του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 28, Δεκέμβριος 2000-Ιανουάριος 2001
Στην δεκαετία που πέρασε η κατάρρευση ίου υπαρκτού σοσιαλισμού, η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, η επιβολή της νέας τάξης, η παγκόσμια ενοποίηση των αγορών, η κρίση της παραδοσιακής εργατικής τάξης μέσα από την διαδικασία αποβιομηχανοποίησης, οδήγησαν σε πλανητικό επίπεδο, αλλά, ίσως ακόμα πιο έντονα στον τόπο μας, σε μια καθολική κρίση ή και έκλειψη των κοινωνικών κινημάτων και της οικολογίας.
Σε παγκόσμια κλίμακα το μόνο σημαντικό εμπόδιο ενάντια στην νέα παγκοσμιοποιημένη βαρβαρότητα υπήρξαν οι εθνικές αντιστάσεις. Και αυτό συνέβη και στην Ελλάδα, όπως είχαμε επισημάνει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η μεγάλη αφύπνιση του εθνικού αισθήματος και καταδίκης της νέας τάξης που σηματοδοτήθηκε από τις κινητοποιήσεις για το Μακεδονικό και εν συνεχεία αποκορυφώθηκε με τις κινητοποιήσεις κατά της παράδοσης του Οτσαλάν και την επέμβαση των Νατοϊκών στη Γιουγκοσλαβία, σφράγισαν αυτή την ιστορική περίοδο. Σε πολλές περιπτώσεις τονίσαμε πως αυτή η αφύπνιση για να μπορέσει να οδηγήσει, πέρα από την αντίσταση, και σε μια θετική πρόταση, σε μια εναλλακτική πρόταση οργάνωσης της κοινωνίας και της διεθνούς τάξης έναντι της χρηματιστηριακής και πληροφορικής παγκοσμιοποίησης του ιμπεριαλισμού, θα πρέπει να συνδεθεί αναπόφευκτα και με την οικολογική διάσταση, την στιγμή που η νέα τάξη απειλεί με αφανισμό τον πλανήτη και με την κοινωνική διάσταση, μια και σε παγκόσμια κλίμακα η κατάρρευση των εθνικών ταυτοτήτων συνδυάζεται με την επέκταση της ανισότητας και της εκμετάλλευσης.
Επιπλέον τονίζαμε πάντα ότι η εθνική αντίσταση μπορεί να καταστεί αποτελεσματική και να προσφέρει εναλλακτικές δυνατότητες μόνο εάν μεταβληθεί η οικονομική πραγματικότητα και περάσουμε από ένα σύστημα παγκοσμιοποιημένης και ανεξέλεγκτης αγοράς σε μια τοπικοποίηση της παραγωγής. Διαφορετικά η εθνική αντίσταση θα παραμένει αδιέξοδη και δεν θα μπορεί να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά την ιμπεριαλιστική νέα τάξη. Εάν η Ελλάδα παραμένει μια παρασιτική απόφυση της Δύσεως, χωρίς παραγωγική βάση και στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας αντικοικολογικής τεχνοκρατοποίησης (βλέπε τρελές αγελάδες, μεταλλαγμένα, φαινόμενο του θερμοκηπίου), δεν θα μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε σοβαρή αυτόνομη εθνική στρατηγική. Ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Σημίτης είναι δούλοι των Αμερικανών και μπορούν συνεχίζουν να κυβερνούν γιατί η ελληνική οικονομία και κοινωνία είναι εξαρτημένες. Και όσο πιο παρασιτική γίνεται η οικονομία και η κοινωνία μας, τόσο πιο δύσκολα μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε διέξοδος ή να εγκαινιαστούν αντιστασιακές διαδικασίες. Γι’ αυτό και πάντοτε συνδέαμε την εθνική διάσταση με την οικονομική, την κοινωνική, την οικολογική, την πολιτισμική. Αυτή είναι η προϋπόθεση για οποιαδήποτε συνεκτική απάντηση. Διαφορετικά παρόλο που όλοι ασφυκτιούμε μέσα σε μια κοινωνία ασύλληπτης παρακμής και διαφθοράς, θα εξακολουθούμε “δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα” να σερνόμαστε πίσω από Αβραμόπουλους, Παπανδρέου και Δαμανάκη.
Σήμερα μοιάζει σε παγκόσμια κλίμα να συγκροτείται εκ νέου ένα διεθνές κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, με οικονομικές κοινωνικές και οικολογικές διαστάσεις. Αυτό το κίνημα από την εποχή του Σηάτλ μέχρι σήμερα, μέχρι την Πράγα και τη Νίκαια, θέτει και πάλι την ανάγκη μιας άλλης πορείας του πλανήτη μας και της συμμετοχής των λαών στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Στην Παλαιστίνη ο ηρωικός Παλαιστινιακός λαός αντιστέκεται για την εθνική του απελευθέρωση.
Και όμως πολλοί είναι εκείνοι και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό που θέλουν να αποσυνδέσουν την εθνική και χωρική διάσταση της παγκοσμιοποίησης από τις υπόλοιπες και να πραγματοποιήσουν το αντίστροφο ανοσιούργημα, έναν αγώνα κατά της κακής παγκοσμιοποίησης, και υπέρ της “θετικής”, συγχέοντας ηθελημένα ή αθέλητα την διεθνή συνεργασία, την ενίσχυση των πληροφοριακών ροών, και την ανάγκη της παγκοσμιότητας του ανθρώπινου πολιτισμού με την ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση. Τι μας λένε λοιπόν, Ναι στην κατάργηση των εθνικών ταυτοτήτων αλλά μέσα σε ένα οικολογικό και κοινωνικά δίκαιο πλανήτη. Όμως είναι προφανές ότι σε επίπεδο δισεκατομμυρίων ανθρώπων, χωρίς μορφές κυριαρχίας και παραγωγής σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, μπορούν να υπάρχουν μόνο αυτοκρατορίες και ολιγαρχίες. Ένας δίκαιος κόσμος μπορεί να είναιμόι/ο ο κόσμος των εθνικών, περιφερειακών, συγκεκριμένων ταυτοτήτων. Κατά συνέπεια, με τον ίδιο τρόπο που δεν μπορεί να υπάρξει εθνική διεκδίκηση χωρίς να εντάσσει και τις υπόλοιπες παραμέτρους, δεν μπορεί αντίστροφα να υπάρχει αγώνας κατά της “κακής” παγκοσμιοποίησης και υπέρ της “καλής”. Ο αγώνας είναι απλά και καθαρά κατά της παγκοσμιοποίησης, σε όλες της τις διαστάσεις, για μια παγκόσμια κοινωνία ατομικών και συλλογικών υποκειμένων που επικοινωνούν συνεργάζονται αλλά παραμένουν αυτόνομα και αυτεξούσια. Ουτοπία, ίσως, αλλά είναι η μόνη ρεαλιστική ελπίδα για μια χώρα σαν τη δική μας, μια χώρα των συνόρων.