του Αναστάση Μπαλτατζή
Στην Ιταλία η συνεχής δημοσκοπική άνοδος της Τζόρτζια Μελόνι συνεχίζεται. Η Ιταλίδα πολιτικός και αρχηγός του κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας» φαίνεται να εξελίσσεται σε κύριο παράγοντα στην πολιτική σκηνή της γειτονικής χώρας, θέτοντας υποψηφιότητα ακόμα και για να γίνει η πρώτη γυναίκα Πρωθυπουργός της Ιταλίας. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις την τοποθετούν πρώτο κόμμα με ποσοστά 20-21%, πάνω ακόμα και από την Λέγκα του Σαλβίνι, ο οποίος φαινόταν να ηγείται της κούρσας μέχρι αυτό το σημείο.
Γεννημένη στην Ρώμη το 1977, μεγάλωσε μόνο με την μητέρα της μετά την αποχώρηση του πατέρα της. Εντάχθηκε από μικρή στην πολιτική συμμετέχοντας ήδη από τα 15 της στην πτέρυγα νεολαίας του MSI(Movimento Sociale Italiano), ενός νεοφασιστικού κόμματος, ιδρυμένου στα πρότυπα του Μουσολίνι. Ακολούθησε το κόμμα και στον μετασχηματισμό του ως Alleanza Nazionale και το 1996 βρέθηκε να ηγείται της φοιτητικής του πτέρυγας, ενώ το 2004 εξελέγη πρόεδρος της πτέρυγας νεολαίας. Το 2006 εξελέγη στην βουλή των Αντιπροσώπων και το 2008 έγινε η νεότερη Υπουργός στην ιστορία της Ιταλίας, αναλαμβάνοντας το Υπουργείο Νεολαίας στην κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, θέση που κράτησε ως το 2011 (το κόμμα της είχε συγχωνευτεί στο μεταξύ με το κόμμα του πρώην Ιταλού πρωθυπουργού). Το 2012 διαφώνησε με την στήριξη του κόμματος της στην κυβέρνηση Μόντι και τελικά αποχώρησε. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς μαζί με άλλα στελέχη που αποχώρησαν από το κόμμα του Μπερλουσκόνι προχώρησαν στην ίδρυση του κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας» (Fratelli d’Italia) και το 2014 εξελέγη αρχηγός του.
Στο διάστημα που μεσολάβησε και με τις γενικότερες πολιτικές ανακατατάξεις στην Ιταλία, με την άνοδο του λαϊκισμού (τόσο του δεξιόστροφου όσο και του αριστερόστροφου) και του ευρωσκεπτικισμού το κόμμα άρχισε να εδραιώνει την θέση του. Από το τα πολύ χαμηλά ποσοστά (1.9 και 2%) στις εκλογές του 2013 που το έφερναν στην έβδομη θέση, άγγιξε το 6.4% στις ευρωεκλογές το 2019. Στις τοπικές εκλογές του Αμπρούζο (2019) και του Μαρκέ (2020) κατάφερε να εκλέξει δύο κυβερνήτες, έχοντας την υποστήριξη της ιταλικής δεξιάς. Σε εθνικό επίπεδο μετά της εκλογές του Μαρτίου το 2018 (όπου κατέλαβε 4.4%), άρχισε να σημειώνει αργή και σταθερή άνοδο, αντλώντας ψηφοφόρους κυρίως από το Forza Italia του Μπερλουσκόνι.
Σημείο καμπής αποτέλεσε όμως η δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Μάριο Ντράγκι. Εν μέσω πολιτικής και υγειονομικής κρίσης τόσο ο Σαλβίνι όσο και ο Μπερλουσκόνι στήριξαν την κυβέρνηση Ντράγκι μαζί με την πλειονότητα των ιταλικών κομμάτων, πράγμα το οποίο δεν έκανε η Μελόνι. Η στρατηγική αυτή κίνηση την άφησε ουσιαστικά την μόνη αντιπολιτευτική δύναμη στην Ιταλία, ενώ -ο ήδη φθαρμένος Σαλβίνι- βλέπει τις δυνάμεις του συνεχώς να μειώνονται. Πράγματι ο ηγέτης της Λέγκας φαίνεται να έχει χάσει το «μομέντουμ», οι μέρες που θεωρούνταν ως το αδιαφιλονίκητο φαβορί (ειδικά μετά την νίκη του στις ευρωεκλογές με 34.3%), όχι μόνο για την ηγεσία ενός συνασπισμού από την δεξιά ως την ακροδεξιά αλλά και για την πρωθυπουργία, φαίνεται να έχουν περάσει προ πολλού. Ο ίδιος δεν κατάφερε να ασκήσει αρκετή πίεση για την διενέργεια πρόωρων εκλογών όταν είχε την δυναμική να ηγηθεί και πλέον φαίνεται να χάνει τον πρώτο λόγο.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό! Το κόμμα της Μελόνι φαίνεται να έχει μεγαλύτερο έρεισμα προς τον ιταλικό Νότο κάτι με το οποίο η Λέγκα είχε δυσκολευτεί, έχοντας ξεκινήσει ως κόμμα του ιταλικού Βορρά με διχαστικό προσανατολισμό και έως και αποσχιστικές τάσεις. Παράλληλα υπάρχουν και διαρροές στελεχών, κυρίως από τον Νότο από το κόμμα του Μπερλουσκόνι προς το δικό της.
Ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι πάντως, που διανύει το 84ο έτος της ηλικίας του, φαίνεται να παρέχει την στήριξη του προς τον Σαλβίνι. Οι δύο άντρες έχουν προαναγγείλει κοινή κάθοδο στις επόμενες εκλογές, ενώ φαίνεται να έχουν έρθει σε συμφωνία για ένωση των κομμάτων τους σε μια προσπάθεια ενοποίησης της δεξιάς. Η Μελόνι πάντως έσπευσε να αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, κρατώντας την ανεξάρτητη γραμμή που της έχει χαρίσει την πρωτιά στις δημοσκοπήσεις. Το ποιος θα μπορούσε να ηγηθεί ενός δεξιού συνασπισμού είναι ακόμα άγνωστο. Η Μελόνι αυξάνει τα ποσοστά της, αλλά μια στροφή του Σαλβίνι προς την κεντροδεξιά, ως αποτέλεσμα της ένωση των κομμάτων θα μπορούσε να του δώσει πρόσβαση σε νέες δεξαμενές ψηφοφόρων. Από την άλλη, αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για την άνοδο της Μελόνι. Πολλοί ψηφοφόροι θεωρούν πως ο Σαλβίνι έχασε τον αντισυστημικό του χαρακτήρα και σπέυδουν στην Μελόνι, η οποία έχει μείνει ως η μόνη αντισυστημική αρχηγός κόμματος.
Οι εξελίξεις θα έχουν αντίκτυπο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ο νικητής των ιταλικών εκλογών είναι πολύ πιθανό να αναλάβει ηγετικό ρόλο στους κόλπους των ευρωσκεπτικιστών, σε κόμματα δηλαδή όπως αυτό του Ορμπάν στην Ουγγαρία, το AfD στην Γερμανία και της Λεπέν στην Γαλλία. Η ίδια η Μελόνι δεν δηλώνει αντίθετη προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, θέτει όμως στο τραπέζι την επαναδιαπραγμάτευση των υπαρχουσών συνθηκών, ενώ θέλει να δώσει στο ιταλικό δίκαιο τον πρώτο λόγο έναντι του ευρωπαϊκού.
Εδώ θα έχει και ενδιαφέρον να δούμε πως θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών (που θα διενεργηθούν τον Απρίλη του 2022) το πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία. Αλλά και το αντίστροφο! Η διενέργεια πρόωρων εκλογών στην Ιταλία φαντάζει πολύ πιθανή. Με την θητεία του προέδρου Σέρτζιο Ματαρέλα να ολοκληρώνεται τον Φεβρουάριο και τον Ντράγκι να φαντάζει ως ο πιθανότερος διάδοχος του, οι ιταλικές εκλογές μπορεί να προηγηθούν των γαλλικών και το αποτέλεσμα τους να έχει καταλυτικό ρόλο για την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη.