του Τάσου Χατζηναστασίου
Πολλοί παραλληλίζουν την κατάσταση στην Παλαιστίνη με αυτήν της Κύπρου, αλλά οι δύο καταστάσεις δεν ταυτίζονται. Αφήνω αυτούς που έχουν μείνει στο παρωχημένο (όχι ότι είχε ποτέ και καμιά πραγματική ισχύ) σύνθημα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης: “Ελλάδα, Κύπρος, Παλαιστίνη, Αμερικάνος (παρότι ούτε στην Κύπρο ούτε στην Παλαιστίνη υπήρχαν Αμερικάνοι) δε θα μείνει”! Το 1948, οι Βρετανοί κυρίαρχοι της περιοχής υποχώρησαν μπροστά στη βία των Ισραηλινών και, όπως το συνηθίζουν, άφησαν πίσω τους τον διχασμό και το σπέρμα του πολέμου. Έτσι, αναγνωρίστηκε από τη διεθνή κοινότητα η ίδρυση κράτους για έναν κατατρεγμένο λαό που δεν είχε άλλη κρατική υπόσταση με επιχειρήματα που βασίζονταν σε ιστορικά δικαιώματα που ίσχυαν πριν από … αιώνες. Γιατί βέβαια η Παλαιστίνη κατοικούνταν από Άραβες, δεν ήταν ένα “αδιάθετο οικόπεδο”. Έκτοτε, το Ισραήλ πολεμά διαρκώς περικυκλωμένο από εχθρικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς που βασικά επιθυμούν τη διάλυσή του.
Στο άλλο τεχνητό κράτος της περιοχής, τον Λίβανο, η γαλλική αποικιοκρατία επεχείρησε, υποχωρώντας κι αυτή, να συστήσει ένα χριστιανικό, φιλικό σ’ αυτήν και τη Δύση, αραβικό κράτος σε συριακό έδαφος. Το αποτέλεσμα είναι να σπαράσσεται κι αυτό από εθνικές και θρησκευτικές συγκρούσεις ενώ η προοπτική είναι να μετατραπεί η χριστιανική μαρωνίτικη κοινότητα της χώρας σε μειονότητα… Η συνύπαρξη των Μαρωνιτών, των Ελληνορθοδόξων, σιιτών, σουνιτών κ.ά. σ’ένα κράτος υπήρξε επιτυχής στη Συρία (μοναδικό παράδειγμα στη Μέση Ανατολή) που σήμερα αντιστέκεται έναντι του ισλαμοφασισμού και του νεοοθωμανισμού που κατέχει εδάφη της χώρας.
Η Κύπρος, αντίθετα, αποτελεί εδώ και αιώνες ένα ελληνικό έδαφος που υπέστη την εισβολή ενός γειτονικού κράτους με πρόσχημα την καταπίεση της τουρκοκυπριακής μειονότητας, αποτέλεσμα και αυτή τόσο της τουρκικής κατάκτησης του 1571 όσο και της βρετανικής αποικιοκρατίας που την ανάδειξε σε σύμμαχο και αντίβαρο έναντι του αιτήματος των Κυπρίων για ένωση με την Ελλάδα.
Σε αντίθεση με την Κύπρο (όπου η δίκαιη λύση θα ήταν η αποχώρηση του τουρκικού στρατού και των εποίκων και η συμπερίληψη των νομίμων κατοίκων του νησιού σ’ ένα κράτος, που εκ των πραγμάτων θα έχει ελληνική πλειοψηφία, με κατοχυρωμένο το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και αναγνωρισμένα όλα τα μειονοτικά δικαιώματα) στην Παλαιστίνη είτε θα έχουμε δύο ξεχωριστά αναγνωρισμένα κράτη με σεβασμό των συνόρων κτλ είτε ένα ενιαίο κράτος, που είναι και το ιδανικό με σεβαστά όλα τα εθνικά και θρησκευτικά δικαιώματα. Μόνο που η πληθυσμιακή νομοτέλεια θα μετέτρεπε σύντομα τους Ισραηλινούς σε μειονότητα…
Είναι εύκολο βέβαια να προτείνεις λύσεις που ξέρεις ότι δε θα εφαρμοστούν, ιδίως όταν στο μεν Ισραήλ επιμένουν στην πολιτική των εποικισμών και του αποκλεισμού των Παλαιστινίων, στους δε τελευταίους επικρατούν οι ακραίοι ισλαμιστές σε μία σύγκρουση που έχει αποδειχτεί αδιέξοδη.
Ακόμη και στην καλύτερή του φάση, όταν όλος ο πλανήτης, πλην των ΗΠΑ, υποστήριζε τους Παλαιστινίους για τον δίκαιο αγώνα τους, το καλύτερο που το παλαιστινιακό κίνημα πέτυχε ήταν τη δημιουργία δύο ασφυκτικών αυτόνομων περιοχών. Πόσο μάλλον σήμερα, που η ηγεσία τους συντάσσεται πλέον ανοιχτά με τον νεοθωμανισμό της Άγκυρας, της μόνης κερδισμένης από αυτήν τη σύγκρουση. Αν υφίσταται διεθνής κοινότητα, αυτό το ρημάδι το Συμβούλιο Ασφαλείας, θα πρέπει να επιβάλει μία νέα ιστορική συμφωνία αλληλοσεβασμού και συμβίωσης, γειτονικής ή σ’ ενιαίο κράτος, Εβραίων και Παλαιστινίων.
Αλλιώς, η αναζωπύρωση του ισλαμοφασισμού σε όλον τον κόσμο με πρόσχημα την υπεράσπιση των Παλαιστινίων είναι ήδη δρομολογημένη. Είναι ένας πόλεμος που συμφέρει μόνον όσους επενδύουν στη βία, αλλά σε καμία περίπτωση δε θα είναι προς όφελος ούτε των Ισραηλινών, ούτε των Παλαιστινίων, αλλά ούτε και των λαών όταν οι τρομοκρατικές επιθέσεις των “πολεμιστών του Ισλάμ” θα φτάνουν και πάλι στη Νέα Υόρκη, το Παρίσι, τη Μαδρίτη και τις Βρυξέλλες. Και τέλος, ας πάρει και η ελληνική κυβέρνηση επιτέλους μία ειρηνευτική πρωτοβουλία. Είναι η μόνη εξάλλου χώρα που διατηρεί άριστες σχέσεις τόσο με το Ισραήλ όσο και με τον αραβικό κόσμο και δεν έχει κανένα ζωτικό, οικονομικό ή εδαφικό συμφέρον ή βλέψεις στην περιοχή.