Μάριος Θρασυβούλου: «Για την υπεράσπιση της πατρίδας»
του Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 165
Να κατέχεται το 37% της πατρίδας σου από μια τρίτη δύναμη, που εισέβαλε στην γη σου, προκάλεσε εθνοκάθαρση με χιλιάδες θύματα και νεκρούς όχι μόνο σε στρατιώτες αλλά σε γυναίκες, γέρους και παιδιά, με καταπάτηση κάθε είδους ανθρώπινου δικαιώματος, να ξυπνάς κάθε μέρα και να βλέπεις απέναντί σου απειλητική την τουρκική σημαία, που υπενθυμίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο ότι δεν θα πάψει να κατέχει ό,τι κατέλαβε με τα όπλα και εσύ να επικρίνεις τους δικούς σου ανθρώπους γιατί επιχείρησαν να αντισταθούν με τον φτωχό οπλισμό τους, να επικρίνεις όλα τα κόμματα, από τον Δημοκρατικό Συναγερμό ως το ΑΚΕΛ και τους τροτσκιστές επειδή αντιστάθηκαν στην τουρκική επιθετικότητα, να εξισώνεις τον θύτη με το θύμα, τότε κάτι ανεξήγητο συμβαίνει μέσα στο νοητικό σου κόσμο.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να ομογενοποιήσει όλες τις μορφές αντίστασης του κυπριακού ελληνισμού, να τις ταυτίσει με τις ακραίες πράξεις της ΕΟΚΑ Β΄ και των πραξικοπηματιών οι οποίοι δεν έπαυαν να δημιουργούν τα γεγονότα εκείνα που θα έδιναν στην Τουρκία την πρόφαση για την εισβολή. Στόχος του βέβαια να προκαλέσει την αποδοκιμασία του αναγνώστη όχι τόσο στις ακροδεξιές ομάδες όσο με τις ομάδες των αγωνιστών της ΕΟΚΑ που ακολούθησαν τον Μακάριο και επάνδρωσαν τις σοσιαλιστικές ομάδες αντίστασης του Β. Λυσσαρίδη, αλλά και το ΑΚΕΛ που ακολούθησε τον Μακάριο.
Όμως ένα μη επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του βιβλίου είναι ότι μας υπενθυμίζει ότι η ελλαδική και η κυπριακή αριστερά σε πολλές περιόδους της ιστορίας της ύψωσε σημαία τον αγώνα για Αυτοδιάθεση- Ένωση, ενώ στα γεγονότα 1963-1964 ανάμεσα στα θύματα της τουρκικής ανταρσίας υπήρξαν στελέχη της κυπριακής αριστεράς (σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής). Πράγματι ο Ε. Αβέρωφ στο βιβλίο του «Ιστορία χαμένων ευκαιριών» επισημαίνει ότι ο φόβος ότι το ΑΚΕΛ θα ξεκινούσε πρώτα τον αγώνα για την Ένωση, οδήγησε στην εσπευσμένη ανακίνηση του Κυπριακού και τελικά στην δημιουργία της ΕΟΚΑ.
Ο συγγραφέας δεν αποδίδει ευθύνες στην Τουρκία ή στην Αγγλία για ό,τι έχει υποστεί ο κυπριακός ελληνισμός αλλά στην διαμάχη του ελληνικού με τον τουρκικό εθνικισμό. Η ερμηνεία αυτή είναι ο πιο εύσχημος τρόπος για να εξισωθεί ο θύτης με το θύμα. Φυσικά δεν αποδίδει ευθύνες και στις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου που εντελώς πρόχειρα, ατεκμηρίωτα, τελικά με ενθουσιασμό τις αποδέχεται. Όμως αυτές ήταν η αφετηρία όλων των δεινών που ακολούθησαν και άνοιξαν τον δρόμο στις συγκρούσεις που προκλήθηκαν. Όπως έγκαιρα είχε επισημάνει ο Γ. Σεφέρης ήταν ασαφές ποιος θα κατείχε την εξουσία στο νέο κράτος, ποιος θα έχει το μονοπώλιο της βίας, ποιος θα αποφασίζει για τα δημόσια έσοδα.
Κατά παράβαση του κράτους δικαίου και της ισοτιμίας της ψήφου οι Τουρκοκύπριοι με 18% του πληθυσμού είχαν στην κυβέρνηση τον αντιπρόεδρο, τον υπουργό Άμυνας δικαίωμα βέτο σε κρίσιμα θέματα όπως η φορολογία, είχαν δικαίωμα για χωριστούς δήμους (η αφετηρία της διχοτόμησης). Επίσης το νέο κράτος δεν διέθετε δικό του στρατό, ενώ υπήρχε ελληνική στρατιωτική δύναμη αλλά και τουρκική μετά από έναν αιώνα. Συνεπώς η εξουσία του νέου κράτους ήταν υπό αίρεση, μπορούσε να αμφισβητηθεί ή να υπονομευθεί είτε από μέσα είτε από έξω, όπως και τελικά έγινε. Ακριβώς επειδή η κυριαρχία του κυπριακού κράτους ήταν εξαιρετικά ασθενής θα μπορούσε να υποκατασταθεί από ένοπλες ομάδες της μίας ή της άλλης προέλευσης που βέβαια θα δρούσαν ανεξέλεγκτα. Όλα αυτά τα γεγονότα έπειθαν ότι η κατάσταση που ακολούθησε τις συμφωνίες της Ζυρίχης ήταν μεταβατική και θα οδηγούμασταν είτε στην δημιουργία ενός κράτους με όλα τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου κράτους ή στην διχοτόμηση. Τελικά οδηγηθήκαμε στον κυπριακό εμφύλιο και στην τουρκική εισβολή όπου ο κυπριακός ελληνισμός αποδείχθηκε ότι δεν είχε τον στοιχειώδη οπλισμό για να προβάλει επιτυχή αντίσταση, ειδικά μετά την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την χούντα.
Αν η Ελλάδα δεν είχε απομακρυνθεί από τον στόχο της Ένωσης και είχε χρησιμοποιήσει τα κατάλληλα μέσα για να το πετύχει, φυσικά δεν θα είχε προκληθεί η καταστροφή του ’74, αλλά και οι Τουρκοκύπριοι θα είχαν ωφεληθεί καθώς θα απολάμβαναν τα δικαιώματα του Ευρωπαίου πολίτη, δίχως την καταθλιπτική κυριαρχία του νέου οθωμανισμού.
Βεβαίως ο συγγραφέας διόλου δεν προβληματίζεται πάνω σε αυτά τα θέματα. Ανάμεσα στα περίεργα αποτελέσματα της σκέψης του είναι ότι επικρίνει τον Στάλιν και τον σταλινισμό αλλά ενοχλείται επειδή δεν επεκτεινόταν έναντι της Δύσης, επικρίνει το ΑΚΕΛ ότι ο εθνικισμός το απομάκρυνε από τις αρχές αλλά συγχρόνως επαινεί έναν από τους σημαντικότερους βιομήχανους της Κύπρου, ιδρυτή της εκεί Κόκα Κόλα τον Νίκο Λανίτη (σελ. 81). Επίσης ανακριβέστατα ισχυρίζεται ότι το κράτος της Ζυρίχης ήταν συνεταιρικό (σελ. 76 και σελ. 168) δηλαδή σαν να ήταν συνένωση δύο διαφορετικών κρατών.
Ο συγγραφέας αναφέρεται στην προτροπή του Ν. Ζαχαριάδη τον Οκτώβριο του 1948 να ξεκινήσει το ΑΚΕΛ τον ένοπλο αγώνα για Αυτοδιάθεση Ένωση και την χαρακτηρίζει επιπόλαιη. Όμως αν είχε συμβεί είναι βέβαιο ότι η αριστερά θα είχε κερδίσει μια άλλη αίγλη ανάμεσα τουλάχιστον στον κυπριακό ελληνισμό.
Όπως οι Ελλαδίτες εθνομηδενιστές, δεν μπορεί να συγχωρέσει την συμμετοχή της αριστεράς στην εθνική αντίσταση, ακριβώς γιατί δεν αποδέχεται ούτε την ατομική ούτε την εθνική ανεξαρτησία. Ο μεγάλος του, ο ανομολόγητος δάσκαλός τους είναι ο Ε. Κεντούρι που πίστευε ότι θα πρέπει να υπάρχουν αυτοκρατορίες όπως η αγγλική και η οθωμανική και όχι εθνικά κράτη. Γράφει: «Η ποιοτικά αλλαγμένη σύνθεση της ελληνικής αριστεράς την κατοχική περίοδο 1941-1944, με τη μαζική εισροή ετερόκλητων δυνάμεων, μεταξύ των οποίων και εθνικιστών, το πατριωτικό προφίλ που σχημάτισε με τον ηγετικό της ρόλο στην εθνική αντίσταση, η προσπάθειά της να κερδίσει ξανά πίσω αυτό το πατριωτικό προφίλ, το οποίο αμφισβητήθηκε από την δεξιά εθνικοφροσύνη στα χρόνια του εμφυλίου, ήταν καινούργια δομικά στοιχεία του πολιτικού και ιδεολογικού της χαρακτήρα» (σελ.43). Ακολουθώντας μια λογική αναστροφή χαρακτηρίζει ως εθνικιστή καθένα που αγωνίζεται για την απελευθέρωση της πατρίδας, ώστε στο πλαίσιο αυτό όλοι, από τον Σαράφη, τον Άρη, τον Ε. Μπακιρτζή ως τον Σβώλο χαρακτηρίζονται ως εθνικιστές, δηλαδή περίπου ακροδεξιοί.
Ο συγγραφέας εξαιρετικά ενοχλημένος επισημαίνει: «Η ελληνική αριστερά, εκφρασθείσα από το ΚΚΕ και την ΕΔΑ, αποδέχεται σταδιακά τον ένοπλο αγώνα των Ελληνοκυπρίων. Σε αντίθεση με το ΚΚΕ, το οποίο είναι πιο επιφυλακτικό λόγω της ηγετικής παρουσίας του Γρίβα σ’ αυτόν, η ΕΔΑ παρουσιάζεται πιο θετική απέναντι στην ΕΟΚΑ και τη δράση της. Μάλιστα, η εφημερίδα της, η Αυγή, πάνω στον ενθουσιασμό της, αναφέρεται τελείως αυθαίρετα σε δήθεν συμμετοχή οργανωμένων μελών του ΑΚΕΛ στην ΕΟΚΑ, πράγμα που οδηγεί λίγους μήνες αργότερα την ηγεσία του κυπριακού κόμματος σε γραπτή διαμαρτυρία προς την ΕΔΑ» (σελ.49). Το ίδιο διάστημα ο Γ. Ρίτσος θα γράψει τον αποχαιρετισμό στον Γ. Αυξεντίου, ενώ η ελλαδική και η κυπριακή αριστερά θα ταχθούν κατά της Συμφωνίας της Ζυρίχης. Το λάθος που έπραξε στην συνέχεια το ΑΚΕΛ είναι πως σταδιακά στον λόγο η εχθρότητα προς τις ΗΠΑ σκιάζει τον βασικό αντίπαλο που είναι η τουρκική επιβουλή.
Ο συγγραφέας ταυτίζει τον Μακάριο, τον Τάσσο Παπαδόπουλο, τον Βάσο Λυσσαρίδη με την ΕΟΚΑ Β’ και τον Σαμψών. Περίπου τις ίδιες ταυτίσεις κάνει όσον αφορά και το ΑΚΕΛ. Όταν δεν μπορείς να διακρίνεις τις ουσιαστικές διαφορές που υπάρχουν, ή δεν γνωρίζεις τα ιστορικά γεγονότα σε επαρκή βαθμό, ή δεν έχεις τις κατάλληλες έννοιες για να τα ερμηνεύσεις ή έχεις πέσει θύμα της ιδεοληψίας σου που σε εμποδίζει να δεις ότι όλοι υπόλοιποι βλέπουν. Όμως πλέον γνωρίζουμε με αρκετά σαφή τρόπο τι έχει συμβεί στην Κύπρο. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου δημιούργησαν μια ερμαφρόδιτη κατάσταση στην Κύπρο που υπήρξε η προϋπόθεση των εθνοτικών συγκρούσεων που ακολούθησαν. Η Μεγαλόνησος μετά την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας αφέθηκε στα χέρια των Τούρκων εισβολέων που επιβεβαίωσαν για άλλη μια φορά τον εαυτό τους. Αν είχε επιτευχθεί η Ένωση όχι μόνο ο κυπριακός ελληνισμός δεν θα είχε υποστεί τα σταυρικά πάθη που υπέστη, αλλά και οι Τουρκοκύπριοι θα απολάμβαναν πλέον τα δικαιώματα του Ευρωπαίου πολίτη, χωρίς να κινδυνεύουν να καταλήξουν στις φυλακές του Ερντογάν. Όσο για τον κ. Θρασυβούλου θα πρέπει να σκεφτεί γιατί οι επιδιώξεις του δεν βρίσκουν καμία απήχηση στην κοινωνία, παρά την προνομιακή προβολή που αυτές συχνά έχουν. g
1 ΣΧΟΛΙΟ
Αν είχε επιτευχθεί η Ένωση, τότε…..