Προδημοσίευση από την εισαγωγή του ομώνυμου βιβλίου του Γ. Καραμπελιά που θα κυκλοφορήσει από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις
Η αποόκλιση-παρέκκλιση, –η παρέγκλισις του Επίκουρου– είναι συστατική του κόσμου μας. Μια απόκλιση από τις ευθείες τροχιές των ατόμων, που θα χάνονταν στο άπειρο σύμφωνα με το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα, επιτρέπει στον κόσμο να συγκροτηθεί, στην ύλη να πορευτεί αντίστροφα από την εντροπία προς διαρκώς πολυπλοκότερες συγκροτήσεις, στο σύμπαν και στη ζωή να υπάρξουν. Αυτή η απόκλιση από την ευθεία, από το παραδεδομένο, δημιούργησε τα είδη και επέτρεψε την εξέλιξή τους από την αρχέγονη “σούπα” των αδιαφοροποίητων μονοκύτταρων οργανισμών. Η δημιουργός παρέκκλιση είναι το θεμέλιο του κόσμου και η αιτία για την εμφάνιση του ανθρώπου ως είδους, και της ιστορίας του ως δημιουργίας.
Ο Επίκουρος, σε ανύποπτο χρόνο, βεβαίως όχι πειραματικά, εργαστηριακά ή μαθηματικά, αλλά φιλοσοφικά, σύμφωνα με τη λογική επαγωγή, διετύπωσε αυτή την αρχή δύο χιλιάδες διακόσια χρόνια πριν την εκφράσει ως αρχή της απροσδιοριστίας ο Χάιζεμπεργκ. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Λουκρήτιου, του Ρωμαίου μαθητή του Επίκουρου:
όταν τα άτομα φέρονται από το ίδιο τους το βάρος σε ευθεία γραμμή προς τα κάτω μες στο κενό, σε στιγμές ακαθόριστες και σε τόπους ακαθόριστους, παρεκκλίνουν κάπως από την τροχιά τους. […] Αν δεν υπήρχε αυτή η παρέκκλιση, όλα θα κατευθύνονταν σα σταγόνες της βροχής προς τα τρίσβαθα του κενού, και καμιά επαφή, καμιά πρόσκρουση δεν θα γινόταν ανάμεσα στα αρχικά στοιχεία, κι έτσι η φύση δεν θα δημιουργούσε τίποτα…1
Αυτή την υπόθεση ήρθε να επιβεβαιώσει επιστημονικά, είκοσι τρεις αιώνες μετά, η θεωρία του bing-bang και, πειραματικά, το 1992, το δορυφορικό πρόγραμμα COBE. Οι ανιχνευτές μικροκυμάτων του δορυφόρου χαρτογράφησαν την κοσμική ακτινοβολία των “παρυφών” του σύμπαντος, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία της πρωταρχικής έκρηξης και της άνισης κατανομής της θερμότητας και της ύλης σε συμπαντική κλίμακα. Εάν από την αρχική έκρηξη τα ομοιογενώς κατανεμημένα άτομα του πρώιμου σύμπαντος είχαν κατευθυνθεί προς τα άκρα σε ευθύγραμμες ακτίνες, τότε ο κόσμος, οι πλανήτες, οι γαλαξίες, εμείς, δεν θα είχαν συγκροτηθεί. Ήταν αναγκαία λοιπόν η αρχική παρέγκλισις για τη διαμόρφωση του σύμπαντος2.
Ωστόσο ο Επίκουρος και οι επικούρειοι δεν θα μείνουν μόνον στη συγκρότηση του σύμπαντος, θα επεκτείνουν τη θεωρία της παρεγκλίσεως (του clinamen της πρώιμης δυτικής φιλοσοφίας) στο πεδίο της ανθρώπινης ιστορίας και της ελευθερίας του ανθρώπου. Η απόκλιση είναι το θεμέλιο της ανθρώπινης ελευθερίας.
Τέλος, αν όλες οι κινήσεις είναι συναρτημένες, αν κάθε καινούργια κίνηση γεννιέται από μια παλιότερη, σύμφωνα με τάξη ορισμένη, κι αν τα άτομα δεν παρεκκλίνουν και δεν σπάζουν τους νόμους του πεπρωμένου εμποδίζοντας το ένα αίτιο να διαδέχεται το άλλο επ’ άπειρον, τότε από πού προέρχεται ετούτη η ελευθερία των εμψύχων όντων πάνω στη γη; Από πού, ρωτάω, βγαίνει η βούληση η αποσπασμένη από τη μοίρα, που χάρη σ’ αυτήν πηγαίνουμε παντού όπου μας οδηγεί η θέλησή μας και κατευθυνόμαστε προς τα κει που μας πάει ο νους, σε χρόνους και τόπους ακαθόριστους; …3
Η απόσπαση από τη μοίρα, αυτό το μικρό, ελάχιστο ποσοστό ελευθερίας και αυτονομίας που δίνεται σε κάθε άνθρωπο απέναντι στον φυσικό και ιστορικό ντετερμινισμό και τη φυσική και ιστορική ετερονομία είναι συνέπεια της “επικούρειας” παρεκκλίσεως. Η ιστορία δημιουργείται από την εναντίωση στους νόμους της! Η ελευθερία είναι η αντίσταση στην αναγκαιότητα, όπως θα τονίσει ο νεαρός Μαρξ της “Διαφοράς”4 και όχι βέβαια η “συνειδητοποίηση” της ανάγκης, όπως θα υποστηρίξει ο Ένγκελς και θα σαλπίσει ο Ροζέ Γκαρωντύ στην περιβόητη σταλινική Ελευθερία5 του.
Όλοι οι Μεσσιανισμοί, θρησκευτικοί και πολιτικοί, θα αρνηθούν αυτή την “παρεκκλίνουσα” ελευθερία, για να θεμελιώσουν την ιστορία στη “μοίρα”, δηλαδή την υπέρτερη βούληση είτε του Θεού είτε των “αντικειμενικών νόμων της ιστορίας”. σύμφωνα με τον σιδηρού νόμο του ντετερμινισμού, οι ενέργειες των ανθρώπων καταλήγουν συχνά στο αντίθετο αποτέλεσμα από την εμπρόθετη κατεύθυνσή τους, πρόκειται γι’ αυτή την περιβόητη πανουργία της ιστορίας του Χέγκελ, που μεταβάλλει τους ανθρώπους σε αθύρματά της. Και όμως, αυτή η ελάχιστη “παρέκκλιση” του Επίκουρου, έστω ένας κόκκος άμμου απέναντι στην “απέραντη φύση” και την αδιαφάνεια της ιστορίας, είναι όντως υπαρκτή και αρκεί για να οικοδομήσει τη φύση ως μία συσσώρευση από αναρίθμητες αποκλίσεις ατόμων και συνόλων και να θεμελιώσει την ιστορία ως μία τεράστια συσσώρευση απειροελάχιστων ατομικών παρεκκλίσεων. [Βέβαια, ένα σύνολο παρεκκλίσεων εντάσσεται με τη σειρά του σε μια νέα αιτιοκρατική εντελέχεια και τα περιθώρια της ελευθερίας είναι διαρκώς πεπερασμένα ή και ελάχιστα, ωστόσο αυθεντικά και κατά συνέπεια… “τεράστια”.]
Για τον νεαρό ρομαντικό Μαρξ της διατριβής αρκεί η ελευθερία της επιλογής του ατομικού θανάτου, ως υπέρτατη αντίσταση στην αναγκαιότητα, για να θεμελιώσει την ελευθερία του ανθρώπου –και προς επίρρωση της θέσης του θα παραθέσει μια ρήση του Επίκουρου, όπως παραδίδεται από τον Σενέκα:
Είναι δυνατόν να ζεις μέσα στην αναγκαιότητα, όμως δεν αποτελεί αναγκαιότητα να ζεις μέσα στην αναγκαιότητα.[…] Ας ευχαριστούμε λοιπόν τον θεό που κανείς δεν είναι δυνατό να κρατηθεί με τη βία στη ζωή. Μας επιτρέπει να δαμάζουμε την ίδια την αναγκαιότητα6.
Επιχειρούμε λοιπόν μια συνηγορία υπέρ της δημιουργού παρεκκλίσεως, που, σε αντίθεση με τα ντετερμινιστικά ιδεολογήματα, είναι ο αυθεντικός δημιουργός του κόσμου μας και της ανθρώπινης ιστορίας. Μια συνηγορία που επικεντρώνεται σε δύο σημεία, πρώτον στη ρομαντική πλημμυρίδα που μετά την κρίση του εργαλειακού διαφωτισμού διαπερνά τον κόσμο μας, και δεύτερον στην παράλληλη υπέρβαση του μεσσιανισμού για την είσοδο σε μια νέα εποχή της ανθρώπινης ιστορίας, μετά από δυόμισι χιλιάδες χρόνια μεσσιανικών προσδοκιών.
Η ιδιαίτερη οπτική αυτού του δοκιμίου συνίσταται ακριβώς στην προσπάθεια συνδυασμού αυτών των δύο διαστάσεων, της ρομαντικής και της μετα-μεσσιανικής. Και συνιστά ιδιαιτερότητα διότι, ενώ η ρομαντική προοπτική έχει γίνει ευρέως αποδεκτή ως η μόνη δυνατότητα αντιμετώπισης των αδιεξόδων της νεωτερικότητας και της εργαλειακής υποστροφής του διαφωτισμού, αντιστρόφως, η κριτική του μεσσιανισμού προωθείται από τους υπερασπιστές των εργαλειακού ορθολογισμού και εμφανίζεται ως η “ρεαλιστική” αποδοχή του υπάρχοντος κόσμου, ως η απόρριψη κάθε ρομαντικής κριτικής. Κατά συνέπεια η σύνθεση ρομαντισμού και κριτικής του μεσσιανισμού θέλει να αντιπαρατεθεί ταυτόχρονα στον αντιρομαντικό εργαλειακό Λόγο και τον ρομαντικό μεσσιανισμό.
Διότι εκ παραλλήλου εμφανίζονται φθίνουσες αλλά διαρκώς ανανεούμενες εκδοχές του μεσσιανισμού, ο θρησκευτικός και ο αναρχομαρξιστικός, που επιχειρούν τη συγκρότηση ενός νέου τύπου μεσσιανικού ρομαντισμού. Στη θρησκευτική εκδοχή πρόκειται για έναν συνδυασμό της επιστροφής στον χρυσού αιώνα του Ισλάμ ή του Κρίσνα με τη μεσσιανική εξαγγελία της σύντομης και καθολικής επικράτησης έναντι των ασεβών. Όσο για την αναρχομαρξιστική εκδοχή, η αποδοχή της οικολογίας και η απόρριψη της γραμμικής αντίληψης της προόδου, σε αντίθεση με την παλιά σταλινική παράδοση, συνδυάζεται με την ταυτόχρονη επανεμφάνιση μιας μεσσιανικής αντίληψης μιας ανατροπής, ως μίας τελεσίδικης “Παρουσίας” που θα άρει κάθε αδιαφάνεια, αλλοτρίωση και ετερονομία.
Στην πραγματικότητα, μια επαναστατική και επίκαιρη εκδοχή του ρομαντισμού είναι όχι μόνον απαραίτητη για την ίδια την επιβίωση του ανθρώπου, ως είδους, στην εποχή της τεχνολογικής ύβρεως, αλλά έρχεται σε αντίθεση και θα πρέπει να υπερβεί οποιαδήποτε μεσσιανική εσχατολογία. Διότι η ίδια η δυναμική του μεσσιανισμού ανατρέπει, μέσα από την εσώτερη ανάπτυξή της, κάθε αυθεντικό ρομαντικό εγχείρημα. Ο μεσσιανισμός οδηγεί την όποια επαναστατική απόπειρα σε ολοκληρωτικές ή/και γραμμικές καταλήξεις, άσχετα με τις προθέσεις των εμπνευστών του. [Σε ό,τι αφορά στις ολοκληρωτικές παραλλαγές, η ιρανική επανάσταση εμπνεόταν από έναν μεσσιανικό ρομαντισμό θρησκευτικού τύπου, ενώ εκείνη της Καμπότζης και των ερυθρών Χμερ, μαρξιστικού. για να μην αναφερθούμε στον εβραϊκό μεσσιανισμό του ορθόδοξου σιωνισμού και στο Μύνστερ του Τόμας Μύντσερ μερικούς αιώνες πριν7. Όσο για τις γραμμικές συνεκδοχές, ουκ έστιν αριθμός. Από τον προτεσταντικό μεσσιανισμό και την χωρίς φραγμούς ανάπτυξη του καπιταλισμού έως τον επιστημονικό και τεχνολογικό μεσσιανισμό του διαφωτισμού, τα μεσσιανικά οράματα της “απελευθέρωσης” θα καταλήγουν συχνά στη χειρότερη σκλαβιά.]
Αυτά τα οράματα υπήρξαν και παραμένουν συνδεδεμένα με έναν ορισμένο τύπο ανθρώπινων κοινωνιών, όπου η μεσσιανική προσδοκία αποτελούσε το ισχυρότερο εργαλείο της κοινωνικής και τεχνολογικής εξέλιξης. Το όραμα της απελευθέρωσης, της “παρουσίας”, αποτελούσε τη μόνη λύση απέναντι στην ακινησία και τον εγκλωβισμό στην αρχέγονη τάξη πραγμάτων. Οι μεσσιανικές εκτινάξεις ήταν συχνά η μόνη διέξοδος των σκλάβων απέναντι στην παγιωμένη εξουσία8. Γι’ αυτό και σήμερα οι μεσσιανισμοί θα συνεχίσουν να εμφανίζονται ως διέξοδος σε λαούς και πολιτισμούς, καταπιεσμένους και αλλοτριωμένους από την κοινωνική ανισότητα και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, στο Ισλάμ, την Ινδία, εν μέρει στη Λατινική Αμερική κ.λπ.
Υπό το φως αυτών των διευκρινήσεων δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε πως η υπέρβαση του μεσσιανισμού, ως έκφραση της ιστορικής ολοκλήρωσης μιας περιόδου, συνεπάγεται την καταδίκη και την αναθεώρηση της σημασίας του επαναστατικού μεσσιανισμού στην ιστορική διαδρομή, από τον Ακενατών μέχρι τον… Τσε Γκεβάρα, και την καταδίκη κάθε εξέγερσης που προσλαμβάνει σήμερα μεσσιανικά χαρακτηριστικά σε ορισμένες χώρες και πολιτισμούς, ιδιαίτερα του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Απλώς επισημαίνουμε πως το επαναστατικό δυναμικό του μεσσιανισμού εξαντλείται ή μάλλον έχει ολοκληρωτικά εξαντληθεί σε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη και εκεί ο μεσσιανισμός αποκτά χαρακτηριστικά συντηρητικά και αντιδραστικά: Μεσσιανισμός του τεχνολογικού μετανθρώπου ή του προτεσταντικού φονταμενταλισμού στην Αμερική, σιωνιστική εκτροπή του εβραϊκού προφητισμού, βαχαμπιτισμός στη Σαουδική Αραβία ή αντιδραστικές εκδοχές του ισλαμικού φονταμενταλισμού στο Πακιστάν και του ινδουιστικού στην Ινδία, για να μην αναφερθούμε στο πρόσφατο παράδειγμα του “Φωτεινού μονοπατιού” στο Περού.
Ανάλογη είναι και η εξέλιξη στον χώρο των ιδεών και της φιλοσοφίας. Ο μεταμοντερνισμός του Λυοτάρ και η απόρριψη των “μεγάλων αφηγήσεων” από τον Φουκώ, η επιμονή του Ρώουλς στις ηθικές διαστάσεις της ανθρώπινης κατάστασης, το “επικοινωνιακό πράττειν” του Χάμπερμας, η απόρριψη του ντετερμινισμού από τον ύστερο Αλτουσέρ, αποτελούν απλώς ένα ιδεολογικό σύμπτωμα –άσχετα με το, εάν και πόσο, συμμερίζεται κανείς τις απόψεις τους– αυτής της εξάντλησης της μεσσιανικής εποχής και των θεωριών της απόλυτης διαφάνειας του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Η “επιστροφή” στην αρχαία σκέψη και ιδιαίτερα στις επικούρειες εκδοχές της αποτελεί μία επί πλέον ένδειξη της υπέρβασης των ντετερμινιστικών μεσσιανικών αντιλήψεων. Το αρχαιοελληνικό ιδεώδες μιας εμμονής στη μεσότητα, όπου η ιστορία και ο “κόσμος”, η κοινωνική αλλαγή και απόρριψη των ολοκληρωτισμών, η οραματική προσδοκία και η κατανόηση της τραγικότητας και του διαρκώς ανολοκλήρωτου των ανθρωπίνων εγχειρημάτων θα συνδυάζονται μεταξύ τους, αποτελεί και πάλι το ζητούμενο της εποχής μας.
Με εκείνον τον ανεπανάληπτο Μάιο του 1968 εξήλθαμε οριστικώς από τη μεσσιανική εποχή9. Το όραμα της επ-ανάστασης μπόρεσε επί τέλους να συνδυαστεί με τη συνειδητοποίηση της μεταβατικότητας και της τραγικότητας της ανθρώπινης κατάστασης, πως δεν υπάρχει καμία οριστική και τελεσίδικη Aufhebung, παρόλο που αενάως θα την αποζητούμε. Ο μεσσιανικός ρομαντισμός ενός Μπλοχ ή ενός Μπένγιαμιν, συνδεδεμένος με μια επαναστατική εβραϊκή αποκατάσταση, που εξιδανικεύτηκε ευγενώς στην πανανθρώπινη αποκατάσταση του προλεταριάτου –από το έθνος-παρία στον άνθρωπο-σκλάβο στην ολότητά του–, ανήκει πλέον, οριστικά, στο παρελθόν. Πρόκειται για ένα παρελθόν που εξακολουθεί να εμπνέει, ωστόσο ανεπίστρεπτο.
Ο ρομαντισμός της εποχής μας δεν μπορεί παρά να είναι σισύφειος, βασανισμένος, υψιπετής και ταυτόχρονα ταπεινός, με συνείδηση των ορίων και ταυτοχρόνως χωρίς όρια στην ονειροπόλησή του. Ένας ρομαντισμός που διαγράφει έναν νέου τύπου ήρωα, με aspiring mind και ταυτόχρονα εσωστρεφή, με μια ακάματη και άσβεστη επιθυμία ανατροπής και ταυτόχρονα με συνείδηση για τα όρια κάθε ανθρώπινης προσπάθειας.
Θα πρέπει ωστόσο να κάνουμε κάποιες αναγκαίες διευκρινίσεις για τη δεύτερη παράμετρο της σύνθεσης, τον ρομαντισμό, και τον ισχυρισμό το οποίο διατυπώνουμε, πως ζούμε μια εποχή γενικευμένης επιστροφής του. Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο ρομαντισμός-ρομαντικός, δεν περιοριζόμαστε σε ένα λογοτεχνικό και πνευματικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα ως αντίδραση στον θριαμβεύοντα βιομηχανισμό, αλλά σε ένα γενικότερο και διαρκέστερο ρεύμα σκέψης που διαπερνά την ανθρώπινη ιστορία, και οπωσδήποτε τα τελευταία διακόσια πενήντα χρόνια, από τον Ρουσσώ έως τον… κομαντάντε Μάρκος.
Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του 19ου αιώνα, από τον Μπολιβάρ έως τον Μακρυγιάννη και τον Γαριβάλδι, θα εμπνέουν τον ακατάβλητο καλλιτεχνικό ρομαντισμό ενός Μπάιρον ή ενός Βέρντι. Οι ρομαντικές αντιλήψεις, που παραπέμπουν στη φύση, στην ανθρώπινη κοινότητα, στις “ρίζες”, αποτέλεσαν ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία κάθε επαναστατικής και ριζοσπαστικής κριτικής στον αναδυόμενο καπιταλισμό. Ποιητές όπως ο Μπλέικ και ο Πούσκιν, ζωγράφοι όπως ο Γκόγια, συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι, δοκιμιογράφοι όπως ο Ράσκιν και ο Πεγκύ, επαναστάτες όπως οι Προυντόν, Μπακούνιν, Κροπότκιν, Τορώ, θα αντλήσουν κατ’ εξοχήν από το ρομαντικό υπόστρωμα. Το ίδιο, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση, θα κάνει ο Μαρξ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Μάο τσε Τουνγκ, παρά τη “διαφωτιστική” εκτροπή του μαρξισμού. Όταν ο Μαρξ αναφέρεται στην κομμουνιστική κοινωνία ως μια κοινωνία όπου κανείς θα είναι ελεύθερος “να ψαρεύει” ή όταν περιγράφει τον καπιταλισμό ως ένα σύστημα που μέσω του καταμερισμού εργασίας κομματιάζει τον άνθρωπο, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αντλεί από τις ρομαντικές αντιλήψεις, έστω και αν αυτές συγκρούονται μέσα στο ίδιο του το έργο με τον τεχνολογικό ντετερμινισμό του. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η θεωρία της για τη “συσσώρευση του κεφαλαίου” θα κατηγορηθεί από τον Λένιν για “οικονομικό ρομαντισμό” και ο Μάο θα στραφεί στο παρελθόν της Κίνας και την αγροτιά για να συνθέσει την κινέζικη πραγματικότητα με τον μαρξισμό! Και βέβαια ο Μαχάτμα Γκάντι θα πάει ακόμα πιο πέρα σε αυτή την επιστροφή στις “ρίζες”, με την απόρριψη του βιομηχανισμού και το βύθισμα στις πηγές της ινδικής παράδοσης ως του μοναδικού δρόμου για την απελευθέρωση.
Η ίδια η φιλοσοφία του 20ού αιώνα θα είναι κατ’ εξοχήν “ρομαντική”: O Βιτγκενστάιν καταγγέλλει την κατασκευαστική υφή του σύγχρονου πολιτισμού, o Ερνστ Μπλοχ, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και η Σχολή της Φραγκφούρτης –βεβαίως εκτός του Χάμπερμας– αποκαλύπτουν το πρόσωπο του διαφωτισμού, ο Χάιντεγκερ και ο Καστοριάδης στρέφονται ενάντια στον εργαλειακό και τεχνολογικό ορθολογισμό και ανατρέχουν στην αρχαιότητα –από τους προσωκρατικούς έως την αθηναϊκή άμεση δημοκρατία– για να αναζητήσουν τα πρότυπά τους. Το ίδιο θα συμβεί με το μεγαλύτερο πολιτιστικό και πολιτικό κίνημα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα: το “κίνημα του ’68” υπήρξε προπαντός “ρομαντικό” κίνημα, προβάλλοντας τις αξίες της απόλαυσης, την επιθυμία, τη φύση, τις “σχέσεις” έναντι της παραγωγής, της παραγωγικότητας, της απόδοσης, της μηχανικής κυριαρχίας.
Εν τέλει, δίχως τον ρομαντισμό, που παραπέμπει στην ίδια την ανθρώπινη φύση, δεν θα μπορούσαμε να νοήσουμε οποιοδήποτε κίνημα απόρριψης του υπαρκτού κόσμου.
***
Η κρίση της “υπερ-νεωτερικότητας” συνίσταται κατ’ εξοχήν στην αδυναμία της να συγκροτήσει καθολικούς μύθους, ιδεολογίες, προτάγματα, σχέδια κοινωνικής οργάνωσης που να αφορούν όλους τους ανθρώπους. Αντ’ αυτού προωθεί μια πραγματιστική εργαλειακή ομογενοποίηση. Αλλά επειδή το “ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος” έχει μια βαθύτατη οντολογική διάσταση, οι άνθρωποι απορρίπτουν την ψευδο-καθολικότητα του εργαλειακού διαφωτισμού και κατά συνέπεια την κυριαρχία της Δύσεως. Γι’ αυτό και οιαδήποτε πιθανή νέα οικουμενικότητα δεν θα διαθέτει ένα και μοναδικό επίκεντρο, θα είναι –για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία– όντως πλανητική αφού διασχίσει “παρεκκλίνουσες διαδρομές” ιδιαιτερότητας.
Οι διαδρομές των ανθρώπων θα περάσουν μέσα από την αναζήτηση της ταυτότητάς τους, μια ταυτότητας “κρυμμένης” κάτω από βουνά Μακντόναλντς, ποταμούς κόκα-κόλας, και τις εικόνες του “Μπόγκι” και της Μαίριλυν στους τοίχους των φοιτητικών δωματίων. Και μόνο επί τη βάσει της ταυτότητάς τους “θα ξανοιχτούν” στον μεγάλο κόσμο της πλανητικής ή και διαπλανητικής περιπέτειας. Όσοι από μας έχουν παρακολουθήσει με κάποια προσοχή την ιστορία των κοινωνικών και ιδεολογικών κινημάτων της τελευταίας τριακονταπενταετίας –από το 1968 και στο εξής– έχουν ήδη εξοικειωθεί με την αντίστοιχη προβληματική: Οι νέοι και οι γκεριλέρος της Λατινικής Αμερικής θα αμφισβητήσουν την καθολικότητα του “προλεταριακού υποκειμένου”, οι μαύροι των ΗΠΑ, οι γυναίκες και το οικολογικό κίνημα θα επιβάλουν την δική τους ιδιαίτερη οπτική. Η παλαιά καθολικότητα θα διαρραγεί ανεπανόρθωτα. Και θα ακολουθήσει η ανάδυση των εθνοτικών, εθνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων. Η ολοποιητική –και εν πολλοίς ολοκληρωτική– ικανότητα της νεωτερικότητας θα αμβλυνθεί και θα συνεχίσει να επιβάλλεται πλέον μόνο μέσω της καταστολής –εκείνης του εμπορεύματος αλλά και των Στελθ αν παραστεί ανάγκη– έχοντας απολέσει την ηγεμονία στις καρδιές των ανθρώπων. Πολιτισμοί που έμοιαζαν ανεπανόρθωτα χαμένοι κάτω από τον κατακλυσμό της δυτικής νεωτερικότητας και του ορθολογισμού της, πολιτισμοί που “ντρέπονταν” για την υπόστασή τους, πολιτισμοί υποτελείς, μέχρι χθες, στο δυτικό παράδειγμα, θα αναβιώσουν και πάλι.
Από τη μακρινή Ασία έως την καρδιά της Ευρώπης, οι άνθρωποι στρέφονται στην παράδοσή τους, τον πολιτισμό τους, τη θρησκεία τους, για να συγκροτήσουν εξ αρχής μια νέα κοσμοεικόνα που θα έχει ως αφετηρία την ίδια τους την υπόσταση, την ιστορία, τον πολιτισμό τους. Και μόνον “μέσα” από την ανάπτυξη της “ιδιαιτερότητας” θα τίθεται εκ παραλλήλου το αίτημα της καθολικότητας ως συνάντησης πολιτισμών και ταυτοτήτων. μιας καθολικότητας που δεν θα είναι πια σχέση αφέντη και δούλου, αποικιοκράτη και αποικιοκρατούμενου αλλά, επιτέλους, συνάντηση ελευθέρων ετεροτήτων στο προσκήνιο της ιστορίας.
Το ερώτημα βέβαια είναι εάν έχουμε τον χρόνο πλέον για ένα απελευθερωτικό εγχείρημα, εάν έχουμε τον χρόνο να σταματήσουμε τον αδυσώπητο μηχανισμό που οδηγεί στην ίδια την υποδούλωση του ανθρώπου στα τεχνουργήματά του, ή, όπως υποστήριζε ο Μπένγιαμιν ήδη στη δεκαετία του 1930, το φυτίλι έχει ήδη αγγίξει τον δυναμίτη. Και επειδή ακριβώς το αίτημα είναι να “σταματήσουμε τον χρόνο”, ή μάλλον να τον “γυρίσουμε προς τα πίσω”, η επερχόμενη ιστορική σύγκρουση, η καθολική ρήξη ανάμεσα στις δυνάμεις του τεχνολογικού θανάτου και της ζωντανής φύσης, θα εμφανιστεί ως μια γενικευμένη σύγκρουση ανάμεσα στον εργαλειακό ορθολογισμό και τον ρομαντισμό. Επειδή αφεθήκαμε τόσο πολύ στις αυταπάτες της κυριαρχίας επί της φύσεως, φθάσαμε, με τον μετάνθρωπο, στην υποταγή του ίδιου του ανθρώπου στα τεχνήματά του. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν πλέον δυνατότητες μιας διαφωτιστικής “συνθέσεως”. Αυτές ετίθοντο ίσως έναν ή δύο αιώνες πριν. Σήμερα, η οποιαδήποτε σύνθεση θα έχει πρόσημο ρομαντικό, αντι-εργαλειακό, για να δει το μέλλον, θα στρέφεται προς τα πίσω, στην ανθρώπινη ιστορία, δεδομένου ότι αν συνεχίσουμε προς τα “εμπρός”, κάτω από τα λάβαρα του διαφωτισμού, έχουμε πατήσει ήδη το κατώφλι της μετανθρώπινης κατάστασης. Η επικούρεια παρέκκλιση γίνεται σήμερα μια αδήριτη ανάγκη για να συνεχιστεί η ίδια η ανθρώπινη ιστορία. Μια παρέκκλιση από τα χρηματιστήρια, τους ουρανοξύστες και τα ηλεκτρονικά ρολόγια που ρυθμούν με καφκική ενδελέχεια το απανθρωποποιημένο τοπίο ενός έρημου πλανήτη.
***
Στο πρώτο μέρος επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε την πορεία του μεσσιανισμού, από την υπέρβαση της αρχαίας ελληνικής ισορροπίας φύσης και ιστορίας, χώρου και χρόνου, μέχρι την υποταγή του χώρου στον χρόνο, του Είναι στην ασθματική οντικότητα του μηχανικού χρόνου και στην τεχνολογική ύβρη του μετανθρώπου. Οι υποχρεωτικοί σταθμοί και αναβαθμοί αυτής της προμηθεϊκής-μεσσιανικής πορείας θα είναι ο Χέγκελ και ο Μαρξ. ο διαφωτισμός θα εμφανιστεί με τον Χέγκελ ως η απόπειρα υπέρβασης της ατάραχης αρχαιοελληνικής “κοσμιότητας” και της άρσης της χριστιανικής αλλοτρίωσης, ως η απόπειρα της αποθέωσης της ιστορίας. ο δε Μαρξ θα προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα και θα ανακαλύψει στο προλεταριάτο τον προνομιακό φορέα της υπέρβασης κάθε διχασμού, κάθε αλλοτρίωσης, κάθε αδιαφάνειας. Και όταν ο Προμηθέας με σάρκα και οστά, που έρχεται από την παλιά ανθρώπινη ιστορία, θα κουραστεί και θα συναντήσει τα αδιέξοδα του 20ού αιώνα, θα αναδειχθεί ως εφιάλτης και προσδοκία του 21ου ο μετάνθρωπος, ως δημιούργημα του ανθρώπου που πηγαίνει πέρα από το ανθρώπινο είδος.
Στη συνέχεια παρακολουθούμε την κρίση της νεωτερικότητας, την ανάδυση της μεγάλης αμφιβολίας του 20ού αιώνα για τις δυνατότητες και τα πεπρωμένα του κατασκευαστικού διαφωτισμού. Η κρίση του μαρξισμού, ως αποκλειστικής κανονιστικής θεωρίας του ανθρώπινου πράττειν, ως της “ευγενέστερης” και πλέον ολοκληρωμένης εκδοχής του διαφωτισμού, κρίση που δεν υποστασιοποιήθηκε μόνον ή κυρίως στα πεδία των θεωρητικών μαχών αλλά κατ’ εξοχήν στα Καταλανικά Πεδία της ιστορικής πράξεως, είναι αμετάκλητη. Ανάλογη υπήρξε και η εξάντληση του ιουδαϊκού προφητισμού, ως του σημαντικότερου φορέα του σύγχρονου μεσσιανισμού, που θα απολέσει το όραμα μιας πανανθρώπινης απελευθέρωσης και θα εκφυλιστεί στον σιωνιστικό μεσσιανισμό και την τετριμμένη κυριαρχία στον κόσμο του διχασμού.
Και μόνο η “ρομαντική” ανωμαλία θα αναδειχθεί ο “σωτήριος” πόλος μιας νεωτερικότητας που εμπεριείχε ταυτοχρόνως τα διαφωτιστικά εργαλειακά στοιχεία και τη ρομαντική εξέγερση. Ακόμα και η μαρξιστική σύνθεση θα ήταν ακατανόητη δίχως τον επαναστατικό ρομαντισμό. Ο μαρξισμός, όπως και όλες οι εθνικοαπελευθερωτικές και επαναστατικές παραδόσεις των δύο αιώνων που μεσολάβησαν από τη γαλλική επανάσταση έως την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ήταν διφυής, αντλούσε ταυτόχρονα από το παρελθόν και από το μέλλον, από τον ρομαντισμό και την υπερ-τεχνολογική ουτοπία. Σήμερα, με την ήττα της σοσιαλιστικής απόπειρας και την απορρόφηση του διεθνισμού και του ντετερμινισμού από το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, ο καπιταλισμός εμφανίστηκε, έστω και πρόσκαιρα, απελευθερωμένος από την αμφισβητησιακή σκιά του, “ελεύθερος” να αναπτύξει την ατομοκεντρική και τεχνολογική ουτοπία του μέχρι “το τέλος”, τη δημιουργία ενός τεχνητού ανθρώπου, και να αποκαλύψει το κενό του. κατά συνέπεια… επιτρέπει και στο ρομαντικό έτερο ήμισύ του να αποτινάξει την επικυριαρχία του και να αναδειχθεί σε αυτόνομο και ηγεμονικό πόλο μιας νέας συνθέσεως.
Ο εργαλειακός διαφωτισμός έφτασε τόσο μακριά ώστε ο θεμελιώδης άξονας μιας νέας συνθέσεως δεν μπορεί παρά να είναι ο επαναστατικός ρομαντισμός. Μπροστά στον κίνδυνο της καταστροφής του πλανήτη και της ανθρώπινης φύσης μόνο μια ριζική αναθεμελίωση του κόσμου μας είναι πλέον εφικτή, μια “καινή διαθήκη”, ένα νέο ιστορικό συμβόλαιο με τη φύση –και τον άνθρωπο καθόσον φύση– μια “επιστροφή” στην αρχαιοελληνική ισορροπία κόσμου και ιστορίας.
Μια τέτοια αναθεμελίωση θα θέσει τέλος στην αποϊεροποίηση και θα ξαναμαγεύσει τον κόσμο και τις ανθρώπινες σχέσεις. Η ριζική εκκοσμίκευση, η μετατροπή κάθε τι του ιερού σε βέβηλο και αντικείμενο χειρισμού, οδήγησε στο αδιέξοδο της κοινωνιοκεντρικής και τεχνολογικής ύβρεως
Ένα νέο ανθρωπολογικό πρότυπο αποτελεί το ζητούμενο και τον πυρήνα αυτού του νέου συμβολαίου. Διότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί ένας νέος πολιτισμός, μια μετα-μεσσιανική ιστορική εποχή δίχως έναν νέο άνθρωπο. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο δυτικός πολιτισμός στηρίχθηκε στη σύνθεση του ελληνικού λόγου, της εβραϊκού μεσσιανισμού και της ρωμαϊκής εργαλειακής αποτελεσματικότητας, για να συγκροτήσει το πρότυπο του νεωτερικού ανθρώπου, έτσι και η μετα-νεωτερική εποχή απαιτεί και προετοιμάζει έναν νέο άνθρωπο. Είτε εκείνον του ιουδαιοπροτεσταντικού προτύπου του μετανθρώπου, είτε μια πρωτότυπη και καινοτόμο σύνθεση που θα επιστρέφει στην αρχαιοελληνική ισορροπία, θα συναντάει τους μεγάλους πολιτισμούς και παραδόσεις της Ανατολής και προπαντός θα φέρνει στην επιφάνεια το μη χρησιμοθηρικό υπόστρωμα όλων των ανθρώπινων κοινωνιών. Διότι ο τρόπος συγκρότησης αυτού του νέου ανθρώπινου τύπου δεν μπορεί παρά να είναι πολυσθενής και πλουραλιστικός. Θα επικοινωνεί με όλους τους υπόλοιπους λαούς και πολιτισμούς στο πλανητικό χωριό και θα αντλεί από την ιδιοπροσωπία του για να μπορεί να επικοινωνεί ισότιμα.
Πρόκειται για έναν νέο ανθρώπινο τύπο, για τον οποίο σημασία έχει το ταξίδι για την Ιθάκη, έστω και εάν το αγκυροβόλιο θα παραμένει διαρκώς προσωρινό. Αυτός ο μη τελεολογικός τύπος ανθρώπου δεν προσδοκά πλέον τον Παράδεισο, χωρίς ωστόσο να πάψει να τον ονειρεύεται και να αποπειράται διαρκώς ένα νέο ταξίδι για την Ιθάκη. Αυτός ο μη μεσσιανικός ρομαντικός των καιρών μας που μπαίνει και ξαναμπαίνει στο πέλαγος, γνωρίζοντας πως ποτέ δεν θα το εξαντλήσει, είναι πολύ πιο τραγικός από τον ήρωα της μεσσιανικής εποχής, που πίστευε σε κάποια οριστική “αποκατάσταση”. Είναι ένας ανθρώπινος τύπος που μοιάζει περισσότερο με τον “πρόμαχο” ήρωα της ελληνικής λαϊκής παράδοσης10, παρά με τον Μεσσία της εβραϊκής.
Έχοντας επί τέλους αντιληφθεί τη θεμελιακή μας μεταβατικότητα, έχοντας κατανοήσει πως δεν υπάρχει καμιά κρυμμένη φιλοσοφία της ιστορίας, έχοντας συνειδητοποιήσει την ταυτόχρονη ταύτισή μας με τη φύση και την ιδιαιτερότητά μας –αυτή τη δυαδικότητα μέσα στην ταυτότητα που υπογράμμιζε ο Σέλλινγκ– εισερχόμεθα πλέον στον τραγικό κόσμο του εκπληρωμένου και του ανεκπλήρωτου, της επιγνωσθείσας ετερονομίας και της διαρκώς αναζητούμενης αυτονομίας, σε αυτό το “συναμφότερον” της παράδοσής μας11. Ο κύκλος της ανθρώπινης περιπέτειας, από την ανάδυση του χριστιανικού κόσμου μέχρι τις μέρες μας, υπήρξε όντως μεγάλος, και όμως νά ‘μαστε πάλι “στην αρχή”. Ωστόσο άξιζε τον κόπο, διότι “η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι”.
Γιώργος Καραμπελιάς
Σημειώσεις
1. Βλέπε Λουκρήτιος, Περί φύσεως (De rerum Natura) μετ. Κωνσταντίνος Θεοτόκης, εκδ. Νεφέλη, 1990, ΙΙ, 216-224. Για τη μετάφραση του αποσπάσματος του Λουκρητίου βλέπε, D.S. Hutchinson, (Εισαγωγή), Γ. Αβραμίδης (επιμέλεια), Πέτρος Οικονόμου (μτφρ. Λατινικών) Επίκουρος Κείμενα-πηγές της επικούρειας φιλοσοφίας και τέχνης του ευ ζην, εκδ. Θύραθεν, Αθήνα 2000, σσ. 120-121.
2. Eric Anderson, Ο Επίκουρος στον 21ο αιώνα, εκδ. Θύραθεν, Αθήνα 2002, σσ. 172-3.
3. Λουκρήτιος, Περί φύσεως (De rerum Natura) ό.π., σημ. 1, ΙΙ, 251-260. Για τη μετάφραση του αποσπάσματος του Λουκρητίου ό.π.,
σημ. 2 .
4. Βλέπε, Karl Marx, Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας (Εισαγωγή μετάφραση, σχόλια, Π. Κονδύλης ), Γνώση, Αθήνα 1983. [Πρόκειται για το πρώτο γραπτό κείμενο του Μαρξ, τη διδακτορική του διατριβή].
5. Ροζέ Γκαρωντύ, Η ελευθερία, (μετάφραση Φωφώς Σακελλάρη και Σωτήρη Τουτούνα), εκδόσεις Κυψέλη, Αθήνα 1960.
6. Karl Marx, ό.π. σ. 79. [Senec. Epist. 12 [,10-11]. σ. 42. Malum est in necessitate vivere; sed in necessitate vivere, necessitas nulla est … Agamus Deo gratias, quod nemo in vita teneri potest. Calcare ipsas necessitates licet…(Epicurus dixit)].
7. Βλ. Ερνστ Μπλοχ, Η επαναστάση των χωρικών στη Γερμανία, και M. Yurcenar, L’ oeuvre au noir.
8. Ίσως μία από τις ελάχιστες κοινωνίες που δεν πρόκρινε τη μεσσιανική διέξοδο ήταν η αρχαία ελληνική στην κλασική εποχή. Η αρχαία ελληνική κοινωνία βγήκε από την εποχή του μύθου όχι δια του μεσσιανισμού αλλά δια της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και της θεατροκρατίας – τι λιγότερο μεσσιανικό από τον Ευριπίδη! Γι’ αυτό και αποτελεί μια ανυπέρβλητη ιστορική στιγμή. Πάντως, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι πως αυτή η ισορροπία υπήρξε εύθραυστη και πρόσκαιρη και ο ελληνικός κόσμος από τον Αλέξανδρο και μετά θα συναντήσει τον μεσσιανισμό, έστω και εάν ο ελληνικός χώρος και η παράδοσή του θα παραμένει μια από τις λιγότερο μεσσιανικές στη σύγχρονη ιστορία.
9. Και η τρομοκρατία στη Γερμανία και την Ιταλία, κυρίως, –ή ακόμα και στην Ελλάδα– αποτέλεσε την τελευταία απόπειρα για μια μεσσιανικού τύπου συνέχεια του “’68”, η οποία οδήγησε σε μια παταγώδη διάψευση τους ίδιους του πρωταγωνιστές της.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Dharma Bums….έλεγε ο Κέρουακ το ’58…..και είσαι πράγματι μια ζωή σ’ αυτόν τον Δρόμο…Με άγγιξε βαθειά το κείμενό σου μιά που κι εγώ σε βίο παράλληλο μπαίνω και ξαναμπαίνω στη θάλασσα που ”ποιός θα μπορέσει να την εξαντλήσει” που λέει κι ο Σεφέρης.Απ΄τον Ρήγα και την Πανελλαδική,της δεκαετίας του 70,στον Βανεγκέμ,τον Ντεμπόρ,τον Βουαγιέ,(στην μαγική μας πλατεία του 70-80) και μετά στον Γκουρτζίεφ,στους μεσσιανισμούς του Τάγματος των Ελι Κοέν,στον Σεν Μαρτέν,στους Κριναετούς,στον Δαυλό,στο Ιχώρ,στον Επίκουρο…..κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό μεσ’ το μυαλό μου….χαχαχα Η προσπάθεια ”επανελλήνισης”για μιά παρέα στην Κυψέλη, με Τσαγκρινούς,Αποσκήτιδες κλπ κλπ και άλλους πολλούς, ακόμα και παλιούς αντιεξουσιαστές συντρόφους απ τα παλιά στις αρχές του ’90,έδειχνε ήδη που πάει το..γράμμα…Νιώθω να με καλύπτει απόλυτα η αποστροφή σου ”Ο ρομαντισμός της εποχής μας δεν μπορεί παρά να είναι σισύφειος, βασανισμένος, υψιπετής και ταυτόχρονα ταπεινός, με συνείδηση των ορίων και ταυτοχρόνως χωρίς όρια στην ονειροπόλησή του. Ένας ρομαντισμός που διαγράφει έναν νέου τύπου ήρωα, με aspiring mind και ταυτόχρονα εσωστρεφή, με μια ακάματη και άσβεστη επιθυμία ανατροπής και ταυτόχρονα με συνείδηση για τα όρια κάθε ανθρώπινης προσπάθειας.” Μπράβο σου Γιώργο! Εκπληκτικό κείμενο!(συγχώρα μου τον ενικό, δεν γνωριζόμαστε προσωπικά αν και είμασταν πάντα μαζί…)