Του Μάνου Συμιανάκη
Είναι κάποιες φορές που η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας αλλάζει, λόγω κάποιας φυσικής καταστροφής. Έτσι, ο μινωϊκός πολιτισμός καταστράφηκε από ένα τσουνάμι, η Ιαπωνία κάποτε σώθηκε από έναν ανεμοστρόβιλο, τον γνωστό μας «καμικάζι», και σαν είδος, ούτε που θα υπήρχαμε, εάν δεν είχε πέσει στον πλανήτη ένας μετεωρίτης ν’ αφανίσει τους δεινόσαυρους. Μια τέτοια επίδραση είχε και η πανδημία του κορωνοϊού στην πορεία του δυτικού κόσμου, όπως αποδείχτηκε από την απόπειρα ανατροπής της αμερικανικής δημοκρατίας, που παρακολουθήσαμε πρόσφατα.
Στην περίοδο που ζούμε, η πρωτοκαθεδρία του δυτικού κόσμου πάνω στον πλανήτη έχει δώσει μια υπέρμετρη αυτοπεποίθηση στις κοινωνικές του ελίτ και αυτό φάνηκε από τις απανωτές οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις που αυτές επέτρεψαν να συμβούν τα τελευταία χρόνια. Η αλαζονεία που έφερε η υπερβολική επιτυχία τις οδήγησε στην ανατροπή της διανομής του πλούτου μέσα στις κοινωνίες του δυτικού κόσμου· η κίνηση αυτή αύξησε το προσωπικό χρηματικό αποθεματικό κάποιων, αλλά οδήγησε την πλειονότητα των ανθρώπων στο περιθώριο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Αυτό το τελευταίο είναι ένα δυνάμει θανάσιμο λάθος, ειδικά όταν γίνεται στο πλαίσιο ενός κατά βάση δημοκρατικού πολιτικού συστήματος.
Ως αντίδραση απέναντι σε αυτήν την κατάσταση υπήρξε σε όλο τον δυτικό κόσμο άνοδος ενός τρόπου ζωής, όπου κυρίαρχες αξίες είναι η αποστασιοποίηση από το σύστημα και η απαξίωσή του. Αυτό έχει εκφραστεί και ως αποχή από την πολιτική, υιοθέτηση θεωριών συνωμοσίας, αποστασιοποίηση από τον ορθολογισμό, που είναι σήμα κατατεθέν του δυτικού πολιτισμού και άρα του «συστήματος». Επίσης, άνοδο γνώρισαν τα κάθε μορφής λαϊκιστικά πολιτικά ρεύματα. Οτιδήποτε απαξιώνει το κυρίαρχο πολιτικό και οικονομικό σύστημα γνώρισε άνθηση. Η αναβίωση των παλαιών λαϊκιστικών ρευμάτων ανακόπηκε, καθώς οι κοινωνίες μας, διαθέτοντας ακόμα την ιστορική μνήμη, αντιμετώπισαν τα νεοναζιστικά κινήματα. Ωστόσο, οι νέες μορφές λαϊκισμού κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή ανεξέλεγκτες, καθώς δεν υπάρχουν κοινωνικά αντισώματα γι’ αυτές.
Το πιο επιτυχημένο παράδειγμα είναι αυτό του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος χρησιμοποίησε την αμφισβήτηση του συστήματος ως πολιτικό αφήγημα. Κατάφερε ν’ ανέλθει στην εξουσία, καταγγέλλοντας κάθε έκφραση του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Ξεδιάντροπα παραθέτει εξόφθαλμα ψέματα ως γεγονότα, απλώς και μόνο για να κάνει τους εκφραστές του συστήματος ν’ αντιπαρατεθούν μαζί του. Το μήνυμα είναι απλό: «με πολεμάνε, γιατί απειλώ την εξουσία τους».
Σε αυτό το πλαίσιο, εξέφρασε και υιοθέτησε και αντιεπιστημονικές απόψεις. Η επιστήμη και οι επιστήμονες είναι εργαλείο του συστήματος και η σύγκρουση μαζί τους ήταν ένα μήνυμα στήριξης σε όλους αυτούς που ίσως να χάνανε την δουλειά τους από τις νομοθεσίες για την προστασία του περιβάλλοντος. Οι επιλογές του προέδρου Τραμπ προς την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική εσωστρέφεια μπορεί να βλάπτουν μακροπρόθεσμα τη θέση της Αμερικής, ως ηγέτιδας δύναμης του πλανήτη, ν’ ανατρέπουν τις παγκόσμιες ισορροπίες δυνάμεων και να θίγουν την ειρήνη και την ασφάλεια σε ολόκληρο τον κόσμο. Βραχυπρόθεσμα, όμως, είχαν ως αποτέλεσμα το μικρότερο ποσοστό ανεργίας στο εσωτερικό της Αμερικής και μάλιστα στις εργασίες χαμηλής και μεσαίας ειδίκευσης, εδώ και δεκαετίες.
Η επιτυχία, αλλά και η αποτυχία της στρατηγικής, φάνηκε καθαρά στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές. Παρότι, εν καιρώ ειρήνης, χαθήκανε από τον κορωνοϊό περισσότεροι Αμερικανοί από όσοι στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ίδιος έχασε με δραματικά μικρή διαφορά· τόσο μικρή, που είναι ξεκάθαρο ότι, εάν δεν υπήρχε το βάρος του θανάτου τόσων ανθρώπων από την πανδημία, θα είχε κάνει έναν προεκλογικό περίπατο προς τη δεύτερη θητεία του.
Το πιο δραματικό στοιχείο αυτής της ιστορίας είναι ότι ο πρόεδρος Τραμπ δεν πιστεύει στη δημοκρατία. Ο ίδιος είναι άνθρωπος που δεν εντάσσεται σε κάποια κοινότητα κι επομένως είναι ιδεολογικά διατεθειμένος να υπηρετήσει πρώτα απ’ όλα τον εαυτό του. Θαυμάζει τον Πούτιν και τον Ερντογάν, οι οποίοι κατάφεραν να γίνουν ισόβιοι ηγέτες, και θέλει το ίδιο για τον εαυτό του. Η συνταγή είναι έτοιμη και την εφάρμοσε με επιτυχία. Θα τα κατάφερνε, εάν ο κορωνοϊός δεν σκότωνε 300.000 ανθρώπους μέσα σ’ έναν χρόνο, απαξιώνοντας την ενάντια στο σύστημα αντιεπιστημονικότητά του. Εάν κέρδιζε τις εκλογές, η ισχυρότερη χώρα του δυτικού κόσμου θα γινόταν μια δικτατορία, όπως αποδείχτηκε από τα γεγονότα στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον. Επομένως, υποχρεώθηκε σε μια βεβιασμένη, ελλιπή και για αυτό τον λόγο ανεπιτυχή κίνηση πραξικοπήματος, καθώς ξέρει ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει στην εξουσία.
Ο κορωνοϊός έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στις ελίτ του δυτικού κόσμου, ν’ αντιστρέψουν την πορεία των πραγμάτων, να περιορίσουν τη συγκεντρωτικότητα του πλούτου και ν’ αποκαταστήσουν τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και τα κράτη. Εάν δεν το πράξουν, ο επόμενος Ντόναλντ Τραμπ θα έχει την ευκαιρία να εφαρμόσει ξανά τη δοκιμασμένη συνταγή. Αυτήν τη φορά χωρίς κορωνοϊό να χαλάσει το μαγείρεμα, αφού δεν τον περιμένουμε να ξανάρθει για τα επόμενα εκατό χρόνια.