του Σ. Σταμέλου, από το Άρδην τ. 71, Αύγουστος-Οκτώβριος 2008
Ήταν μια ξαφνική πρόταση από τον Κώστα η επίσκεψη στον Άθω, στο Άγιο Όρος. Πολλές φορές είχε περάσει από τη σκέψη μου, αλλά ποτέ δεν υπήρξαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις: ο χρόνος, η καλή παρέα, οι καιρικές συνθήκες. Αυτή τη φορά υπήρχαν όλα, άρα δεν μπορούσα να αρνηθώ. Κι έτσι, βρεθήκαμε η μικρή παρέα των τεσσάρων το βράδυ της Τετάρτης στη Θεσσαλονίκη, γιατί έπρεπε την επομένη το πρωί να είμαστε στην Ουρανούπολη.
Δεν είμαι ίσως ο κατάλληλος να γράψω αυτά που πολλοί θα ήθελαν για το Όρος –το Άγιο Όρος, ως λίκνο της ορθοδοξίας και ιερός τόπος για πολλούς. Η δική μας επίσκεψη ήταν περισσότερο ορειβατική και λιγότερο θρησκευτική. Πολλά πράγματα που θα διαβάσετε δεν είναι απαραίτητο να εκφράζουν ακριβώς τις σκέψεις και τις απόψεις του γράφοντα, γιατί υπάρχουν και ορισμένα που πρέπει να τα δει κανείς κάτω από το πρίσμα της φιλοξενίας, του σεβασμού στον ιδιαίτερο χαρακτήρα της περιοχής, και προπαντός να τα δει κάτω από το πρίσμα του τι αντιπροσωπεύει για πολλούς σήμερα η ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Γίνεται προσπάθεια να μείνει το κείμενο μακριά από κρίσεις και προσωπικές απόψεις.
Το Όρος, πέρα από οτιδήποτε άλλο, έχει μια τεράστια πολιτισμική, ιστορική και γραμματειακή αξία, έναν αμύθητο πολιτιστικό και ιστορικό πλούτο, και εκφράζει έναν άλλο κόσμο –στην κυριολεξία. Έρχεται από το παρελθόν και προσπαθεί να κρατήσει το παρόν του σαν μια συνέχεια. Θεωρείται κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού και κέντρο διατήρησης και συντήρησης πλούσιου υλικού, μουσείο μοναδικού θησαυρού ελληνικής τέχνης και γραμμάτων.
Φθάσαμε στην Ουρανούπολη κατά τις 8.30 το πρωί και πήγαμε κατ’ ευθείαν να πάρουμε τα διαμονητήρια (κόστος 25 ευρώ το άτομο). Η επίσκεψη στο Άγιο Όρος επιτρέπεται, όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη, το Τυπικό της Μοναστικής Πολιτείας, μόνο στους άντρες. Στις γυναίκες δεν επιτρέπεται ούτε η προσέγγιση στις ακτές του Όρους. Οι Έλληνες επισκέπτες πρέπει να έχουν μαζί τους ταυτότητα και απαραιτήτως τα διαμονητήρια (τηλέφωνο για έκδοση διαμονητηρίων 2310 252575). Η δήλωση πρέπει να γίνει τουλάχιστον 2 μήνες πριν, καθώς και ο ακριβής αριθμός των επισκεπτών και των στοιχείων τους, και οι οποίοι δεν πρέπει να ξεπερνούν τους πέντε. Οι αλλοδαποί επισκέπτες γίνονται δεκτοί σε περιορισμένο αριθμό ημερησίως, γύρω στους δέκα. Έτσι λένε τα χαρτιά.
Φύγαμε με το μικρό φεριμπότ «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ» στις 09.45 για τη Δάφνη (εισιτήριο 7 ευρώ το άτομο). Η πρώτη εμπειρία να ταξιδεύεις ανάμεσα μόνο σε άντρες, χωρίς την παρουσία του θηλυκού. Σκέψεις ανάκατες για το αλάτι της γης, το ένστικτο της αναπαραγωγής, το αφύσικο και τη φύση σε καταπίεση.
Σε δύο ώρες περίπου φθάσαμε στη Δάφνη και αναχωρήσαμε με το «ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ» (εισιτήριο 4,40 ευρώ) για τον προορισμό μας, τον αρσανά (λιμανάκι) των Καυσοκαλυβίων. Από κει αρχίζει το περπάτημα στις 2.30 το μεσημέρι, ανεβαίνοντας ένα ανηφορικό μονοπάτι με καλντερίμι και σκαλιά. Η ζέστη στο ζενίθ… Φορτωμένοι με τα σακίδια των 15 και των 18 κιλών ο καθένας.
Σε 25 λεπτά βγαίνουμε στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων και κατευθυνόμαστε στο αρχονταρίκι, στο Κυριακό, όπου είχαμε την πρώτη καλή φιλοξενία και μας προσφέρθηκε από τον μοναχό καφές, κουλούρι και νερό. Συνεχίζουμε το μονοπάτι, ένα αρκετά ταλαιπωρημένο από τα μουλάρια –κι αυτά όλα αρσενικά– που με τη συνοδεία των Αλβανών εργατών κουβαλάνε τα υλικά και τα τρόφιμα για τις απομακρυσμένες σκήτες και για τα έργα που γίνονται στην πλευρά αυτή του Όρους.
Σε δύο ώρες περίπου φθάνουμε στον Άγιο Νείλο, Μια σκήτη με μερικές «καλύβες» (σπίτια μοναχών) και βρύση με άφθονο νερό. Κατεβήκαμε στη σπηλιά όπου ασκήτεψε ο Άγιος Νείλος. Τα σκαλιά έχουν γίνει ωραία με πέτρα στον βράχο, με φόντο το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Βλέπουμε νοτιοανατολικά στο βάθος τα μικρά νησιά των ανατολικών Σποράδων και δεξιά τη χερσόνησο της Σιθωνίας. Η θέα είναι επιβλητική. Ανεβαίνοντας ξανά, βρεθήκαμε σε μια συκιά για ένα σύκο δροσερό, το φρούτο της εποχής.
Περνώντας τα μουλάρια, ακούστηκε η ρήση του προφήτη: Κάποτε θα φθάσουν οι άνθρωποι να είναι φορτωμένοι σαν τα μουλάρια. Και να, εμείς τώρα έτσι φαντάζαμε. Φορτωμένοι όπως ήμασταν με τα σακίδια των 15 και των 18 κιλών…
Διαπιστώνουμε πολύ γρήγορα τη δουλειά που κάνουν οι Αλβανοί εργάτες στο Όρος. «Ο άγιος Αλβανός». Στα μονοπάτια, στις ανακατασκευές και συντηρήσεις των μονοπατιών, των κτιρίων και των μονών γενικά. Και βέβαια, με τη συνεισφορά της «αγίας Ευρωπαϊκής Ένωσης» και των ΚΠΣ.
Φεύγουμε από τον Άγιο Νείλο στις 4.30, ντάλα ο ήλιος, για τη Μονή Μεγίστης Λαύρας. Το μονοπάτι ανηφορικό ανάμεσα σε πουρνάρια κατά το πλείστον και σχοίνα. Περάσαμε τη σάρα με τις κοτρώνες και σε μία ώρα φθάνουμε στον αυχένα. Απέναντί μας ξεχωρίζουν αρκετά η Θάσος και η Λήμνος, και κάτω, στο ακρωτήρι, η σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, όπου και η Σπηλιά του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Όπως μας είπε αργότερα ο ηγούμενος της Μεγίστης Λαύρας, είναι κλειδωμένη, γιατί κάηκε δύο φορές από τα κεριά, που τα αφήνανε αναμμένα οι προσκυνητές. Τώρα, για να πάει κανείς, πρέπει να πάρει το κλειδί από τον υπεύθυνο της σκήτης.
Η Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου Μεγίστης Λαύρας είναι ρουμάνικη και απέχει γύρω στη μισή ώρα από την κυρίαρχη μονή. Είναι σε στυλ μοναστηριού. Στη θέση της ήταν μέχρι το 1854 Κελί του Τιμίου Προδρόμου με μοναχούς καταγόμενους από τη Χίο. Η Μεγίστη Λαύρα με έγγραφό της επέτρεψε τη μετατροπή του Κελιού σε Σκήτη. Με Πατριαρχικό Σιγίλιο το 1856 επί Πατριάρχου Κυρίλλου Ζ΄ τελικά επικυρώθηκε η ίδρυση και η κοινοβιακή οργάνωση της Σκήτης από Μολδαβούς μοναχούς. Εγκαινιάστηκε το 1866. Σήμερα εγκαταβιούν 25 μοναχοί ρουμανικής καταγωγής. Το Κυριακό της Σκήτης είναι αφιερωμένο στη Βάπτιση του Χριστού. Έχει μήκος 30 μέτρα και ύψος 18 μ. (Πηγή: el.wikipedia.org)
Κατηφορίζουμε ελαφρά το καλντερίμι μέσα στο πυκνό δάσος. Κάποια στιγμή το βρίσκουμε χαλασμένο, γιατί το κατέστρεψε η χιονοστιβάδα που κατέβηκε από τον Άθω και «κούρεψε» εντελώς τα δέντρα, γεμίζοντας με κορμούς το μονοπάτι. Ίχνη από αγριογούρουνα μας δείχνουν ότι σε όλο το Όρος υπάρχουν αρκετά από αυτά, όπως είναι επόμενο, γιατί υπάρχει και πυκνό δάσος και αρκετή τροφή από τα αγριοκάστανα και τους βολβούς του δάσους.
Τηλεφωνεί ο καλόγερος στον συνάδελφό του στο άλλο μοναστήρι και τον καλεί για φαγητό. «Έβγαλα ένα πουρναρόψαρο», του λέει, «έλα να το φάμε»…(ανέκδοτο του Κώστα)
Συναντάμε τον αμαξιτό δρόμο και περνάμε καμιά τρακοσαριά μέτρα τσιμέντο. Μια παραφωνία που σχολιάστηκε αρνητικά απ’ όλους μας. Αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται, τα περισσότερα 4×4 τζιπ. Τελικά, το αυτοκίνητο κατέκτησε και το Άγιο Όρος, με αρκετές δυσάρεστες επιπτώσεις στο φυσικό τοπίο. Όλα τα μοναστήρια έχουν πια αυτοκινητόδρομο και αυτοκίνητα. Όπως μας είπε χαρακτηριστικά ο ηγούμενος της Μεγίστης Λαύρας, «εκεί που πριν λίγα χρόνια είχαμε ένα αυτοκίνητο για όλα τα μοναστήρια, τώρα έχουμε 4-5 το καθένα, και πάλι δεν μας φτάνουν». Οι μπουλντόζες, τα διάφορα σκαπτικά μηχανήματα και οι γερανοί είναι ακόμα σε πολλούς αρσανάδες ή κοντά στα μοναστήρια. Αυτοκίνητα, ηλεκτρικό ρεύμα, κινητά τηλέφωνα, και τώρα κομπιούτερς και Internet, η εισβολή της τεχνολογίας στο Όρος.
Η συντήρηση και η αναπαλαίωση των μοναστηριών επέβαλαν ίσως την παρουσία όλων αυτών των μηχανημάτων, και επομένως τη διάνοιξη των δρόμων. Ίσως σε πολλές περιπτώσεις μπορούσε να αποφευχθεί. Η συντήρηση θεωρείται αναγκαία και επιβεβλημένη. Σε μεγάλο βαθμό έγινε. Όμως, σε πολλά μοναστήρια συνεχίζεται με κονδύλια του Γ΄ ΚΠΣ και θα συνεχιστεί και στο Δ΄ ΚΠΣ, όπως μας τόνισε και ο ηγούμενος.
Η Μονή Μεγίστης Λαύρας
Φθάνουμε στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, στον προορισμό μας, στις 6.30 ακριβώς, 4 ώρες απ’ τον αρσανά των Καυσοκαλυβίων. Πλησιάζοντας, μας συναρπάζει η εικόνα της επιβλητικής μονής. Στο μυαλό μου έρχεται η ιστορία των 1000 και πάνω χρόνων της, που διάβασα στα διάφορα sites, με τις καλές και τις κακές της στιγμές, τους αγώνες με τους πειρατές. Δείγμα ο πύργος, ως το τελευταίο προπύργιο της άμυνας. Όπως είναι γνωστό ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετώπιζαν οι μονές ήταν αυτός των πειρατών. Οι περισσότεροι κατακτητές σεβάστηκαν τον μοναχικό βίο και τα μοναστήρια∙ και ειδικά του Αγίου Όρους, ήταν στο απυρόβλητο.
Γύρω από τη μονή είναι αρκετές καλλιέργειες, κυρίως αμπέλια, ελιές, κηπευτικά της εποχής, ακόμα και θερμοκηπίου. Πηγαίνοντας στο αρχονταρίκι, ο υπεύθυνος μας παροτρύνει να πάμε κατ’ ευθείαν στον εσπερινό, μετά στην τράπεζα για φαγητό, και στη συνέχεια θα μας δείξει πού θα κοιμηθούμε. Αρχίζω να περιεργάζομαι τη μονή. Εκτός από μένα, οι άλλοι είχαν επισκεφθεί πολλές φορές το μοναστήρι. Άρα ο «περίεργος» ήμουν εγώ. Τα κτίρια, ο πύργος, το ηγουμενείο, ο ναός, η τράπεζα, το αρχονταρίκι, τα κελιά, τα τεράστια δέντρα…
Η λειτουργία του εσπερινού με την παρουσία των επισκεπτών και αρκετών μοναχών έγινε με τη γνωστή κατάνυξη. Για μένα ήταν εντυπωσιακό, γιατί έμοιαζε με θεατρικό δρώμενο. Οι μοναχοί ανάμεσα στους προσκυνητές να μπαινοβγαίνουν, να ανεβάζουν και να κατεβάζουν τα καντήλια, να σβήνουν τα κεριά, να σηκώνονται και να κάθονται στα στασίδια κρατώντας το κομποσκοίνι, να περνάνε και να ασπάζονται τις εικόνες. Στο τέλος, ανακοινώθηκε στους επισκέπτες ότι μπορούν όσοι θέλουν να προσκυνήσουν τα λείψανα των αγίων που βρίσκονται στη μονή. Η συνέχεια, στην τράπεζα για το φαγητό με την παρουσία του ηγουμένου, όλων των μοναχών και των επισκεπτών. Μερικές φορές μου ερχόταν στο μυαλό το «Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο και το αντίστοιχο ιταλικό μοναστήρι των Βενιδικτίνων που περιγράφει ο συγγραφέας.
Το νόστιμο φαγητό –φασολάκια με κολοκυθάκια (τουρλού), ψωμί, σαλάτα ντομάτα, φέτα, κρασί, καρπούζι– ήταν σερβιρισμένο σε μαρμάρινα τραπέζια των 10 περίπου ατόμων. Κατά τη διάρκεια του φαγητού ένας μοναχός διάβαζε από τον άμβωνα αποσπάσματα από γραπτά αγίων. Τελειώνοντας το φαγητό, πήγαμε στο αρχονταρίκι, όπου ενημερωθήκαμε για τον χώρο που θα κοιμηθούμε. Κρεβάτια σε δωμάτιο των 15 περίπου ατόμων με καθαρά σεντόνια, τουαλέτες και μπάνια κάτω, και νιπτήρες χωρίς καθρέφτες.
Την άλλη μέρα το πρωί, κατά τις 7.30 στον όρθρο. Το καμπανάκι χτύπησε κανονικά στις τέσσερις. Πολλοί επισκέπτες πρέπει να πήγαν εκείνη την ώρα μαζί με τους μοναχούς για την ακολουθία του όρθρου. Υποψιάζομαι ότι οι μοναχοί έχουν ανάλογη «υπηρεσία» και ο καθένας έχει τον ρόλο του στη διάρκεια της ακολουθίας. Ποιος θα έχει τον κεντρικό ρόλο, ποιοι τον ρόλο του ψάλτη, ποιοι θα ψάλουν το απολυτίκιο κ.λπ.
Μετά τον όρθρο, ακολούθησε η τράπεζα. Είναι το κυρίως γεύμα –πιλάφι με γαριδόζουμο, σαλάτα αγγουροντομάτα, ελιές, παραδοσιακό ψωμί, πεπόνι, κρασί και γλυκό τυλιγμένο–, πάλι με την παρουσία όλων: του ηγουμένου, των μοναχών και των επισκεπτών. Πάλι κατά τη διάρκεια του φαγητού ένας μοναχός διάβαζε κείμενα αγίων.
Αμέσως μετά επισκεφθήκαμε τον ηγούμενο στο ηγουμενείο. Ο ηγούμενος Πρόδρομος είναι απλός, ζεστός, δραστήριος και φιλόξενος. Με τρόπο μας ενημέρωσε για τις δραστηριότητες της μονής, τα έργα συντήρησης, αλλά και γενικότερα απάντησε σε ερωτήσεις μας σχετικά με το Άγιο Όρος και τις μονές. Από τα είκοσι μοναστήρια στο Όρος, τα δεκαεννιά είναι μεν με το «παλιό» ημερολόγιο, αλλά δεν είναι «παλαιοημερολογίτικα», άλλωστε ανήκουν στο Πατριαρχείο, το οποίο είναι με το «καινούργιο». Παλαιοημερολογίτικο είναι μόνο η Μονή Εσφιγμένου, οι μοναχοί της οποίας δεν αναγνωρίζουν τον Πατριαρχείο. Οι μονές δεν εισπράττουν τίποτα από τους επισκέπτες. Τα έσοδα από τα διαμονητήρια τα διαχειρίζεται η Κοινότητα του Όρους για τις δικές της υποχρεώσεις. Βέβαια, η κάθε μονή έχει αρκετά έσοδα από τα μετόχια στη Χαλκιδική και αλλού στην Ελλάδα. Στο βιβλίο επισκεπτών της μονής καταγράφονται περίπου 15.000 επισκέπτες τον χρόνο. Πούτιν, Καραμανλής και άλλες προσωπικότητες της πολιτικής, όλοι από δω περάσανε και θα περάσουν…
Μου έκαναν εντύπωση οι προσπάθειες που καταβάλλουν στη Μονή για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών με τη μικρή υδροηλεκτρική μονάδα. Συγκεντρώνεται το νερό ψηλά σε μεγάλη υδατοδεξαμενή, και από κει, με αγωγό και αρκετή κλίση, το νερό έρχεται στη μονάδα δίπλα στο μοναστήρι, όπου παράγεται το ρεύμα. Βέβαια, τώρα το καλοκαίρι ενισχύεται και με τη γεννήτρια πετρελαίου.
Δεχθήκαμε τα δώρα και τις ευχές του ηγουμένου και αναχωρήσαμε κατά τις 11.15 με προορισμό την κορυφή του Άθω. Ξεκινάμε σχεδόν από μηδέν υψόμετρο για να φθάσουμε στις 7 το απόγευμα στα 2.033 μέτρα της κορυφής μετά από 8 ώρες περίπου. Φορτωθήκαμε για φαγητό ένα καρπούζι, ντομάτες, ελιές και ψωμί (ξερό, ό,τι απέμεινε από την τράπεζα).
Η διαδρομή για την κορυφή
Η διαδρομή ξεκινάει νοτιοδυτικά προς Καυσοκαλύβια. Το τμήμα αυτό της δυτικής πλευράς του Όρους το λένε «έρημο», γιατί δεν έχει αμαξιτούς δρόμους. Κι εδώ είναι και τα περίφημα «καρούλια», τα ασκηταριά των μοναχών στον βράχο. Φθάνοντας στον αυχένα (μία ώρα περίπου από τη μονή) παίρνουμε το μονοπάτι προς Αγία Άννα, διασχίζοντας το πυκνό δάσος με τις καστανιές, βελανιδιές, οξιές, σκλήθρα, αριές, πλατάνια στις ρεματιές. Μια μικρή ζούγκλα. Από άποψη χλωρίδας το Άγιο Όρος χαρακτηρίζεται για την πυκνή του βλάστηση. Αφθονούν σε μεγάλο βαθμό η καστανιά, η οξιά, η δρυς, το πουρνάρι, η κουμαριά κ.ά., καθώς και άπειρα πλήθη βοτάνων.
Σταματήσαμε στα Καλά Νερά, μια πυκνοδασωμένη περιοχή με αρκετά νερά, όπου πριν 5-6 χρόνια, όπως λέει ο Κώστας, η χιονοστιβάδα «ξύρισε» κυριολεκτικά όλα τα δέντρα. Η αναδάσωση είναι πλέον πολύ πυκνή και πλούσια σε όλα τα είδη. Φάγαμε το καρπούζι, γεμίσαμε κρύο νερό, και συνεχίσαμε φθάνοντας, σε 4 ώρες από τη μονή, στον Σταυρό, υψόμετρο 850 μέτρα περίπου. Είναι η διασταύρωση προς Κερασιά, Αγία Άννα και κορυφή. Έχει νερό με λάστιχο. Μέχρι εδώ μας ακολουθεί και το τηλεφωνικό καλώδιο, που σχεδόν έρπον συνεχίζει τον δρόμο του για την Κερασιά.
Παίρνουμε ξανά το κακοτράχαλο ανηφορικό μονοπάτι στο πυκνό πουρναρόδασος. Το μονοπάτι βγαίνει στην αρχή λίγο ανοιχτά, αριστερά, με θέα τη Σιθωνία, τη Σκήτη της Αγίας Άννας και τη Μικρή Σκήτη, και πιο πέρα τους αρσανάδες των Μονών Αγίου Παύλου, Αγίου Διονυσίου και Αγίου Γρηγορίου. Δεν φαίνονται οι μονές.
Λίγη στάση στην Καστανιά για ξεκούραση, με τον ιδρώτα να στάζει, και φθάνουμε στην Παναγιά, στα 1500 μέτρα περίπου, σε 2,5 ώρες από τον Σταυρό. Εδώ εργάζεται ένα μεγάλο συνεργείο με Αλβανούς μαστόρους για την ανακατασκευή της εκκλησίας. Κατασκευάζεται μεγάλος ναός με βοηθητικούς χώρους, που θα λειτουργεί και ως καταφύγιο. Εικόνα εργοταξίου. Είκοσι τέσσερεις μαστόροι και εργάτες. Παντού σκόρπια εργαλεία, υλικά και… μπόλικα σκουπίδια, πεταμένα στα πρανή. Ό,τι χειρότερο μπορούσα να δω σ’ αυτό το υψόμετρο.
Για την κορυφή, τα υπόλοιπα 500 περίπου μέτρα υψομετρική, είναι μια απότομη σχετικά ανάβαση στο γυμνό με πολλές τραβέρσες για φορτωμένα αρσενικά μουλάρια, όπως εμείς. Με τον Κώστα το κάναμε μια ανάσα, σε μία ώρα ακριβώς, με όλες τις τραβέρσες. Το έχει κάνει, λέει ο Κώστας, και 35 λεπτά χωρίς σακίδιο, και κόβοντας τις τραβέρσες. Τελικά, Κώστα, είσαι καλός ορειβάτης…
Στην κορυφή του Άθω
Φθάσαμε στην κορυφή κατά τις 7. Μαζί μας έφθασε και ένας Ρώσος, επισκέπτης του Όρους, με τον οποίο «συγκατοικήσαμε» το βράδυ μέσα στον ναΐσκο. Δεν ήξερε γρι ελληνικά ούτε αγγλικά. Άντε να συνεννοηθείς… Ξαναθυμηθήκαμε τα «σπασίμπα» και «νταβάρις». Λένε ότι το Όρος για τους Ρώσους είναι ό,τι τα Ιεροσόλυμα για τους άλλους ορθοδόξους ή η Μέκκα για τους μωαμεθανούς… Αυτό σημαίνει ότι θα ανεβεί αρκετά η επισκεψιμότητά του τα επόμενα χρόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ταμπέλες στην Ουρανούπολη είναι στα ελληνικά και στα ρώσικα… Άντε αυτά να τα έλεγες πριν 20 χρόνια…
Κι εδώ συνεργείο Αλβανών για ανακατασκευή του μικρού ναού και για να γίνει μεγάλος και επιβλητικός. Επικίνδυνο… Ίσως δεν έπρεπε. Συνήθως στις κορυφές θέλουμε ένα μικρό και ταπεινό εκκλησάκι, χωρίς πολλά… Άλλωστε, οι κορυφές δεν είναι να μένει κανείς πολύ. Χάνουν, έτσι, την αίγλη τους και τη γοητεία τους. Τα καταφύγια συνήθως γίνονται χαμηλότερα, όπως, ας πούμε, η Παναγιά. Συζητήσαμε με τους Αλβανούς, οι οποίοι έρχονται 15 χρόνια οι περισσότεροι στο Όρος και έχουν συνεργαστεί με τα περισσότερα μοναστήρια και τις σκήτες. Οι ίδιοι δηλώνουν μωαμεθανοί. Μια ειρηνική συνεργασία των δύο θρησκειών στο επίπεδο της μαστορικής και της τέχνης. Όλα γίνονται…
Θαυμάσαμε τη δύση του ηλίου πάνω από τη Χαλκιδική και τη σκιά του Άθω στο Αιγαίο. Απέραντο γαλάζιο. Από τα παράλια της Καβάλας, τη Θάσο και τη Λήμνο μέχρι τις Σποράδες, τον Όλυμπο και τον Κίσσαβο, τη Σιθωνία, την Αμουλιανή, τη Διώρυγα του Ξέρξη και το Παγγαίο. Ξαπλώσαμε σχετικά νωρίς με τους υπνόσακους στο κρύο τσιμέντο, αφού έξω φύσαγε και έκανε αρκετό κρύο. Προσέχαμε να μη χτυπήσουμε τον Ρώσο με τα πόδια μας. Και πώς να διαμαρτυρηθεί ο άνθρωπος; Τη νύχτα μπαινόβγαιναν 2-3 Μολδαβοί μοναχοί με τους φακούς, ψάχνοντας κι αυτοί καμιά γωνιά να κοιμηθούν. Ήρθαν αργά…
Η Σκήτη της Αγίας Άννας
Το πρωί, αφού απολαύσαμε την ανατολή, φύγαμε κατά τις 7 στο κατηφορικό, δύσκολο για τα γόνατα, μονοπάτι. Στον Σταυρό πήραμε το μονοπάτι για την Αγία Άννα και μετά από ένα τέταρτο περίπου ξεκίνησε η απότομη κατηφόρα και τα σκαλιά. Βάλθηκε να τα μετράει ο Κώστας. Δεν τον ρώτησα πόσα τα έβγαλε. Φθάσαμε στη Σκήτη της Αγίας Άννας, ένα πανέμορφο μπαλκόνι πάνω από τη θάλασσα. Στο Κυριακό είχαμε την καλή φιλοξενία του λαϊκού, που υπηρετεί εθελοντικά τους επισκέπτες – τσίπουρο, λουκούμι, καφέ και νερό τα κεράσματά του.
Η Σκήτη της Αγίας Άννας βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του Αγίου Όρους, μισή ώρα από τη Νέα Σκήτη και μία ώρα από τη Μονή Αγίου Παύλου. Το Κυριακό της είναι αφιερωμένο στη θεοπρομήτορα Αγία Άννα. Το 1686 ο Ματθαίος, πνευματικός του βοεβόδα Σερμπάν Καντακουζηνού (1678-88) και κτήτορας του κελλιού Άγιος Γεώργιος στην Προβάτα, αφιερώνει στη σκήτη το πόδι της Αγίας Άννας. Υπάγεται στη Μονή Μεγίστης Λαύρας.
Η Μικρά Αγία Άννα βρίσκεται σε απόσταση 15 λεπτών από τη σκήτη. Αποτελείται από επτά καλύβες. Εδώ μόνασε ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης. (Πηγή: el.wikipedia.org)
Συνεχίσαμε με τον Κώστα για τη Μονή Αγίου Παύλου, αφού συμφωνήσαμε με τον έτερο Κώστα και τον Βαγγέλη να συναντηθούμε στο καραβάκι, αλλάζοντας το πρόγραμμά μας λόγω μικρού τραυματισμού του Κώστα. Το μονοπάτι συνεχίζει μέσα στο πουρναρόδασος με μπόλικη ζέστη αλλά με θέα τη θάλασσα. Κακή εντύπωση, ξανά τα σκουπίδια πεταμένα κοντά στον οικισμό στα απόκρημνα βράχια και μέσα στα πουρνάρια, δίπλα στο μονοπάτι. Γενικά υπάρχει θέμα με τα σκουπίδια στο Όρος. Στην κορυφή σκουπίδια, στην Παναγιά, στον Σταυρό γεμάτη η ξεραμένη ποτίστρα με σκουπίδια, στην Αγία Άννα ανεξέλεγκτη χωματερή… Μα και η «αγία μπουλντόζα» που έκανε τη δουλειά της φτιάχνοντας τους δρόμους για τα μοναστήρια, τα στείρα τα πέταξε κάνοντας μικρές σάρες και πληγώνοντας το τοπίο.
Κάτω στη θάλασσα, εκτός από τα δύο καραβάκια, ταχύπλοα συνδέουν τις μονές με τη Δάφνη και την Ουρανούπολη. Για να κλείσει κανείς θέση σ’ αυτά, πρέπει να τηλεφωνήσει έγκαιρα. Φθάσαμε στον αρσανά του Αγίου Παύλου σε 45 λεπτά περίπου, όπου και περιμέναμε το καραβάκι για την επιστροφή στη Δάφνη και την Ουρανούπολη.
Μια όμορφη ορειβατική και πολιτιστική εμπειρία και μια απομυθοποίηση του Όρους. Είναι η εξαιρετική γεωγραφική θέση, είναι το άγριο και όμορφο τοπίο, η θέα του γαλάζιου και ο πλούτος των μονών, που σε κάνει να σκέφτεσαι την επόμενη επίσκεψη.
http://e-onthemountain.blogspot.com http://www.e-ecology.gr