020, σελ. 366.
Του Σπύρου Κουτρούλη
Ο ακαταπόνητος Γιώργος Ανδειωμένος, στο τελευταίο του βιβλίο γράφει για το σημαντικότερο περιοδικό πολιτισμού της μεταπολεμικής αριστεράς, την Επιθεώρηση Τέχνης (που πλέον έχει ψηφιοποιηθεί και είναι στο διαδίκτυο προσβάσιμο στον καθένα).
Σε ένα πολιτικό περιβάλλον εξαιρετικό δύσκολο και αρνητικό, που ακολούθησε τη στρατιωτική ήττα του ΚΚΕ στον εμφύλιο, οι πρωτεργάτες του περιοδικού έπρεπε να κινούνται με εξαιρετική μαεστρία ανάμεσα στη νομιμότητα και στην παρανομία. Τα οικονομικά μέσα ήταν πενιχρά, ενώ πολλοί συντελεστές του τελικά θα διωχθούν από το μεταπολεμικό καθεστώς.
Όμως η Επιθεώρηση Τέχνης δεν εναντιώθηκε μόνο στους πολιτικούς της αντίπαλους αλλά ήταν το πεδίο όπου η ίδια η αριστερά, τουλάχιστον οι στοχαστές της, άρχισαν να ξανασκέπτονται πολλά από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της. Για την ακρίβεια, διεκδίκησε την ελευθερία του στοχασμού όχι μόνο απέναντι στο καθεστώς που ακολούθησε το τέλος του εμφυλίου, αλλά και έναντι της κομματικής ηγεσίας.
Είναι γνωστή η υπόθεση «Γκράνιν». Ένα διήγημα ενός σοβιετικού συγγραφέα, που ασκούσε κριτική στη σοβιετική πραγματικότητα, δημοσιεύθηκε στην «Ε.Τ.» και προκάλεσε την μήνιν της κομματικής ηγεσίας. Στήθηκε μια δίκη που, από την πλευρά των κατηγόρων, συμμετείχε μεταξύ άλλων ο Λ. Κύρκος. Το περιοδικό εκπροσώπησε ο Κ. Κουλουφάκος με ένα κείμενο ύμνο στην ελευθερία του στοχασμού.
Άλλα θέματα που απασχόλησαν το περιοδικό και αναπτύχθηκαν ζωηροί διάλογοι μεταξύ των συνεργατών του ήταν η ερμηνεία του Καβάφη, του Καρυωτάκη, του Βάρναλη, του ρεμπέτικου, της ανθολογίας του Η. Αποστολίδη. Η παραδοσιακή αντιμετώπιση όλων αυτών των στοχαστών είναι πως πρόκειται για παρακμιακούς, απαισιόδοξους, ενδεχομένως μηδενιστές, που δεν έχουν σχέση με τα γενναία, ηρωικά, αισιόδοξα πρότυπα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Σε αυτούς που θα γράψουν περιλαμβάνονται οι Μ. Αυγέρης, Τ. Βουρνάς, Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Σ. Τσίρκας, Ν. Βρεττάκος , ο Τ. Σινόπουλος , ο Μ. Αναγνωστάκης αλλά και οι Γ. Καλιόρης, Μ. Λαμπρίδης, Γ. Λυκιαρδόπουλος, Β. Λεοντάρης. Οι τρεις τελευταίοι θα είναι κατά τη μεταπολίτευση βασικοί συνεργάτες του περιοδικού Σημειώσεις. Επίσης ο Ρ. Αποστολίδης υπερασπίστηκε το έργο του Ι. Καμπανέλλη έναντι επικριτών του όπως ο Μ. Πλωρίτης.
Ο Γ. Ανδρειωμένος επισημαίνει: «Ας σημειωθεί ότι, παρότι το περιοδικό ήταν ενταγμένο στο χώρο της Αριστεράς, και επομένως είχε κάθε λόγο να στέκεται κριτικά απέναντι στην ποίηση ‘‘αστών’’ ποιητών, όπως οι Οδυσσέας Ελύτης και Γιώργος Σεφέρης, αυτό, σε γενικές γραμμές, κάθε άλλο παρά συνέβη. Ως προς τον πρώτο, ειπώθηκε και πιο πάνω, ότι στις σελίδες του ήταν που πρωτοδημοσιεύθηκαν αποσπάσματα από το Άξιον Εστί, και μάλιστα δύο χρόνια πριν από την κυκλοφορία του σε βιβλίο, ενώ φιλοξενήθηκε και επιστολή-απάντηση του ίδιου προς τον Νικήτα Ράντο (ή Νικόλαο Κάλας) σε άλλο τεύχος, γράφτηκε εκτενής θετική κριτική για την προαναφερθείσα μείζονα σύνθεσή του από τον Νικηφόρο Βρεττάκο, δημοσιεύτηκαν μελέτη του και ποίημά του για τον Πικάσσο, καθώς και δοκίμιό του για τη σχέση ποίησης και μουσικής (με αφορμή τη μελοποίηση του Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη) και, γενικά, αντιμετωπίστηκε με αρκετά ευμενή τρόπο από τη σύνταξη της Επιθεώρησης Τέχνης». Το ίδιο, αν και όχι στην ίδια κλίμακα με τον Ελύτη, θα μπορούσε να υποστηριχθεί και για την υποδοχή του Γιώργου Σεφέρη· για παράδειγμα ήδη από την άνοιξη του 1961, δημοσιεύεται σημείωμα για τη βράβευση του ποιητή από τον αγγλικό εκδοτικό οίκο Φόιλ (για πρώτη φορά σε μη Αγγλοσάξωνα ποιητή), καταλήγοντας: «Το ελληνικό κοινό συμμερίζεται τη χαρά και νοιώθει πραγματική περηφάνεια για την τιμητική αυτή διάκριση προς έναν από τους πιο σημαντικούς ποιητές μας», ενώ έναν περίπου χρόνο αργότερα τυπώνεται διαφημιστική καταχώρηση του τόμου: Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής» (σελ.169,170,171).
Ενδιαφέρον έχει ότι, ανάμεσα σε αυτούς που συνεργάστηκαν ήταν ο Σ. Καργάκος, και σε αυτούς που τη βοήθησαν οικονομικά ήταν ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Επίσης ο Ο. Ελύτης και ο Μ. Καραγάτσης περιλαμβάνονται σε αυτούς που ενυπόγραφα υποστήριξαν την ελευθερία διωκόμενων στοχαστών της αριστεράς.
Η «Ε.Τ.» αναφέρθηκε εμφατικά στον αγώνα της Κύπρου, δημοσίευσε επιστολές και κείμενα συμπαράστασης στον αγώνα του κυπριακού ελληνισμού, μεταξύ αυτών του Ν. Χικμέτ που αναγνώριζε την ελληνικότητα της μεγαλονήσου.
Είναι βέβαιο ότι η διαδικασία αποσταλινοποίησης βοήθησε να υπάρξουν περιοδικά σαν την Επιθεώρηση Τέχνης. Αλλά συνέβη και κάτι εξίσου σημαντικό. Αμέσως μετά την λήξη του ελληνικού εμφυλίου, υπήρξαν σημαντικές προσπάθειες για συμφιλίωση και αντιμετώπισης των συνεπειών του από όλες τις πλευρές, ενώ στον χώρο του στοχασμού η αριστερά ξεκίνησε να προβληματίζεται σοβαρά για τα χαρακτηριστικά και την φυσιογνωμία της.