Αρχική » Β. Σχολεία και ευεργέτες στην Tουρκοκρατία

Β. Σχολεία και ευεργέτες στην Tουρκοκρατία

από Γιώργος Καραμπελιάς

Η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης

Ο Φωτισμός του Γένους.

Προδημοσίευση από υπό έκδοση βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά.

Οι αρχικοί πόλοι της εκπαίδευσης, από όπου θα αρχίσει να επεκτείνεται ο «φωτισμός του γένους» για να φθάσει, κατά τον αρχόμενο 19ο αιώνα μέχρι την τελευταία κωμόπολη, θα είναι η Κωνσταντινούπολη, τα Γιάννινα, η Χίος, η Φλαγγίνειος Ακαδημία στη Βενετία και το Βουκουρέστι. Παράλληλα και άλλες σημαντικές σχολές, θα αναπτυχθούν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ελληνικού  κόσμου, στο Ιάσιο, στη Σμύρνη, στις Κυδωνίες, η Αθωνιάς, η Πατμιάς, οι σχολές των Αθηνών, του Μεσολογγίου, της Καστοριάς, της Κοζάνης, της Δημητσάνας, των Αγράφων, του Πηλίου κ.λπ. Έως τον 19ο αιώνα η εγγραμματοσύνη θα έχει γενικευτεί, ενώ, αντίθετα, ήταν σπάνιο να βρεθεί Τούρκος, πέραν των αξιωματούχων, που να ήταν εγγράματος[1].

Η σύσταση και η χρηματοδότηση των σχολείων

Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τα σχολεία της τουρκοκρατίας, περιλαμβάνουν μια τεράστια γκάμα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων: Από το «κρυφό σχολειό» και τα κολυβογράμματα, στα πιο απομονωμένα χωριά της Αυτοκρατορίας, κατ’ εξοχήν στα μοναστήρια, με τους ελάχιστους μαθητές, την «ιδιωτική εκπαίδευση» των γόνων των Φαναριωτών ή των «ευγενών» της Κρήτης και των Επτανήσων, έως τις «Ακαδημίες», με τους εκατοντάδες σπουδαστές στη Χίο, το Βουκουρέστι, τις Κυδωνίες, την Αθωνιάδα.

Τόσο  στενά συνδεδεμένη ήταν η λειτουργία των σχολείων με τους κληρικούς, ώστε εθεωρείτο αδόκιμη η φοίτηση «κοσμικών» σε αυτές. Χαρακτηριστικά, οΠαχώμιος Ρουσάνος  καταγγέλλει τον Επίσκοπο Λέσβου, Ιγνάτιο Αγαλλιανό,  πως στη Μονή της Μυρσινιώτισσας, στα 1530, είχε  επιτρέψει την εκπαίδευση νεαρών αγοριών, «ἄκοσμον τῷ μοναχῷ μανθάνειν κοσμικά παιδία»[2].

Το ίδιο συνέβαινε και με το εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Τα μικρότερα σχολεία δίδασκαν τα πιο απλά κολλυβογράμματα και στεγάζονταν σε εκκλησίες, μοναστήρια και κατοικίες. Ενώ τα μεγαλύτερα, ιδιαίτερα κατά τον φθίνοντα 18ο αι. και τον αρχόμενο 19ο  αποκτούν διαστάσεις σύγχρονων εκπαιδευτηρίων όπου διδάσκονται οι πλέον σύγχρονες κατακτήσεις των φυσικών επιστημών και της φιλοσοφίας και τα έτη των σπουδών φθάνουν τα εννέα, ακόμα και δώδεκα.

Για την ίδρυση των σχολείων ήταν υποχρεωτική η συναίνεση  της Εκκλησίας η οποία παρείχε και το μεγαλύτερο μέρος τόσο των χώρων εκπαίδευσης, όσο και των διδασκάλων και των λογίων. Γράφει ο Άλκης Αγγέλου:

«Τέτοια οικήματα προσφέρονται κατάλληλα για την εποχή: οι χώροι ενός μοναστηριού, ένα μετόχι, μια εκκλησία ή ο περίβολός της… Ο Μ. Γεδεών είναι κατηγορηματικός: «Πᾶσαι αἱ σχολαὶ ἔζων καὶ ἐλειτούργουν πλησίονἢ ἐντὸς τῆς περιοχῆς τῶν ναῶν καὶ τότε καὶ μέχρι τοῦδε». (Εκκλησιαστική Αλήθεια 8, 1887-88, σ. 306.) Το 1820 ακόμη ο ιδρυτής ενός σχολείου εκφράζεται με τον ακόλουθο τρόπο: «Σχολείου δὲ οἰκοδομής δὲν εἶναι χρεία…, εἰς ἐμὲ φαίνεται ἁρμόδιον τὸ μοναστήριον …» ( Ερμής ο Λόγιος, 10, 1820,  σ. 307.) Προσθέτουμε μερικά ακόμη (πλεονεκτήματα): το προσωπικό που ανήκει κατά κανόνα στον κλήρο εξυπηρετείται άμεσα· η σχολή επιβοηθείται από την ενδεχόμενη ύπαρξη βιβλιοθήκης, υπάρχει πάντοτε η ανάγκη να βοηθηθεί ο σπουδαστής στις βιοτικές του ανάγκες. (…) Το 1759 στο Μέτσοβο, ύστερα από μια πρόχειρη εγκατάσταση του σχολείου στα κελιά του περιβόλου του μητροπολιτικού ναού (1744), δίνεται άδεια να οικοδομηθεί ιδιαίτερο κτήριο στον ίδιο χώρο. Το 1764 στη Δημητσάνα ανοικοδομείται στον περίβολο του ναού της Αγίας Κυριακής «οἰκία πολύδομος καὶ λίαν εὐρύχωρος πρὸς διδασκαλίαν 300 μαθητῶν καὶ κατοικίαν τῶν διδασκάλων καὶ ὑπηρετῶν». (Βλ. Γριτσόπουλος, Πατριαρχική Ακαδημία…, 1, σ. 124.) Το 1776, ο ηγεμόνας της Βλαχίας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στο Βουκουρέστι, «ἀνήγειρε ἐκ βάθρων τιτανόκτιστον (με ασβέστη) οἰκοδόμημα πολυέξοδον καὶ εὐρυχωρότατον…, διά τε τὴν παράδοσιν μαθημάτων καὶ διὰ κατοικίαν τῶν τε διδασκάλων καὶ πολλῶν μαθητῶν, παρὰ τοὺς 75, καὶ μὲ τραπεζαρεῖον καὶ μαγειρεῖον καὶ ἀρτοποιεῖον ἐν τῷ μοναστηρίῳ τοῦ Ἁγίου Σάββα». (Γεδεών, Χρονικά…έ.α. σ. 149.) Το 1777, στη Ζαγορά, με χρήματα, κυρίως, του ξενιτεμένου Ζαγοριανού εμπόρου Ιωάννη Πρίγκου…, κατεδαφίζεται στον περίβολο του μοναστηριού του Προδρόμου το παλαιό άθλιο σχολικό κτήριο και ανοικοδομείται καινούριο, που θα εναρμονιστεί με την ανάλογη βιβλιοθήκη που είχε κτιστεί δέκα χρόνια πριν με έξοδα του ίδιου του Πρίγκου (Κούμας, Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, τ. 12, Βιέννη, 1832, σ. 568)[3].

Και μόνο σε νέες και μεγάλες σχολές, όπως της Χίου ή των Κυδωνιών, που αποτελούν πραγματικά «πανεπιστημιακά κολέγια», τα κτήρια που κατασκευάζονται στις αρχές του 19ου αιώνα είναι πλέον ανεξάρτητα από εκκλησιαστικά ιδρύματα, τα οποία δεν επαρκούν πλέον για να στεγάσουν τόσο μεγάλες και σύγχρονες σχολές.

Η χρηματοδότηση

Σε ότι αφορά στη χρηματοδότηση της ανέγερσης και της λειτουργίας των σχολείων, αυτή προέρχεται είτε από εκκλησιαστικούς και κοινοτικούς πόρους, είτε από δωρεές από εμπόρους και Φαναριώτες.

Συναφώς, έως τα μέσα του 17ου αι. η βασική πηγή χρηματοδότησης των σχολείων, ιδιαίτερα εκείνων της βασικής εκπαίδευσης, ήταν ο  περιαγόμενος δίσκος στις εκκλησίες, και  όπως  αναφέρει ο Γεδεών «ὁ παρακείμενος ναὸς ἐχορήγει τα πρὸς τὴν λειτουργίαν τῆς στοιχειώδους σχολῆς ἀπαραιτήτως ἀποκτούμενα χρήματα»[4]. Σημαντική ήταν και η συμβολή των μονών, όπως συνέβαινε με την Πατμιάδα ή την Αθωνιάδα. Ωστόσο με το πέρασμα του χρόνου και ιδιαίτερα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα –καθώς τα απαιτούμενα ποσά γίνονται πολύ μεγαλύτερα– στη χρηματοδότηση των σχολείων παράλληλα με τις εκκλησίες και τις κοινότητες, αυξανόμενο ρόλο διαδραματίζουν οι έμποροι και οι Φαναριώτες. Χαρακτηριστική είναι η χρηματοδότηση ανέγερσης και λειτουργίας της Πατμιάδας σχολής. Το κτίριο της κατασκευάστηκε με χρήματα των γουναράδων της Πόλης και του Μανουήλ Υψηλάντη που πρόσφερε 5.000 γρόσια κατά το 1729· το 1785 ο Μιχαήλ Σούτσος προσέφερε 2.500 γρόσια για την ανέγερση μαθητικού  κοιτώνα· ο Ζώης Καπλάνης  άφσε το 1806 5.000 ρούβλια κληροδότημα και οι Ζωσιμάδες 15.000 ρούβλια[5]. Η χρηματοδότηση των σχολών των Ιωαννίνων γίνεται από Ηπειρώτες εμπόρους της Βενετίας, ενώ ο Ιωάννης Βαρβάκης με τη η μεγαλύτερη ατομική συνεισφορά προσέφερε το τεράστιο ποσό των 150.000 γροσίων στη Σχολή της Χίου[6].

Μια από τις πρωιμότερες μορφές μεγαλέμπορου ιδρυτή σχολείων, υπήρξε ο  Μανωλάκης Καστοριανός (Εμμανουήλ Φιλίππου, ci. 1610 – 1699) αρχιγουναράς στην Πόλη (πρωτομαϊστωρ ή κιουρκτζήμπασης του εσναφίου των γουναράδων)[7]. Άλλωστε οι συντεχνίες της Πόλης ανελάμβαναν γενικότερα την ανέγερση, τη σύσταση και την εποπτεία σχολείων, εκκλησιών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Για τον Νίκο Σβορώνο:

«…η πρώτη μεγάλη προσπάθεια για την ίδρυση σχολείων στις ελληνικές χώρες, ήδη στον 17ο αιώνα οφείλεται στη πρωτοβουλία του μεγαλέμπορου Μανωλάκη…. Ίδρυσε σχολεία… στη Χίο (1661), στην Άρτα (1669), στην Πάτμο και στο Αιτωλικό ή Ανατολικό. Το 1661 επανίδρυσε την Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης»[8].

Ο Μανωλάκης παρότι δεν είχε πολλές γραμματικές γνώσεις, ωστόσο έτρεφε  μεγάλη αγάπη στα γράμματα. Ο δε Μανουήλ Γεδεών επισημαίνει πως δεν αρκέστηκε μόνο στην ιδιαίτερη πατρίδα του:  «ὁ φιλογενὴς ἄρχων Μανωλάκης δὲν ἔδειξε τυπικὸν φυλετισμὸν…, ἀλλὰ πολλαχοῦ συνέστησε σχολεῖα, δι΄ὅ ὡς προστάτης καὶ ἀναγεννητὴς τῶν γραμμάτων κατέστῃ διάσημος εἰς τὸν Ἑλληνισμὸν»[9] .

Τα αρχικά κληροδοτήματα των ιδρυτών ενισχύονται τόσο από τα εισοδήματα εκκλησιών και κοινοτήτων, όσο και από νέες χορηγίες. Το 1709 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος άφησε κληροδότημα για την συντήρηση 18 απόρων μαθητών της Πατριαρχικής Σχολής ενώ ανάλογη χορηγία θα προσφέρει και ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Κωνσταντίνος Μουρούζης το 1782[10], ΄πως και πάμπολλοι  άλλοι Φαναριώτες. Τέλος δεκάδες Μητροπολίτες με πρώτο τον Πατριάρχη καθώς και πλήθος εκκλησιών προσεφέραν ετήσιες χορηγίες στη Σχολή[11].

Διαβάστε επίσης:

Οι Γιαννιώτες και ο εκπαιδευτικός ευεργετισμός

Καθοριστική υπήρξε  η συνεισφορά των Ηπειρωτών εμπόρων, παράδοση που θα συνεχιστεί και κατά τον 19ο αιώνα με τους Τοσίτσες, τους Ριζάρες, τους Αβέρωφ κ.λπ. Ίσως, μάλιστα, ο προεξάρχων ρόλος των Ιωαννίνων στα εκπαιδευτικά πράγματα να οφείλεται στην συμβολή των ευεργετών

Ο Επιφάνιος Ηγούμενος ιδρυτής δύο ομώνυμων σχολών στα Γιάννενα(1648) και την Αθήνα (1648) καταγόταν από οικογένεια εμπόρων που  δραστηριοποιούταν στην Ιταλία. Ο Επιφάνιος, που χρημάτισε τέσσερις φορές πρόεδρος της Κοινότητας των Ελλήνων της Βενετίας, κληροδότησε όλη την περιουσία του εκτός των άλλων, στη δημιουργία δύο σχολών στα Γιάννενα αλλά και στην Αθήνα[12].

Ο Εμμανουήλ Γκιούμας (ή Γγιόνμας) γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1608 και πέθανε το 1688 στην Βενετία. Ίδρυσε την Πρώτη Σχολή των Ιωαννίνων (μετέπειτα Μπαλαναία και τελικώς Ζωσιμαία Σχολή) το 1677 ενώ μίσθωσε ως διδάσκαλο τον Βησσαρίωνα Μακρή. Ο Εμμανουήλ Γκιόνμας επιτάσσει στη Διαθήκη του, όπως «ἀναγερθῇ τὸ Ἱεροσπουδαστήριον…» και «…νὰ ἐκλέγηται… διδάσκαλος  Ἕλλην, καλῆς φήμης καὶ διαγωγῆς, ἔξυπνος καὶ δόκιμος εἰς τὰς ἐπιστήμας…, Ὅστις θὰ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ διδάσκῃ Γραμματικήν, ἀνθρωπισμὸν (humanitas) καὶ έπιστήμας  Ἕλληνιστὶ εἰς τὰ παιδία.»[13]

Ο Λάμπρος Μαρούτζης ίδρυσε δύο σχολές στα Ιωάννινα και τη Ναύπακτο. Ο Λάμπρος μαζί με τα τρία αδέλφια του ίδρυσε δικό του εμπορικό οίκο στη Βενετία ενώ διατηρούσε δεύτερη έδρα  στα Ιωάννινα, και δραστηριοποιούνταν σε Γαλλία, Ολλανδία και Αγγλία. Το έτος 1739 πέθανε άγαμος στη Βενετία άγαμος  και στη διαθήκη του περιγράφει τη σχολή που οραματίζεται:

«Ἐπιθυμῶ τὴν σπουδὴν τῶν ἐπιστημῶν εἰς τὸ ἰεροσπουδαστήριον τῶν Γιαννίνων ἱδρυθὲν παρὰ μακαρίτου Μάνου Γκιόνμα, ἀφήνω δουκάτα 5.000…. ὑπὲρ ἑνὸς διδασκάλου διακεκριμένης καὶ ἐξαιρετικῆς μορφώσεως μὲ ὑποχρέωσιν τοῦ ἰδίου νὰ διδάσκῃ… τὰς ἐπιστήμας ἤτοι λογικήν, φυσικήν, μεταφυσικήν, θεολογίαν εἰς ὅποιον ἤθελε σπουδάσει καὶ μαθηματικὰ ἑλληνιστὶ καὶ λατινιστί, …διά τὴν ἐπιτυχίαν τῶν ὁμοεθνῶν ἡμὼν σπουδαστῶν, οἱ ὁποῖοι μεγάλως ἐζημιώθησαν ἀπὸ τὴν μοιραίαν ἀπῶλειαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους μὲ τὴν ὁποίαν ἀπωλέσθησαν αἱ κύριαι βάσεις τῶν ἐπιστημονικῶν ἐγγράφων»[14].

Ωστόσο το 1742 ο Σίμων Μαρούτσης αποφασίζει να ιδρύσει καινούργια σχολή την Μαρουτσαία Σχολή και αγοράζει νέο διδακτήριο ενώ παραχωρεί στον Ευγένιο Βούλγαρη τη διεύθυνση της σχολής, η οποία λειτουργούσε έως το 1798 όταν ο Βοναπάρτης κατέλυσε την Ενετική Δημοκρατία και εξανεμίσθηκαν οι καταθέσεις και τα κληροδοτήματα των Ελλήνων– για να συνεχίσει ως Καπλάνειος στη συνέχεια. Παράλληλα με τη Σχολή των Ιωαννίνων οι Μαρούτσες είχαν ιδρύσει και το «Ἱεροσπουδαστήριον» της Ναυπάκτου.

Ο Ζώης Καπλάνης (1736-1806) είχε γεννηθεί πάμφτωχος στο χωριό Γραμμένο των Ιωαννίνων· ορφανός σε μικρή ηλικία πουλούσε ξύλα στα Γιάννενα όπου και γνώρισε τον Κονιτσιώτη γουνεμπόρο Παναγιώτη Χατζηνίκου, εγκατεστημένο στο Βουκουρέστι του οποίου και θα γίνει συνέταιρος. Το 1771 θα εγκατασταθεί μόνιμα στη Μόσχα, όπου ζούσε, άγαμος, στο Μετόχι της Μονής Ιβήρων και διέθεσε όλη του την περιουσία σε κοινωφελείς σκοπούς.

Η σημαντικότερη παρέμβασή του υπήρξε η δημιουργία της Καπλανείου Σχολής το 1797, σε νέο «κτίριον εὐρύχωρον» την οποία προίκισε με βιβλιοθήκη, εργαλεία Φυσικής κ.λπ., τη δε διεύθυνσή της ανέλαβε ο Αθανάσιος Ψαλίδας. Το 1805-6 λίγο πριν τον θάνατό του κατέθεσε υπέρ αυτής 100.000 ρούβλια ενώ την έθεσε υπό την κηδεμονία της Εκκλησίας, ενώ προσέφερε και  7.500 γρόσια στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.  

Οι αδελφοί Ζωσιμά, –Ιωάννης (1752-1786),  Νικόλαος (1758-1842), Αναστάσιος (1754 -1819), Νικόλαος (1758-1842), Θεοδόσιος (1760-1793), Ζώης (1764-1828) και Μιχαήλ (1766-1809)– γεννήθηκαν στα Ιωάννινα από οικογένεια εμπόρων  και σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκαν τρεις στο Λιβόρνο, και οι τρεις άλλοι στο Νεζίν (Νίζνα) της Ρωσίας. Τελικώς, το 1786 αποφάσισαν να εγκατασταθούν στη Μόσχα και άγαμοι όντες θα ζουν και αυτοί στο μετόχι της Μονής Ιβήρων. 

Μετά το 1793  θα δώσουν ένα μεγάλο ποσό στη Μπαλαναία Σχολή, που θα μετεξελιχθεί στη «Ζωσιμαία» ενώ θα ιδρύσουν και βιβλιοθήκη. Επί πλέον θα χρηματοδοτήσουν την έκδοση των έργων του Ευγένιου Βούλγαρι, του Νικηφόρου Θεοτόκη και του Αδαμάντιου Κοραή. Άλλωστε, τουλάχιστον ο Νικόλαος και ο  Ζώης με το ψευδώνυμο «πατήρ», θα μυηθούν στη Φιλική Εταιρεία  και θα διαθέσουν τεράστια ποσά για την απελευθέρωση του γένους[15].


[1] Βλ.  Demetrios Constantelos, «Altruistic Suicide or Altruistic Martyrdom? Christian Greek orthodox Neomartyrs: A Case Study», Archives of Suicide Research, τ 8, τχ 1, 2004.

[2] Βλ. την επιστολή του Παχωμίου στο Ανδρέας Μουστοξύδης, Ελληνομνήμων ή σύμμικτα ελληνικά: σύγγραμα ελληνικόν, 1843-1853, σσ. 681-710, εδώ σσ. 682-683.  

[3] Άλκης Αγγέλου, «Η εκπαίδευση» in Των Φώτων, MIET, Αθήνα 1999, σσ. 408-412.

[4] Μανουήλ Γεδεών “Παιδεία και πτωχεία παρ’ ημίν κατά τους τελευταίους αιώνας” Κων/πολη 1893, σ. 20.

[5] Μ. Η. Μαλανδράκης Η Πατμιάς Σχολή  Αθήνα 1911,  σσ. 5, 36-37.

[6] Μανουήλ Γεδεών, Πνευματική Κίνησις, ό.π.,  σ. 275.

[7] Βλ. Παλιγγενεσία Υπονομευμένη Άνοιξη

[8] Ν. Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, Πόλις Αθήνα 2004 σ.

[9] Γεωργία Καδινοπούλου, όπ. σσ. 56-57· Αθ Γιομπλάκης, «Ο Καστοριανός Μανωλάκης. Ένας πρόδρομος της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος».,Χρονικά. Μ.Φ.Α., τ. Γ΄, Θεσσαλονίκη: 1981 σσ. 37-50.

[10] Μανουήλ Γεδεών, Χρονικά της Πατριαρχικής Ακαδημίας : Ιστορικαί ειδήσεις περί της Μεγάλης του Γένους Σχολής 1454-1830, ΚΠολη 1883, σσ. 150-151﮲  Μανουήλ Γεδεών, Γράμματα πατριαρχικά περί της Μ. του Γένους Σχολής (Πατριαρχικής Ακαδημίας), ΚΠολη 1903, σσ. 36-37.

[11] Μανουήλ Γεδεών, Γράμματα πατριαρχικά, ό.π., σσ. 6-10.

[12] Τρύφων Ευαγγελίδης Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας (Ελληνικά Σχολεία από της Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου), Αθήνα, 1936, τ. Α’, σσ. 236,237.

[13] Κ. Δ. Μέρτζιου, «Ή Σχολή του Γγιόνμα», Η. X., 1938, σσ. 112-113

[14]Βλ. Κ. Μέρτζιος, ό.π., σσ 157-58 και 184. 

[15]   Στέφανος Μπέττης, Οι Ζωσιμάδες, Εκδόσεις Ζωσιμαίας Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης, Ιωάννινα, 1990· Αναστάσιος Παπασταύρος, Ηπειρώτες Εθνικοί Ευεργέτες –Εκδόσεις Απειρωτάν, 2010· Χρήστος Τσέτσης, Οι Ηπειρώτες Ευεργέτες, Γιάννινα 2004· Παντελής Μ. Κοντογιάννης, Εθνικοί ευεργέται, ΣΔΩΒ Αθήνα 1908.

Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.

Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ