Αρχική » Πεθαίνω σαν χώρα;

Πεθαίνω σαν χώρα;

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Παλαιολόγου, από το Άρδην τ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001

Είχα μπει στη σκοτεινή αίθουσα για να δω το έργο του Αγγελόπουλου “Μια αιωνιότητα και μια μέρα” με αμφιλεγόμενα συναισθήματα, στις αρχές Δεκεμβρίουΐ 998, έχοντας ήδη ακούσει και διαβάσει τόσες επικριτικές τοποθετήσεις ή παραναγνώσεις γι’ αυτό. Η συνηθέστερη ήταν πως το Φεστιβάλ των Καννών τού έδωσε τον «Χρυσό Φοίνικα» περίπου για να τον «ξεφορτωθεί» και, εν τέλει, για το «σύνολο του έργου του» και όχι για το έργο αυτό καθεαυτό. Εξ άλλου, η, περιβόητη για τον ανθελληνισμό της, Liberation ήδη το είχε καταδικάσει. Είχα, ακόμα, ακούσει τόσα για τη σχέση του με τον «μικρό Αλβανό των φαναριών» και την «περίεργη» αναφορά του στον Διονύσιο Σολωμό. Τέλος, πως, αυτή τη φορά, ο Αγγελόπουλος δεν έκανε ένα έργο που να σχετίζεται με την ιστορία και την πολιτική, αλλά με το προσωπικό δράμα ενός ετοιμοθάνατου άνδρα που αναπτύσσει μια συναισθηματική σχέση με το μικρό παιδί.

Παρακολουθώντας το έργο, ανακάλυπτα έκπληκτος πως ο ετοιμοθάνατος άνδρας ήμουν εγώ και εσύ, αναγνώστη μου-, hypocrite lecteur, mon semblable, mon frere, πως ο ετοιμοθάνατος άνδρας είναι αυτή η Ελλάδα του Φθινοπώρου, πως ο ήρωας του έργου, συγγραφέας και ποιητής, πεθαίνει σαν τον ήρωα του Δημητριάδη, δηλαδή «πεθαίνει σαν χώρα». Ανακάλυπτα κατάπληκτος πως ο Αλέξανδρος, ο ήρωας με το όχι τυχαίο όνομα (γιατί στα έργα του Αγγελόπουλου τίποτε δεν είναι τυχαίο), δεν ήταν μια απλή συμβολική φιγούρα της σχέσης του ανθρώπου με τον θάνατο και τον χρόνο, αλλά πως είχε «σώμα και θρησκεία» μιλούσε για τον θάνατο και τον χρόνο, σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο χώρο, για μια… συγκεκριμένη χώρα.

Η συνάντηση με την άλλη Ελλάδα

Το έργο εκτυλίσσεται στον Βορρά. Από τη θεσσαλονίκη «και πάνω», μέχρι τα σύνορα, εκεί δηλαδή που κτυπάει η καρδιά της αυθεντικής Ελλάδας (όσης απέμεινε από τη χαβούζα του Λεκανοπεδίου). Ο Αγγελόπουλος, και προφανώς όχι τυχαία, από το Τοπίο στην Ομίχλη (αυτό το παραγνωρισμένο αριστούργημα του) και μετά, αναπτύσσει όλα τα έργα του στον Βορρά, στη Βόρεια Ελλάδα, στη Βόρειο Ήπειρο, στα Βαλκάνια, χωρίς καθόλου να αναφέρει την Αθήνα. Ο συγγραφέας του έργου νιώθει, και είναι, «ξένος» στον κόσμο. Στην κόρη του και τον γιάπη άνδρα της, δεν θα αποκαλύψει καν ότι την επόμενη ημέρα αρχίζει το τελευταίο του ταξίδι προς τον θάνατο (θα εισαχθεί στο νοσοκομείο, γιατί η αρρώστια του βρίσκεται στο τελικό στάδιο). Η μητέρα του δεν θα τον καταλαβαίνει πλέον. Το παλιό του σπίτι γκρεμίζεται από τις μπουλντόζες που έχουν βάλει μπροστά η κόρη του και ο άνδρας της. Μοναδικός του σύντροφος, το γέρικο σκυλί του που η κόρη του δεν θα θελήσει να κρατήσει. Η μόνη που τον συμπονάει, και ζητάει επίμονα να τον συντροφέψει στο νοσοκομείο, είναι η πρόσφυγας, Πόντια, «οικιακή βοηθός», στην οποία θα αφήσει τελικά και τον σκύλο του. Και βέβαια, αυτός που θα συναντήσει στη μοναχική του περιπλάνηση, ο μικρός Βορειοηπειρώτης των φαναριών. Και όμως Αλβανάκι τον ανέβαζαν, Αλβανάκι τον κατέβαζαν όλοι εκείνοι που δεν πεθαίνουν με τη χώρα τους, αλλά η χώρα τους έχει ήδη πεθάνει μέσα τους.

Ωστόσο, οι συμβολισμοί του έργου είναι απολύτως διαφανείς. Ο «καθώς πρέπει» αστικός κόσμος του συγγραφέα τον αφήνει μόνο και αβοήθητο και ο ίδιος νιώθει πάντα αποκομμένος από αυτόν, ακόμα και όταν τον αναπολεί, ενώ οι μόνοι αυθεντικοί άνθρωποι που συναντάει είναι οι Έλλη-νες-ξένοι, είναι ο μικρός Βορειοηπειρώτης και η «Ρωσοπόντια».

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

Τέλος, η αναφορά του στην επανάσταση. Για ποια επανάσταση πρόκειται όμως; Όχι για κείνη με την κόκκινη σημαία, που αποκοιμιέται μαζί με τον νεαρό γενειοφόρο μέσα στο λεωφορείο των θαυμάτων, όχι για εκείνη που, από τον Θίασο μέχρι το Τοπίο στην Ομίχλη, θα στοιχειώνει τον σκηνοθέτη, αλλά για την άλλη, εκείνη του Διονυσίου Σολωμού που, «όταν οι συμπατριώτες του επαναστάτησαν ενάντια στους Οθωμανούς, αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα από την Ιταλία και να μάθει τη γλώσσα του, “αγοράζοντας λέξεις” από τη φτωχολογιά». Και ο Αλέξανδρος επιθυμεί σήμερα «να συμπληρώσει το ατελείωτο Γ’ σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων’». Δεν πρόκειται απλώς για νύξεις στη σημερινή πραγματικότητα, αλλά για σχεδόν άμεση μεταφορά. 0 ποιητής του συγγραφέα είναι ο ποιητής του εθνικού ύμνου και των «Ελεύθερων πολιορκημένων», είναι ο ποιητής της εθνικής επανάστασης, που όχι απλώς έμεινε «ημιτελής» αλλά, σήμερα, απειλείται από τους ίδιους τους απογόνους των «Οθωμανών» και χρειάζεται να «συμπληρωθεί».

Και ας πάμε στην ταυτότητα του μικρού ήρωα του έργου. Το να αναφέρεται ως «μικρός Αλβανός» δεν είναι απλά ιδεολογική συσκότιση μιας σκοτισμένης αριστεράς, αλλά διαστρέφει το ίδιο το νόημα και τη συνοχή του έργου, γιατί ο Αλέξανδρος, όπως και ο Σολωμός πριν από αυτόν, «αγοράζει λέξεις». Και τις αγοράζει από τον μικρό Βορειοηπειρώτη που μόνος αυτός ξέρει τις ελληνικές λέξεις που η ελλαδική μητρυιά αγνοεί, λέξεις όπως «κορφούλα», «αργαδινή», «ξενήτης». Γιατί συσκοτίζει τη μισή σχεδόν πλοκή του έργου, όταν ο Αλέξανδρος, πιστός στις αυταπάτες της «επιστροφής στον τόπο», θέλει, σχεδόν με το ζόρι, να ξαναστείλει τον μικρό στην Αλβανία, τον πηγαίνει ο ίδιος μέχρι τα σύνορα, και τότε ο μικρός του αποκαλύπτει πως δεν έχει πλέον κανέναν εκεί. Εξ άλλου, στα σύνορα θα βρουν μια τεράστια φυλακή, την Αλβανία, που τη φρουρούν αποκλειστικά Αλβανοί φαντάροι, χωρίς κανέναν Έλληνα φρουρό ή ελληνικό φυλάκιο. Και επιστρέφουν δρομαίως! Πώς θα ήταν δυνατό να συμβούν όλα αυτά με ένα μικρό Αλβανάκι;!

Προφανώς, διαστρέφεται το νόημα του έργου, γιατί η επιλογή του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη είναι ηθελημένη. Αν το πρόβλημα ήταν απλώς η σχέση με τον μικρό «ξένο», θα είχαν επιλέξει πράγματι Αλβανάκι. Εξ άλλου, στα φανάρια σπάνια βρίσκονται μικροί Βορειοηπειρώτες. Αν ήθελε να αναφερθεί στη σχέση με τους μετανάστες, θα επέλεγε μια Πολωνίδα ή Ουκρανή «οικιακή βοηθό» και όχι μια Πόντια. Μάταια όμως θα αναζητήσει κανείς, τουλάχιστον στις περισσότερες κριτικές που διάβασα, μια αναφορά σε αυτά τα πραγματολογικά στοιχεία του έργου.

Οπωσδήποτε, δεν απουσιάζουν αναφορές και νύξεις στην καθολικότερη αποξένωση του ανθρώπου, καθώς και στη μοίρα των μεταναστών γενικότερα, όπως ο θάνατος του μικρού Αλβανού Σελήμ, γιατί η αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας, η «ολοκλήρωση του ημιτελούς Γ’ σχεδιάσματος», δεν έχει χαρακτήρα ξενόφοβο ή ρατσιστικό. Αντίθετα, ο αποξενωμένος από τον κόσμο του συγγραφέας είναι πιο κοντά στους κάθε λογής απόκληρους και «ξένους». Όμως αυτό δεν είναι το κεντρικό σημείο του έργου. Είναι το ότι οι «Έλληνες-ξένοι», ο Αλέξανδρος -που ήταν απόμακρος ακόμα και από την πεθαμένη πια γυναίκα του που αγαπούσε-η «ρωσοπόντια», το βορειοηπειρωτάκι» (και ποια μεγαλύτερη απόδειξη της ξένωσής τους από το ότι αυτούς, τους «τελευταίους των Ελλήνων», που βίωσαν κάθε λογής δίωξη και εξανδραποδισμό εξαιτίας της ταυτότητας τους, τους βαφτίζουν Αλβανούς και «Ρωσοπόντιους»), συναντώνται σε μια χώρα που πεθαίνει. Και ο Αλέξανδρος «πεθαίνει σαν χώρα».

Μια αχτίδα φωτός

Και όμως, μέσα σε αυτό το τοπίο της θλίψης, της καταθλιπτικής ομίχλης, που φωτογραφίζει και πάλι ο Αρβανίτης, αυτοί οι «ξένοι» αντιπροσωπεύουν και τη μόνη αχτίδα φωτός γι’ αυτήν την Ελλάδα της παρακμής. Η «Ρωσοπόντια» θα παντρέψει τον γιο της σε μια καταπληκτική σκηνή χορού ανάμεσα σε γαμπρό και νύφη, ο μικρός θα φύγει, αναζητώντας τον «μεγάλο κόσμο» και ο Αλέξανδρος, αναζωογονημένος από τη συνάντηση μαζί τους, θα αποφασίσει να αντιπαλέψει τον θάνατο, δεν θα μπει στο νοσοκομείο την επόμενη μέρα και θα συνεχίσει «να αγοράζει λέξεις», για να ολοκληρώσει «το ημιτελές σχεδίασμα».

Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, σε αυτήν την Ελλάδα της ΟΝΕ και των εξαχρειωμένων γιάπηδων της εξουσίας, Βορειοηπειρώτες, Πόντιοι, Κύπριοι, άνθρωποι της ελλαδικής και ελληνικής περιφέρειας και άνθρωποι μοναχικοί και συκοφαντημένοι, είναι αυτοί που ήρθαν να φέρουν μια στάλα ζωντάνια, μια πνοή ζωής στο ημιθανές σκέλεθρο της «εθνικής μας παρακμής».

Πάντα παρούσα η προσωπική περιπέτεια, τα «πρόσωπα» των ηρώων, που μπορεί να γίνονται σύμβολα, σε έναν κόσμο τόσο συμβολοποιημένο, όπως ο κινηματογραφικός κόσμος του Αγγελόπουλου, αλλά είναι ταυτόχρονα και ζώντες άνθρωποι, με πόνο, δάκρυα, νοσταλγία, ίσως περισσότερο από ό,τι σε πολλά άλλα έργα του. Και αυτό αποτελεί ένα στοιχείο αρτιότητας της ταινίας: η προσωπική και η συλλογική ιστορία διαπλέκονται τόσο ώστε εύκολα μπορεί κανείς να την εκλάβει ως μια προσωπική ιστορία της σχέσης με τον χρόνο και τον θάνατο, εκτός συγκεκριμένου τόπου και χρόνου -εφόσον, βέβαια, επιθυμεί… διακαώς να «παραβλέψει» τη σχέση της με το «εδώ και τώρα» και διαθέτει και τις απαραίτητες ιδεολογικές παρωπίδες.

Η συγκίνηση από το δράμα ενός ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με τη «μαυρίλα του θανάτου» -τα λόγια που δεν θα ξεστομίσει ο Σολωμός-και που μέσα σε μια μέρα θέλει να ανακεφαλαιώσει όλη του τη ζωή, με τις χαρές της, τις λύπες, τις αναμνήσεις, πολλαπλασιάζεται από την ταυτόχρονη επαφή και εμπλοκή του με το «εδώ και τώρα», τον μικρό Βορειοηπειρώτη, τη «Ρωσοπόντια», τον μικρό Σελήμ, για να προσδώσει στο έργο τις διαστάσεις μιας τραγωδίας ευρύτερης, ατομικής και συλλογικής συνάμα, και να δώσει ένα από τα καλύτερα, αν όχι το αρτιότερο, έργα του Αγγελόπουλου. Σε αυτό το έργο έχουν υπερβαθεί με δημιουργικό τρόπο οι «γιαντσοϊκές» υπερβολές παλαιότερων έργων του Αγγελόπουλου με τα αργόσυρτα πλάνα και τις σεναριακές αδυναμίες. Και, όπως πάντα, οι ηθοποιοί, οι φωτογράφοι κάνουν μια υπέροχη δουλειά. Δεν είναι τυχαία λοιπόν τόσο η επιλογή του Μάρτιν Σκορτσέζε, του προέδρου της επιτροπής του φεστιβάλ των Καννών, που έριξε όλο το βάρος του για τη βράβευση του Αγγελόπουλου, ούτε της Liberation, που του επιτέθηκε.

καθώς και εκείνων, στη χώρα μας, που, με μισόλο-γα, προσπάθησαν να το συκοφαντήσουν ή να το υποβαθμίσουν. Το έργο του Αγγελόπουλου εινο. σπουδαίο και γι’ αυτό εθνικό, και είναι αληθινό γιατί είναι εθνικό.

Και, όπως στο έργο διαγράφεται τελικά μια αχτίδα ελπίδας, έτσι και το έργο του Αγγελόπουλου συνιστά, αυτό το ίδιο, μια τέτοια αχτίδα. Υπάρχουν ακόμα σ’ αυτόν τον τόπο άνθρωποι ικανοί να αναρωτιώνται πάνω στη μοίρα μας και να την αντιμετωπίζουν κατάματα. Μικροί βορειοηπειρώτες, Πο-ντιοι, ίσως και κάποιος σκηνοθέτης, ένας συγγραφέας, ένας τραγουδοποιός. Μόνος, μόνοι ίσως. αλλά έστω και αυτός «είναι μια κάποια παρηγορία»

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ