Αρχική » Α. Ο ελληνικός φωτισμός και ο δυτικόπληκτος «Διαφωτισμός»

Α. Ο ελληνικός φωτισμός και ο δυτικόπληκτος «Διαφωτισμός»

από Γιώργος Καραμπελιάς

Ο Φωτισμός του Γένους

Προδημοσίευση από υπό έκδοση βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά

Εξισλαμισμοί, παιδομάζωμα, αποικισμοί μουσουλμανικών και τουρκικών πληθυσμών στη Βαλκανική, απαλλοτρίωση των χριστιανών ιδιοκτητών από τις περιουσίες και τη γη τους, καταστροφή εμπορικών δικτύων και δρόμων, αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο για ενάμισι τουλάχιστον αιώνα, μέχρις ότου εδραιωθεί η κατάκτηση και σταθεροποιηθεί η νέα οσμανική Αυτοκρατορία.

Ιδιαίτερα ο 16ος αιώνας, –όταν πλέον θα έχει σβήσει η παράδοση του Μυστρά και της Κωνσταντινούπολης, και θα έχει εγκαταλειφθεί η πολιτική της σχετικής ανοχής των Σουλτάνων έναντι των Ορθοδόξων– υπήρξε τρομερότερος και από τον 15ο, οι εξισλαμισμοί γενικεύονται, η πνευματική ζωή βρίσκεται σχεδόν μηδενίζεται. Καθώς οι Έλληνες λόγιοι καταφεύγουν στη Δύση –ή πολύ λιγότεροι– στις Ενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές ο ελληνικός κόσμος βυθίζεται στον ζόφο.

Οι βάσεις και οι  μηχανισμοί της παιδείας και της εκπαίδευσης θα σαρωθούν κυριολεκτικώς. Τα σχολεία θα κλείσουν, ή ακόμα χειρότερα θα καταστραφούν, και ελάχιστες εστίες θα τρεμοσβήνουν σε κάποια μοναστήρια ή στην ίδια την Πόλη γύρω από το Φανάρι· τα χειρόγραφα βιβλία (κώδικες), στο μεγαλύτερο μέρος, τους θα καούν – σύμφωνα με τον Ισίδωρο Κιέβου μόνο στην Κωνσταντινούπολη, καταστράφηκαν 120.000 βιβλία σε κώδικες μετά την Άλωση[1]· οι «σχολές» ζωγραφικής και αγιογραφίας θα κλείσουν[2], η λόγια λογοτεχνική παράδοση θα εξαφανιστεί και θα αναγεννηθεί μόνον στην Κρήτη, με τον Ερωτόκριτο και την Ερωφίλη.

Ο ελληνικός πολιτισμός, στο μεγαλύτερο μέρος της τουρκοκρατούμενης –αλλά  εν πολλοίς και της φραγκοκρατούμενης– Ελλάδας θα περιοριστεί στο υπαρκτό βυζαντινό «απόθεμα», και μάλιστα σε αυτό που επιβιώνει μέσα στο λαϊκό σώμα. Ο πολιτισμός θα «καταδυθεί» στο λαϊκό  σώμα (λαϊκή παράδοση, δημοτικό τραγούδι, «πρακτικοί» ζωγράφοι και αγιογράφοι), ενώ η εκπαίδευση θα καταφύγει ως «κολυβογράμματα» στα μοναστήρια και τους νάρθηκες των εκκλησιών.

Μόνο μετά το 1600, δειλά στη αρχή και επιταχυνόμενα στη συνέχεια, μετά το 1700, θα αρχίσει ο ελληνισμός να ανακάμπτει και θα εισέλθουμε στην περίοδο της ελληνικής Αναγέννησης, που θα οδηγήσει στην Επανάσταση του 21.

Σε αυτά τα πλαίσια  ο φωτισμός του Γένους δεν είναι ένας μονοδιάστατος και εισαγόμενος «Διαφωτισμός», αλλά το σύνολο των φαινομένων και διαδικασιών της πνευματικής Αναγέννησης:

Αρχίζοντας από την εκπαίδευση σε όλες της τις παραμέτρους, «κρυφό σχολειό», σχολεία, δάσκαλοι, διδακτικό υλικό, διατρέχοντας τους περισσότερους από τους τομείς της πνευματικής δραστηριότητας, λογοτεχνία, λαϊκή και λόγια, – από το ακριτικό τραγούδι έως τον Κάλβο και τον Σολωμό–, την ζωγραφική –αγιογραφία και λαϊκή τέχνη  και καταλήγοντας στη φιλοσοφική και επιστημονική παραγωγή.

Διαβάστε επίσης:

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός

Ο όρος «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» προτάθηκε από τον Κ.Θ. Δημαρά για να ορίσει μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (1774-1821)[3] της ελληνικής αναγέννησης,  και προφανώς δεν είναι αποκλειστικά ή κυρίως εισαγόμενος, αντίθετα. Γράφει ο Δημαράς σχετικά:

«Η ελληνική ανάγκη για τα κύρια στοιχεία που συνθέτουν αυτές τις αλλαγές είναι τόσο ισχυρή, ώστε ο διεθνικός τους χαρακτήρας θα μπορούσε να φανεί, τελικά, εντελώς περιττός. (Όπως έγραφα) “Θα ήταν θεωρητικά δυνατό”, “να ξαναφτιάξουμε τον Έλληνα λόγιο του 1800”… “χωρίς να καταφύγουμε στις ξένες επιδράσεις”. Πραγματικά, ο ελληνισμός ήταν ώριμος για την παλιγγενεσία αλλά υπήρχαν και τα “σημεία επαφής” της ελληνικής λογιοσύνης με τον Διαφωτισμό»[4].

Ο νεοελληνικός φωτισμός συνιστά επομένως ένα γηγενές και ενδογενές φαινόμενο, σε «απόκλιση από τον μέσο όρο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού»[5] – που επηρεάζεται από αυτόν αλλά η αρχική δυναμική παραμένει εγχώρια! Ο Δημαράς μιλάει για «μια συνάντηση» της  «ελληνικής λογιοσύνης με τον Διαφωτισμό».

Άλλωστε, αυτή η «απόκλιση από τον μέσο όρο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού» ήταν ακόμα μεγαλύτερη καθόσον ο ελληνικός «Διαφωτισμός» αποτελούσε ταυτόχρονα και ένα κίνημα «ρομαντικό», απελευθερωτικό, όπως υπογραμμίζουν η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, ο Γιάννης Καρράς και ο Μιχάλης Μερακλής[6].

Ο Ευάγγελος Παπανούτσος, στην εισαγωγή του στη «Νεοελληνική Φιλοσοφία», θα μιλήσει για τρεις περιόδους, εκείνη του «θρησκευτικού Ουμανισμού», από το 1600 μέχρι την πτώση της Κρήτης στα χέρια των Τούρκων(1669), μια δεύτερη (1670-1774), που θα ονομάσει «αιώνα των Φαναριωτών», και την τρίτη (1775-1821), την οποία θα χαρακτηρίσει «Ελληνικό Διαφωτισμό»[7]. Τέλος, ο Απόστολος Βακαλόπουλος θα θέσει ως αφετηρία το 1669, δηλαδή την πτώση του Ηρακλείου στα χέρια των Τούρκων, και θα φτάσει στα 1812, χαρακτηρίζοντας την περίοδο στο σύνολό της ως εκείνη της «Οικονομικής Ανόδου και του φωτισμού του γένους».

Εν κατακλείδι, λοιπόν, ο παλαιότερη ιστοριογραφία επέμενε στην εποχή του «διαφωτισμού» ως μίας περιόδου συνδεδεμένης μεν με τα αντίστοιχα πνευματικά φαινόμενα που παρατηρούνται στη Δύση, αλλά και με μια προφανή ιδιοπροσωπία, καθώς θα αντλεί  παράλληλά από την αρχαία ελληνική, την Βυζαντινή, την ορθόδοξη και τη λαϊκή παράδοση.

Έως τη δεκαετία του 1970, οι περισσότεροι μελετητές και οι ιστορικοί αναφέρονταν στον «φωτισμό του ελληνικού λαού», σε μια εκπαιδευτική και μορφωτική δραστηριότητα, ενταγμένη στα πλαίσια της παλιγγενεσίας. Μια «παλιγγενεσία» η οποία συμπεριλάμβανε την οικονομική και κοινωνική άνθηση, την επιβεβαίωση της ιδιαιτερότητας, δια της ορθοδοξίας και του λαϊκού πολιτισμού, την πύκνωση των επαναστατικών κινημάτων, από τον Διονύσιο Φιλόσοφο (ή «Σκυλόσοφο») έως την ελληνική Επανάσταση, τέλος τη διάδοση των «φώτων» στο σύνολο του ελληνικού κόσμου.

Ο δυτικόπληκτος διαφωτισμός

Σταδιακώς, όμως, και ιδιαίτερα κατά την περίοδο που ακολουθεί την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, το 1974, παρατηρούμε μια διολίσθηση σύμφωνα με την οποία ο «διαφωτισμός» μεταβάλλεται από μέρος σε όλον και θα επιχειρηθεί να υποκαταστήσει ολόκληρη την προεπαναστατική περίοδο.

Ο «διαφωτισμός» θα διαχωριστεί από τις λοιπές εκφάνσεις του αναγεννησιακού φαινομένου, για να καταλάβει σχεδόν ολόκληρο τον ιστορικό ορίζοντα και να μεταβληθεί σε ένα ιδεολογικό εγχείρημα με σαφείς πολιτικές και ιδεολογικές στοχεύσεις. Σύμφωνα με αυτή τη νέα αντίληψη, δεν έχουμε πλέον να κάνουμε με την «ελληνική παλιγγενεσία», στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται και το φαινόμενο του διαφωτισμού που την προετοιμάζει, όπως υποστήριζε ο Δημαράς, αλλά με έναν κατ’ εξοχήν εισαγόμενο «Διαφωτισμό», που υποκαθιστά την παλιγγενεσία.

Έτσι, η επικέντρωση των πνευματικών φαινομένων του φωτισμού του Γένους αποκλειστικά στον εισαγόμενο διαφωτισμό, τον συρρικνώνει δραματικά σε ένα φαινόμενο απλής εισαγωγής ιδεών.

Και όμως, σε ότι αφορά στην εκπαίδευση ο φωτισμός αρχίζει από το «κρυφό σχολείο», δηλαδή την  τεράστια εκπαιδευτική προσπάθεια των Ελλήνων κάτω από την τουρκική κατοχή και τον… Κοσμά Αιτωλό και φθάνει στα μεγάλα σχολεία της Χίου, των Κυδωνιών, του Βουκουρεστίου κ.λπ. καθώς και στον μεγάλο αριθμό των εκδεδομένων εκπαιδευτικών εγχειριδίων.

Η εκπαιδευτική δραστηριότητα προφανώς συνδέεται με την ευρωπαϊκή Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό και χρησιμοποιεί μεγάλο αριθμό  έργων και παραπομπών σε αυτόν – έτσι, η επιρροή της δυτικής Ευρώπης παραμένει κεφαλαιώδης, σε ότι αφορά κυρίως στην έκδοση διδακτικών εγχειριδίων, επιστημονικών και φιλοσοφικών έργων, που συχνά αποτελούν μεταφράσεις ή παραφράσεις ευρωπαϊκών έργων.  Σημαντικό ρόλο στο εκπαιδευτικό έργο, διαδραματίζει όμως και η αρχαία ελληνική γραμματεία όπως συνέβαινε ήδη και στην εκπαίδευση στο Βυζάντιο. Οι δε Έλληνες λόγιοι της Τουρκοκρατίας  δεν αντλούν αποκλειστικώς από την δυτική αρχαιογνωσία αλλά από μια παράδοση διαμεσολαβημένη από τη βυζαντινή λογιοσύνη. Παράλληλα, η ορθόδοξη  παράδοση θα διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία, αφού τα πρώτα γράμματα θα διδάσκονται με την Οκτώηχο και το Ψαλτήρι ως αλφαβητάρια των Ελληνοπαίδων, ενώ στη συνέχεια σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες η χριστιανική και ορθόδοξη γραμματεία θα διατηρεί σημαντικό ρόλο στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.

Ένα τεράστιο σε όγκο και διεισδυτικότητα έργο θα παραγάγει η θρησκευτική λογοτεχνία και γραμματεία, από την Οκτώηχο και τα Ευαγγέλια, πρώτα σε αριθμό και αναγνωσιμότητα εκδεδομένα βιβλία της περιόδου της τουρκοκρατίας έως την καθαυτό θρησκευτική λογοτεχνία, με τα εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα του Αγάπιου Λάνδου, του Δαμασκηνού, του Νεκτάριου Τέρπου κ.α.

Όπως εύστοχα τονίζει ο Ερατοσθένης Καψωμένος, η αυθεντική παραγωγή του ελληνικού τρόπου, που αποδίδει μια συνθετική παράδοση βγαλμένη από χιλιετίες ιστορικής εμπειρίας, θα εκφράζεται περισσότερο από τη λαϊκή παραγωγή, το δημοτικό τραγούδι ή την κρητική ποίηση και όχι από τη φιλοσοφία όπως συμβαίνει στη Γαλλία[8]. Αρκεί να αναλογιστούμε, εκ του αντιθέτου, πως το σπουδαιότερο φιλοσοφικό πόνημα του ελληνικού διαφωτισμού, η Λογική, του Ευγενίου Βούλγαρη, θα τυπωθεί για μια και μόνη  φορά το 1766, ενώ αντίθετα, λαϊκά αφηγήματα, όπως η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου θα εκδοθούν σε δεκάδες εκδόσεις και σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα.

Οι «λαϊκές φυλλάδες», κάποτε θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά όχι πάντα, συντηρούν τη σχέση των Ελλήνων με τη διαχρονία τους, από την Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου του 3ου μ.Χ. αιώνα, τον Βελισάριο, τον Που­λο­λό­γο, τον Σπανό, και άλλα βυζαντινά αναγνώσματα έως τον Ερωτόκριτο, που μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες θα πραγματοποιήσει, αυτός μόνος τριάντα εκδόσεις.

Κατά την ύστερη μεταπολίτευση, όμως στα πλαίσια ενός μιμητικού «εξευρωπαϊσμού», επιχειρήθηκε μια σταδιακή αλλά καθολική αναθεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας: Αφετηρία και θεμελιώδης επιδίωξη αυτής της νέας, κυρίαρχης στους ακαδημαϊκούς κύκλους και τους δημοσιογραφικούς καλάμους, αφήγησης είναι η απόρριψη της συνέχειας του ελληνικού έθνους.

Οι απαρχές της συγκρότησης του έθνους δεν τοποθετούνται πλέον στην αρχαιότητα, σύμφωνα με το τρίσημο Ζαμπέλειο ή Παπαρρηγοπούλειο σχήμα, ούτε καν στο τέλος της βυζαντινής εποχής, όπως υποστήριζε ο παλαιός μαρξισμός (που τοποθετούσε την αφετηρία της συγκρότησης του νεοελληνικού έθνους στα 1453), αλλά στα τέλη του 18ου αι. ή, συνηθέστερα, και μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους: το ελληνικό έθνος ταυτίζεται με το νεότερο  έθνος-κράτος!

Για να θεμελιωθεί αυτό το προκρούστειο εγχείρημα, θα πρέπει ο (δυτικός) Διαφωτισμός να αναδειχθεί στο αποκλειστικό ιδεολογικό όχημα της Επανάστασης, και της «εθνογένεσης», και να αποσιωπηθούν έτσι όλα τα φαινόμενα της ιστορικής συνέχειας.

Για την αποδομητική ιστοριογραφία, η προκρατική συνείδηση των Ελλήνων ήταν απλώς «θρησκευτική», χωρίς εθνική διάσταση. Όμως, οι Έλληνες είχαν διαμορφώσει ήδη μια εθνοκρατική συνείδηση τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα ενώ, μετά την Άλωση, ο εθνισμός τους αναγνωρίζεται, από τους Οθωμανούς, σχεδόν αποκλειστικά υπό το ορθόδοξο ένδυμά του – ακόμα και η γλωσσική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα εκφράζονται προνομιακά μέσα από τον θρησκευτικό λόγο. Αν ο προεπαναστατικός εθνισμός αποσυνδεθεί από την ορθοδοξία, τότε κινδυνεύει να πάψει να υπάρχει.

Ο «φωτισμός του γένους», κατά την αποδομητική ιστοριογραφία όχι μόνο θα μετασχηματιστεί σε εισαγόμενο Διαφωτισμό αλλά και θα ταυτιστεί με τον  αντικληρικαλισμό, σε ευθεία αντιπαράθεση με την ορθοδοξία. Εξ ου και η σταδιακή διολίσθηση προς έναν «Διαφωτισμό» που, ταυτίζεται και αντιγράφει το δυτικό «πρωτότυπο».

Στο παρελθόν, κάποιοι αποσιωπούσαν τις κοινωνικές και ιδεολογικές αντιθέσεις στο εσωτερικό του ελληνικού έθνους· άλλοι, αντίθετα, τις υπερτόνιζαν, χαρακτηρίζοντας την Επανάσταση του ’21 «αστικοδημοκρατική». Σε αυτή τη δεύτερη εκδοχή, οι κοινωνικές αντιθέσεις του λαού με τους κοτζαμπάσηδες, τους Φαναριώτες και τον ανώτερο κλήρο, συνιστούσαν την «κυρία αντίθεση» της περιόδου[9] και υποβαθμιζόταν η εθνική διάσταση της σύγκρουσης με τους Οθωμανούς. Τώρα, σε αυτή τη νέα αφήγηση, η αντιπαράθεση «διαφωτισμού-σκοταδισμού», και πρωτίστως διαφωτιστών και Εκκλησίας, υποκαθιστά την αντίθεση του ελληνικού λαού  με τους Οθωμανούς και τους Φράγκους.

Για τον Πασχάλη Κιτρομηλίδη,  ο όρος Νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν ορίζει πλέον ένα ιδιαίτερο, ελληνικό φαινόμενο αλλά την «υποδοχή του Διαφωτισμού στην πνευματική ζωή της ελληνικής Ανατολής κατά την διαδρομή του ευρύτερου δέκατου όγδοου αιώνα»[10]. Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία, υπογραμμίζει: «Με τον όρο Διαφωτισμός νοούνται οι εκκοσμικευμένες ιδέες και αξίες που εκπορεύθηκαν από την παιδεία της Βορειοδυτικής Ευρώπης κατά τον αιώνα που προηγήθηκε της Γαλλικής Επανάστασης».   Καθώς δε «… ο Διαφωτισμός, στο ελληνικό… πλαίσιο, αποτελεί κατεξοχήν πολιτικό φαινόμενο»[11], δεν αποτελεί, απλώς, την παιδευτική, μορφωτική συνιστώσα της ελληνικής παλιγγενεσίας, της Αναγέννησης, αλλά την «εποχή του Διαφωτισμού», όπου το εξ Εσπερίας προερχόμενο «μέρος» επικαθορίζει το όλον.

Η συνέχεια του ελληνικού έθνους

Ο Αντώνης Λιάκος, από την πλευρά του, είχε ήδη κατηγορήσει τον Δημαρά ως εθνικιστή ιστορικό, ο οποίος, εισάγοντας την έννοια του νεοελληνικού διαφωτισμού ως αυτόνομο ιστορικό φαινόμενο, «αναδεικνύει τον ενεργητικό ρόλο του ελληνισμού κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας», και έτσι ενισχύει τον «εθνικιστικό» λόγο της «συνέχειας» του ελληνικού έθνους: 

«Μέσα από το σχήμα του Ελληνικού Διαφωτισμού…  αναδεικνύεται ο ενεργητικός ρόλος του ελληνισμού κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας …Το παπαρρηγοπούλειο σχήμα της ελληνικής ιστορίας…, θα συμπληρωθεί από το Δημαρά»[12].

Για να απορρίψουν ακριβώς αυτόν τον «ενεργητικό ρόλο του ελληνισμού» και το «παπαρρηγοπούλειο σχήμα» της συνέχειας, οι αποδομητές ιστορικοί εμμένουν στη θέση πως ο δυτικός Διαφωτισμός, υπήρξε το καθοριστικό στοιχείο στη διαμόρφωση της ελληνικής επαναστατικής και εθνικής συνείδησης: Έτσι πια  το ελληνικό έθνος ταυτίζεται με το έθνος-κράτος που δημιουργήθηκε μετά την Επανάσταση και αφετηρία του αποτελεί ο δυτικός Διαφωτισμός και η ιδεολογία του. 

Μια τέτοια αναθεώρηση μπορεί να έχει ένα και μόνο νόημα, την απόρριψη της ύπαρξης του ελληνικού έθνους πριν από τη δημιουργία του νεώτερου ελληνικού κράτους, άποψη που πρώτος είχε διατυπώσει ο Φαλμεράυερ και τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες  ο Βρεττανός ιστορικός Χομπσμπάουμ..

Αντίθετα, όσοι αποδέχονται το προφανές, δηλαδή την ύπαρξη αυτής της συνέχειας, αρνούνται να θεωρήσουν την ιστορία απλή «κατασκευή» των ιστορικών, όπως υποστηρίζει ο Αντώνης Λιάκος που γράφει σχετικά: «Αν η ιστορία είναι η σχέση του ιστορικού με το παρελθόν, τότε σε ποιον ανήκει η πρωτοβουλία; στο ντοκουμέντο, ή στην ερώτηση του ιστορικού;» [13] Θα έλθουν μάλιστα  σε ρήξη και με τον πρωτόγονο μαρξισμό του Γιάννη Κορδάτου, που ταύτιζε το έθνος με την ανάδυση της αστικής τάξης, ανάγοντας έτσι τη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους μόλις στην μετά το 1453 περίοδο.

Ο Νίκος Σβορώνος είχε, πολύ ενωρίς, επισημάνει τον προκρούστειο χαρακτήρα της ταύτισης του έθνους και της εθνικής ιδέας με την αστική τάξη και, μέχρι το τέλος της ζωής του, θα επιχειρεί να διασαφηνίσει τις σχετικές έννοιες:

Από τον 11ο αιώνα και μετά, ο μόνος λαός που αποτελεί την αυτοκρατορία είναι οι Έλληνες. Όλοι οι άλλοι έχουν ανεξαρτητοποιηθεί, ενώ ο 18ος αιώνας διαμορφώνει τις προϋποθέσεις της δημιουργίας του ανεξάρτητου κράτους, της εθνικής ιδέας ως εθνικού προτάγματος. Η προσφορά της αστικής τάξης είναι για μένα η σύλληψη της επαναστατικής λύσης για το εθνικό ζήτημα· δεν την εξετέλεσε μόνη της, όμως την συνέλαβε. Δεν ανεξαρτητοποιώ την εθνική ιδέα και το εθνικό πρόβλημα από τις ταξικές εξελίξεις, αλλά ορισμένες ιδέες, όπως η εθνική ιδέα, η γένεση της ιδέας της εθνότητας, ανεξαρτητο­ποιούνται από τις ταξικές εξελίξεις[14]. Είναι πρώτα απ’ όλα, τα διάφορα στάδια, τα διάφορα σχήματα, τα κακώς εννοούμενα, η θεωρία ότι η έννοια του έθνους γεννήθηκε από την αστική τάξη· η σύνδεση της αστικής τάξης είναι με την έννοια του εθνικού κράτους. Όχι με την έννοια του έθνους (υπογράμμιση Γ.Κ.), που την έχουν διαμορφώσει πολύ πιο πριν οι διάφοροι λαοί[15].

Εδώ, πλέον, ο συγγραφέας έχει ολοκληρώσει τη διαδρομή που τον έφερε σε καθολική ρήξη με τα ιδεολογήματα πολλών από τους εθνομηδενιστές «μαθητές» του· χρονολογεί τη διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού ήδη στον 11ο αιώνα και παύει να συναρτά την αστική τάξη με την «εθνική ιδέα». Άλλωστε και ένα πρώτο ελληνικό εθνικό κράτος έχει ήδη συγκροτηθεί τους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής περιόδου, γεγονός που επισημαίνει ήδη ο Κ.Θ. Δημαράς:

«…Θα μου δώσετε αφορμή να πω κάτι που ήτανε καημός μου επί πολλά χρόνια· (αφετηριακό σημείο του νεοελληνισμού)δεν είναι η πτώση της Κωνσταντινούπολης. Γιατί νομίζω, από τους δασκάλους μου, από την ιστορία τέλος πάντων, έχει καθιερωθεί, να είναι η πτώση από την Σταυροφορία. Από εκεί και πέρα αρχίζει να δουλεύει κάτι άλλο: το ελληνικό στοιχείο ξανάρχεται με κάποιους τρόπους, το 1204, να πούμε, είναι μια πολύ χαρακτηριστική χρονιά και αρχίζει πια να δημιουργείται κατιτί που δεν είναι πια Βυζάντιο»[16].


[1] Βλ. Walter Berschin, Ελληνικά γράμματα και λατινικός μεσαίωνας, Από τον Ιερώνυμο ως τον Νικόλαο Κουσανό, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998,σ. 493.

[2]. Ο καθ. της Βυζαντινής Αρχαιολογιας, Μίλτος Γαρίδης τονίζει πως  «Οι τουρκικές επιδρομές και οι κατακτήσεις που κλιμακώνονται επί μισόν αιώνα τουυλάχιστον στα Βαλκάνια και η εγκαθίδρυση μιας καινούργιας πολιτικής και κοινωνικής τάξης δεν σημαίνουν μόνο το σβήσιμο δραστήριων καλλιτεχνικών κέντρων ή εστιών, αλλά μάλλον, και ολοκληρωτικά προς στιγμήν, σταμάτημα κάθε καλλιτεχνικής δραστηριότητας» Βλ. Μ. Γαρίδης, «Η μεταβυζαντινή Ζωγραφική. Οι τοιχογραφίες. Ι5ος – Ι7ος αιώνας», Αρχαιολογία και Τέχνες, τχ,. 56 Σεπτέμβριος 1995.

[3] Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, Αθήνα, 71998, σ. 1.

[4] Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός…, ό.π., σσ. 137-138.

[5] Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός…, ό.π., σ. 1.

13 Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας: Κριτική ανάλυση, ΕΣΝΠΓΠ, Αθήνα 1978· Γ. Καρράς,«Νεοελληνικός Διαφωτισμός ή Νεοελληνική Αναγέννηση», Τα Νέα του ΚΕΝΕΦ, τχ. 5, Ιωάννινα 2000· Μ. Μερακλής, Λαϊκός πολιτισμός και νεοελληνικός διαφωτισμός, Παπαζήσης, Αθήνα 2007.

[7] Ε.Π. Παπανούτσος (επιμ.), Νεοελληνική Φιλοσοφία, ΒΒ, 35, τ. Α΄, «Αετός» Α.Ε., 1953.

[8] Ερατοσθένης Καψωμένος «Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός και η ελληνική πολιτισμική παράδοση» Άρδην, τχ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001.

[9] Βλ. Γεώργιος Σκληρός, Το Κοινωνικόν μας Ζήτημα, 1907· Γιάννης Κορδάτος, Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Α΄ έκδ., Αθήνα 1924.

[10] Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, σ. 9.

[11] Πασχάλης Κιτρομηλίδης, ό.π., σ. 9.

[12] Αντώνης Λιάκος, «Προς επισκευήν ολομέλειας και ενότητος: η δόμηση του εθνικού χρόνου»· Επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ.Θ. Δημαρά, Αθήνα 18-19 Φεβρουαρίου, 1993, Εκδ. ΚΝΕ/ΕΙΕ, 1994, σ. 196.

[13] «Προς επισκευήν…», ό.π., σ. 198.

[14] Νίκος Σβορώνος, «…Εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα…», στο Κ.Θ. Δημαράς, Νίκος Σβορώνος, Η μέθοδος της ιστορίας (Συνεντεύξεις με τους Στέφανο Πεσμαζόγλου και Νίκο Αλιβιζάτο), Άγρα, Αθήνα 1995, σ. 110.

[15] Νίκος Σβορώνος, «…Εβύθισα…», ό.π., σ. 117.

[16] Κ.Θ. Δημαράς, «Ως η διψώσα έλαφος…», στο Κ.Θ. Δημαράς, Ν. Σβορώνος, ό.π., σ. 47. Βλ. και Γιώργος Καραμπελιάς, Το 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού. ΕΕ. Αθήνα 62022.

Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.

Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ