Αρχική » Η κρίση του δικομματισμού

Η κρίση του δικομματισμού

από Άρδην - Ρήξη

του Στάθη Σταυρόπουλου, από το Άρδην τ. 68, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2008

είναι βέβαιον ότι ζούμε μια κρίση. 0 ίδιος ο καπιταλισμός είναι μια κρίση. Ή μάλλον ένα σύνολο κρίσεων απ’ αυτές τρέφεται κι αυτές εκτρέφει.

Απλώς, παρακολουθώντας οι ζωές μας αυτό το ατέρμον ημίτονο της συμπεριφοράς του συστήματος, εκλαμβάνουν ως κρίση μόνον την κορύφωση ορισμένων φάσεων κι εκφάνσεων μιας παθογένειας που, κατά τα άλλα και όλα, ενδημεί στα πάντα, ανακυκλώνεται, επανεμφανίζεται κι αλλάζει στάδια.

Στην παρούσα φάση μιλάμε, εις ό,τι αφορά τη χώρα μας, για την κρίση του δικομματισμού. Είναι μια χρόνια κρίση και οι πρόσφατες εκλογές την έκαναν πιο αντιληπτή μεν στο μεγαλύτερο μέρος του λαού, παίρνοντας, ταυτοχρόνως, ύστερα απ’ τις αποφάσεις του, ένα νέο σχήμα.

Σχηματικά μιλώντας και βραχυλογικώς, θα λέγαμε ότι το προφανές είναι πως ο δικομματισμός έχει σχετικώς κλονισθεί, και άλλες δυνάμεις, όπως η Αριστερά, καλούνται να καλύψουν το μικρό κενό που έχει δημιουργηθεί στη μία του πλευρά, ακριβώς αυτήν, την αριστερή.

Πρόκειται όμως για κρίση του δικομματισμού, ή για κρίση της μίας του πλευράς, του καθ’ ημάς ΠΑ-ΣΟΚ, με όλα όσα σημαίνει για τη χώρα μας η ιδιομορφία και η ιδιοσυστασία αυτού του κόμματος;

Έχουμε δηλαδή μια κρίση στην Ελλάδα του σοσιαλιστικού χώρου; Της σοσιαλδημοκρατίας; Της κεντροαριστεράς; Του λαϊκισμού; Της δημοκρατικής παράταξης; Του εκσυγχρονισμού; Του νεοφιλελευθερισμού; Διότι, αν όλα αυτά ήταν κατά καιρούς στη διαδρομή του το ΠΑΣΟΚ, αν είναι ακόμα τώρα, όλα αυτά, ή κάποιο μέρος απ’ αυτά, έχει κλονισθεί το σύνολο τους; Το όλον ΠΑΣΟΚ ή μέρη του; Και ποια είναι αυτά;

Ταυτοχρόνως, αν έχει κλονισθεί η μία συνιστώσα του δικομματισμού, αυτό κλονίζει και τη δεύτερη – τη Δεξιά; Ή της ανοίγει κι άλλον χώρο; Και σε ποιες εκδοχές της Δεξιάς ανοίγεται αυτός ο χώρος; Στη λαϊκή κοινωνιστική Δεξιά; Στη μεταρρυθμιστική; Στη νεοφιλελεύθερη; Στη συντηρητική; Στην Ακροδεξιά; Ή μήπως μαζί με την Κεντροαριστερά έχει κλονισθεί και η Κεντροδεξιά και μας έχει συμβεί κάτι συγκλονιστικό;

Είναι φανερό ότι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας λειτουργούν περισσότερο ως παρατάξεις παρά ως δύο συμπαγείς κομματικοί μηχανισμοί, με διακριτές (ακόμα και αντίθετες) ιδεολογίες, διακριτά και σαφή προγράμματα.

Θα έλεγα ότι πρόκειται για έναν ιδιότυπο μονοκομματισμό, στο πλαίσιο του οποίου οι διαφορές ανάμεσα στους δύο επίζηλους διαχειριστές του συστήματος αναζητούνται περισσότερο απ’ τις διαφημιστικές εταιρείες, ώστε να έχουν κάτι να προβάλλουν στους οπαδούς, και λιγότερο στους πολίτες ακόμα και ως πελάτες.

Το ζητούμενο όμως στη λειτουργία ενός τέτοιου, μέσα στην έκπτωσή του, κοινοβουλευτισμού δεν είναι οι επιλογές των πολιτών-πελατών-οπαδών, αλλά οι εντολές των αφεντικών. Κι απ’ αυτό το κομβικό σημείο ξεκινάει η σύγκλιση των δύο κομμάτων όλο και πιο πολύ προς την αποϊδεολογικοποίησή τους, όλο και πιο πολύ προς την υποταγή τους στις κυρίαρχες δυνάμεις του συστήματος – τις εταιρείες και τις τράπεζες, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Μπορεί αυτό, στη ρητορική του συρμού, να λέγεται «σύγκλιση προς το Κέντρο» ή τον μεσαίο χώρο (έναν ακόμα πιο απολίτικο όρο), αλλά στην πραγματικότητα είναι η απόλυτη παράδοση των κομμάτων εξουσίας στην πραγματική εξουσία: την οικονομική, στο Κράτος των Μεγιστάνων.

Το φαινόμενο δεν είναι, βεβαίως, ιθαγενές, ελληνικό, είναι πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ στην Ελλάδα συνήθως τα πράγματα έφταναν με 10 χρόνια καθυστέρηση, αυτή τη φορά η χώρα συμβάδισε με την Ευρώπη απ’ την πρώτη αρχή της παγκοσμιοποίησης, όπως αποκαλείται συνήθως ο παγκόσμιος καπιταλισμός σε αυτήν του τη φάση.

Ήδη απ’ την εποχή Σημίτη ο εκσυγχρονισμός μας ήταν τέλειος. Όχι στις δομές της χώρας – σε αυτό έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας – αλλά στις πολιτικές που την καθιστούν παρακολούθημα των κυρίαρχων δυνάμεων.

Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η Ελλάδα είναι μέσα στις 30 πιο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου.

Ο ελληνικός λαός κατάφερε, μέσα στα 190 περίπου χρόνια της ανεξαρτησίας του, να καλύψει περίπου 400 χρόνια απόστασης απ’ την Ευρώπη, μέσα σε άκρως αντίξοες συνθήκες: πόλεμοι, εθνικές καταστροφές, εμφύλιοι πόλεμοι, πολιτική αστάθεια και πραξικοπήματα.

Χωρίς τη βοήθεια του κράτους, και πολύ συχνά, σχεδόν πάντα, εναντίον της αγριότητας του και των εξαρτήσεων του από ξένους επικυρίαρχους και εντόπιους κοτζαμπάσηδες, ο ελληνικός λαός κατάφερε με την εργασία και το επιχειρείν να φέρει τη χώρα σε θαυμαστό επίπεδο.

Ένα επίπεδο που, όμως, ο ίδιος δεν απολαμβάνει!

Η ανισοκατανομή του πλούτου, ο πτωχοπροδρομισμός της άρχουσας τάξης, και η εξάρτηση της χώρας είναι απ’ τις βασικές αιτίες της ανακολουθίας μεταξύ της θέσης της χώρας και του στάτους της κοινωνίας – γνωστά πράγματα, δεν θα φάω τον χρόνο σας κάνοντας μια ταξική ανάλυση, πασίγνωστη σε όλους μας.

Έχουν όμως ενδιαφέρον τα νέα στοιχεία που μπορούμε να ανιχνεύσουμε στο πολιτικό σύστημα, ώστε να καταλάβουμε όχι μόνο τη φύση της κρίσης αλλά κυρίως τη ροπή της – πού πάει το πράγμα.

Τα είκοσι τελευταία χρόνια ο νεοφιλελευθερισμός κυριάρχησε αποενοχοποιημένος. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ κι όχι μόνον εξαιτίας της, άρχισαν να καταρρέουν και να αφανίζονται κατακτήσεις, αξίες, αλλά και στόχοι των ανθρώπων του 20ού αιώνα, έτσι όπως διαμορφώθηκαν από τις επαναστάσεις που ακολούθησαν τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και τους στόχους εξανθρωπισμού του κόσμου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι κατακτήσεις των ανθρώπων της εργασίας σε όλον τον πλανήτη και η απελευθέρωση των εθνών από την αποικιοκρατία, έδιναν το στίγμα ενός μέλλοντος που εν τέλει δεν ήρθε.

Το γιατί είναι μεγάλη κουβέντα.

Όπως και να ‘χει, ο σοσιαλισμός είναι ένα πιο δύσκολο σύστημα, προϋποθέτει (μέχρι να μπορέσει να συνεπάγεται) περισσότερη μόρφωση, έναν τύπο ανθρώπου πιο φιλοσοφημένο, ικανό να αποφύγει τη λαϊκή τρομοκρατία, ας πούμε, χάριν της σχετικής ισοκατανομής, ή την καταστολή της ισηγορίας χάριν την σωτηριολογικής αυτοθυσίας.

Απ’ την άλλη, ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένα πιο απλό πράγμα, πιο κοντά στον αταβισμό του ανθρώπου-κυνηγού ή του γεωργού-ιδιοκτήτη, ο ανταγωνισμός, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης είναι καθημερινά, απλά πράγματα προσιτά στον κοινό νου. Ο κόσμος που ζούμε μέσα του, άδικος σκληρός αλλά απτός – ενώ ο κόσμος των καλών ανθρώπων και των αγίων του μέλλοντος είναι μια βαριά καλογερική, δύσκολη, άσε που δεν επιβάλλεται με «καλά τανκς ή δαιμονισμένους ιεραπόστολους, κομισάριους που θέλουν να σώσουν τους τρελούς απ’ την τρέλα τους.

Όπως και να ‘χει, είπαμε, οι αιτίες της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά και της συνακόλουθης υποχώρησης της Αριστεράς, είναι μεγάλη κουβέντα

–           όμως αυτό που συζητάμε σήμερα δεν αφορά σε κάποια μετάλλαξη που πάθαμε, αλλά την εξέλιξη του συστήματος ύστερα απ’ αυτό το γεγονός.

Φερ’ ειπείν, ο πολίτης-καταναλωτής υπήρχε και πριν και μετά, όμως το τοπίο μέσα στο οποίο ζει έχει αλλάξει δραματικά.

Το τι πρότεινε και το τι πέτυχε ο νεοφιλελευθερισμός σε όλα τα κρίσιμα μεγέθη, Παιδεία (Υγεία, Ασφαλιστικό, Ισοκατανομή, Πολιτικά Δικαιώματα, Συνθήκες Εργασίας) παντού όπου εφαρμόσθηκε, είναι γνωστό, δεν θα σας κουράσω -θα σημειώσω μόνο δύο-τρία ενδεικτικά παραδείγματα απ’ τις χώρες που πρυτανεύει ακλόνητος, όπως οι ΗΠΑ ή η Νότιος Αφρική, και που αφορούν τη χώρα μας ως προτάσεις όχι μόνο της Ν.Δ. αλλά και του ΠΑΣΟΚ, του όλου δικομματισμού δηλαδή.

Οι παντελώς ανασφάλιστοι στις ΗΠΑ είναι ήδη 47.000.000. Ένας στους οχτώ Αμερικάνους ζει κάτω απ’ το όριο της φτώχειας. Δηλαδή περίπου 36.000.000 ψυχές.

Χώρια οι αχαρτογράφητοι – Λατίνοι, μαύροι των γκέτο, κι άλλα παιδιά υπομειόνων.

Πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση έχει πια ένα απομειούμενο ποσοστό της μεσαίας τάξης

–           οι απόφοιτοι κολεγίων, ή βγαίνουν κατευθείαν στην εύκολη απασχόληση, ή δεν έχουν λεφτά για δίδακτρα. Όσοι απ’ αυτούς σπουδάζουν, βγαίνουν χρεωμένοι απ’ τα δάνεια σπουδών, και συνεχίζουν χρεωμένοι με στεγαστικά και άλλα δάνεια διά βίου ως το τέλος, Η πρόσφατη κρίση επισφάλειας στα δάνεια υψηλού κινδύνου στις ΗΠΑ είναι ενδεικτική.

Η αξία των πτυχίων (όπως ανακοίνωσε το Χάρβαρντ) μειώνεται, διότι οι εύποροι γόνοι τα αποκτάνε εκμεταλλευόμενοι τις χορηγίες των γονέων τους στις Έδρες.

Στην άλλη άκρη, στη Νότιο Αφρική, το 48% των απελευθερωμένων απ’ το απαρτχάιντ είναι άνεργο, οι μισοί στην υποσαχάρια Αφρική ζουν με ένα δολάριο εισόδημα την ημέρα, 3000 παιδιά πεθαίνουν κάθε λεπτό ανά την υφήλιο από δίψα, πείνα, αρρώστιες και πόλεμο, ενώ 946 κροίσοι έχουν συγκεντρώσει παγκοσμίως περιουσία όσο δύο φορές το εθνικό εισόδημα της Γαλλίας – της πέμπτης πιο πλούσιας χώρας στον κόσμο. Οι πάγοι λειώνουν, η Ηλεία καίγεται και το Ελληνικό πωλείται το μισό.

Όλο αυτό το σκηνικό εξηγεί γιατί έχουμε συνταξιούχους των 350 ευρώ, πτυχιούχους πιτσιρικάδες των 500-700 ευρώ και άκρως κερδοφόρα επιτόκια των τραπεζών, δεν εξηγεί όμως γιατί παραμένουμε υποταγμένοι σε τέτοια μοίρα, τέτοιο κισμέτ.

Αυτό μπορεί να μας το εξηγήσει το πολιτικό σύστημα, ο δικομματισμός, η εξέλιξη των δύο κομμάτων εξουσίας.

Είναι πολλά χρόνια τώρα που στην Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη, τα κόμματα εξουσίας έχουν μετατραπεί σε μαζικούς χώρους όπου δρουν οι εταιρείες, οι τράπεζες και οι οικονομικοί κολοσσοί πάσης φύσεως – τραστ, καρτέλ και μονοπώλια. Είναι ένα νέο μοντέλο, που έχει ξεπεράσει την ταύτιση πολιτικών χώρων και συγκεκριμένων κομμάτων με συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, τη γνωστή μας διαπλοκή, κι έχει ανέβει σε ένα ανώτερο επίπεδο, όπου όλα τα συμφέροντα κινούνται μέσα σε όλα τα κόμματα εξουσίας οριζόντια. Οι παραδοσιακές κάθετες συναρτήσεις έχουν απομείνει μόνο στις ταμπέλες για λαϊκή κατανάλωση των οπαδών.

Αυτό είναι το «κυρίως» της κρίσης του δικομματισμού, αλλά αυτό είναι και το «κυρίως» της δύναμής του.

Έτσι εξηγείται γιατί υπάρχουν

και στα δύο κόμματα και εκσυγχρονιστές και μεταρρυθμιστές. Γιατί υπάρχουν τόσοι πολλοί «υπηρέτες δύο αφεντάδων», παντού και για τα πάντα. Απ’ το Σχέδιο Ανάν και τους βομβαρδισμούς στη Σερβία, έως το άρθρο 16 και τα ρεπούσεια άγη, μια στρατιά ομοιότροπη διαπερνάει και τα δύο κόμματα, όχι ως ένας απλός κοινός παρανομαστής, αλλά ως το κυρίαρχο λειτουργικό τους στοιχείο.

Έτσι, τα κόμματα εξουσίας, ως μαζικοί πλέον χώροι δράσης και ανταγωνισμού των οικονομικών συμφερόντων, όχι μόνο να κατευθυνθούν προς μια παραγωγικότερη σχέση με την κοινωνία δεν μπορούν, αλλά αντιθέτως, αιχμαλωτίζονται όλο και πιο πολύ σε ένα πλέγμα που τα καθιστά έρμαια των ΜΜΕ, που με τη σειρά τους γλιστράνε, όσα είναι ακόμα ανεξάρτητα, σε όλο και μεγαλύτερη απόσταση απ’ την αποστολή τους: τη δημοσίευση και τον έλεγχο.

Σε αυτές τις συνθήκες, ακόμα και αν ο μεταμοντερνισμός δεν είχε παραχθεί (ακριβώς απ’ αυτές), θα τον είχε εφεύρει η ίδια η κουρασμένη απελπισία των πολιτικών. «Η αλήθεια του καθενός», δηλαδή ο καθείς και το ψεύδος του, είναι απαραίτητη συνοδός της δύναμης της αδράνειας, που χρειάζεται το σύστημα για τη δραστηριότητά του. «Η αλήθεια» άνευ της αποδείξεώς της επιτρέπει την κυριαρχία της νέας σημειολογίας που χρειάζεται το σύστημα. Έτσι, διάφορες σοφιστείες εμφανίζονται, υπό τη δορά νεωτεριστικών διατυπώσεων, ώστε να καλλιεργείται όλη εκείνη η αφασία που είναι απαραίτητη για να δουλεύει επικερδώς το σύστημα.

Οι «ανθρωπιστικοί, βομβαρδισμοί, οι παράπλευρες απώλειες, τα έξυπνα όπλα, οι απασχολήσιμοι, τα διακυβεύματα, οι ενεργοί πολίτες, ο πολιτικός πολιτισμός είναι μερικοί ενδεικτικοί όροι μιας σημειωτικής που μαζί με τη μαζική τηλεοπτική υποκουλτούρα μπορεί να χειραγωγεί τους πολίτες μέσα στη σύγχυση και στην απόγνωση.

Προς τούτω, η επιδότηση της τέχνης, με χορηγούς και μπιενάλε, η σίτιση των διανοουμένων στο Πρυτανείο, ο εξοστρακισμός των ανήσυχων και η καταστολή των υποψιασμένων, συμπληρώνουν τους αναγκαίους και ικανούς όρους λειτουργίας του συστήματος – ή, αν προτιμάτε, της κρίσης του.

Μήπως λοιπόν τώρα ζούμε τον πρώτο κλονισμό αυτών των στερεοτύπων; Μήπως η κρίση του δικομματισμού έφθασε στο όριό της; Μήπως μπαίνουμε στις συνθήκες μιας νέας κρίσης; Ή υπάρχει η τάση αντίστασης στις συνέπειες της παλιάς; Ιχνηλατείται, κοντολογίς, μια τάση ανατροπής;

Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα λέει «και ναι και όχι». Οι έντονες συζητήσεις στο γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αλλά και η ίδια η εμφάνιση του τρίτου πόλου εκεί, υπό τη μορφή ενός δυνατού νέου κόμματος της Αριστεράς, πιθανόν να λένε «ναι», αλλά, «όχι» οπωσδήποτε λέει η τελική συγχώνευση των πρώην Ιταλών κομμουνιστών με τους χριστιανοδημοκράτες στη γείτονα χώρα.

Το τι συμβαίνει με την αριστερά στη Λατινική Αμερική και το σφαγείο στο Ιράκ δεν είναι άσχετα με τα συμβαίνοντα στη χώρα μας, τουλάχιστον όχι απ’ όταν συγχρονίστηκε το βήμα μας απ’ την εποχή Μπλερ και Σημίτη με τα παγκοσμίως τεκταινόμενα.

Η Ψωροκώσταινα του κ. Παναγιωτακόπουλου έχει σχέση με τον δείκτη Νικέι στο Τόκιο. Όπως και η άρνηση του ΚΚΕ να συνεργαστεί με τον Συνασπισμό, ή η επιμονή μέρους του Συνασπισμού στη συνεργασία με τον σημιτισμό.

Χάος λοιπόν; Ε, ναι, πάντα χάος ήταν – το ερώτημα είναι ποιος το οργανώνει, υπέρ ποιου και με ποιον στόχο. Σε αυτή τη συγκυρία, νομίζω ότι για τους ανθρώπους της εργασίας ανοίγονται κάποιες προοπτικές να επηρεάσουν τα πράγματα, μόνο στον βαθμό που η πολιτική τους εκπροσώπηση είναι σχετικότερη με την ταξική τους θέση.

Το πολίτευμα, με την παραδοσιακή του έννοια της διάκρισης των εξουσιών, μπάζει, τους εμποδίζει σε μια τέτοια προϋπόθεση, αφού οι ανεξάρτητες Αρχές, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις το κάνουν πιο δυσπρόσιτο για τον λαό, αλλά πιο αποτελεσματικό για τους δυνατούς.

Συνεπώς, όσο πιο πολύ οι εργαζόμενοι φέρνουν τον εαυτό τους στο προσκήνιο, τόσο πιο πολύ μπορούν να επηρεάσουν τα πράγματα, όμως μόνο με μια κινηματική λογική, που, όσο δεν έχει ευρύτερους πολιτικούς στόχους, στρατηγική και τακτική, θα παραμένει ανάπηρη, όσο ανάπηρη είναι σήμερα, ακόμα, η σχέση λαού και Αριστεράς – μια σχέση «υπό δοκιμήν» με μια «υπό δοκιμήν Αριστερά», όπως είπε και ο Αλέκος Αλαβάνος.

Το λέει και η θεία μου η Φωτούλα, τα τελευταία είκοσι χρόνια, αλλά όλο εγώ της φταίω, ποτέ η Γιούρομπανκ.

Σας ευχαριστώ για την υπομονή και την κατανόηση σας.

*Ομιλία στην εκδήλωση που οργάνωσε το Άρδην μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, στην ΕΣΗΕΑ με θέμα την πολιτική κατάσταση

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ