του Χ. Μέμου, από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
-1 –
“Οι ενοχλητικές αλήθειες έχουν δύσκολο δρόμο”,
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ1
-2-
ΜΙΑ ΤΡΑΓΙΚΗ ΣΥΜΠΤΩΣΗ, μια οδυνηρή συγκυρία της ζωής ενώνει την τελευταία στιγμή μια παράλληλη πορεία δύο πρόωρα χαμένων Ελλήνων διανοητών, του Κώστα Παπαϊωάννου και του Άρη Αλεξάνδρου: επιλέγοντας και οι δύο το “δύσκολο δρόμο” -από διαφορετικό μετερίζι ο καθένας και τηρουμένων των αναλογιών- αφήνουν την τελευταία τους πνοή στο Παρίσι σε ηλικία μόλις 56 χρονών. “Αιρετικοί” της αριστεράς, συμμετείχαν για ένα διάστημα στο Κ.Κ.Ε., έζησαν για ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους στη Γαλλία, μοναχικοί, κριτικοί, ευαίσθητοι, πλάνητες σε αμφιλεγόμενες περιοχές και σε χωράφια απαγορευμένα από την κομματική λογική, είναι επικίνδυνοι για κάθε μορφή εξουσίας – δεξιά και αριστερή.
Γι’ αυτούς, όμως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι “επικίνδυνο είναι κάθε τι που δεν ελέγχεται”3. Λογικά, λοιπόν, αποτέλεσαν κίνδυνο για την εξουσία (κομματική και κρατική), αφού “οι εξουσίες απειλούνται μόνο από ανθρώπους που μιλάνε τη γλώσσα του κάλλους και του έρωτα”4. Έτσι, αναλαμβάνουν έναν κριτικό ρόλο σε μια δύσκολη ψυχροπολεμική περίοδο, “στις παγωμένες στάχτες της Ευρώπης”5, και η προδρομικότητά τους τούς τοποθετεί στο “περιθώριο και τους καταδικάζει στη μοναξιά”6. Ίσως ο Χρ. Μίσιος, ορίζοντας τη μοναξιά με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο, ν’ αποκαλύπτει ταυτόχρονα και το δράμα των δύο διανοητών: “να ‘χεις πολλά να δώσεις και να μην υπάρχει κανείς να τα πάρει”
Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δύο στοχαστές βιώνουν έντονα τη μοναξιά. Από τη μια μεριά, ο Α. Αλεξάνδρου, όπως και ο ίδιος σημειώνει, είναι “προδότης για τη Σπάρτη, για τους είλωτες σπαρτιάτης”8. Ενάντιος τόσο στη μονολιθικότητα όσο και στην τρομοκρατία των κομμουνιστικών κομμάτων, βάλλεται παράλληλα από το αστικό καθεστώς ως κομμουνιστής. Από την άλλη, ο Κώστας Παπαϊωάννου αγνοείται ή, στην καλύτερη περίπτωση, απορρίπτεται από την επίσημη αριστερά. Ταυτόχρονα, η μοναχική διαδρομή του συγγραφέα, οι φιλοσοφικές και πολιτικές του απόψεις, η ποιητική βίωση των ιδεών του, δεν ταιριάζουν και δεν έχουν σχέση με το χώρο της δεξιάς.
Σε αντίθεση με την προσπάθεια μιας ιδιότυπης περιθωριοποίησης τους και οι δύο επιχείρησαν “να βάλουν την επανάσταση στο νόημά της”9. Με τη κριτική του ο Α. Αλεξάνδρου εκφράζει την πικρία του, δυσπιστεί απέναντι στους κομματικούς προφήτες και αγανακτεί για τη μεγαλαυχία των κομματικών στελεχών, για την έλλειψη κρίσης, φαντασίας και δημιουργικότητας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει:
“Χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο να τον μεταμορφώσουμε ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται απ’ τι ς προλήψεις τι ς βροχές τις προδοσίες Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά Για τις λιποψυχίες μας “10
Έτσι, μία από τις σημαντικότερες ίσως λιποψυχίες μας είναι ότι ανεχόμαστε αυτούς που καπηλεύονται τις αριστερές, απελευθερωτικές, αντιεξουσιαστικές ιδέες, αυτούς που μετέτρεψαν το όραμα του σοσιαλισμού σε εφιάλτη, αυτούς που αποκαλεί “πολεμοκάπηλους” και “ψευτοκομμουνιστές”11.
Γι’ αυτό ο ποιητής, ο πάντα “απροσάρμοστος” και “ανεδαφικός”12, πασχίζει να μας πείσει ότι οι αριστεροί “ληστεύουμε μονάχοι τη μικρή ζωή μας”13. Κι αν οι “αριστερές” επαναστάσεις των τελευταίων δύο αιώνων είναι και αντίστοιχες απογοητεύσεις, η αιτία “είναι που βάλαμε και πάλι τα οδοφράγματα στην πορεία μας”14. Αυτά τα οδοφράγματα προσπαθεί να κατανοήσει, να ερμηνεύσει και να διαλύσει ο Κώστας Παπαϊωάννου που μάλλον βλέπει την πορεία της αριστεράς -κομμουνιστικής και σοσιαλδημοκρατικής- σαν μια μακριά κούρσα μετ’ εμποδίων, όπου το κυριότερο εμπόδιο είναι η ίδια η αριστερά…
Άλλωστε, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο’ αυτόν τον “υπόγειο διάλογο”, σ’ αυτή την “υπόγεια μοίρα” που συνδέει τους δύο Έλληνες στοχαστές, καλεί τον Κώστα Παπαϊωάννου να καταστρέψει τα κομματικά είδωλα, να γκρεμίσει “από τις εξέδρες αυτούς που χαιρετάνε ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις”15, ν’ αντιταχθεί στην τρομερή κομματική εξουσία και στην ολοκληρωτική τυραννία. Μάλιστα, εμφαντικά τον προτρέπει:
“Έλα λοιπόν, εσύ ο πιο γεροδεμένος
φορτώσου τον βαρύγδουπο τον μεγάλο Στάλιν
και ρίχ’τον στη φωτιά.
Έλα, κουνήσου, δεν το βλέπεις
πως κουβαλάω κιόλας τον Ιλίτς;
Όσο οι φλόγες θα φουντώνουν
και θα σκορπίζονται οι στάχτες
Εμείς θα διαρρυθμίσουμε τούτον
τον νεκρότοπο σε βιβλιοθήκη. Ποιος ξέρει;
Μία και το ‘χουν συνηθίσει
ίσως να ‘ρχονται και πάλι οι αντιπροσωπείες
μόνο που αντί να προσκυνάνε το δέρμα τους
που στέγνωσε
σαν άγραφη διφθέρα
θα σκάβουνε στα έργα τους
θα τα διαβάζουν και θα κρίνουν”16
Υιοθετώντας την παραπάνω προτροπή, ο Κώστας Παπαϊωάννου σκύβει στα έργα του Χέγκελ, του Μαρξ, του Λένιν, στις “μπροσούρες των ορθόδοξων κομματικών κομμουνιστών”, διαβάζει και κρίνει. Μάλιστα, κρίνει με πάθος έχοντας συνείδηση του ότι ένας κόσμος της αριστεράς έχει ταπεινωθεί και έτσι “συνδυάζει τον κόσμο της γνώσης με τον κόσμο του πάθους, τη φιλοσοφία με την τέχνη, τη βαθύτητα του στοχασμού με το χιούμορ”17. Κι επειδή έφερνε μέσα του το πνεύμα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας (ο Ρ. Αρόν έλεγε ότι έφερνε την παράδοση του Σωκράτη και του Πλάτωνα), “ρίχνει στη φωτιά” τα ιερά και τα όσια της επίσημης αριστεράς, αποκαθηλώνει τα κάδρα των κομματικών πατριαρχών και αρνείται να αποδεχθεί την άποψη ότι “η ιστορία τελικά συναναστρέφεται αγάλματα”18.
Παράλληλα, όμως με την παραδοχή της παρώθησης του ποιητή, συναντά, από τη μια μεριά, το πνεύμα του Ηράκλειτου και ξεκινά το δικό του “πόλεμο” ενάντια στην ταρίχευση των κομματικών ηγετών και των αριστερών ιδεών, στη δουλοπρεπή αυτοπαραίτηση και στον εξανδραποδισμό των μελών των κομμουνιστικών κομμάτων, στην απονέκρωση της κριτικής σκέψης, εκφράζοντας τη συνεχή και αδιάλειπτη ανησυχία, την αέναη κίνηση της σκέψης. Από την άλλη πλευρά, διαβλέπει από τη δεκαετία του ’50, την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” και διαισθάνεται-προφητεύει ότι “το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία”19. Έρχεται, λοιπόν, σ’ επαφή με τη σκέψη του Θαλή και “παίρνει μαζί του νερό”20 -αρχή των πάντων- το οποίο νοεί σαν κριτική και εναντίωση στους μανιχάίσμούς, στις εκπτωχευτικές υπεραπλουστεύσεις, στον εξευτελισμό των λέξεων, στο διασυρμό ανθρώπων και ιδεών, σ’ αυτούς που θεωρούν “ότι η σκέψη είναι ύποπτη και η αναθεώρηση υπονομευτική”21.
Είναι γεγονός, όμως, ότι ο Κώστας Παπαϊωάννου δεν αναζητά την αυτοδικαίωση μέσα από την κατάρρευση των σοσιαλιστικών ιδεών-οραμάτων ούτε τη χαιρέκακη ικανοποίηση από τον ευτελισμό των ανθρώπων, την εκμετάλλευση και τη μετατροπή τους σε ανδρείκελα από τον κομματικό-κρατικό μηχανισμό του “υπαρκτού σοσιαλισμού”. Αντίθετα, αποτελεί γι’ αυτόν τραγωδία η έκπτωση του μαρξισμού σε “ιδεολογία”, η οποία μάλιστα χρησιμοποιείται ως ιδεολογία ενός καθεστώτος καταπιεστικού και εκμεταλλευτικού και μιας εφιαλτικής κρατικής υπερδύναμης. Ο συγγραφέας πονά για τις δολοφονίες των κομμουνιστών από την κομματική εξουσία, οργίζεται και διχάζεται συναισθηματικά όταν οι κομμουνιστές επιλέγουν την ενοχή και την υποταγή στην κομματική εξουσία από την εξέγερση, όταν ταπεινώνονται και δεν επαναστατούν, όταν διασύρονται και δεν αντιστέκονται.
Απέναντι σ’ αυτόν τον εκμαυλισμό των ιδεών και τη φετιχοποίηση λέξεων και σημάτων-συμβόλων, στη συμβατικότητα και την ομοιομορφία, ο Κ. Παπαϊωάννου αναζητά και ψάχνει.
Ψάχνει στην κομμούνα του Παρισιού, στα εργατικά συμβούλια της Πετρούπολης, στους ναύτες της Κροστάνδης, στα ελευ-θεριακά συμβούλια της νότιας Ουκρανίας, στους Σπαρτακιστές στη Γερμανία, στα χαρακώματα της επανάστασης στην Ισπανία το 1936, στην Ουγγρική επανάσταση το 1956, στα ναυπηγεία της Πολωνίας. Ελεύθερος από τις παγίδες του δογματισμού και τις κομματικές σκοπιμότητες, διαβαίνει “το νεκροταφείο των ονομάτων, το νεκροταφείο των λέξεων”22 και των ιδεών αναζητώντας τα σπέρματα μιας ανάστασης, αποζητώντας να “ξαναβαφτίσει τις λέξεις-πυρκαγιές: ελευθερία, ισότητα, Σοβιέτ, εργατική εξουσία”23, “χωρίς να εγγυάται καμία λέξη”24.
Βηματίζει άλλοτε με οδύνη και άλλοτε με σαρκασμό, με τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό να του δίνει το ρυθμό:
“Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω.
Ανάβω τα χλωμά φανάρια στους δρόμους.
Προσπαθώ ν’αναστήσω
τα ονόματα που πυρπόλησαν τις καρδιές”25.
Στην αγωνιώδη αυτή πορεία, ο Παπάίωάννου γυρεύει τη λύτρωση και αφιερώνει μόχθο και πάθος πολύ. Γι’ αυτόν, το “νεκροταφείο είναι ευχάριστο οι σκοτωμένοι ζούνε ακόμη”26. Το ζητούμενο είναι ν’ απαλλαγούμε από τους νεκροθάφτες των σοσιαλιστικών ιδεών. 0 ίδιος άλλωστε πίστευε ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της δημοκρατικής σοσιαλιστικής ιδέας ήταν ο “υπαρκτός σοσιαλισμός”. “Ο σοσιαλισμός, έλεγε, θα μπορέσει ίσως κάποτε να γίνει πραγματικότητα αν απαλλαγεί από τους νεκροθάφτες του. Αυτούς που δολοφονούν και φυλακίζουν στο όνομά του”. Έτσι, ψηλαφίζει τις πηγές – πληγές του ολοκληρωτισμού, εξετάζει και προσπαθεί να ερμηνεύσει το πώς το απελευθερωτικό όραμα του κομμουνισμού μετατράπηκε σε εφιάλτη, γνωρίζοντας ότι, όπως δήλωνε και ο Πρίμο Λέβι για τα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον αφανισμό εκατομμυρίων ανθρώπων: “Συνέβη, επομένως μπορεί να ξανασυμβεί”27.
Για να μην ξανασυμβεί αυτή η “μετάλλαξη”, αυτή η “διαστροφή της Ιστορίας”, ο Παπαϊωάννου προσπαθεί να βρει διεξόδους από τα συρματοπλέγματα που αγκυλώνουν και τις κομματικές ιδεολογίες που περιχαρακώνουν. Άλλωστε γι’ αυτό γράφει. Ο Αρης Αλεξάνδρου έλεγε ότι “μια πορεία, είναι πάντα ένα δίδαγμα. Βοηθάει τους νεότερους να μην ξαναδιανύ-σουν τον ίδιο δρόμο’ 8. Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί και η σκέψη του Παπαϊωάννου. Στον πρόλογο του, στο βιβλίο Η ψυχρή ιδεολογία, σημειώνει με σαφήνεια και σεμνότητα: “Αν η σκέψη κλώθει τη μνήμη, όπως μας το δίδαξε ο Πλάτων, η εργασία τούτη είναι απόλυτα δικαιολογημένη αυτόν τον καιρό που ελλοχεύει η αμνησία. Αν δε η νέα γενιά βρει σ’ αυτήν την εργασία κάποιους επιπλέον λόγους για να υποδεχτεί με χλεύη τη λογοδιάρροια των απατεώνων που μόλις τώρα ξεμασκαρεύτηκαν και να τολμήσει να αναζητήσει τον εαυτό της ως τα έσχατα όρια του αναγκαίου και σωτήριου σκεπτικισμού της, το πόνημα τούτο θα έχει εκπληρώσει όλες μου τις ευχές και τίποτε καλύτερο δε θα μπορούσα να του ευχηθώ”29.
Πράγματι, ο Κώστας Παπαϊωάννου εκπληρώνει το στόχο του, αφού η προσέγγιση του έργου του ξαναφέρνει στο νου μας το παρελθόν, καθώς και επικίνδυνους όρους, το ανατρεπτικό περιεχόμενο των οποίων η κατεστημένη κοινωνία (πλέον η καπιταλιστική) φοβάται και απωθεί. Ας μην ξεχνάμε ότι, όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τις εξεγέρσεις του προηγούμενου αιώνα και τα γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία και τον χαρακτήρα της αριστεράς, τόσο περισσότερο αναπτύσσεται και τελειοποιείται η κατασκευή της βολικής αλήθειας. Ο Χ. Μαρκούζε έλεγε ότι “η ανάμνηση είναι μια μορφή “παρέμβασης” που υπονομεύει, για λίγα λεπτά, την παντοδύναμη εξουσία των δοσμένων γεγονότων. Η μνήμη φέρνει στο νου τη φρίκη και την ελπίδα”30.
Συγκεκριμένα, είναι γεγονός ότι η εργασία του “εκ πεποιθήσεως αιρετικού”31 Έλληνα συγγραφέα εμπεριέχει τη φρίκη. Τη φρίκη του ότι κάθε εξέγερση Παγίωνε και την αναίρεση της, τη φρίκη των εκτελέσεων και των σφαγών, των εκτοπισμών, του αφανισμού πολιτών και οραματιστών πολιτικών, τη φρίκη του φόβου και της μετατροπής των κομμουνιστών σε ανδράποδα, τη φρικτή “προφητεία” της κατάρρευσης των ανατολικών καθεστώτων. Και η κατάρρευση αυτή-που τυπικά συντελέστηκε 30-40 χρόνια μετά τα γραπτά του Παπάίωάννου- αποτελεί ταυτόχρονα μια υπόμνηση, μια επιβεβαίωση για το τίμημα που πληρώνεται όταν νοθεύεται η αλήθεια.
Εξάλλου, ο Κ. Παπαϊωάννου εκτιμούσε πολύ τον Γιάννη Μακρυγιάννη και φαίνεται ότι υιοθετούσε για την Αριστερά την τραγική πρόβλεψη του δασκάλου του “…θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε…”32. Παράλληλα, όμως, εάν ο αγώνας του Παπαϊωάννου ενάντια στη λήθη, στην αμνησία, είναι και ένας αγώνας ενάντια σε κάθε μορφής εξουσία, τότε αυτή του η προσπάθεια εμπερικλείει και μια ελπίδα. Μια ελπίδα που εστιάζεται σε μια διαφορετική κατανόηση των σκοπών και των τρόπων μιας κοινωνικής αλλαγής, μια προσμονή που επικεντρώνεται στην αμείλικτη κριτική του υπάρχοντος, μια βεβαιότητα ότι η απελευθερωτική προσπάθεια “Μιαν άλλη φορά θα ξαναγίνει”33.
“Ο άνθρωπος είναι τα οράματα του”, σημειώνει ο 0. Paz στο ποίημα που αφιερώνει στον Κ. Παπαϊωάννου μ’ αφορμή το θάνατο του τελευταίου. Και τα οράματα του “ανέστιου” διανοητή έρχονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα της ύβρεως, της κυριαρχίας, της κομματικής εξουσίας, της αδικίας, καθώς και σε ευθεία αντιπαράθεση με “τον μηδενιστικό κλοιό, την εκμηδένιση που απειλεί την ανθρώπινη ύπαρξη και τον κόσμο, την έκπτωση και την αποσύνθεση της ιστορικής συνείδησης”34. 0α πραγματωθούν τα οράματα του συγγραφέα για μια σοσιαλιστική κοινωνία ελευθερίας, γνήσιας δημοκρατίας και ελευ-θεριακών συμβουλίων, όπου οι άνθρωποι θα “είναι υπεύθυνοι για την ιστορία τους”35 και η επανάσταση – απελευθέρωση θα ‘ναι, ανάμεσα στ’ άλλα, προσωπική υπόθεση του καθενός; 0α υπάρξει αντίδοτο στην υποχώρηση της πολιτικής δραστηριότητας και στη μετατροπή των πολιτών σε υποχείρια της εξουσίας;
Απομένει “να ιδούμε αν η Άνοιξη θα συνδράμει τα όνειρα”36 του Κ. Παπαϊωάννου που γεννήθηκε στην “ωραία μάγισσα τη Θεσσαλία”37 τις παραμονές της άνοιξης του 1925.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
/ . Primo Levi, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, Εκδόσεις Άγρα, 2000, σελ. 165.
2 . Από φράση του Στέφανου Ροζάνη σε Εισήγηση για τον Κώστα Παπαϊωάννου το Νοέμβριο του ’91 κατά την παρουσίαση των βιβλίων του τελευταίου από τις “Εναλλακτικές Εκδόσεις”. Ανάμεσα στ’ άλλα, ο Στέφανος Ροζάνης αναφέρει για τον Κώστα Παπαϊωάννου: “Ήταν ένας στοχαστής που συνδύαζε, κατά ιδεώδη τρόπο, την κριτικότητα της σκέψης με την πλέον εκλεπτυσμένη ποιητική βίωση των ιδεών. Τις ιδέες ο
Παπαϊωάννου τις εβίωνε, όπως εβίωνε την τέχνη, την ποιητική και την εικαστική – με την ίδια ένταση και το ίδιο πάθος. Η ερμηνευτική του ικανότητα της ποιήσεως ήταν το διαβατήριο του για την “πόλη των ιδεών”. Και των ιδεών η πόλη όξυνε διαρκώς την ευαισθησία του ώστε να εισχωρεί βαθύτερα στο ποιητικό βίωμα, να βλέπει τον ποιητικό λόγο ως συστατικό όρο του φιλοσοφικού λόγου, και να ερμηνεύει τον ποιητικό και τον φιλοσοφικό λόγο ως ολότητα, ως αδιάσπαστη συστατική ουσία του κόσμου”.
3 . Μεταφορά και διαφορετική χρήση της απάντησης ενός οξφορδέζου στο Χ. Γιανναρά, κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Χρήστος Γιανναράς, Η κόκκινη πλατεία και ο θείος Αρθούρος, Εκδόσεις Δόμος, 1998, σελ. 56.
4 . Στο ίδιο, σελ. 61.
5 . Στίχος από ποίημα που έγραψε ο Octavio Paz για το θάνατο του φίλου του Κώστα Παπαϊωάννου και εις μνήμην της πρώτης τους συνάντησης, το 1946, στο Παρίσι. Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Χέγκελ, Εναλλακτικές Εκδόσεις. 1992, μετάφραση ποιήματος Γιώργος Καραμπελιάς, σελ. 9-15.
6 . Γιώργος Καραμπελιάς, “Ένας μεγάλος κι αγνοημένος Έλληνας στοχαστής”, Εφημ. Ελευθεροτυπί-
ο. 19-2-1999.
7 .Χρόνης Μίσιος, “Τα κεραμίδια στάζουν”. Εκδόσεις Γράμματα, 1991, σελ. 195. 8 . Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941 -1974), τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 122. 9 . Νίκος Καρούζος, Τα Ποιήματα Β’ (1979 -1991), Εκδόσεις Ίκαρος, Νεολιθική Νυχτωδία στην Κροστάνδη
(1987), σελ. 447. 10.Άρης Αλεξάνδρου, το ίδιο, σελ. 87. //-Το ίδιο, σελ. 86. 12. Το ίδιο, σελ. 94. Ι3.Ίο ίδιο, σελ. 97. 14. Το ίδιο, σελ. 12.
18 . Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1994,9η έκδοση, σελ. 61. Ιό . Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σελ. 95-96. 17. Στέφανος Ροζάνης, “Κώστας Παπαϊωάννου: Ένας κορυφαίος στην ‘πόλη των ιδεών”‘, εφημ. Ελευθεροτυπία, 19-2-1999. 18. Νίκος Καρούζος, ό.π., σελ. 453. Μιχάλης Κατσαρός, ό.π., σελ. 55. 20 .Το ίδιο. 21. Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σελ. 94. 22. Μιχάλης Κατσαρός, ό.π., με βάση τους στίχους του: “Και τώρα τι πρέπει να γίνει ο’αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων ο’ αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;”, σελ. 49.
23. Μιχάλης Κατσαρός, ό.π., σελ. 49.
24. Νίκος Καρούζος, ό.π., σελ. 454.
25. Μιχάλης Κατσαρός, ό.π., σελ. 47.
26. Νίκος Καρούζος, ό.π., σελ. 451. 27 . Primo Levi, ό.π., σελ. 210.
28. Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σελ. 159. 29. Κώστας Παπαϊωάννου, Η ψυχρή ιδεολογία, Εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 10. 30. Η. Marcuse, “0 μονοδιάστατος άνθρωπος”, Εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 116. 31. Κ. Κύρου, “ενόλω”, Συγκομιδή 1943-1997, Εκδόσεις Άγρα, σελ. 298. 32. Αναφέρεται από τον Γ. Σεφέρη στην ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ (κείμενο “Ομιλία στη Στοκχόλμη”). 33. Νίκος Καρούζος, ό.π., σελ. 459. 34. Στέφανος Ροζάνης, Εισήγηση για τον Κώστα Παπαϊωάννου, ό.π.. 33.Κ. Καστοριάδης, Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας, Εκδόσεις Πόλις 2000. 36 . Νίκος Καρούζος, ό.π., σελ. 447. 37.0. Paz, ό.π., σημείωση 5.