Αρχική » Η μακρά πορεία του ελληνισμού μέσα στο χρόνο: πραγματικότητα ή επινόηση;

Η μακρά πορεία του ελληνισμού μέσα στο χρόνο: πραγματικότητα ή επινόηση;

από Σπύρος Κουτρούλης

Του Σπύρου Κουτρούλη από το Αντίφωνο

Ο ελληνισμός είναι συνομήλικος με την ελληνική γλώσσα. Ό,τι έχει γραφεί στην γλώσσα αυτή, είναι το ζωντανό αλλά όχι και το μοναδικό τεκμήριο της ύπαρξής του.  Συνεπώς  στο χρονικό  εύρος αυτής της γλώσσας,  δηλαδή στην διάσταση περίπου τριών χιλιάδων χρόνων ξετυλίγει την ιστορική του πορεία ως σύνολο που έχει συνείδηση της ενότητάς του.

Ο Ρ. Μπήτον σε μια πρόσφατη συνέντευξη στο περιοδικό «Φρέαρ» (Περ. «Φρέαρ», Ιούλιος 2020, τεύχος 27-28, σελ. 21) διαπιστώνει το στοιχείο της ελληνικής συνειδητοποίησης  να αναδεικνύεται κατά τους Περσικούς πολέμους, δηλαδή την  πρώτη οργανωμένη συλλογική προσπάθεια του ελληνισμού να αντισταθεί σε ένα πολλαπλάσιο εχθρό που εισβάλλει από την ανατολή. Στα ίδια συμπεράσματα δεν κατέληξαν μόνο οι παλαιότεροι ιστορικοί μας ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο Σ. Ζαμπέλιος, αλλά και οι νεότεροι ο Κ. Δημαράς, ο Ν. Σβορώνος και ο Γ. Δερτιλής. Σε αυτή την συζήτηση η συνεισφορά της γενιάς του ’30  είναι πολύτιμη: επέτυχε με το έργο της τον συγκερασμό παράδοσης και νεοτερικότητας, οικουμενισμού και ελληνισμού, η υιοθέτηση της φόρμας του μοντερνισμού και η ανανέωση της ποίησης  συνδυάστηκε με την ανακάλυψη των σημασιών που έχουν ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, η λαϊκή παράδοση αλλά και η εκκλησιαστική λειτουργία ως διάσωση του ύφους της αρχαίας τραγωδίας.

Απέναντι σε αυτή την σχολή σκέψης διαμορφώθηκε, κυρίως μετά την άνοδο της παγκοσμιοποίησης και τις προσδοκίες που αυτή έφερε για την κατάργηση των εθνικών κρατών, μια αντίθετη σχολή σκέψης που θεωρεί τον ελληνισμό ως κατασκευή του ελληνικού κράτους και των ιστορικών του. Το συμπέρασμα αυτό όχι μόνο περιφρονεί την ιστορική πραγματικότητα αλλά παρερμηνεύει πολλούς νεότερους ιστορικούς  που κάποιοι όπως ο Ε. Γκέλλνερ παραδέχονται ότι το ελληνικό έθνος προϋπήρξε της επανάστασης του 1821. Συνεπώς δεν είναι το ελληνικό έθνος πρόσφατη κατασκευή, αλλά οι θεωρίες που ερμηνεύουν αυτό ως πρόσφατη κατασκευή.

Ο Ν. Σβορώνος σε μια περισσότερο σύνθετη εργασία με τον τίτλο Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας (εκδόσεις Θεμέλιο, 1999 ) επισημαίνει ότι από τον 7ο αιώνα και ιδιαίτερα τον 10ο αιώνα με την Μακεδονική δυναστεία εντάθηκαν οι προσπάθειες που «κατέληξαν στην αφομοίωση του σλαβικού στοιχείου που είχε εγκατασταθεί στα νότια διαμερίσματα»[1], ενώ ήδη από τον 11ο αιώνα «οι έλληνες χριστιανοί θα αρχίσουν σύντομα να αυτοαποκαλούνται πάλι Έλληνες, δίνοντας στον όρο αυτό, για πρώτη φορά, μια εθνολογική σημασία»[2].

Μεταθανάτια θα κυκλοφορήσει το έργο του Νίκου Σβορώνου Το ελληνικό έθνος- γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού (εκδόσεις Πόλη, Αθήνα 2004) με προλεγόμενα του Σπύρου Ασδραχά και φιλολογική επιμέλεια του Νάσου Βαγενά. Ο χρόνος της έκδοσης θα συμπέσει με την προσπάθεια κάποιων ιστορικών να εμφανίσουν τον ελληνισμό ως νεωτερική “κατασκευή” διανοουμένων όπως ο Κοραής, ο Ζαμπέλιος και βεβαίως ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, αποδομώντας ταυτόχρονα την πολιτιστική συνέχεια του ελληνισμού. Το έργο του Σβορώνου εκ των πραγμάτων αποτέλεσε μια αναδρομική απάντηση προς αυτή την πλευρά της ιστοριογραφίας. Κατ’ αρχήν η  ιδεολογία των εθνοτήτων, που προτάσσει την αυτοδιάθεση κάθε έθνους, παρότι συμπίπτει με την άνοδο της αστικής τάξης είναι μια ιδεολογία «που υπερβαίνει τους ταξικούς σχηματισμούς»[3]. Ο  μεσαιωνικός ελληνισμός  του Βυζαντίου αναγνωρίζεται καθολικά πλέον ότι «αποτελεί το δυναμικότερο, αν όχι το πολυπληθέστερο στοιχείο της ήδη από την πρώτη της εμφάνιση»[4]. Δύο στοιχεία συντελούν στον εξελληνισμό της αυτοκρατορίας: η επιβολή ενός ενιαίου Δικαίου που καταλύει κάθε τοπικό και ετερογενές Δίκαιο και η ύπαρξη μιας ισχυρής εκκλησιαστικής ιεραρχίας «με διοικητική και δικαστική, εκτός της πνευματικής δικαιοδοσίας, που βρίσκεται πανταχού παρούσα»[5]. Η αφομοίωση αλλογενών πληθυσμών είναι το βασικό πλεονέκτημα του μεσαιωνικού ελληνισμού που «σφιχτοδένονται σε μια πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ενότητα και δημιουργούν έναν ενιαίο λαό ανθρωπολογικά, εθνολογικά ανάμικτο, όπως όλοι οι ιστορικοί λαοί , μα που βασικό του στοιχείο, που του δίνει το όνομά του και τη σφραγίδα του και γίνεται ο καταλύτης για τη μακροχρόνια τούτη αφομοιωτική ενέργεια, είναι ο Ελληνισμός, έτσι όπως είχε διαμορφωθεί στους κλασσικούς χρόνους και πλουτισθεί με τα βορειότερα συγγενικά του φύλα»[6]. Τον επιστημονικό χαρακτήρα  της θεωρίας του Φαλλμεράγιερ, για να τονίσει το αθεμελίωτο της, ο Ν. Σβορώνος τον τοποθετεί εντός εισαγωγικών, ενώ τονίζει πως «ερχόταν στην ώρα της να ενισχύσει τις αντιδραστικές δυνάμεις της Ευρώπης, τις οποίες η Ελληνική Επανάσταση και το φιλελληνικό κίνημα που αυτή ξεσήκωσε, έκφραση κυρίως του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, έκανε να ανησυχήσουν σοβαρά»[7].  Ο Σβορώνος με πλήθος τεκμηρίων θα δείξει ότι πότε δεν χάθηκε ο ελληνικός χαρακτήρας  των περιοχών που εισέβαλαν σλαβικά φύλα, αντίθετα  σταδιακά αυτά εξελληνίσθηκαν[8]. Ως πρόσθετη απόδειξη του έωλου των ισχυρισμών του Γερμανού ιστορικού είναι πως στα μέσα του 8ου αιώνα ο Κωνσταντίνος ο Ε’ «μπορεί να μεταφέρει “εκ των νήσων και Ελλάδος και των κατωτικών μερών” πληθυσμούς για να πυκνώσει τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, που είχε αραιωθεί από τον λιμό του 746»[9]. Επίσης όσον αφορά τους Αλβανούς και τους Βλάχους, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις διατήρησαν το γλωσσικό τους ιδίωμα, «ανέπτυξαν ελληνική εθνική συνείδηση μετέχοντας σε όλους τους εθνικούς αγώνες του νεώτερου ελληνισμού»[10].

Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η εκκλησία αναλαμβάνει να διασώσει την παιδεία, ενώ οι «Νεομάρτυρες συχνό φαινόμενο της εποχής, που δέχονται τον μαρτυρικό θάνατο για τη χριστιανική τους πίστη, είναι συγχρόνως και οι πρώτοι εθνικοί ήρωες του Νέου Ελληνισμού»[11].  Μάλιστα στους πρώτους ζοφερούς αιώνες της σκλαβιάς «η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντιτίθεται στα απελευθερωτικά κινήματα που υποκινούνται από τις δυτικές χριστιανικές δυνάμεις, αλλά συχνά συμμετέχει ενεργά και πολλές φορές τα κατευθύνει»[12]. Η εκκλησία μάλιστα ως οργανισμός εκφράζει την εθνική ιδέα και το «όνειρο μιας εξελληνισμένης χριστιανικής Αυτοκρατορίας»[13].

Στην επανάσταση του 1821 ο Νίκος Σβορώνος, βλέπει πως αφού προηγήθηκαν περιπέτειες αιώνων το ελληνικό έθνος  συγκροτήθηκε  σε ένα νέο πολιτικό σώμα : «επτά αιώνες, από το τέλος του 11ου αιώνα ως το τέλος του 18ου, χρειάστηκαν για να μπορέσει ένας παλαιός λαός όπως ο ελληνικός να συγκροτηθεί σε ένα νέο έθνος και να ξεκαθαρίσει τα κύρια στοιχεία της εθνικής του συνείδησης»[14]. Ο νέος ελληνισμός «κατόρθωσε βέβαια να συλλάβει και να εμβαθύνει ώς ένα σημείο τα διάφορα στοιχεία που το δημιούργησαν και το συνέχουν: αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, χριστιανικό ορθόδοξο και αυτοκρατορικό Βυζάντιο, την ιδιαίτερη λαϊκή του παράδοση και τον ρόλο της στη δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού πολιτισμού, τη σημασία της ένταξής τους στο ενιαίο ρεύμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού»[15].

Βέβαια μετά την τουρκική κατάκτηση «το όνειρο της εθνικής παλιγγενεσίας παίρνει το περιεχόμενο της ανάστασης μιας εξελληνισμένης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η θέση και η στάση της εκκλησίας στους πρώτους αιώνες της άλωσης, που αντικαθιστά στη συνείδηση των Ελλήνων τη χαμένη αυτοκρατορία και γίνεται το πολιτικό όργανο της συνοχής του υπόδουλου Ελληνισμού, παρέχει κάποια πραγματική βάση στο νοσταλγικό αυτό όνειρο. Το χριστιανικό στοιχείο, ή ακριβέστερα η ιδέα της ορθοδοξίας, που ήταν πάντα κυριαρχικό στη βυζαντινή ιδεολογία, συνδέεται τώρα άρρηκτα με την ιδέα του γένους. Η εθνική ιδέα βρίσκεται περισσότερο παρά ποτέ συνδεμένη με τη χριστιανική ορθοδοξία και διαμέσου της εκκλησίας με το όνειρο μιας εξελληνισμένης αυτοκρατορίας»[16].

Ο Γ. Β. Δερτιλής είναι ένας μετριοπαθής ιστορικός, κυρίως της οικονομίας και κατά δεύτερο των πολιτικών γεγονότων, συνεργάστηκε μάλιστα με ιστορικούς όπως ο Σ. Ασδραχάς στην συγγραφή πρωτότυπων μελετών. Καταλήγει πως δεν είναι το κράτος που δημιουργεί το ελληνικό έθνος αλλά το έθνος το κράτος. Βεβαίως λοιπόν ο ελληνισμός δεν δημιουργείται με την επανάσταση του 1821 αλλά έχει μακρά ιστορική διαδρομή. Γράφει συγκεκριμένα: «ο εθνικισμός ήταν αναγκαίος για το κράτος ήταν, όμως, και υπαρκτός και ιστορικά αναπόφευκτος, διότι προϋπήρχε του κράτους, πολύ πριν το 1821. Προϋπήρχε ως αρχέγονο πατριωτικό αίσθημα στις συνειδήσεις των ελληνορθόδοξων και ελληνοφώνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Επτανήσου και της διασποράς. Η διαμόρφωση αυτού του αισθήματος , βαθμιαία και αργόσυρτη, ήταν το αποτέλεσμα μακραίωνης διαδικασίας. Οι απαρχές της ανάγονται στους βυζαντινούς χρόνους» ( Γ.Β. Δερτιλής: Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Π.Ε.Κ, Σεπτέμβριος 2014, σελ.339).

Ο Δερτιλής θεωρεί ως βασικό σημείο την καθιέρωση στο Βυζάντιο από την εποχή ήδη του Ηράκλειου της ελληνικής γλώσσας ως της επίσημης γλώσσας (άλλωστε ο μεγαλύτερος πληθυσμός του ήταν ελληνόγλωσσος) του κράτους και την αναβίωση της αρχαιοελληνικής παιδείας (ό.π. σ. 340). Ο χαρακτηρισμός Έλληνες απαλλαγμένος από τις θρησκευτικές συμπαραδηλώσεις (παγανιστής) αφορούσε όλον τον ελληνόγλωσσο πληθυσμό (ό.π. σελ. 340). Ο Δερτιλής επισημαίνει «στην πολιτισμική στροφή είχε εμμέσως συντελέσει και η ελληνική “κοινή” όπως είχε διαμορφωθεί, ως γλώσσα της Εκκλησίας, στους προηγούμενους αιώνες» (ό.π. σελ. 340), ενώ «επί 1400 χρόνια, άλλωστε, όλοι οι ορθόδοξοι κληρικοί των βυζαντινών και αργότερα των οθωμανικών επαρχιών διορίζονταν από το Πατριαρχείο και ήταν ελληνόγλωσσοι» (ό.π. σελ. 341). Ο Δερτιλής τονίζει ότι τα μέλη της βυζαντινής ηγεσίας «είχαν επιπλέον αναπτύξει, μέσω των κλασσικών κειμένων, μια ισχυρή πολιτισμική ταύτιση με την ελληνική Αρχαιότητα. Όπως ήταν φυσιολογικό, οι πιο συνειδητοί οπαδοί αυτής της ιδεολογικής στροφής ήταν λόγιοι. Από αυτά τα στρώματα προέρχονται οι μαρτυρίες όσων θεωρούσαν εαυτούς όχι μόνον Ρωμαίους ή Βυζαντινούς αλλά και Έλληνες. Τέτοιες μαρτυρίες απαντώνται από τον 9ο αιώνα και πυκνώνουν τον 11ο αιώνα, όταν πλέον ο Μιχαήλ Ψελλός έδωσε συνεκτική μορφή στις πολλαπλές ταυτίσεις με την ελληνική Αρχαιότητα και τις αιτιολόγησε με σαφείς πολιτισμικούς όρους, με συγκεκριμένες αναφορές στην πλατωνική και νεοπλατωνική φιλοσοφία. Χρησιμοποιούσε, εξάλλου, την αρχαΐζουσα γλώσσα που διαδιδόταν σε λόγιους κύκλους ήδη από την εποχή των Πατέρων της Εκκλησίας και απείχε πολύ τόσο από την Κοινή των Ευαγγελίων όσο και από την δημώδη των υστεροβυζαντινών χρόνων» (σελ.341). Μάλιστα μετά την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας «η ταύτιση με το Γένος άρχισε να διαδίδεται ακόμη ευρύτερα ως συλλογική ταυτότητα. Η διαδικασία αυτή συνδέθηκε στενότατα με την θρησκευτική διαφοροποίηση των ελληνορθόδοξων από τον λίγο-πολύ “αλλόθρησκο” και εχθρικό περίγυρό τους» (ό.π. σελ. 345).

Ο Γ. Δερτιλής γράφει «συμπερασματικά και με άλλα λόγια, ο ελληνικός εθνικισμός προϋπήρχε του ελληνικού κράτους ως συλλογική συνείδηση του Γένους και ως αρχέγονος πατριωτισμός. Στα τέλη του 18ου αιώνα, η συνείδηση του ανήκειν στο “Γένος” μεταλλάχθηκε στην νεωτερική συνείδηση του ανήκειν σε ένα Έθνος και αυτή με την σειρά της καθοδήγησε το επαναστατικό αίτημα για ανεξάρτητο Εθνικό κράτος» (ό.π. σελ. 347).

Ο Δερτιλής εντοπίζει βιωματικές ταυτίσεις και ψυχικά θεμέλια του πατριωτισμού στην κοινή γλώσσα, στην θρησκεία, στον τόπο καταγωγής, στο κοινό μυθικό-ιστορικό παρελθόν (ό.π. σελ. 348, 349).

Ο σημαντικός συγγραφέας της αριστεράς Δ. Χατζής (Το διπλό βιβλίο, Το τέλος της μικρής μας πόλης) παρότι δεν συμμεριζόταν την άποψη του Σβορώνου για την συνέχεια του Ελληνισμού, κατέληξε ότι ο νέος ελληνισμός ξεκινά περίπου στο 1204 δηλαδή αρκετούς  αιώνες νωρίτερα από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους που οι μεταμοντέρνοι ιστορικοί την ταυτίζουν με την γέννηση του ελληνικού έθνους (Δημήτρης Χατζής, Το πρόσωπο του Νέου ελληνισμού, εκδόσεις Το Ροδακιό, Αθήνα 2005, σελ. 228).

Μάλιστα με έμφαση γράφει: «το μεγάλο ιστορικό κατόρθωμα του Νεοελληνισμού είναι η ενότητα των τουρκοκρατούμενων και βενετοκρατούμενων τμημάτων του. Να το ξαναπώ αυτό το πόρισμα γιατί μου αρέσει εμένα, του νεοελληνικού μας πατριωτισμού πάρα πολύ: το μεγάλο ιστορικό κατόρθωμα του έθνους μας είναι η ενότητα του βενετοκρατούμενου και τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού. Μέσα από αυτήν την ενότητα βγαίνει η εθνική του αποκρυστάλλωση.

       »Βάση αυτής της ενότητας του είναι: η ελληνική του γλώσσα, που η λογία παράδοσις δεν μπόρεσε όπως το επιχείρησε χίλια ολόκληρα χρόνια, να την εξαφανίσει. Με τα γνωρίσματα της σχεδόν διαμορφωμένα στο 10ο αιώνα, τα αποκρυσταλλώνει μετά το 1453 χωρίς να διασπαστεί σε διαλέκτους. Η τάση και η προσπάθεια όλης της λογοτεχνικής και πνευματικής παραγωγής του έθνους είναι η, πέρα από τα ιδιώματά της, αναγωγή της κοινής προφορικής σε κοινή γραπτή γλώσσα του έθνους.

      »Η άλλη βάση της ενότητας των δύο τμημάτων είναι η εθιμική τους κοινότητα, κοινότητα που κληρονομημένη από το Βυζάντιο, συγκροτείται μέσα από την αντίθεσή του στους Δυτικούς-Καθολικούς και τους Τούρκους κυρίαρχους και διατηρείται, όπως είπαμε, οργανική και αυτάρκης στην κλειστή αγροτική κοινωνία του. Θαυμάσιο δείγμα αυτής της διατήρησης μας προσφέρει ο αναλλοίωτα και ανόθευτα ελληνικός αγροτικός βίος στα Εφτάνησα και στην Κρήτη, λίγο παραέξω από τα αστικά τους κέντρα, που επικοινωνούν στενά με τη Δύση: είναι ο πολυαγαπημένος μας και πολύτιμος λαϊκός μας πολιτισμός.

      »Βάση όμως της ενότητας αυτής είναι η Ορθοδοξία και των δύο τμημάτων, σαν εθνική ιδεολογία του Νέου Ελληνισμού. Εθνική ιδεολογία αφού συσπειρώνει το έθνος ολόκληρο, όλες του τις δυνάμεις, όλες τις τάξεις του, όπως θα λέγαμε σήμερα, απέναντι στους Φράγκους και απέναντι στους Τούρκους» (ό.π. σελ. 230, 231).

Η ελληνική ταυτότητα είναι ισχυρή ακριβώς γιατί απέδειξε αξιοσημείωτη αντοχή στον χρόνο και διάρκεια, αφού ξεπέρασε πολλές δοκιμασίες και πολλές απειλές. Μπορεί να αφομοιώνει αλλά και να συνδιαλέγεται με άλλες ταυτότητες δίχως να χάνει τα βασικά της χαρακτηριστικά. Δεν είναι συνεπώς ανασφαλής και για αυτό μπορεί να είναι ανοιχτή.  Η εμμονή στην αντίσταση σε ό,τι την υποδουλώνει είναι από τα χαρακτηριστικά  που της επέτρεψαν να επιβιώσει σε αυτό το άκρο των Βαλκανίων και της Μεσογείου, αντιμετωπίζοντας υπέρτερους εχθρούς. Η γενιά του ’30 είναι το πιο πρόσφατο αλλά αναμφίβολα όχι και τελευταίο παράδειγμα και μια απόδειξη ότι μπορούμε να συνδυάζουμε  οικουμενισμό και ελληνισμό,  νεοτερικότητα και παράδοση, μοντερνισμό και εντοπιότητα. Αλλά και ιστορικοί όπως ο Ν. Σβορώνος, ο Γ. Δερτιλής συγγραφείς όπως ο Δ. Χατζής τεκμηριώνουν την διαχρονική παρουσία του ελληνισμού που θεμελιώθηκε πάνω στην γλώσσα, στην εκκλησία και στην κοινότητα.

Σημειώσεις

[1] Ν. Σβορῶνος, Ἀνάλεκτα νεοελληνικῆς ἱστορίας καὶ ἱστοριογραφίας, ἐκδόσεις Θεμέλιο, Ἀθήνα 1999,σελ. 112.

[2] ὅ.π. σελ. 114.

[3] Νίκου Σβορώνου , Τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος- γένεση καὶ διαμόρφωση τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, ἐκδόσεις Πόλη, Ἀθήνα 2004, προλεγόμενα τοῦ Σπύρου Ἀσδραχᾶ- φιλολογικὴ ἐπιμέλεια τοῦ Νάσου Βαγενᾶ, σελ. 21.

[4] ὅ.π. σελ. 33.

[5] ὅ.π. σελ. 34.

[6] ὅ.π. σελ. 36.

[7] ὅ.π. σελ. 40.

[8] Στὸν χῶρο τῆς Ἀριστερᾶς δὲν ἔλειψαν παρόμοιες προσεγγίσεις, μὲ κορυφαία βέβαια αὐτὴ τοῦ Ἄρη Βελουχιώτη, ποὺ στὸν λόγο στὴν Λαμία μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε: «Στὴν ἐποχὴ τῆς σκλαβιᾶς πέρασε σκληρά, μαύρα χρόνια καὶ πολλοὶ “ἔξυπνοι”, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ κάποιος Φαλμεράγιερ, ἰσχυρίστηκαν πὼς ἡ ἑλληνικὴ φυλὴ ἔσβησε κι ὅτι αὐτὴ διασταυρώθηκε μ’ ἄλλες φυλές, ποὺ δὲν ἄχουν τίποτα τὸ κοινὸ μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φυλή. Μὰ ὅ,τι κι ἂν ποῦνε, αὐτὸ δὲν ἔχει καμιὰ ἀξία. Τὴν ἑλληνικότητά μας τὴν ἀποδείξαμε. Γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ χώρα μας ξεσηκώθηκε καὶ ξαναγένηκε πάλι λεύτερη» (Ντοκουμέντα τῆς ἀντίστασης,ἐκδόσεις Τὸ ποντίκι, Ἀθήνα, 1994,σελ. 246)

[9] Νίκου Σβορώνου, Τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος – γένεση καὶ διαμόρφωση τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, ἐκδόσεις Πόλη, Ἀθήνα 2004, προλεγόμενα τοῦ Σπύρου Ἀσδραχᾶ – φιλολογικὴ ἐπιμέλεια τοῦ Νάσου Βαγενᾶ, σελ.  σελ. 41.

[10] ὅ.π. σελ. 46.

[11] ὅ.π. σελ. 84.

[12] ὅ.π. σελ. 85.

[13] ὅ.π. σελ. 85.

[14] ὅ.π. σελ. 106.

[15] ὅ.π. σελ. 108.

[16] ὅ.π. σελ. 22.

Δημοσιεύθηκε στο τχ 333 (Φεβρουάριος 2021) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”, μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Η εθνική ταυτότητα σήμερα».

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Αθήνα”) είναι έργο του Αγήνορος Αστεριάδη.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ