του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από το Άρδην τ. 128
Poor Things θα πει τα Κακομοίρικα ή τα Κακορίζικα ή «Χαμένα κορμιά», όπως πρωτοτυπώθηκε στα ελληνικά ο τίτλος στο ομώνυμο βιβλίο του Άλισντερ Γκρέυ, απ’ όπου το σενάριο της νέας ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου, που ’χει κάψει καρδιές. Λαοφιλής, στον αντίποδα του αποκρουστικού για το ευρύ κοινό Κυνόδοντα (2009) και σχεδόν εθνικό είδωλο, αφού ανακοινώθηκε υποψηφιότητα σε έντεκα Όσκαρ, στα βραβεία των βραβείων στη συνείδηση πλέον κάθε Έλληνα, κινηματογραφόφιλου και μη. Η ταινία έγινε μέγα θέμα απ’ όσους την είδαν –ή δεν την είδαν!–, με μότο κυρίως το: Έλληνας σαρώνει στα Όσκαρ, κάτι που στην παραμόνιμη μειονεξία μας σχεδόν σημαίνει σήμερα: Πήραμε την Πόλη! Δύσκολο, λοιπόν, μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα να μιλήσει κανείς για την ταινία και όχι για το φαινόμενο «Λάνθιμος». Αλλ’ ας προσγειώσω τον εθνικό κομπασμό: Δεν πρόκειται για ελληνική ταινία, αλλά για αμερικανοβρετανική. Η βράβευση Λάνθιμου θα μας χαροποιήσει, βεβαίως, δεν βραβεύεται, ωστόσο, δι’ αυτού ο ελληνικός κινηματογράφος. Ψυχραιμία!
Αλλ’ ας έρθουμε στην ταινία. Το θέμα της εκρηκτικά επίκαιρο: Ο πρωταγωνιστής γιατρός Γκόντγουιν (Θεόνικος μεταγράφεται στο βιβλίο) Μπάξτερ βρίσκει στα αζήτητα το κορμί μιας εγκύου γυναίκας που αυτοκτόνησε και από το νεκρό της σώμα και το ακόμα ζωντανό έμβρυο στα σπλάχνα της φτιάχνει μια νέα γυναίκα, την Μπέλα Μπάξτερ, με μυαλό και συμπεριφορά βρέφους. Η παραβολή είναι μεγαλειώδης. Περίπου όπως στο βιβλίο του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ «Καρδιά σκύλου» –κατά ευτυχή σύμπτωση παίζεται θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος–, ο Γκρέυ χτίζει μια πολιτικοφιλοσοφική σάτιρα, καυτηριάζοντας μεταξύ άλλων τη βρετανική υπεροψία, καθώς, Σκοτσέζος ο ίδιος, έχει ταχθεί αναφανδόν υπέρ της ανεξαρτησίας της χώρας του από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Στην ταινία, ο Λάνθιμος πιάνεται από τον άλλο μίτο της κριτικής του Γκρέυ (που κατάγεται από τον Μπουλγκάκοφ ή τη Σέλλεϋ) για να μιλήσει για την παιδική ανεμελιά και την απροϋπόθετη σεξουαλικότητα του θηλυκού αυτού Φραγκενστάιν, που δεν έχει στην όψη τίποτα το τρομακτικό, όπως ο θρυλικός πρόγονός της. Αντιθέτως, την αποκρουστική όψη του μυθικού για το σινεμά ήρωα έχει ο δημιουργός της γιατρός Γκόντγουιν ή άλλιώς Γκοντ (θεός). Μια επιστημονική φαντασία όπου το παρελθόν κρατάει τον ρόλο του μέλλοντος, δίνοντας στον σκηνοθέτη την ευκαιρία να πλάσει τα γοτθικά του σκηνικά, σ’ έναν φανταστικό πρώιμο εικοστό αιώνα. Αντί να τρομάξει, το κοινό διασκεδάζει με τη σπαστικότητα της Μπέλα (Ωραίας), που φέρεται σαν παιδί, αν και σαν γυναίκα είναι εκρηκτική – όντως σπουδαία η ερμηνεία της Έμα Στόουν. Ο καθηγητής χειρουργός Γκόντγουιν προσλαμβάνει τον μαθητή του Μαξ να την προσέχει, να της μαθαίνει τρόπους και ομιλία. Το ζευγάρι Μπέλα και Μαξ ερωτεύονται και αρραβωνιάζονται. Αλλά ο τυχοδιώκτης, λάγνος δικηγόρος Ντάνκαν καταφέρνει να αποπλανήσει την Μπέλα, που το σκάει μαζί του σε ένα μακρινό ταξίδι. Η Μπέλα στο ταξίδι γνωρίζει νέα πρόσωπα και αυτονομείται, εγκαταλείπει και τρελαίνει τον Ντάνκαν, «ωριμάζοντας» σε ένα παρισινό πορνείο. Στο τέλος, θα καταφέρει να ξεφύγει και από τον άντρα της γυναίκας (της αυτόχειρος), από την οποία προέρχεται –ταυτόχρονα πατέρα (της) του εμβρύου– για να ζήσει ευτυχισμένη, μετά τον θάνατο του δημιουργού της, με τον πάντα ερωτευμένο μαζί της Μαξ. Εν τω μεταξύ, μια άλλη γυναίκα-πείραμα έχει πάρει τη θέση της στο εργαστήριο του Γκοντ, όχι όμως τόσο ευφυής όσο εκείνη, και… ζήσαν αυτοί καλά.
Έξυπνη ιστορία, όντως δεξιοτεχνική η σκηνοθεσία του Λάνθιμου, που αποδεικνύεται μετρ της επιμονής και της λεπτομέρειας, πολύ καλές ερμηνείες εξαιρετικών έτσι κι αλλιώς ηθοποιών, όπως ο Γουίλεμ Νταφόε (Γκοντ), ο Μάρκ Ράφαλο (Ντάνκαν), ο Ράμι Γιούζεφ (Μαξ) ή η εμβληματική Κάθριν Χάντερ (Τσατσά), ευρηματικά και καλοχτισμένα σκηνικά. Αλλά ποιο είναι το ύψος του παρονομαστή, αν βάλουμε όλα τα παραπάνω στη θέση του εκθέτη; Με άλλα λόγια, ποιο είναι το γινόμενο στην εξίσωση αυτής της ταινίας, όπου όλα είναι φαντασμαγορικά και τέλεια και εκ των πραγμάτων οσκαρικά. Το γέλιο; Η διασκέδαση; Το εντερτέιντμεντ, όπως θα το έλεγαν στο Χόλιγουντ; Αν ναι, τότε μιλάμε για αριστούργημα. Πλην όμως… έχοντας εδώ προηγηθεί οι Γερμανοί, ο Βίνε, Το εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι (1920), ο Μούρναου με τον Νοσφεράτου (1922) ή ο ντροπαλός ηδονιστής Μπουνιουέλ πιο πρόσφατα με την Τριστάνα (1971), δεν μοιάζει να υπάρχει θέση για τέτοιες ελαφρότητες. Όχι, προς Θεού, δεν προσπαθώ να συγκρίνω τον Γιώργο Λάνθιμο με όλους αυτούς (άλλοι το έκαναν, ωστόσο), γιατί η σύγκριση θα ήταν άδικη για τον Αθηναίο φίλο μας. Αλλά, τι μένει απ’ αυτή τη λανθιμική φαντασμαγορία της ελαφρότητας; Η κριτική στην πατριαρχία, όπως είπαν μερικοί; Αυτή με την ίδια ελαφρότητα της μόδας, στις μέρες μας κολλάει, ως φαίνεται, παντού. Ως και στον ανήξερο περί μόδας Παπαδιαμάντη. Η κριτική στα τέρατα της σύγχρονης επιστήμης-τεχνικής; Αν τον κάθε αχώνευτο τον μεταμορφώνει σε πάπια, μια χαρά βολεύει η μεφιστοφελική διαστροφή. Η πολιτική κριτική; Εξαφανισμένη εδώ. Με άλλα λόγια, νομίζω, ότι ο σκηνοθέτης μας βρίσκεται στα ρηχά της ελαφρότητας, εκεί που πάει να σηκώσει βαριά και καυτά λιθάρια. Ή, από την άλλη, η ταινία μοιάζει της ηρωίδας της: Είναι σαν την Μπέλα, όμορφη, εκθαμβωτική, εκρηκτική και σέξι, με νου νηπίου. Τι βολικό! Κάθε άντρας ή γυναίκα και πιθανότατα ο θεατής θα τη λατρέψει. Θα έπαιρνε όμως ποτέ στα σοβαρά μια τέτοια γυναίκα-«κούκλα ιαπωνική»;
Θυμίζω ότι υποψήφιος για Όσκαρ, εκτός του Λάνθιμου, είναι και ο Γιώργος Μαυροψαρίδης στο μοντάζ. Ευχόμαστε και στους δύο, εκ καρδίας, «να το σηκώσουν το τιμημένο». Στο σενάριο ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε με τον Τόνι ΜακΜανάρα. Η όντως δυνατή μουσική είναι του Τζέρσκιν Φέντριξ και η φωτογραφία, άξια πολλών επαίνων, του Ρόμπι Ράιαν.
Σχέδιο 75
Κάποιοι, πάλι, παίρνουν τα πράγματα κάπως πιο σοβαρά. Η Τσι Χαγιακάουα είναι σκηνοθέτης, Ιαπωνίδα, που δεν την αγγίζει η αποστροφή του Καρυωτάκη. Η ταινία της, επιστημονική φαντασία σε μια μελλοντική Ιαπωνία. Φρικιαστική, ωστόσο, πραγματικότητα, ίσως όχι τόσο μακρινή: Λόγω της αυξανόμενης γήρανσης του πληθυσμού, η ιαπωνική κυβέρνηση (του μέλλοντος) ιδρύει ένα πρόγραμμα με τίτλο «Σχέδιο 75», στην οποία μπορούν να απευθύνονται οι άνω των 75 και να ζητούν να τους παρέχεται δωρεάν ευθανασία, αποτέφρωση και ταφή από το κράτος, μαζί και μια αποζημίωση εκατό χιλιάδων γιέν! Εδώ, από τις μοδάτες «δυστοπίες», περνάμε στη σκληρή πραγματικότητα. Ακούμε, φερ’ ειπείν, στην τηλεόραση να γίνεται απολογισμός του προγράμματος, που έφερε στην οικονομία τόσα δισ. γιεν. Όχι, αυτό δεν είναι αύριο, είναι το σήμερα της ανθρωποφαγίας.
Με ύφος ρεαλιστικό, παρμένο λες από τους αδελφούς Νταρντέν, μη προδίδοντας, ωστόσο, την ιαπωνική χαμηλοφωνία, η Χαγιακάουα χτίζει την πραγματικότητα ενός ζοφερού μέλλοντος, που είναι ήδη παρόν: Ένας νέος, ο Χιρόμου, πιάνει δουλειά στο πρόγραμμα και με χαμόγελο ενημερώνει όσους προσέρχονται, προσπαθώντας να τους πείσει να γραφτούν. Μια ηλικιωμένη κυρία, η Μίτσι, απολύεται από τη δουλειά της και απεγνωσμένα αναζητά άλλη εργασία. Με τις φίλες της ενημερώνονται για το πρόγραμμα. Όταν μια μέρα βρίσκει τη στενή της φίλη στο σπίτι της νεκρή, έχοντας κουραστεί και μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα, γράφεται στο πρόγραμμα. Μια νέα εργάτρια από τις Φιλιππίνες, η Μαρία, με άρρωστη την κόρη της, βρίσκει μια καλή δουλειά, ως «νοσοκόμα» στη μονάδα ευθανασίας. Θα μπορούσε να είναι ένας ονειρικός κόσμος, όπου οι άνθρωποι, αφήνοντας πίσω τους μια καλή ζωή βρίσκουν έναν αξιοπρεπή θάνατο, όπως λένε οι διαφημίσεις του «Σχεδίου 75». Ένας κόσμος συγυρισμένος, ιαπωνικός κήπος.
Ευτυχώς, η ζωή –και θέλει θάρρος να ακούς τους χτύπους της– ανατρέπει τέτοια σχέδια και αυταπάτες. Στο πόστο του Χιρόμου φτάνει μια μέρα ο θείος του, που δεν μιλιούνταν με τον πατέρα του και που δεν είχε πάει ούτε στην κηδεία του. Ο νεαρός παίρνει το πράγμα αψήφιστα και γράφει τον θείο του στο πρόγραμμα. Εν τω μεταξύ γνωρίζεται μαζί του και, όταν θα έρθει η ώρα μηδέν… Η εύχαρις αλλά μοναχική Μίτσι γνωρίζει στο πρόγραμμα τη νεαρή Γιόκο που την επιβλέπει και αρχίζει να της λέει τη ζωή της. Γίνονται φίλες. Μια μέρα βγαίνουν και μαζί. Όταν αποχαιρετιούνται για τελευταία φορά, η Γιόκο θα δακρύσει, και η Μίτσι; Ο θάνατος είναι αυτό που ήθελε; Η Μαρία δε, γίνεται καταλύτης… Το σύστημα, δόξα τω Θεώ, χαλάει. Η συνέχεια στο πανί.
Η Χαγιακάουα αφήνει τους ήρωές της να ξεδιπλωθούν στην ιερή τους καθημερινότητα, χωρίς να βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα. Χωρίς να κάνει ιδεολογίες ή καταγγελίες. Αυτό που περιγράφει είναι μια εγγύς πραγματικότητα και ο θεατής καλείται να αγκαλιάσει τους ήρωες, να έρθει στη θέση τους, να δει με τα μάτια του τη σκληρότητα που έχει καμιά φορά η ζωή αλλά και τα αισθήματα που κρύβονται κι ανθίζουν εκεί που θέση θα είχε κανονικά μόνο η απελπισία. Εκεί που η λογική βλέπει μόνο «ευθανασία». Κάνει, τελικά, μια αισιόδοξη ταινία, παρά το σκοτεινό και άβολο θέμα της. Νικάει η ζωή, νικούν οι άνθρωποι που έστω τυχαία συνευρίσκονται. Με ερμηνείες χαμηλόφωνες κερδίζει τη συγκίνηση.
Η Τσιέκο Μπαϊσό είναι η Μίτσι, ο Χαγιάτο Ιζομούρα ο Χιρόμου, η Γιούουμι Καγουάι η Γιόκο, η Στεφανί Αριάν η Μαρία. Η ταινία, που είναι η πρώτη μεγάλου μήκους της σκηνοθέτιδας, προβλήθηκε και στο 63ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θα αναζητήσει τους θεατές της και στις ελληνικές αίθουσες. Αξίζει τον κόπο!