Αυτό που συμβαίνει είναι εκπληκτικό. Η Ελλάδα ίσως και να χρωστά ευγνωμοσύνη στην Τουρκία. Σε καθημερινά σχεδόν βάση οι επίσημες δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας, ακόμα και στο επίπεδο Ερντογάν, βοηθούν την ελληνική διπλωματία να αποδείξει την ορθότητα όσων υποστηρίζει επί δεκαετίες… Αφορμή της συγκεκριμένης παρατήρησης είναι οι πρωινές δηλώσεις του Ερντογάν ενώπιον εσωτερικού κομματικού ακροατηρίου. Εκεί, για μια ακόμη φορά συμπεριφέρθηκε στην Ελλάδα ως να είναι χώρα εκ προοιμίου υποτελής της νέας οθωμανικής αυτοκρατορίας που θέλει να οικοδομήσει και ως χώρα μειωμένης κυριαρχίας, με φρασεολογία που φλερτάρει τα όρια του ρατσισμού.
Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ από το defence-point.gr
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Όπως μεταδίδει το Reuters, ο Ερντογάν δήλωσε πως δεν μπορεί να συναντηθεί με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, διότι “τον προκάλεσε κατεδαφίζοντας το διαπραγματευτικό τραπέζι” με αυτό τον τρόπο. Μάθαμε επίσης από τον υπερφίαλο Τούρκο ηγέτη, ότι κάθε χώρα έχει τα όριά της και πως οι δηλώσεις Μητσοτάκη από την Κύπρο… τα παραβίασαν. Ποια ήταν όμως η “παραβίαση”; Ήταν η αναφορά περί απομάκρυνσης από το νησί των κατοχικών δυνάμεων!
Μια εισβολή και κατοχή, η οποία μισόν αιώνα περίπου μετά δεν έχει οδηγήσει σε αναγνώριση των Κατεχομένων από τη διεθνή κοινότητα. Παρόλα ταύτα, η Τουρκία επιμένει σε αυτήν και πλέον ζητά, επισήμως τουλάχιστον, “λύση δύο κρατών”, δηλώνοντας ότι δεν ενδιαφέρεται πια για “ομοσπονδιακή λύση”.
Τι συνιστούσε όμως στην πραγματικότητα η “ομοσπονδία αλά Τούρκα” που προωθούσαν; Αυτό που είχε αποκληθεί “χαλαρή ομοσπονδία”. Η οποία εάν αντιστρεφόταν, θα μπορούσε να αποκληθεί και ως… σφικτή “συνομοσπονδία”, η οποία προφανώς θα χαλάρωνε σταδιακά, εξασφαλίζοντας τον πάγιο τουρκικό στόχο. Τον γεωπολιτικό έλεγχο ολόκληρης της νήσου.
Για το αδιέξοδο μισού σχεδόν αιώνα ο Τούρκος πρόεδρος διέγνωσε “θυματοποίηση” των Τουρκοκυπρίων, το οποίο, όπως ανέφερε, η Τουρκία δεν θα το επιτρέψει. Ο Ερντογάν είπε πως οι δηλώσεις Μητσοτάκη που συνιστούν “πρόκληση”, ευθύνονται για την απροθυμία από τουρκικής πλευράς για συνάντηση κορυφής των δύο.
Για μια ακόμη φορά η Τουρκία παρουσιάζεται με “μη φυσιολογική” διεθνή συμπεριφορά. Δηλαδή, μια συμπεριφορά κινούμενη εντός κάποιων αποδεκτών διπλωματικά πλαισίων, όπου οι εμπλεκόμενοι αποφεύγουν τουλάχιστον τη χρήση εμπρηστικής ρητορικής και τουλάχιστον βρίσκουν πιο “κομψά” λόγια να περιγράψουν τις αντιρρήσεις τους. Όσο δεν καταβάλει κόστος για τη συμπεριφορά αυτή, ασφαλώς θα συνεχίσει να το κάνει.
Οι εσωτερικές ανάγκες του Ερντογάν σε συνδυασμό με την εκπαίδευση μεγάλου και κρίσιμου εκλογικά μέρους της τουρκικής κοινωνίας να αντιλαμβάνεται μόνο “κραυγές”, ενδεχομένως να παγιδεύει την τουρκική ηγεσία σε αυτή τη ρητορική. Κι αυτό ισχύει μόνο αν προσπαθήσει κανείς πολύ να εντοπίσει κάποια, έστω αμφισβητούμενη, ερμηνεία.
Έχουμε άραγε αντιληφθεί ότι χρησιμοποιώντας τα ίδια λόγια του Τούρκου ηγέτη, η Ελλάδα θα μπορούσε να ρυθμίσει αναλόγως τη συμπεριφορά της στο σύνολο των μετώπων της ελληνικής διπλωματίας με τη γειτονική χώρα. Τουλάχιστον πρέπει να το εξετάσει.
Διότι εάν ο Ερντογάν επιλέγει να υπηρετήσει τις εσωτερικές πολιτικές του ανάγκες δυναμιτίζοντας κάθε προοπτική διαβούλευσης που θα κινείται στο πλαίσιο λογικής, η συμπεριφορά του αυτή θα πρέπει κάθε φορά να συνεπάγεται κόστος.
Ο Τούρκος ηγέτης πρέπει να πειστεί ότι κάθε φορά που θα τη χρησιμοποιεί, θα εξυπηρετεί τις ανάγκες του στο ένα μέτωπο, αλλά θα βλάπτει κάποιο άλλο. Η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να κάνει τα “στραβά μάτια” και να τον διευκολύνει.
Εάν η αναφορά περί αποχώρησης από την Κύπρο των κατοχικών στρατευμάτων είναι επαρκής αιτιολόγηση απροθυμίας διεξαγωγής συζητήσεων για το Κυπριακό, τι θα έπρεπε να συνεπάγεται για την ελληνική πλευρά και τις διερευνητικές συνομιλίες, το “τουρκολιβυκό Μνημόνιο”;
Επιπρόσθετα, η σταθερή αμφισβήτηση ξεκάθαρα προβλεπομένων από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας κυριαρχικών ελληνικών δικαιωμάτων; Η σταθερή αλλά απαγορευμένη από την χάρτα του ΟΗΕ απειλή χρήσης βίας το παρελθόν διάστημα;
Μήπως λοιπόν η ελληνική πλευρά οφείλει να επανεξετάσει τον δεύτερο γύρο των “διερευνητικών”, ως αποτέλεσμα των δηλώσεων Ερντογάν; Μήπως πρέπει να διαμηνύσει στον Τούρκο ηγέτη και το διεθνές ακροατήριο, ότι αυτές εξυπηρετούν τη δική του στρατηγική διαφυγής από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει; Αδιέξοδο, συνεπεία της δικής του μεγαλοϊδεατικής πολιτικής. Της περιφρόνησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων, ακόμα και της ίδιας της κυριαρχίας γειτονικών χωρών.
Όπως η Ελλάδα αρνήθηκε να καθίσει στο τραπέζι υπό το βάρος στρατιωτικού τύπου προκλήσεων, μήπως θα πρέπει να ξεκαθαρίσει άμεσα και προς πάσα κατεύθυνση ότι προφανώς δεν έχει νόημα να χάνουμε τον χρόνο μας με μια Τουρκία που το στρατιωτικό “bullying” το μετέτρεψε σε φραστικό – διπλωματικό; Πώς είναι δυνατόν να συνεχίζει κανείς να συζητά με μια χώρα, της οποίας ο ηγέτης της δεν αναγνωρίζει μέσω δημοσίων δηλώσεων ως ίσο τον Έλληνα πρωθυπουργό;
Κι αν στο υπουργείο Εξωτερικών εκτιμηθεί πως η Ελλάδα δεν πρέπει να “τραβήξει το σκοινί” εξακολουθώντας την πολιτική μιας χώρα χαμηλών τόνων και ειρηνικού – νομοταγούς μέλους της διεθνούς κοινότητας, μήπως θα έπρεπε να εξεταστεί τουλάχιστον το ενδεχόμενο φραστικής διατύπωσης των ανωτέρω;
Δηλαδή, ότι η Τουρκία διακινδυνεύει ενδεχόμενα ελληνικά αντίμετρα σε περίπτωση συνέχισης ή/και κλιμάκωσης της εν λόγω συμπεριφοράς. Το δικό μας… “διερευνητικό” τραπέζι γιατί δεν “κατεδαφίστηκε κατά τα πρότυπα αυτού που επικαλείται ο Ερντογάν, αλλά “χτίστηκε”; Η Ελλάδα μπορεί να αποδείξει ότι είναι η Τουρκία που δυναμιτίζει τις προσπάθειες επίλυσης των όποιων πραγματικών διαφορών υφίστανται μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και στο Κυπριακό.
Η Άγκυρα χρησιμοποιεί τις διερευνητικές και τη διαδικασία της πενταμερούς αποκλειστικά και μόνον για να προφανείς λόγους: Αφενός για να αποφύγει τις κυρώσεις του Μαρτίου εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και για να κερδίσει λίγο χρόνο, μήπως μπορέσει να επηρεάσει τη στάση της νέας κυβέρνησης Μπάιντεν στις ΗΠΑ για να αποφύγει τα χειρότερα που βρίσκονται επί θύραις.
Όμως, οι στόχοι της Τουρκίας παραμένουν οι ίδιοι και δεν είναι σε θέση ούτε καν να υποκριθεί για πολύ καιρό, εκθέτοντας και όσες χώρες στηρίζουν τον υπερφίαλο “σουλτάνο”, όπως η Γερμανία και η Ιταλία.