Αρχική » Η σημασία της ίδρυσης του Αγίου Όρους για την ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου

Η σημασία της ίδρυσης του Αγίου Όρους για την ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου

από Άρδην - Ρήξη

Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας

του Νίκου Σβορώνου, απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο που εξέδωσαν οι Εκδόσεις Πανσέληνος, με την επιμέλεια του Αρχιμ. Ευδόκιμου Καρακουλάκη. Αναδημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 27.

Ἡ ἵδρυση μιᾶς σειρᾶς μοναστηριῶν στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο

Ως τὴν ἵδρυση τῆς Λαύρας, δηλαδή ὡς τὸ τρίτο τέταρτο τοῦ 10ου αἰῶνα, δὲν ὑπῆρχαν στὸν Ἄθω[1] παρὰ μερικὰ μικρὰ ἀσκητήρια μὲ ἡσυχαστὲς ποὺ ζοῦσαν ἀπομονωμένοι σὲ σκόρπιες καλύβες ἢ σὲ σπήλαια. [ ] Οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Ἀβαροσλάβων τοῦ 6ου καὶ 7ου αἰῶνα καὶ οἱ πειρατικὲς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων δὲν δημιουργοῦσαν τὸ πρόσφορο κλῖμα γιὰ τὴν ἵδρυση ἀσκητηρίων. Ὁ Ἄθως φαίνεται ἔρημος στοὺς αἰῶνες αὐτούς. [ ] Οἱ πρῶτες ὅμως συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τοὺς ἀθωνίτες ἀσκητὲς ἀνάγονται στὸν 9ο αἰῶνα. [ ]

Τὸ πλῆθος τῶν ἀσκητῶν καὶ ἡ ἵδρυση μικρῶν ἀσκητηρίων φαίνεται ὅτι εἶχαν αὐξηθεῖ ἀρκετὰ κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα, ὥστε οἱ ἀσκούμενοι στὸν Ἄθω ἀσκητές, μολονότι ἀκόμα διασκορπισμένοι καὶ µονήρεις, νὰ ἔχουν δημιουργήσει κάποια ὑποτυπώδη ὀργάνωση, τὴ Σύναξη τῶν Καρεῶν, ποὺ συνερχόταν τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο (Χριστούγεννα, Πάσχα καὶ στὴ γιορτή τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου). Πρόκειται γιὰ τὴ λεγόμενη «Μεγάλη Μέση» μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν «Πρῶτο» τοῦ Ὄρους. Ἡ πρώτη κοινοπραξία τῶν ἀσκητῶν τοῦ Ὅρους καὶ ἡ ὀργανωμένη δράση τους γιὰ τὴν ὑπεράσπιση κοινῶν συμφερόντων ἐμφανίζεται σὲ ἔγγραφο τοῦ Βασιλείου Α΄ τὸ 888[2]. Μὲ τὸ ἔγγραφο αὐτὸ οἱ ἀσκητὲς τοῦ Ὄρους πετυχαίνουν τὰ πρῶτα γνωστὰ αὐτοκρατορικὰ προνόμια. Τὰ σύνορα τῆς «περιοχῆς» τοῦ Ἄθω καθορίζονται· ἀρχίζουν ἀπὸ κεῖ ποὺ τελειώνουν τὰ σύνορα τῆς ἐνορίας Ἱερισσοῦ. Ἡ περιοχὴ αὐτὴ κηρύσσεται ἀνεξάρτητη ἀπὸ κάθε κρατικὴ ἀρχὴ (στρατηγοῦ ἢ κάθε «βασιλικοῦ ἀνθρώπου»). Ἀπαγορεύεται ἐπίσης ἡ εἴσοδος στὴν περιοχή τοῦ Ὄρους τῶν κατοίκων τῆς γειτονικῆς ἐνορίας τῆς Ἱερισσοῦ καὶ τῶν ποιμνίων τους. Ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσιάζει ἀκόμα ὁ Ἄθως, σύμφωνα μὲ τὸ ἔγγραφο αὐτό, εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Οἱ μοναχοὶ διαβιοῦν κατὰ μόνας σὲ εὐτελεῖς σκηνές· οἱ ἐκφράσεις ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὸ ἔγγραφο εἶναι: «τοὺς τὸν ἐρημικὸν βίον ἑλομένους καὶ τὰς κατὰ µόνας διατριβὰς ἐν τῷ τοῦ Ἄθω λεγομένῳ ὄρει ποιησαμένους καὶ τὰς εὐτελεῖς σκηνὰς ἐκεῖ πηξαμένους». Οἱ ἀσκητὲς αὐτοὶ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τοὺς γείτονες· τοῦ λοιποῦ θὰ πρέπει νὰ ἀφεθοῦν ἥσυχοι ὥστε:

καθαρῶς καὶ ἁταράχως τὰ τοῦ οἰκείου λογισμοῦ ἐπιτελεῖν [ ] εὔχεσθαί τε ὑπὲρ τῆς ἡμῶν γαληνότητος [τοῦ αὐτοκράτορα] καὶ ὑπὲρ παντὸς τοῦ τῶν χριστιανῶν συστήματος[3].

Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ἀνταποκρίνεται ἡ περιγραφὴ ποὺ δίνει ὁ Βίος τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καὶ ποὺ ὁ βιογράφος τὴν προεκτείνει ὡς τὴ στιγμὴ τῆς ἄφιξης τοῦ Ἀθανασίου στὸν Ἄθω (γύρω στὰ 957/8), [ ] Ὁ Ἅγιος, μόλις φθάνει στὸν Ἄθω, περιηγεῖται τὸ Ὄρος καὶ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀσκητὲς «οὐ πολλοὺς ὄντας τότε». Θαυμάζει «τούτων τὴν τραχυτάτην ἀγωγὴν» καὶ «τὸν ἐρημικὸν καὶ ἀπράγμονα βίον».

Καὶ γὰρ ἦν αὐτοῖς ἀτεχνῶς κατὰ τὸ ἀδόµενον ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα· οὐ γὰρ γῆν ἤρουν, οὐκ αὔλακα ἔτεμνον, οὐ βοῦν εἶχον, οὐχ ὑποζύγιον, οὐκ ἄλλο τι τῶν ἀχθοφόρων ζώων, οὐ κυνάριον, οὐ κύνα, ἀλλὰ καλύβας ἐκ μικρῶν πηξάµενοι ξύλων καὶ ὀροφὴν αὐταῖς ἐκ χόρτου συμφορηθεῖσαν ἐπισχεδιάσαντες, οὕτως ἐν θέρει, οὕτως ἐν χειμῶνι διεκαρτέρουν, τῶν ἐναντίον τοῦ ἀέρος ἀνεχόμενοι προσβολῶν· εἰ δέ ποτε καὶ γένοιτό τις χρεία µετακομίσαι τι τῶν παρ’ αὐτοῖς, αὐτοὶ δι’ ἑαυτῶν τῇ τῶν νωτοφόρων ζώων ὑπηρεσίαν ἐπλήρουν· [ ] Τροφὴ δὲ αὐτοῖς μετὰ τὴν πνευματικὴν ἡ σωματικὴ ἄσκευος πᾶσα καὶ ἀπέριττος καὶ τὸ ὅλον ὄρειος· [ ] τῶν γὰρ ἀγρίων δένδρων συλλέγοντες τοὺς καρποὺς αὐτοσχέδιον ἑαυτοῖς παρετίθουν τὴν τράπεζαν, πλὴν εἰ μὴ που πλοίου ποθὲν ἐποκείλαντος εὐχῆς χάριν παρέβαλόν τινες –τοῦτο γὰρ εἴθιστό τισὶν ἐκ πολλοῦ– οἷς καὶ τῶν ἐξ ἔθους ἐπικομιζομένων µεταδιδόντες, οἷον σίτου ἢ κέγχου, εἰ τύχοι, ἢ τινὸς ἄλλου τῶν σπερµάτων τῶν παρ’ ἐκείνοις ἀντελάμβανον ὀπωρῶν[4]. [ ]

Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἀρχίζει νὰ μεταβάλλεται καὶ ἡ ὀργάνωση τῆς ζωῆς στὸν Ἄθω νὰ γίνεται συνθετότερη καὶ συγχρόνως σαφέστερη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Λέοντα τοῦ ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ. [ ] Γενικότερα, κάποια μέριμνα γιὰ τὴν ἄνοδο τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου τῶν μοναχῶν, ποὺ ἀρχίζουν νὰ συγκεντρώνονται γύρω ἀπό μεγαλύτερα μοναστικὰ συγκροτήματα, ὅπως ἡ Λαύρα τοῦ Κλήμη, κι ἔπειτα τὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Παύλου τοῦ Ξηροποτάμου.

Στὴ νέα αὐτὴ ἐξέλιξη ἀναφέρεται το τυπικὸ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὅταν, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὶς ἐπιχειρήσεις του γιὰ την καλυτέρευση τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν, γράφει:

Εἰσί μὲν γὰρ ἀγροὺς ἐν τῷ ὄρει πολλοὺς καλλιεργήσαντες καὶ ἀμπελῶνας καταφυτεύσαντες, ἑτοίμους τε ἐξωνησάμενοι καὶ ἐπί φανερωτέρᾳ ὄψει καὶ βελτιώσει γενέσθαι τούτους σπουδάσαντες[5].

Ἡ σχετική αὐτὴ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τοῦ Ἄθω φέρνει τοὺς Ἀθωνίτες σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ μεγάλα γειτονικὰ μοναστήρια τῆς Μακεδονίας καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἰωάννη Κολοβοῦ ποὺ οἱ κτήσεις του ἐκτείνονταν ὣς τὸ Ζυγό.

Ἡ μονὴ τοῦ Κολοβοῦ, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα γειτονικὰ μοναστήρια, συνδέονται μὲ τὴ δράση τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου ποὺ συνοψίζεται στὰ κάτωθι:

Ὁ ὅσιος Εὐθύμιος κατάγεται ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Ἀνατολῆς. Γίνεται πρῶτα μοναχὸς στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας. Γύρω στὰ µέσα τοῦ 9ου αἰῶνα ἔρχεται στὸν Ἄθω ὅπου ζεῖ τὴ ζωὴ τοῦ ἀσκητῆ. Κατεβαίνει ἔπειτα στὴ Θεσσαλονίκη. Δὲν εἶναι γνωστὸ ἂν ἵδρυσε ἐδῶ μοναστήρι. [ ] Ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη φεύγει γιὰ τὸ νησὶ τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου. Οἱ ἐπιδρομὲς τῶν πειρατῶν τὸν ἀναγκάζουν νὰ καταφύγει πάλι στὸν Ἄθω, ὅπου σχεδίαζε νὰ ἱδρύσει μεγάλο κοινόβιο πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο. Τὸ σχέδιο αὐτὸ δὲν πραγματοποιεῖται λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν πειρατῶν καὶ τῆς ἀντίδρασης τῶν ἀσκητῶν. [ ] Ἀργότερα, γύρω στὰ 870-871, ἱδρύει στὸ χωριὸ Περιστεραί (σήμερα Περιστερά) τὸ μεγάλο μοναστικὸ ἵδρυμα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, τὸ «Μεγάλο Μοναστήρι» τῶν πηγῶν τῆς ἐποχῆς, ποὺ προσελκύει ἀμέσως σχεδὸν τὴν προσοχή τῶν αὐτοκρατόρων, οἱ ὁποῖοι τὸ ἀνακηρύσσουν αὐτοκρατορικὸ μοναστήρι, ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὶς τοπικὲς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές (μητρόπολη Θεσσαλονίκης) καὶ τοῦ παραχωροῦν μεγάλες ἐκτάσεις, παροίκους γιὰ τὴν ἀξιοποίησή τους καὶ φορολογικὰ προνόμια [ ].

Τό «Μεγάλο Μοναστήρι» διαθέτει ἔτσι ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του ἀξιόλογη περιουσία καὶ μεγάλα οἰκονομικὰ µέσα ποὺ τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ προβαίνει σὲ ἀγορὲς γαιῶν (807: ὁ ἱδρυτής του Εὐθύμιος ἀγοράζει γῆ 68 χρυσῶν νομισμάτων: νέες ἀγορὲς τὸ 941, 952). Τὸ 964 τὸ μοναστήρι δίδεται στὸν Ἀθανάσιο τῆς Λαύρας.

Ἀνάλογη εἶναι ἡ δράση τῶν μαθητῶν τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου, Συμεῶνος καὶ Ἰωάννου Κολοβοῦ, γιὰ τοὺς ὁποίους λίγα πράγματα εἶναι γνωστά.

Γιὰ τὸν Συμεὼν ξέρουμε ὅτι ἵδρυσε πολλὰ μοναστήρια στὴν κυρίως Ἑλλάδα. Ὁ Ἰωάννης Κολοβός, ποὺ ἔπαιξε φαίνεται σημαντικὸ ρόλο στὴ µοναστικὴ ἱστορία τῆς περιοχῆς (ἀφοῦ ἡ προσωπογραφία του βρίσκεται, ἀνάμεσα σὲ ἄλλους μεγάλους ἱδρυτὲς μοναστηριῶν καὶ ἀνακαινιστὲς τῆς μοναστικῆς ζωῆς, στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ), εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τοῦ ὁμώνυμου μοναστηριοῦ στὴν περιοχή τῆς Ἱερισσοῦ. Πρόκειται γιὰ ἀξιόλογο μοναστικὸ ἵδρυμα ποὺ τέθηκε εὐθὺς ἐξαρχῆς κάτω ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορικὴ προστασία. [ ] Τὸ μοναστήρι τοῦ Κολοβοῦ εἶχε πράγματι θέσει κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία του ὁλόκληρη τὴ γῆ τῆς ἐνορίας Ἱερισσοῦ καὶ ὁλόκληρη τὴ δυτική πλευρὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ διενέξεις ἀνάμεσα στὸ μοναστήρι τοῦ Κολοβοῦ, τοὺς γύρω χωρικοὺς καὶ μικροὺς ἰδιοκτῆτες τῆς περιοχῆς, καὶ τὰ μικρά μοναστήρια, ἀποτελοῦν ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα παραδείγματα γιὰ την ἐξέλιξη τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας.

Στὴν ἴδια αὐτὴ περίοδο, ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνα ὣς τὰ µέσα περίπου τοῦ 10ου, ἔδρασε στὸν Ἄθω μιὰ ἄλλη σημαντική ἀσκητικὴ προσωπικότητα, ὁ ἅγιος Βλάσιος. Κατάγεται ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀπλατιανὰ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀμορίου. [ ] Μαθητεύει ἐδῶ τέσσερα χρόνια στὴ Στουδίου. Ἔρχεται γύρω στὸ 896 στὸν Ἄθω. Οἱ ἀσκητὲς τοῦ Ὄρους τὸν ἀντικρύζουν μὲ ψυχρότητα…. Ὅπως καὶ ἡ ἀπόπειρα τοῦ Κλήμη, ἔτσι καὶ τὸ ἐγχείρημα τοῦ Βλασίου νὰ ἱδρύσει κοινόβιο φαίνεται ὅτι ἀπέτυχε μπροστὰ στὴν ἀντίδραση τῶν ἀσκητῶν. Παρὰ ταῦτα, στὴν ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου Βλασίου, μὲ τὶς μεγάλες σχέσεις στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλή, ὀφείλεται ἡ ἔκδοση ἀπό τὸν Λέοντα Στ΄ τοῦ Χρυσόβουλλου τοῦ 908, μὲ τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζεται ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ Ἄθω… [ ]

Ἡ ἵδρυση τῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου[6]

Ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ἡ μητέρα του ἀπὸ τὴν Κολχίδα. Ὁ ἴδιος γεννήθηκε στὴν Τραπεζοῦντα, γύρω στὰ 995-930, ὅπου βρισκόταν ἐγκατεστημένη ἡ οἰκογένειά του, ποὺ δὲν φαίνεται νὰ προέρχεται ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ γενιά. Τὸ βαφτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἀβράμιος. Ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή του, κι ἀπὸ μητέρα ὕστερα ἀπὸ λίγο, ἀνατράφηκε ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τῆς Τραπεζούντας, τοὺς Κανίτας. [ ]

Πράγματι, ὕστερ᾽ ἀπὸ τὴ στοιχειώδη ἐκπαίδευση κοντὰ σὲ κάποιο «γραμματιστὴ», στὴν Τραπεζοῦντα, οἱ θετοὶ γονεῖς του τὸν στέλνουν, ἐπὶ Ρωμανοῦ Α΄ Λεκαπηνοῦ (920-944), στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ συνέχισε τὶς σπουδές του κοντὰ σὲ κάποιον Ἀθανάσιο, «πρόεδρο τῶν κολεγίων», προφανῶς ἐπικεφαλῆς αὐτοκρατορικοῦ ἀνώτερου ἐκπαιδευτικοῦ ἱδρύματος. Ἡ ἐπιτυχία του εἶναι τέτοια ὥστε ἐκλέγεται γρήγορα βοηθὸς κι ἔπειτα τακτικὸς καθηγητὴς στὴ Σχολή, καὶ ἐπισκιάζει τὸ δάσκαλό του, ποὺ χολωμένος παραπονεῖται στὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Ζ΄, Πορφυρογέννητο (944-959). Ὁ Ἀβράμιος ἐγκαταλείπει τὴ διδασκαλία καὶ μπαίνει στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ζεφινέζερ, ποὺ εἶχε ὀνομασθεῖ στρατηγὸς τοῦ θέματος Αἰγαίου Πελάγους, καὶ τὸν ἀκολουθεῖ στὴ Λῆμνο. Ἐπιστρέφει στὴν Κωνσταντινούπολη ὕστερα ἀπὸ τὴ λήξη τῆς θητείας τοῦ προστάτη του Ζεφινέζερ, ὅπου καὶ γνωρίζεται μὲ τοὺς συγγενεῖς τῶν Ζεφινέζερ, Μιχαὴλ Μαλεΐνο, ἡγούμενο τῆς τότε μονῆς Κυμινᾶ, καὶ τοὺς ἀνεψιούς του, Νικηφόρο καὶ Λέοντα Φωκᾶ. Ἡ συνάντησή του μὲ τὸν Μιχαὴλ Μαλεΐνο εἶναι ἀποφασιστικὴ γιὰ τὸν Ἀβράμιο. Τὸν ἀκολουθεῖ στὸ μοναστήρι τοῦ Κυμινᾶ καὶ δέχεται ἀπ᾿ αὐτὸν τὸ μοναχικὸ σχῆμα μὲ τὸ μοναστικὸ ὄνομα Ἀθανάσιος…

Οὔτε οἱ Βίοι τοῦ Ἀθανασίου, οὔτε οἱ ἄλλες πηγὲς μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ κατανοήσουμε τοὺς πραγματικοὺς λόγους ποὺ ὤθησαν τὸν Ἀθανάσιο νὰ ἐγκαταλείψει τὴ λαύρα τοῦ Κυμινᾶ, στὴν ὁποία ὁ Μαλεΐνος τὸν προόριζε γιὰ διάδοχο [ ] Τὸ γεγονὸς πάντως ποὺ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ἐδῶ εἶναι τὸ ὅτι ἡ ἀποχώρηση τοῦ Ἀθανασίου ἀπὸ τὸν Κυμινᾶ καὶ ἡ ἄφιξή του στὸν Ἄθω, γύρω στὸ 957/958, γίνεται ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη δύο ἀνωτάτων ἀξιωματούχων τοῦ κράτους (ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας) καὶ τὶς συνομιλίες ποὺ εἶχε μαζί τους. [ ]

Ὁ Λέων Φωκᾶς, σὲ κάποια ἐπίσκεψή του στὸν Ἄθω, ὕστερ’ ἀπὸ τὴ νίκη του ἐναντίον τῶν «Σκυθῶν νομάδων», τὸν ἀνακαλύπτει καὶ ἔρχεται σ᾽ ἐπαφὴ μαζί του. Μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Ἀθανασίου ὁ Λέων Φωκᾶς ὑπόσχεται νὰ δώσει τὰ οἰκονομικὰ µέσα γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς ἐκκλησίας τῶν Καρεῶν. Ὁ Ἀθανάσιος, ἐνοχλημένος ἀπὸ τὶς συχνὲς ἐπισκέψεις τῶν μοναχῶν, καταφεύγει στὴν ἄγρια καὶ ἐντελῶς ἐρημικὴ νοτιοανατολικὴ περιοχή τοῦ Ἄθω, στὰ Μελανά, ὅπου ζεῖ σὰν ἐρημίτης. Στὸ ἐρημητήριο αὐτὸ τὸν βρίσκουν (961) οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, ποὺ βρίσκεται στὴν Κρήτη, ἐπικεφαλῆς τοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ νησιοῦ ἀπὸ τὴν ἀραβικὴ κατοχή. Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς εἶχε στείλει πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση τοῦ Χάνδακα ἀπεσταλμένους σ’ ὅλα τὰ μεγάλα μοναστικὰ κέντρα (στὸν Κυμινᾶ, στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας) ζητῶντας τὴν πνευματικὴ συμπαράσταση τῶν μοναχῶν στὸ απελευθερωτικό του ἔργο. [ ]

Σ’ αὐτὴ τὴ συνάντηση στὴν Κρήτη τοῦ 961, ὁ Φωκᾶς ξαναθυμίζει στὸν Ἀθανάσιο τὴν πρόθεσή του νὰ γίνει μοναχὸς καὶ τοῦ προτείνει, συγκεκριμένα, νὰ τοῦ χορηγήσει τὰ χρηματικὰ µέσα γιὰ τὴν οἰκοδόμηση «καταγωγίου» γιὰ τὴ στέγασή τους καὶ τὴν ἵδρυση μοναστικοῦ κοινοβίου στὸ Ὄρος. [ ]

Ἡ ἀνακήρυξη τοῦ Φωκᾶ, ποὺ ἔγινε στὶς 10 Αὐγούστου 963, ἀποτελεῖ τὸ σημεῖο ἀφετηρίας γιὰ τὴ χρονολόγηση τῆς ἵδρυσης τῆς Λαύρας[7].[ ]

Ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὶς σχέσεις τοῦ Ἀθανασίου μὲ τὸ Νικηφόρο Φωκᾶ καὶ τὴ γενικότερη ἴσως πολιτικὴ τῆς αὐτοκρατορίας, στὴν ὁποία φαίνεται, ἀπὸ ὅσα ἐλέχθησαν, ὅτι ἐγγράφεται ἡ ἵδρυση τῆς Λαύρας, εἶναι τὰ παρακάτω γεγονότα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Ἀθανάσιος ἀποφεύγει νὰ δώσει λεπτομέρειες. Δὲν ἀναφέρει παρὰ τὸ ταξίδι του στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴ συνάντησή του μὲ τὸ Νικηφόρο Φωκᾶ, τὶς αὐστηρὲς παρατηρήσεις ποὺ τοῦ ἀπηύθυνε καὶ τὴν διαβεβαίωση τοῦ αὐτοκράτορα ὅτι τὸ αὐτοκρατορικὸ ἀξίωμα δὲν ἔχει σημασία γι’ αὐτὸν καὶ ὅτι ὅταν ἔρθει στιγμὴ θ’ ἀποσυρθεῖ στὸν Ἅθω. Σημαντικὴ ἐπίσης εἶναι ἐδῶ ἡ παρατήρηση τοῦ Ἀθανασίου ὅτι ὁ Φωκᾶς θὰ τηροῦσε πραγματικὰ τὴν ὑπόσχεσή του, ἂν ὁ Θεὸς δὲν τοῦ ἐπιφύλασσε τὸ θάνατο τοῦ μάρτυρα. [ ]

Μόλις ἔμαθε τὴν ἀνάρρηση τοῦ Φωκᾶ, ὁ Ἀθανάσιος ἀποφασίζει νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Λαύρα. Προσποιεῖται ὅτι θὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ζητήσει τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐνίσχυση. Μαζὶ μὲ ἱκανὸ ἀριθμὸ μοναχῶν διαπεραιώνεται στὴν Ἄβυδο. Κρατᾶ μαζί του µόνον τρεῖς, τοὺς ὑπόλοιπους τοὺς ἀποστέλλει πίσω στὴ Λαύρα. Τὸν ἕνα τὸν ἀποστέλλει στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἐπιστολὴ στὸν αὐτοκράτορα. Ἡ ἐπιστολὴ περιεῖχε μομφὴ στὸν αὐτοκράτορα ὅτι ἀθέτησε τὴ συμφωνία ποὺ εἶχε συνάψει μὲ τὸ Θεὸ διαλέγοντας τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα ἀντὶ τοῦ μοναχικοῦ σχήματος. Ὅτι ἔβαλε τὸν Ἀθανάσιο σὲ μάταιο κόπο προτείνοντάς του ν᾿ ἀναλάβει ἀκατόρθωτο πλέον ἔργο. [ ] Ὡστόσο ἀποστέλλει πίσω στὴ Λαύρα τὸ δεύτερο μοναχὸ Θεόδοτο, στὸν ὁποῖο εἶχε ἀποκαλύψει καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς καὶ τὰ σχέδιά του, μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ ἐπιβλέπει τὸ μοναστήρι καὶ νὰ παρακολουθεῖ ἂν ὁ αὐτοκράτορας φροντίζει γι’ αὐτό. Ὁ ἴδιος, μὲ μόνη συνοδεία τὸν Ἀντώνιο, ποὺ κι αὐτὸς γνώριζε τὰ σχέδιά του, φεύγει γιὰ τὴν Κύπρο. Στὴν Κύπρο παραμένουν σὲ ἐρημητήριο κοντὰ στὴ μονὴ τῶν Ἱερῶν. [ ]


[1] Τὴ θεμελιώδη ὣς τὰ τώρα ἔρευνα γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Ἄθω ἀποτελεῖ τὸ ἔργο τῆς: Denise Papachryssanthou, «Le monachisme Athonite: ses origines, son organisation», Actes du Prôtaton, σσ. 1-179.

[2] Actes du Prôtaton, ἀρ. 1, σσ. 179-181.

[3] Actes du Prôtaton, ἀρ. 1, σ. 180, στ. 9-12.

[4] Βίος Α, § 38, σσ. 18-20, πρβλ. Βίος Β, §13, σ. 139.

[5] Τυπικόν, σ. 106, στ. 18-20.

[6] Πηγές, Βίος Α, Βίος Β.

[7] Βλ. παραπάνω, σ. 28.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ