του Γιώργου Κεκαυμένου, από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 11, Χειμώνας 2015
Κοινός τόπος των σύγχρονων και των παλαιότερων ιστορικών είναι η αντίληψη πως η Εκκλησία υπήρξε απόλυτα εχθρική προς το όνομα «Έλλην» ήδη από την βυζαντινή περίοδο και μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας, αφού «στην Βυζαντινή νοηματική συνάφεια, η λέξη “Έλλην” χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει τον παγανιστή με την έννοια είτε του “πολυθεϊστή”, είτε του “λάτρη ενός ψεύτικου θεού”»[1]. Έτσι, «το “Είμαστε Έλληνες” σε ένα αμιγώς χριστιανικό περιβάλλον ισοδυναμούσε τουλάχιστον με αίρεση»[2]. «Ο ορθόδοξος χριστιανικός λαός ήταν ο λαός των “Ρωμαίων”, διότι η λέξη “Έλληνας” συνέχιζε πάντοτε να σημαίνει τον ειδωλολάτρη»[3]. Γι αυτό και «η σχέση της ρωμαίικης συνείδησης με την ορθόδοξη είναι ταυτόσημες και αντιθετικές σε κάθε έννοια “ελληνικότητας”»[4]. Έτσι, μόλις επιβλήθηκε η «παραδοσιακή, αυστηρά ορθόδοξη κοσμοθεωρία, […] η πρώτη υποδήλωση μιας νέας ελληνικής ταυτότητας, προσδιορισμένης σε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, […] εξοβελίστηκ[ε]»[5]. «Είναι χαρακτηριστικό ότι ως τον 18ο ακόμη αιώνα το χριστιανικό κήρυγμα αμφισβητεί την ελληνικότητα από το εκκλησίασμά του, που το αποτελούσαν ωστόσο Έλληνες. Αδελφοί μου, λέει ο Κοσμάς, έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού δεν είσθε Έλληνες, δεν είσθε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί»[6].
Μόνον για «έναν πολύ μικρό κύκλο λογίων[7] χωρίς καμία επιρροή[8] στον λαό»[9], «απομακρυσμένων από την επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου»[10], το όνομα «Έλληνας» δήλωνε «συνείδηση φυλετικής, εξ αίματος συγγένειας»[11], καθώς «αυτοί πρώτοι, ενώπιον του πολιτικού και πολιτισμικού αδιεξόδου που δημιουργούσε η οθωμανική κατάκτηση, αναγκάστηκαν να στραφούν στην ιστορία προκειμένου να αυτοπροσδιοριστούν»[12]. Κοντολογίς, «από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα, ο όρος “Έλλην” προσέλαβε ένα εθνικό νόημα στα γραπτά των διανοούμενων που ήταν συνδεδεμένοι με την ιταλική Αναγέννηση, ενώ στην κοινή γλώσσα, κάτω από την επιρροή της Εκκλησίας, ο όρος αποτελούσε ένα εναλλακτικό όνομα για τους παγανιστές»[13]. «Λίγα χρόνια πριν από την άλωση, ο Πλήθων Γεμιστός προσφωνούσε τον τελευταίο Παλαιολόγο “Έλληνα Βασιλέα” χωρίς να κρύβει την προσωπική αντίθεση του με την επίσημη θρησκεία»[14]. «Η σύγκρουση ανάμεσα στον Πλήθωνα και τον Σχολάριο έθεσε τον “Ελληνισμό” ενάντια στον “Χριστιανισμό” και ως προς την ταυτότητα αλλά και ως προς το όνομα που θα προσδιόριζε την ίδια την ελληνική συλλογικότητα»[15]. «Ονομάζοντας λοιπόν κάποιος τον εαυτό του Έλληνα, ταυτόχρονα διακήρυττε πως δεν ήταν χριστιανός»[16].
Είναι όμως όλα αυτά ακριβή; Επέδειξε πράγματι η Εκκλησία αυτήν την εχθρότητα και το μίσος προς το εθνικό όνομα Έλλην, και γενικότερα προς τον Ελληνισμό, όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί; Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, εξετάζοντας την πιο γνωστή, αλλά και την πιο αμφιλεγόμενη περίπτωση εκκλησιαστικού ηγέτη κατά την τουρκοκρατία, αυτήν του Γεννάδιου Σχολάριου.
Μάλλον δεν πρέπει να υπάρχει πιο καθυβρισμένο πρόσωπο σε όλη την νεώτερη ελληνική ιστορία. Χαρακτηρισμοί όπως προδότης τουρκόφιλος, τουρκόδουλος, και πόσα ακόμη, είναι πια κοινοί τόποι. Το ίδιο σκληρά φέρθηκε απέναντι στον Σχολάριο ακόμη και η ιστορική επιστήμη,. Αφορμή γι’ αυτήν την σφοδρή εναντίον του επίθεση έδωσε η πασίγνωστη φράση του «Ἕλλην ὢν τῇ φωνῇ, οὐκ ἄν ποτε φαίην Ἕλλην εἶναι, διὰ τὸ μὴ φρονεῖν ὡς ἐφρόνουν ποτὲ Ἕλληνες· ἀλλ’ ἀπὸ τῆς ἰδίας μάλιστα θέλω ὀνομάζεσθαι δόξης. Καὶ εἴ τις ἔροιτό με τίς εἰμί, ἀποκρινοῦμαι χριστιανὸς εἶναι»[17].
Ο Α. Βακαλόπουλος στον πρώτο τόμο της Ιστορίας του παρέθεσε μερικές ενότητες από κείμενα του Σχολάριου, όπου ο πατριάρχης χρησιμοποιεί το όνομα Έλλην ως καθαρά εθνικό προσδιορισμό, πράγμα που τον οδήγησε στο συμπέρασμα πως «ο κλήρος είχε αρχίσει -διστακτικά βέβαια- να δέχεται το Έλλην σαν ταυτόσημο με το Ρωμαίος»[18]. Στο δεύτερο τόμο επανέρχεται στο θέμα, όποτε και μέσα από την παράθεση περισσότερων κειμένων μιλάει πια για όψιμη ωρίμανση της εθνικής συνείδησης του Γενναδίου: «Τώρα [μετά την άλωση] η εθνική του συνείδηση, η ελληνική, ωριμάζει και γίνεται πιο ζωηρή»[19]. Στην παρούσα μελέτη μας, για να αντιληφθούμε ποια υπήρξε η πορεία της εξέλιξης στην διαμόρφωση αυτής της συνείδησης, θα παραθέσουμε και θα αξιολογήσουμε όλες τις σχετικές αναφορές από τα έργα του Σχολάριου, ώστε να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα.
Σε επιστολή που γράφει προς τον μεγάλο δούκα, τον περίφημο Λουκά Νοταρά, άλλο ένα κατασυκοφαντημένο πρόσωπο, ο Σχολάριος του απευθύνει την εξής εντυπωσιακή προτροπή:
«Ἀλλὰ σύ γε τ’ ἀληθῆ μένε φρονῶν καὶ χάριν εἰδὼς τῷ Θεῷ ἀνθ’ ὧν σε κεκόσμηκεν ὑπὲρ πάντας τοὺς νῦν ὄντας Ἕλληνας»[20].
Ο Σχολάριος προτρέπει τον ομόφρονά του Νοταρά να συνεχίσει να φρονεί «τ’ ἀληθῆ» και να χρωστάει στον Θεό χάρη για όλα εκείνα με τα οποία τον είχε στολίσει πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους Έλληνες του καιρού του, ενώ λίγο παρακάτω τον προσφωνεί ως «βέλτιστο τῶν νῦν Ἑλλήνων ἁπάντων». Όπως διαπιστώνουμε, ο Σχολάριος πίστευε πως τόσο ο ίδιος όσο και όλοι οι άλλοι συμπατριώτες του ήταν Έλληνες, οι Έλληνες εκείνης της εποχής, οι «νῦν ὄντες Ἕλληνες». Πράγματι, μελετώντας τα εθνικά ονόματα που χρησιμοποιούσε για να προσδιορίσει τους συγχρόνους του διαπιστώνουμε πως «στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων ο Σχολάριος χρησιμοποιεί το εθνικό Έλληνες για οποιονδήποτε βυζαντινό»[21].
Σε επιστολή του σταλμένη το 1450, ο Σχολάριος διαβεβαίωνε τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Δ΄ ότι κοσμούσε όλο το γένος των Ελλήνων: «Κοσμεῖς δὲ ἄρα, τοιοῦτος ὤν, τὸ γένος ἅπαν Ἑλλήνων»[22]. Το σημαντικό εδώ είναι πως έναν τέτοιο έπαινο τον αντιλαμβάνονταν ως πάρα πολύ κατάλληλο και ταιριαστό για έναν χριστιανό αυτοκράτορα. Την ίδια χρονιά, στον Επιτάφιο που έγραψε για τον δεσπότη Θεόδωρο, αδελφό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ένα από τα καλά του νεκρού που επισημαίνει είναι πως είχε ζήσει «ζημιώσας τῶν συγγενῶν Ἑλλήνων οὐδένα»[23]. Ο δεσπότης Θεόδωρος δεν έκανε ποτέ του κακό σε κανέναν «συγγενή Έλληνα». Για τον ανθενωτικό μοναχό Γεννάδιο αυτός και όλοι οι σύγχρονοί του ήταν όχι μόνον Έλληνες, αλλά «συγγενείς Έλληνες», διότι όλοι είχαν μεταξύ τους κοινή καταγωγή και στις φλέβες τους έρεε το ίδιο ελληνικό αίμα.
Αυτήν την πίστη του στην ιστορική συνέχεια της ελληνικής φυλής έρχεται να επιβεβαιώσει ο Σχολάριος και σε ένα ακόμη κείμενό του, το οποίο γράφτηκε με την μορφή των πλατωνικών διαλόγων. Εκεί παρουσιάζονται δύο πρόσωπα, ο Νεόφρων και ο Παλαίτιμος, να συζητάνε για τις δογματικές διαφορές των ορθοδόξων με τους καθολικούς, και για διάφορα άλλα συναφή θέματα. Όπως μας πληροφορεί η επιγραφή, Νεόφρων είναι ο ενωτικός πατριάρχης Γρηγόριος Μάμας, και Παλαίτιμος ο ίδιος ο Σχολάριος. Σε ένα πολύ σημαντικό για την σημασία του χωρίο, αναφέρει τα εξής για τους κοινούς προγόνους όλων των βυζαντινών:
«Παλαίτιμος: Οἱ πατέρες ἡμῶν, Ἑλλήνων γάρ ἐσμεν παῖδες, πολλῷ πλείους ἡμῶν, καὶ σοφώτεροι δὲ οὐχ ἡμῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ σοῦ καὶ εἴ τις ἄλλος κοινωνεῖ σοι τῆς δόξης, Πλάτων, Ἀριστοτέλης ἐκεῖνος, Πυθαγόρας, Ἀναξαγόρας, πολὺς μὲν φιλοσόφων ἐσμός, πολλὰ δὲ ῥητόρων ἔθνη»[24].
[Οι πατέρες μας, διότι είμαστε παιδιά Ελλήνων, ήταν πολύ καλλίτεροί μας και σοφώτεροι, αλλά όχι μόνον από εμάς, αλλά και από εσένα και από οποιανδήποτε άλλο που έχει τις ίδιες με σένα απόψεις. Ο Πλάτωνας, εκείνος ο σπουδαίος ο Αριστοτέλης, ο Πυθαγόρας, ο Αναξαγόρας, οι αμέτρητοι φιλόσοφοι και οι ατέλειωτες ομάδες των ρητόρων].
Κοινοί πατέρες όλων των βυζαντινών ήταν, κατά τον Σχολάριο, οι αρχαίοι Έλληνες. Γι’ αυτό και οι Έλληνες ήταν μεταξύ τους συγγενείς. Να σημειώσουμε πως τα παραπάνω γράφτηκαν ήδη το 1446, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο Σχολάριος είχε από πολύ νωρίς διαμορφωμένη την ελληνική εθνική του συνείδηση, και έτσι δεν ήταν αναγκαίο να βιώσει πρώτα την φρίκη της τουρκικής βαρβαρότητας για να νιώσει επιτέλους Έλληνας, όπως πιστεύει ο Βακαλόπουλος[25].
Αυτήν την βεβαιότητά του για την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού έθνους μέσα στον χρόνο, την εξέφραζε συχνά στα κείμενά του. Στο έργο που έγραψε για να αναιρέσει την πολεμική του Πλήθωνα ενάντια στον Αριστοτέλη, αναφέρει τα εξής:
«Ἐγὼ γὰρ ὑπὲρ μὲν Ἀριστοτέλους καὶ ἀληθείας αὐτῆς οὐδενὶ Ἑλλήνων, οὔτε τῶν παλαιοτέρων, οὔτε τῶν ἐπ’ ἐμοῦ, τοσαῦτά τε καὶ τοιαῦτα πεπραγματευμένῳ σύνοιδα, […] ὡς δὴ τῶν Πλήθωνος Ἀποριῶν»[26].
[Γιατί εγώ δεν ξέρω κανέναν Έλληνα, ούτε απ’ τους παλιότερους, ούτε απ’ τους τωρινούς μου, που να έχει γράψει τόσα πολλά και τέτοια αξίας πράγματα για χάρη του Αριστοτέλη, αλλά κι αυτής της ίδιας της αλήθειας, όπως ο Πλήθωνας στις Απορίες του.]
«Είναι ξεκάθαρο: Ο Γεννάδιος αποκαλεί Έλληνες τόσο τους αρχαίους, όσο και τους βυζαντινούς, διαχωρίζοντάς τους μόνον χρονολογικά»[27], αποτελώντας έτσι και οι μεν και οι δε την μία και αδιάσπαστη συνέχεια του «γένους των Ελλήνων».
Μήπως όμως ο ανθενωτικός Σχολάριος έπεφτε τελικά θύμα του αρχαϊσμού του, και χαρακτήριζε τους συγχρόνους του ως Έλληνες με την ίδια λογική που άλλοι λόγιοι της εποχής χαρακτήριζαν τους Τούρκους ως Πέρσες ή Αχαιμενίδες[28]; Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση είναι εντελώς αρνητική, καθώς «όλες οι παραπάνω ενότητες δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία πως ο Γεννάδιος χρησιμοποιούσε τον όρο εθνικά, προκειμένου να προσδιορίσει τους συγχρόνους του»[29].
Όλες οι αυτές οι αναφορές έφεραν σε αμηχανία τους αναθεωρητές ιστορικούς. Γι’ αυτό και ο Π.Μ. Κιτρομηλίδης υποστήριξε πως «η φράση “γένος των Ελλήνων” στην λόγια παράδοση της ελληνικής Ανατολής, από τον 15ο αιώνα και μετά, δηλώνει τους ορθόδοξους χριστιανούς»[30]. Και ότι «ο Σχολάριος χρησιμοποιεί κι αυτός τους όρους “ἅπαν τὸ γένος Ἑλλήνων ” και “ἑλληνικόν γένος” ακριβώς με το ίδιο νόημα»[31]. Την άποψή του δέχονται οι A.D. Angelou[32], Ε.Α. Ζαχαριάδου[33] και Τ. Κιουσοπούλου[34].
Αλλά, όμως, αν ένας άνθρωπος αποκλείονταν να είχε χρησιμοποιήσει την λέξη Έλληνας για να δηλώσει τους ορθόδοξους χριστιανούς, αυτός ήταν ο Γεννάδιος. Γιατί υπήρξε εκείνος που είχε δηλώσει με τον πλέον ξεκάθαρο και κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν ήταν έλληνας, ακριβώς διότι ήταν χριστιανός. Και όπως είναι σε όλους γνωστό, γι’ αυτήν την δήλωσή του δέχτηκε, και δέχεται, έναν ατελείωτο ορυμαγδό από ύβρεις και αναθέματα. Και ερχόμαστε τώρα -με τα σωστά μας- να πούμε πως όταν ο Γεννάδιος αναφέρεται σε γένος των Ελλήνων, εννοεί τους ορθόδοξους χριστιανούς;
Άλλωστε, οι αναθεωρητές ιστορικοί είναι εκείνοι που αποφαίνονται ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Εκκλησία ήταν απόλυτα εχθρική προς οποιαδήποτε έννοια «ελληνικότητας», και ειδικά προς το όνομα Έλληνας. Γι’ αυτό άλλωστε και «η ταύτιση του όρου “ορθόδοξος” με εκείνον του “Έλληνα” [θα γίνει] στη διάρκεια του 18ου αιώνα»[35]. Την καταφανή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στις δύο θέσεις τους όχι μόνον δεν προσπαθούν να την άρουν, ή να την εναρμονίσουν, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται ούτε καν την αντιλαμβάνονται.
Ο Σχολάριος έγραψε προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο έναν Παραμυθητικό λόγο για τον θάνατο της μητέρας του Ελένης. Εκεί αναφέρει και τα εξής:
«Ἐν τοσούτοις βεβιωκυῖα καλοῖς καὶ οὕτω μὲν ἑαυτὴν πρὸς ὑπερφυές τι κάλλος ἀρετῆς ἀποξέσασα, οὕτω δὲ ὠφελιμωτάτη τῷ κοινῷ τῶν Ἑλλήνων […] γεγενημένη»[36].
[Επειδή ζούσε μέσα σε τόσο πολλά καλά και είχε αγγίξει το πιο μεγάλο ύψος της αρετής, κατάφερε μ’ αυτόν τον τρόπο να γίνει πολύ ωφέλιμη στο κοινό των Ελλήνων.]
Ο Σχολάριος χάρις στην βαριά κλασσική του παιδεία ήξερε πως όταν οι Έλληνες της αρχαίας εποχής ήθελαν να φτιάξουν μια μεγαλύτερη «κρατική» ενότητα από την πόλη-κράτος, δημιουργούσαν ένα «κοινό». Αλλά και εκείνα τα κοινά είχαν πάντοτε τοπικό χαρακτήρα, όπως φανέρωναν και ονομασίες τους: Το κοινό των Αιτωλών, των Βοιωτών κ.τ.λ. Αλλά η Βυζαντινή αυτοκρατορία, επειδή ενοποιούσε όλους τους Έλληνες κάτω από μία ενιαία κρατική υπόσταση, είχε κατορθώσει να καταστεί πλέον «το κοινό των Ελλήνων».
Στην επιστολή του προς τον Λουκά Νοταρά, που προαναφέραμε, δεν διστάζει να επιτεθεί σε όλους εκείνους που «ἐπὶ τῶν ἡμετέρων καιρῶν τὰ τῶν δυστυχῶν Ἑλλήνων ἄξαντας πράγματα»[37], δηλαδή σε όσους είχαν οδηγήσει «τα πράγματα των δυστυχισμένων Ελλήνων» σ’ εκείνην την αξιοθρήνητη κατάσταση. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως για την σκέψη και τον λόγο του Σχολάριου η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν πάντοτε «τὰ τῶν Ἑλλήνων πράγματα», η ενιαία κρατική υπόσταση του ελληνικού έθνους. Στα «ελληνικά πράγματα» αναφέρεται επίσης και όταν γράφει προς τον δεσπότη Δημήτριο:
«Τὸ μὲν γὰρ καὶ δυσκολίαις ἐντυγχάνειν πραγμάτων, τῇ τε φύσει τῶν ὅλων δοτέον καὶ τῇ τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων στενότητι»[38].
Ο Σχολάριος λέγει στον Δημήτριο ότι δεν έπρεπε να τον στεναχωρούν οι δυσκολίες που του είχαν τύχει, γιατί δεν είχαν προσωπικό χαρακτήρα. Οφείλονταν γενικά στην ανθρώπινη φύση, αλλά και στην στενότητα «τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων», δηλαδή στην τραγική θέση και κατάσταση της αυτοκρατορίας.
Ο Νοταράς είχε μεταβεί ως απεσταλμένος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τον Σουλτάνο Μουράτ Β΄, στον οποίον είχε επιδώσει και κάποια έγγραφα που είχε συντάξει ο ίδιος. Σε επιστολή που του έστειλε ο Σχολάριος μετά την επιστροφή του απ’ τον σουλτάνο, τον επαίνεσε για τον εύστοχο τρόπο με τον οποίον εκφράσθηκε προς τους Τούρκους σε εκείνα τα έγγραφα, λέγοντάς του τα εξής:
«Τὰ δὲ πρὸς τοὺς ἄρχοντας γεγραμμένα ἐκείνους, οὓς ἡ κακὴ τῶν Ἑλλήνων τύχη φοβεροὺς ἡμῖν οὕτω καὶ χρειώδεις ἐποίησεν, ὑπερήσθην ἱδὼν καὶ τήν τε φύσιν ἐθαύμασα τοῦ φιλτάτου μοι»[39].
[Και επίσης πολύ ευχαριστήθηκα σαν είδα αυτά που έγραψες προς εκείνους τους άρχοντες, που η κακή τύχη των Ελλήνων τους έκανε τόσο φοβερούς, αλλά και τόσο αναγκαίους για μας, και θαύμασα τις ικανότητες του φιλτάτου μου.]
Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε εδώ είναι το πόσο αποκρουστικοί ήταν για τον Σχολάριο οι Τούρκοι, ώστε να θεωρεί την εξάρτηση της αυτοκρατορίας από αυτούς ως αποτέλεσμα της κακής τύχης των Ελλήνων. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία, όσο κι αν είχε οικουμενικό χαρακτήρα, για τον Σχολάριο παρέμενε πάντοτε μια καθαρά ελληνική «υπόθεση».
Προκειμένου να αποδείξει στον Νοταρά ότι η προσθήκη των καθολικών στο «Πιστεύω» είναι αιρετική, επικαλείται την καταδίκη της από συνόδους που είχαν γίνει την εποχή των Κομνηνών και των Λασκάρεων. Σε αυτήν την συνάφεια, λέγει και τα εξής:
«Τίς τοίνυν ἀφεὶς τὰς ἐλευθέρας ταύτας συνόδους καὶ σώφρονας, ὁπότε τὰ Ἑλλήνων ἔτι καὶ σοφίᾳ καὶ πᾶσιν ἤνθει τοῖς κρείττοσιν, […] τοῖς βιαίοις καὶ σισυφώδεσι τῶν ἄλλων ἔργοις προσθήσεται;»[40].
[Ποιος λοιπόν μπορεί να αγνοήσει ή να απορρίψει τούτες εδώ τις ελεύθερες συνόδους και σώφρονες, οι οποίες έγιναν σε μια εποχή που η σοφία και όλες οι άλλες καταστάσεις των Ελλήνων βρίσκονταν στην μεγαλύτερη άνθιση και ακμή τους, και να αποδεχτεί τα βίαια και σαν του Σίσυφου ανώφελα έργα των άλλων;]
Οι πιο ένδοξες εποχές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν, για τον Σχολάριο, οι εποχές της μεγαλύτερης ακμής των Ελλήνων. Γι’ αυτό και η πρωτεύουσά της ήταν η κοινή πατρίδα όλων των Ελλήνων:
«Νῦν ἐφθαρμένης οὕτως ἐλεεινῶς τῆς καλλίστης τῶν ἐν τῇ γῇ πόλεων, ἅμα δὲ καὶ πατρίδος τῷ νῦν ἑλληνικῷ γένει μιᾶς τε καὶ κοινῆς ἀντὶ πολλῶν τῶν ἰδίων οὔσης, ἕως ἐσῴζετο»[41].
[Τώρα πια είναι τόσο αξιοθρήνητα καταστραμμένη η πιο όμορφη απ’ όλες τις πόλεις της γης, αυτή που ήταν η πατρίδα του ελληνικού γένους, όσο ακόμη υπήρχε, μία και κοινή για όλους, αντί για τις πολλές και ιδιαίτερες.]
Θρηνεί ο πατριάρχης γιατί η Κωνσταντινούπολη, η πιο όμορφη από όλες τις πόλεις του κόσμου, δεν υπήρχε πια, με αποτέλεσμα το ελληνικό γένος να χάσει την μία και κοινή πατρίδα του. Πολλοί επαινούν τον τελευταίο αυτοκράτορα της Ρωμιοσύνης Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επειδή είχε αποκαλέσει την Πόλη «ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων». Όμως, μετά την παραπάνω δήλωσή του γίνεται σαφές ότι ο πατριάρχης είχε το ίδιο ακριβώς εθνικό φρόνημα με τον αυτοκράτορα. Αλλά μια πόλη, όσο σπουδαία κι αν ήταν, δεν μπορούσε να εξαντλεί μέσα στα όρια της όλην την γεωγραφική έκταση της πατρίδας των Ελλήνων. Γι’ αυτό και και δεν παρέλειπε να «πληροφορεί το ποίμνιό του πως η αρχαία πατρίδα τους είναι η Ελλάδα»[42]: «Ἡ πρὸς ἡμῖν αὕτη καὶ ἀρχαία πατρὶς ἡμῶν Ἑλλάς»[43].
Μια άλλη κατηγορία κειμένων του μας παρουσιάζει την γνώμη που είχε ο Σχολάριος για το ελληνικό έθνος:
«Ἄγχομαι δεινῶς ἐπὶ τῷ τοῦ γένους ὀλέθρῳ· γένους, ὃ τῶν ἐπὶ γῆς τὸ κάλλιστον ἦν, σοφίᾳ διαλάμπον, φρονήσει τεθηλός, εὐνομίαις ἀνθοῦν, καλοῖς πᾶσι κατάκομον. Τίς οὐχ ὁμολογεῖ βελτίστους Ἕλληνας ἀνθρώπων πάντων γενέσθαι; τίς οὐ πειρᾶται πρὸς αὐτοὺς ἀναφέρειν ἐν τοῖς συνοῦσι καλοῖς, κἂν Ἰταλός, κἂν βάρβαρος ᾖ;»[44].
[Μ’ έχει πιάσει αγιάτρευτη θλίψη για τον όλεθρο του γένους. Ένα γένος που έναν καιρό ήταν απ’ όλα της γης τα γένη το κάλλιστο. Που έλαμπε για την σοφία του, έθαλλε από φρόνηση, άνθιζε από ευνομία κι ήταν φορτωμένο από όλα του κόσμου τα καλά. Γιατί, ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ότι οι Έλληνες αναδείχτηκαν ως οι βέλτιστοι απ’ όλους τους ανθρώπους; Ποιος δεν θα τους αναφέρει αμέσως για κάθε καλό που έχει στην ζωή του, είτε είναι Ιταλός, είτε είναι βάρβαρος;]
Για τον Γεννάδιο, οι Έλληνες είχαν αναδειχτεί στους καλλίτερους απ’ όλους τους ανθρώπους της γης, στους οποίους όλοι οι άλλοι άνθρωποι, οι «βάρβαροι», χρωστούσαν ό,τι καλό είχαν, πράγμα που και οι ίδιοι αναγνώριζαν. Και επειδή οι Έλληνες του καιρού του ήταν οι φυσικοί και άμεσοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, όλα όσα είχαν δημιουργήσει οι αρχαίοι ήταν τα μνημεία της αρετής των προγόνων τους. Μνημεία τα οποία τώρα, μετά την όλεθρο του ελληνικού γένους, δεν θα έχουν πια τόπο να σταθούν, εκτός κι αν κάπου άλλου τα γνωρίσουν και τα θαυμάσουν:
«Καὶ νῦν, οὐκέτι τὰ τῶν Ἑλλήνων ὁ ἀνθρώπινος βίος ἕξει σεμνά, οὐδὲ τὰ μνημεῖα τῆς προγονικῆς ἡμῶν ἀρετῆς ἧ ἑστήξει, ἢ μένοντά που καλῶς γνωσθήσεταί τε καὶ θαυμασθήσεται»[45].
[Και τώρα δεν θα έχει πλέον η ανθρώπινη κοινωνία «τα σεμνά των Ελλήνων», μηδέ τα μνημεία της προγονική μας αρετής τόπο να σταθούν, εκτός κι αν κάπου αλλού μένοντας, θα τα μάθουν καλά και θα τα θαυμάσουν.]
Αυτή η τελευταία αναφορά αποκαλύπτει κάτι πολύ σημαντικό: Πως η μόνη ελπίδα του Σχολάριου για την διάσωση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ήταν η Δύση. Και αυτήν την ελπίδα του την διατήρησε σταθερή μέχρι τέλους:
«Ποῦ βιβλία συνειλεγμένα παρ’ ἡμῶν τῇ κοινῇ τῶν πεπαιδευμένων χρείᾳ; […] Τὰ μὲν αὐτῶν καταπεπάτηται τότε, τὰ δ’ εἰς τὴν ὑπερορίαν ἤχθησαν, οὐ παντάπασιν ἀτυχῶς· ὅπου δέ τι τῆς ἐνταύθα γῆς ὑπολέλειπται, ἄχθος μάταιον κεῖται»[46].
[Πού είναι τα βιβλία, που τα είχαμε μαζέψει για να τα χρησιμοποιούν όλοι οι μορφωμένοι; Τα περισσότερα απ’ αυτά καταπατήθηκαν τότε… Κάποια όμως, για καλή τους τύχη, οδηγήθηκαν στα ξένα. Κι όσα σε τούτην εδώ την γη έχουν ξεμείνει, άδικα στέκονται, άχρηστο βάρος.]
Καλότυχα θεωρούσε ο πατριάρχης μόνο εκείνα τα βιβλία που, γλυτώνοντας την καταστροφή από την τουρκική βαρβαρότητα, φυγαδεύτηκαν στην Δύση. Διότι εκεί θα έβρισκαν ανθρώπους ικανούς να εκτιμήσουν την αξία τους και να μαθητεύσουν στην σοφία τους. Όσα όμως έτυχε να παραμείνουν στην σκλαβωμένη γη των Ελλήνων, θα στέκονταν εκεί σαν άχρηστο βάρος, αφού δεν υπήρχε πια κανείς που να μπορεί να τα μελετήσει και να τα αξιοποιήσει. Αντίθετα, οι Δυτικοί είχαν αποδείξει τον ζήλο, την έφεση και την ικανότητά τους στην εκμάθηση της ελληνικής σοφίας και επιστήμης πολύ πριν την άλωση. Και αυτό ο Σχολάριος δεν δίσταζε καθόλου να το παραδεχτεί και να το επαινέσει, διότι ήταν η αλήθεια. Και ο Σχολάριος δεν φοβόταν ούτε στιγμή να πει την αλήθεια:
«Ἐρῶ γὰρ τἀληθῆ, κἂν μυριάκις λατινίζειν με φῶσιν οἱ συκοφάνται! […] Ἐπαινεῖν γὰρ οὐδ’ αὐτὸς ἐθέλω Λατίνους, ἀλλ’ ἠβουλόμην μὲν τὴν ἐπὶ τοῖς ἀμείνοσι δόξαν πᾶσαν τοῖς ἐμοῖς ὑπάρχειν πολίταις, καὶ διδασκάλους εἶναι Λατίνων τοὺς παρ’ ἡμῖν ὥσπερ δήπου καὶ πρότερον· ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾶγμα ἀντέστραπται, καὶ καθάπερ τῆς ἐπιμελείας, οὕτω δὴ καὶ τῆς δόξης ἡμῶν ῥεγχόντων ἐκληρονόμησαν, ἀδικεῖν ἡγήσομαι τὴν ἀλήθειαν, μὴ τοὺς ἄνδρας ἀξιῶν τῶν προσηκόντων ἐπαίνων»[47].
[Την αλήθεια θε να πω, κι ας πουν χιλιάδες φορές οι συκοφάντες ότι λατινίζω! Γιατί ούτε και ’γω θέλω να παινεύω τους Λατίνους, μιας και αυτό που ποθώ είναι όλην την δόξα για τα καλλίτερα να την δρέπουν αποκλειστικά και μόνο οι συμπολίτες μου. Και θα ήθελα να είναι και τώρα οι δικοί μας δάσκαλοι των Λατίνων, όπως και παλιά. Μα τα πράγματα έχουν πια τελείως αντιστραφεί. Και όπως κληρονόμησαν το ενδιαφέρον που είχαμε κάποτε εμείς για την γνώση, έτσι και την δικιά μας δόξα κληρονόμησαν, αφού εμείς ροχαλίζουμε. Νομίζω λοιπόν πως θ’ αδικήσω την αλήθεια, αν δεν τιμήσω τούτους τους ανθρώπους με τους προσήκοντες επαίνους.]
Τον Σχολάριο οι εχθροί του τον συκοφαντούσαν σαν λατινόφιλο, όπως μας λέει ο ίδιος. Και αυτό γιατί είχε ένα όνειρο: Ότι η Δύση θα διέσωζε την αρχαία ελληνική κληρονομία. Μια κληρονομιά που ενώ ήταν δική μας, τώρα πια την χαίρονται και την αξιοποιούν οι ξένοι, αφού εμείς, λέει ο Σχολάριος, κοιμόμαστε πια τον ύπνο του δικαίου! Και θεωρεί πως θα αδικήσει την αλήθεια, αν δεν αποδώσει στους Δυτικούς τους επαίνους που τους αξίζουν. Διότι, όπως σημειώνει και πάλι ο ίδιος,
«γένη μὲν Ἰταλῶν ταῖς τῶν λόγων ἐπιστήμαις προσέχουσι, τὰ πρότερον ὑφ’ ἡμῶν ἐν μοίρᾳ τεταγμένα βαρβάρων»[48].
[Των Ιταλών τα γένη έχουν στρέψει σήμερα όλη τους την προσοχή στων επιστημών τους λόγους, εκείνα που κάποτε εμείς τα είχαμε ένα με τους βαρβάρους.]
Και διαπερνώντας με την κοφτερή ματιά του τους αιώνες, προβαίνει σε μια εκπληκτική «προφητεία», που εμείς σήμερα ξέρουμε πολύ καλά με πόση ακρίβεια έχει εκπληρωθεί:
«Μᾶλλον δὲ ταῖς οὔσαις προσεξευρίσκουσιν, ἡμῖν δὲ ἄχθος αἱ βίβλοι, μᾶλλον δὲ καὶ ταύτας τοῖς χρῆσθαι δυναμένοις προὐδώκαμεν, ὥστ’ εἰ μέλλοιμέν ποτε γενναίως ἅψεσθαι λόγων, καὶ πᾶσιν ἐπιχειρήσειν τοῖς τέως ἠμελημένοις, ἐκ τῆς ὑπερορίου ζητεῖν ἀνάγκη τὰς βίβλους, ἃς δεῖ πρὸς τὸν σκοπὸν ἡμῖν ὑπουργήσειν»[49].
Οι Δυτικοί ψάχνουν και βρίσκουν τα βιβλία μας για να τα πάρουν στα μέρη τους, ενώ σε μας είναι πια βάρος, γι’ αυτό κι εμείς τα δίνουμε σ’ αυτούς, που μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν, ώστε αν κάποτε, στο μέλλον, θα έχουμε και πάλι την ικανότητα να πλησιάσουμε και να μελετήσουμε την αρχαία ελληνική σοφία, θα υποχρεωθούμε να ζητήσουμε τα βιβλία που θα μας χρειαστούν από το εξωτερικό, όπου θα βρίσκονται καλά φυλαγμένα και πλήρως αξιοποιημένα!
Ο Σχολάριος αγαπούσε και τιμούσε ιδιαίτερα την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, όπως φαίνεται και από μια επιστολή του προς τον Λουκά Νοταρά, όπου τον χαρακτηρίζει ως μαθητή και «εταίρο» του Σωκράτη:
«Σωκράτους ἄρα σύ γε μαθητὴς καὶ ἑταῖρος καὶ οὕτω καλῶς ἔργοις τὰς ἐκείνου πληρῶν συμβουλάς. […] Ἐκεῖνός τε τοίνυν σοφὸς Ἀπόλλωνος κρίσει, […] καὶ σὺ κοινὸς ἁπάντων πατὴρ καὶ κίων τῆς πόλεως ἀστραβής, ὅ φησιν Ὅμηρος»[50].
[Είσαι λοιπόν εσύ μαθητής και εταίρος του Σωκράτη, γιατί με τα καλά σου έργα έκανες πράξη τις συμβουλές του. Και όπως εκείνος ήταν, σύμφωνα με την κρίση του Απόλλωνα, σοφός, έτσι και συ είσαι ο κοινός πατέρας όλων και ασάλευτη της Πόλης κολώνα, όπως λέει και ο Όμηρος.]
Στο ίδιο ύφος ήταν και η απάντηση του Νοταρά προς τον Σχολάριο:
«Ἥκει μοι ἕναγχος ἡ ἐπιστολή, χαρίεσσά τε ἅμα καὶ θαυμαστή. Δημοσθένους ἂν ἔφη τις εἶναι ταύτην ἢ Πλάτωνος, οἱ δέ γε μεμυημένοι τὰ σὰ τοῦ καλοῦ κ’ ἀγαθοῦ Σχολαρίου φήσουσιν εἶναι, τοῦ καταπεπωκότος μὲν τὸ τοῦ Ἑρμοῦ νέκταρ, δεξαμένου δὲ καθάπαξ τὴν τῶν Μουσῶν χάριν»[51].
[Μόλις μου ήρθε η επιστολή σου, χάρες γεμάτη και θαυμαστή! Θα νόμιζε κανείς πως την έγραψε ο Δημοσθένης ή ο Πλάτωνας, αλλά όσοι είναι μυημένοι ξέρουν ότι την έγραψες εσύ, ο καλός κ’ αγαθός Σχολάριος, που έχεις καταπιεί όλο το νέκταρ του Ερμή και μια για πάντα δέχτηκες των Μουσών την χάρη.]
Ακούγοντας ο μεγάλος δούκας τον Σχολάριο να τον αποκαλεί μαθητή και εταίρο του Σωκράτη τόσο πολύ κολακεύτηκε, ώστε και αυτός με την σειρά του διαβεβαίωνε τον υπερορθόδοξο Σχολάριο πως είχε καταπιεί το νέκταρ του Ερμή και είχε πάνω του των Μουσών την χάρη. Όσο κι αν μοιάζει απίστευτο, όλα τα παραπάνω δεν είναι αποσπάσματα από κάποιο έργο του Πλήθωνα ή οποιουδήποτε δυτικόφιλου λόγιου, αλλά από την προσωπική αλληλογραφία ανάμεσα στον Νοταρά και τον Σχολάριο.
Κι επειδή ο Σχολάριος χαρακτήριζε τον εαυτό του και τους συγχρόνους του ως Έλληνες, ως δική του γλώσσα, και όλων των ομοεθνών του, θεωρούσε τα ελληνικά. Αυτό αναφέρει στον πρόλογο της μετάφρασης ενός έργου του Θωμά Ακινάτη, απευθυνόμενος σ’ εκείνον που για χάρη του έκανε την μετάφραση αυτήν:
«Αὐτό τε τοίνυν τὸ τοῦ διδασκάλου βιβλίον ἡρμήνευκά σοι καὶ εἰς τὴν ἡμετέραν φωνὴν μετήνεγκα, τὴν τῶν Ἑλλήνων»[52].
[Αυτό λοιπόν το βιβλίο του διδασκάλου σου το μετέφρασα και στην δικιά μας γλώσσα, δηλαδή των Ελλήνων.]
Για τον Σχολάριο τα ελληνικά, και μάλιστα τα αρχαία ελληνικά, ήταν η γλώσσα των Ελλήνων. Αλλά πια η γνώμη του γι’ αυτήν; Σε μια επιστολή που γράφει στον Μάρκο Ευγενικό, αναφέρει την εξής κρίση του για τον Πλήθωνα: «Χρήσιμος ὁ ἀνήρ, καὶ τῇ μὲν εὐγενεστάτῃ τῶν Ἑλλήνων φωνῇ οὐδενὸς ἂν ἡττηθείη»[53]. Η γλώσσα των Ελλήνων ήταν για τους αρχηγούς της ανθενωτικής παράταξης Γεννάδιο Σχολάριο και Μάρκο Ευγένικο η «ευγενέστατη» γλώσσα. Έτσι εκφράζονταν στην προσωπική τους αλληλογραφία οι ανθενωτικοί για την γλώσσα των Ελλήνων.
Με την παραπάνω φράση του ο Σχολάριος ομολογεί επίσης, στον ομόφρονά του Μάρκο Ευγενικό, πως ο Πλήθωνας ήταν ένας «χρήσιμος» άνθρωπος και ότι στην χρήση της «ευγενέστατης» γλώσσας των Ελλήνων δεν μπορούσε κανείς να τον ξεπεράσει. Πράγματι, «ο Σχολάριος δεν δίσταζε να εκδηλώνει τον θαυμασμό που αισθάνονταν για την μόρφωση του Πλήθωνα και για τις ηθικές του ποιότητες»[54]. Θαυμασμό που εξέφραζε όχι μόνον ιδιωτικά, αλλά και δημόσια, στα συγγράμματα του. «Δι’ αἰδοῦς γάρ ἐστιν ἡμῖν ὁ ἀνὴρ τάγε ἄλλα ἐν τοῖς νῦν Ἕλλησιν»[55], γράφει σε εκείνο το έργο του, που ως στόχο του είχε την απόκρουση της επίθεσης που είχε εξαπολύσει ο Πλήθωνας ενάντια στον Αριστοτέλη. Ο Σχολάριος αναγνώριζε πλήρως την εξέχουσα θέση που κατείχε ο Πλήθων μεταξύ όλων των Ελλήνων της εποχής του, ενώ παρακάτω παραδέχεται και πάλι ότι ο Πλήθωνας υπερείχε από όλους τους άλλους Έλληνες: «τῶν ἄλλων Ἑλλήνων νῦν πλεῖστα προέχει»[56]. Και αυτή είναι η πολλοστή φορά που χαρακτηρίζει τους βυζαντινούς ως Έλληνες.
Ο Σχολάριος εξέφραζε τον θαυμασμό και την αγάπη του για την «ευγενέστατη» ελληνική γλώσσα με κάθε ευκαιρία. Στον Θρήνο του για την άλωση της Πόλης, θα περιγράψει ως εξής την δράση των λογίων πριν την άλωση:
«Ἠπατώμεθα ἡμεῖς σοφίας καὶ λόγων διαδοχὴν τῇ μετὰ μικρὸν οὐκ ἐσομένῃ δημιουργοῦντες, τηλικαύτῃ σπουδῇ καὶ ἀρετῇ καὶ φιλοσοφίᾳ κοσμοῦντες καὶ τῇ καλλίστῃ τῶν Ἑλλήνων φωνῇ τοὺς πρὶν φανῆναι σχεδὸν ἀποσβησομένους»[57].
[Εξαπατηθήκαμε εμείς, διότι δημιουργούσαμε σοφία και «διαδοχή λόγων» που λίγο μετά έμελλε τελείως να εκλείψει, στολίζοντας τους «λόγους» με την αρετή, την φιλοσοφία και με την κάλλιστη των Ελλήνων γλώσσα, ενώ αυτοί είχαν αρχίσει ήδη από πριν να σβήνουν σχεδόν εντελώς.]
Για τον Σχολάριο, τα ελληνικά ήταν η πιο όμορφη και τέλεια γλώσσα του κόσμου. Η «κάλλιστη» και «ευγενέστατη». Και, φυσικά, υπερείχε σε σαφήνεια και ακρίβεια από οποιανδήποτε άλλην, ακόμη και από την λατινική:
«Δῆλον δέ ἐστιν ὅτι τὰ τῶν ἡμετέρων διδασκάλων περὶ τῆς τοῦ Πνεύματος ἐκπορεύσεως ῥητὰ σαφέστερά εἰσι τῶν λατινικῶν, ἐκ τριῶν αἰτιῶν προσούσης αὐτοῖς τῆς πλείονος σαφηνείας· μιᾶς μέν, ὅτι ἡ τῶν Ἑλλήνων φωνὴ πολὺ εὐρυχωροτέρα ἐστὶ τῆς Λατίνων καὶ σαφεστέρα, ἄλλως τε καὶ ὅτι ὥσπερ πηγὴ ἐκείνης αὕτη ἐστί»[58].
«Η γλώσσα των Ελλήνων», λέγει ο Σχολάριος, είναι πολύ πιο σαφής και πιο πλούσια στο λεξιλόγιό της από τα Λατινικά. Γι’ αυτό και τα κείμενα των δικών μας διδασκάλων είναι σαφέστερα στην έκφρασή τους σχετικά με την εκπόρευση του Πνεύματος από εκείνα των Λατίνων. Κι αυτό είναι φυσικό να συμβαίνει, διότι η ελληνική γλώσσα λειτούργησε ως «πηγή» για την λατινική[59].
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Σχολάριος πίστευε πως το μεγαλύτερο κακό που μπορούσε να πάθει ένας Έλληνας ήταν να μην γνωρίζει σωστά την γλώσσα του. Γράφοντας στον ηγεμόνα της Πελοποννήσου Δημήτριο Παλαιολόγο, προκειμένου να τον πείσει να αντιταχθεί στην ένωση με τον πάπα του εξηγεί πως το να συγχέει κανείς την σημασία της πρόθεσης διὰ με εκείνη της πρόθεσης ἐκ ήταν αδιανόητο για έναν Έλληνα: «Ἀγνοούντων ἐστὶ τὴν τῶν Ἑλλήνων φωνήν, ὃ χεῖρόν ἐστι πεπονθέναι τοὺς ἐν Ἕλλησι τεθραμμένους»[60]. Ο Σχολάριος τώρα πια δεν καταδικάζει τους ενωτικούς μόνον ως χριστιανούς, αλλά πλέον και ως Έλληνες, διότι είχαν πάθει το χειρότερο κακό που μπορεί να πάθει ένας Έλληνας: Αγνοούσαν την ελληνική γλώσσα.
Σύμφωνα με τους αναθεωρητές ιστορικούς, «για την Εκκλησία το σύστημα της κατάκτησης και η κραταιά βασιλεία του Σουλτάνου αντιπροσώπευε την εκ Θεού προνενοημένη τάξη του κόσμου»[61], γι’ αυτό και «αναγνώριζε με απόλυτη νομιμοφροσύνη την κυριαρχία του»[62], κηρύττοντας «την αποδοχή του Οθωμανικού κράτους»[63]. Και όμως. Σε πανηγυρική του ομιλία που εκφώνησε ανήμερα των αγίων αποστόλων, ο Σχολάριος ανέφερε τα εξής σχετικά με την δυνατότητα των Ελλήνων να αποχτήσουν και πάλι την ελευθερία τους:
«Ἢ καὶ νῦν ἔτι νομίζετε τὸν Θεὸν μνησικακήσειν ἡμῖν, […] ἂν ἐπιστραφῶσι μὲν πρὸς τὴν θείαν ἀγάπην, καὶ πατρικήν, οἱ δικαίως παιδευθέντες υἱοί, ἀλλ’ οὐκ αὐτίκα γενόμενον ἵλεων τὸν τῆς ἐλευθερίας μόσχον θύσειν ἡμῖν καὶ ταῖς στολαῖς κοσμήσειν ταῖς πρώταις; ἢ ἡ μὲν δουλεία τῶν ἔξωθεν πολεμίων ἐπηκολούθη δικαίως τῷ γενέσθαι καθάπαξ δούλους τῆς ἁμαρτίας ἡμᾶς, ἀποσεισάμενοι πάλιν ζυγὸν τοῖς θείοις νόμοις ὑποταγῶμεν, τῷ ζυγῷ τῆς τῶν ἀθέων βαρβάρων ἐγκαταλειφθησόμεθα δουλείας, ὃ πόρρω τῆς θείας ἀγαθότητος ὅμου καὶ δικαιοσύνης προδήλως ἂν εἴη;»[64].
Ο Γεννάδιος εδώ αναφέρει στους απελπισμένους από την σκλαβιά χριστιανούς πως η υποδούλωσή τους στον τουρκικό ζυγό ήταν αποτέλεσμα της απομάκρυνσής τους από τον νόμο και τις εντολές του Θεού. Αν όμως επέστρεφαν πίσω στο Θεό και εφάρμοζαν και πάλι το θέλημά του, τότε και η αγάπη του Θεού θα τους απάλλασσε από τον «ζυγό των άθεων βαρβάρων» και θα τους πρόσφερε πάλι τον «μόσχο» της ελευθερίας. Γι’ αυτό και στην ίδια ομιλία του διαβεβαίωνε το ποίμνιό του ότι «νῦν ὁσημέραι βοῶμεν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους πρὸς τὸν διδόναι δυνάμενον»[65]. Ο Σχολάριος προσεύχονταν κάθε μέρα προς τον Θεό για την «ελευθερία του γένους». Αυτή ήταν η ελπίδα και ο πόθος του: Ότι κάποτε ο Θεός θα λυπόταν το σκλαβωμένο γένος, και θα του χάριζε και πάλι την ελευθερία του.
Όπως διαπιστώνουμε, η Εκκλησία δεν έπαυσε ούτε στιγμή να καλλιεργεί στην συνείδηση των υπόδουλων Ελλήνων τον πόθο και την ελπίδα για την απελευθέρωση. Μ’ αυτόν τον τρόπο διασώθηκε ο Ελληνισμός. Διότι «ο Ελληνισμός επέζησε, διατράφηκε από την Εκκλησία, επειδή οι Έλληνες συνεχώς ήλπιζαν και προετοιμάζονταν για την ημέρα που θα ανακτούσαν την ελευθερία τους»[66]. Γι’ αυτό και οι Τούρκοι ήταν «άθεοι βάρβαροι» και η κυριαρχία τους «ζυγός». «Ο Σχολάριος αποκαλούσε με συστηματικό τρόπο την κατάσταση των χριστιανών υπό την οθωμανική κατοχή ως καθεστώς “δουλείας”, ένας όρος που έρχεται σε άμεση αντίθεση με εκείνους που δηλώνουν την ελευθερία (ἐλεύθερος, ἐλευθέρως). […] Παρόμοια, η μορφή του Τούρκου είναι ταυτόσημη με εκείνη του βάρβαρου»[67]. Και είναι φυσικό. Η δουλεία των συγχρόνων του ήταν για τον Σχολάριο «δουλεία των Ελλήνων». Γι’ αυτό και εκείνοι που τους είχαν υποδουλώσει δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο, παρά βάρβαροι:
«Οἴμοι! τί πρῶτον ὀδύρωμαι; τὴν ἐν τοῖς σώμασι δουλείαν Ἑλλήνων, ἢ τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς φθορὰν καὶ ταῖς ἔτι τετηρῆσθαι δοκούσαις; τὴν παντελῆ τῶν παρ’ ἡμῖν σεβασμίων ἀπώλειαν, ἢ τῶν ἔτι μενόντων τὴν ἀτιμίαν; τὰς κατὰ τῆς πίστεως ὕβρεις τῶν βαρβάρων, ἢ τὰ ταῖς ψυχαῖς τῶν πιστῶν ἐμβασιλεύσαντα σκάνδαλα;»[68].
[Αλλοίμονο! τι να πρωτοθρηνήσω; Την σωματική δουλεία των Ελλήνων, ή την ψυχική φθορά των ψυχών που νομίζουν πως ακόμη ζουν; Την παντελή εξαφάνιση όλων των ιερών μας, ή την ατίμωση κι εκείνων που έχουν απομείνει; Τις ύβρεις των βάρβαρων ενάντια στην πίστη μας, ή τα σκάνδαλα μέσα στων πιστών τις ψυχές;]
Για πολλοστή φορά ο Σχολάριος διακηρύττει πως όλοι οι βυζαντινοί ήταν Έλληνες. Αλλά εφόσον ο Σχολάριος είχε αναπτύξει, κι από τόσο νωρίς, μια πλήρως συγκροτημένη ελληνική εθνική συνείδηση, πώς εξηγείται η δήλωσή του ότι δεν είναι «έλληνας»; Από το γεγονός ότι η λέξη «έλληνας» την εποχή του Σχολάριου είχε δυο εντελώς αντίθετες μεταξύ τους σημασίες. Μία εθνική και μία θρησκευτική. Και ενώ η εθνική της σημασία δήλωνε τους Έλληνες, η θρησκευτική δήλωνε τους ειδωλολάτρες. Γι’ αυτό και ο Σχολάριος, χωρίς να παθαίνει κανέναν διχασμό προσωπικότητας, χρησιμοποιούσε την λέξη και με τις δύο σημασίες της, διότι ήταν μεταξύ τους εντελώς ασύμπτωτες. Γι’ αυτό και όταν αρνείται ότι είναι έλληνας, μετά δεν διακηρύττει ότι είναι Ρωμαίος, αλλά χριστιανός. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό να το σημειώσουμε, διότι δεν το κάνει τυχαία, αλλά επειδή εκείνη την στιγμή χρησιμοποιεί την λέξη αποκλειστικά και μόνον με την θρησκευτική της σημασία. Ενώ όποτε την χρησιμοποιούσε με την εθνική της σημασία δήλωνε πάντοτε, με περισσή υπερηφάνεια, «Έλληνας».
Ο Σχολάριος πίστευε πως για να υπάρχει ένα έθνος έπρεπε να έχει τα κύρια γνωρίσματα που είχε καθορίσει ο Ηρόδοτος: Κοινή καταγωγή (ὅμαιμον) / κοινή γλώσσα (ὁμόγλωσσον) / κοινή θρησκεία (ὁμόθρησκον).
Για την ελληνική καταγωγή και γλώσσα όλων των συγχρόνων του, είδαμε με πόσο σαφή τρόπο έχει εκφρασθεί επανειλημμένα ο Σχολάριος. Σχετικά με το ὁμόθρησκον, δεν αγνοούσε πως οι αρχαίοι πρόγονοι του ήταν πολυθεϊστές. Όμως, το έθνος είχε κάνει κάποτε μια κοσμοϊστορική επιλογή: Εγκατέλειψε την πατρώα θρησκεία του και με πρωτοστάτες τους πιο σοφούς Έλληνες που ζούσαν την εποχή των αποστόλων εγκολπώθηκε την χριστιανική πίστη:
«Οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφώτεροι ἐν τῷ καιρῷ τοῦ ἀποστολικοῦ, μᾶλλον δὲ οὐρανίου κηρύγματος, αὐτοὶ πρῶτοι τὴν πλάνην κατανενοηκότες τῆς συντρόφου αὐτοῖς δόξης ἐν τῷ φωτὶ τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας χριστιανοὶ γεγόνασι»[69].
[Οι σοφώτεροι των Ελλήνων την εποχή που κήρυτταν οι απόστολοι του Χριστού, αυτοί ήταν που αντιλήφθηκαν πρώτοι, χάρις στο φως της χριστιανικής αλήθειας, την πλάνη όλων όσων πίστευαν μέχρι τότε και έγιναν χριστιανοί.]
Από την στιγμή εκείνη και μετά, κανείς Έλληνας που ήθελε να παραμένει Έλληνας στην καταγωγή δεν δικαιούνταν να είναι έλληνας στην θρησκεία. Άλλωστε, ο Σχολάριος γνώριζε πολύ καλά πως οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήσαν καθόλου ανεξίθρησκοι. Η κατηγορία που είχε οδηγήσει τον Σωκράτη στον θάνατο ήταν ότι δεν πίστευε στους θεούς και στους μύθους της πατρώας θρησκείας και ότι εισήγαγε στην πόλη καινούργιους θεούς[70]. Κι επειδή ο Σχολάριος είχε για το θέμα αυτό περισσότερο ελληνική, παρά χριστιανική σκέψη, δεν ανεχόταν ένας Έλληνας να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από χριστιανός, που ήταν πλέον η θρησκεία του έθνους.
Έτσι, γράφοντας σε έναν τοπικό ηγεμόνα της Πελοποννήσου, τον Μανουήλ Ραούλ Οισή, αφού τον επαινεί θερμά που εξόντωσε με σκληρό θάνατο τον πολυθεϊστή Ιουβενάλιο, τον προτρέπει να κάνει το ίδιο και σε όποιον άλλον είχε τις ίδιες απόψεις και τολμούσε να διαδίδει την πίστη στην αρχαία ελληνική θρησκεία:
«Εἰ δέ τινα ἄλλον φωράσεις ἀληθῶς ὁμολογουμένως τὰ αὐτὰ τῷ Ἰουβεναλίῳ νοσοῦντα καὶ τῆς μὲν ἀληθοῦς πίστεως ἀφιστῶντα τοὺς χρωμένους αὐτῷ, ἐπὶ δὲ τὴν τῶν δαιμόνων ἀπάτην […] ἕλκοντα, μετὰ δευτέραν καὶ τρίτην παραίνεσιν ῥάβδιζε, εἷργε, εἶτα γλῶσσαν ἀφαίρει, εἶτα χεῖρα ἀπότεμνε, κἂν καὶ οὕτω μένῃ κακός, θαλάττης πέμπε βυθῷ»[71].
[Κι αν συλλάβεις και κανέναν άλλον που φανερά και στ’ αλήθεια πάσχει απ’ την ίδια νόσο με τον Ιουβενάλιο, απομακρύνοντας από την αληθινή πίστη αυτούς με τους οποίους σχετίζεται, οδηγώντας τους στην απάτη των δαιμόνων, τότε, μετά από την δεύτερη και την τρίτη παραίνεση, ράβδισέ τον, φυλάκισ’ τον, και μετά κόψτ’ του την γλώσσα, μετά το χέρι, κι αν παραμένει κακός, πέταξ’ τον στον βυθό της θάλασσας.]
Προτείνοντας τις παραπάνω ποινές για όσους Έλληνες είχαν διαφορετική θρησκευτική πίστη από την χριστιανική, ο Σχολάριος απλώς αντιγράφει πιστά τα κλασσικά του πρότυπα. Πιο συγκεκριμένα, ακολουθεί κατά πόδας τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, όπου ο Στρεψιάδης καίει ζωντανό τον Σωκράτη και τους μαθητές του βάζοντας φωτιά στην σχολή του, ενώ είναι έτοιμος να σκοτώσει με την αξίνα του όποιον τυχόν θα κατάφερνε να διαφύγει απ’ το φλεγόμενο κτήριο[72]. Και όλα αυτά διότι εκείνοι προσέβαλλαν τους θεούς και γύρευαν να βρουν την βάση της Σελήνης[73]. Και η κωμωδία κλείνει με την φοβερή προσταγή του Στρεψιάδη σε όσους είναι κοντά του να αποτελειώσουν τους μαθητές του Σωκράτη που ήταν ακόμη ζωντανοί, διότι έβλαπταν τους θεούς, όπως πολύ καλά όλοι τους γνώριζαν:
1508 Δίωκε, παῖε, βάλλε, πολλῶν οὕνεκα,
μάλιστα δ’ εἰδὼς τοὺς θεοὺς ὡς ἠδίκουν.
Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, αυτές οι άγριες κραυγές του Στρεψιάδη απηχούν ένα γεγονός που είχε συμβεί λίγες δεκαετίες πριν το 423, οπότε και παίχτηκαν οι Νεφέλες. Αυτό ήταν η επίθεση εναντίον των πυθαγορείων στον Κρότωνα, όταν οι κάτοικοι του Κρότωνα, αφού επαναστάτησαν ενάντια στην πολιτική εξουσία των πυθαγορείων, παγίδεψαν τους ηγέτες της ομάδας σε ένα σπίτι, το οποίο και αποτέφρωσαν μαζί τους πυθαγόρειους ηγέτες. Ήταν ένα περιστατικό που μαθεύτηκε αμέσως παντού, ενώ στη συνέχεια έγινε θρύλος[74].
Όπως λοιπόν ο Αριστοφάνης, έτσι κι ο Σχολάριος, με τον ίδιο ρυθμό στον λόγο του, ζητάει από τον χριστιανό ηγεμόνα να εξαφανίσει μια για πάντα όσους τολμούσαν να «αδικούν» την χριστιανική θρησκεία, την οποία οι Έλληνες είχαν πλέον επιλέξει ως εθνική τους θρησκεία. Με αυτόν τον τρόπο ήταν βέβαιος πως εξασφάλιζε την τρίτη προϋπόθεση της ομοεθνίας, το «ὁμόθρησκον», η οποία ήταν απολύτως αναγκαία για να διαφυλαχτεί η εθνική καθαρότητα των Ελλήνων.
Πρέπει όμως εδώ να σημειώσουμε πως ο Σχολάριος δεν ήταν ο μόνος που τιμωρούσε με την ποινή του θανάτου όσους διαφωνούσαν με τις απόψεις του. Το ίδιο όριζε στους Νόμους του και ο Πλήθωνας. Πράγματι, «ο Πλήθων, όπως και ο Σχολάριος, ήταν επίσης πρόθυμος να καταφεύγει στην λογοκρισία και την καταστολή, ενώ υποστήριζε πως πρέπει οι διαφωνούντες να καίγονται ζωντανοί»[75]:
«Καὶ σοφιστῶν, ἤν τις παρὰ τὰς ἡμετέρας δόξας σοφιζόμενος ἁλῷ, ζῶν καὶ οὗτος κεκαύσεται»[76].
[Κι αν κάποιος διανοούμενος συλληφθεί να σκέφτεται διαφορετικά από τις δικές μας απόψεις, και αυτός να καεί ζωντανός.]
Έτσι ο Πλήθωνας «εγκαθ[ίδρυσε] ένα πολίτευμα που είναι θεοκρατικό και μοιάζει απολυταρχικό και πολύ πιο σκληρό σε αρκετές νομοθετικές ρυθμίσεις του»[77].
Όπως λοιπόν διαπιστώνουμε, το εθνικό όνομα Έλληνες όχι μόνον δεν ήταν απαγορευμένο από την Εκκλησία και τους εκπροσώπους της, αλλά ήταν ένα από τα τρία ονόματα με τα οποία ίδια χαρακτήριζε και προσφωνούσε τους Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς[78]. Τα άλλα δύο ήταν το Γραικός και το Ρωμ(α)ίος. Η λέξη Ρωμαίος ενώ στην αρχή ήταν πολιτικό και θρησκευτικό όνομα, αργότερα έγινε και εθνικό, καθώς ήδη από τον 14ο αιώνα η έννοια της Ρωμιοσύνης γίνεται ταυτόσημη με εκείνην της Ελληνικότητας, καθώς «δεν υπάρχει πια ασυμβατότητα ή, καλύτερα, αντίθεση ανάμεσα στις ονομασίες Ρωμαίος και Έλλην. Πρόκειται για ένα φαινόμενο ώσμωσης μεταξύ των δύο εννοιών, της οποίας η πιο γνωστή και διαυγής έκφραση βρίσκεται στα γραπτά του Γεώργιου Γεμιστού-Πλήθωνα»[79].
Εκείνος ο οποίος όρισε το θεωρητικό πλαίσιο για να ταυτισθεί η «Ελληνικότητα» με την «Ρωμιοσύνη» ήταν ο ίδιος ο Πλήθωνας. Σ’ ένα από τα τελευταία κείμενά του χαρακτηρίζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως «βασιλέα των Ρωμαίων»[80] και τους πολίτες της αυτοκρατορίας ως Ρωμαίους: «Τοῦ ἡμετέρου τούτου τοῦ Ῥωμαίων γένους»[81]. «Στο έργο του Συμβουλευτικὸς πρὸς τὸν Δεσπότην Θεόδωρον συνάγεται επίσης η συνέχεια της Βυζαντινής με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, καθώς ο Πλήθωνας λέει τα εξής»[82]:
«Ὁρῶμεν γὰρ ὅτι ἡμῖν ἐκ τῆς μεγίστης Ῥωμαίων ἡγεμονίας κεχώρηκε τὰ πράγματα, οἷς, ἁπάντων οἰχομένων, δύο πόλεε μόνω ἐπὶ Θρᾴκης περιλέλειπται, καὶ Πελοπόννησος, οὐδὲ ξύμπασα αὔτη γε, καὶ εἰ δή τι ἔτι νησίδιον σῶν ἐστι»[83].
[Διότι βλέπουμε ότι έχει πια φύγει από εμάς η μεγίστη ηγεμονία των Ρωμαίων, από την οποία, ενώ πια έχουν όλα χαθεί, μόνο δυο πόλεις στην Θράκη έχουν απομείνει και η Πελοπόννησος, κι αυτή όχι ολόκληρη, και κανένα νησάκι, αν είναι ακόμη δικό σου.]
«Έτσι, στην ιστορική προοπτική του Γεμιστού […] μπορεί να εντοπισθεί ένας εθνικός δεσμός ανάμεσα Έλληνες και τους Ρωμαίους. Η Ρώμη θεμελιώθηκε από τους Τρώες, οι οποίοι μετά την πτώση της Τροίας μετακινήθηκαν, υπό την ηγεσία του Αινεία, από την Φρυγία στην Ιταλία. Εκεί συνενώθηκαν με τους Σαβίνους, οι οποίοι ήταν Λακεδαιμόνιοι και είχαν έρθει από την Πελοπόννησο. Και ενωμένα αυτά τα δύο έθνη θεμελίωσαν εκείνη την πόλη, που έμελε να δημιουργήσει “την μεγαλύτερη και ταυτόχρονα την καλλίτερη αυτοκρατορία απ’ όσες έμειναν αξιομνημόνευτες”»[84]. Δηλαδή ο Πλήθωνας «εκλαμβάνει τον Ρωμαϊσμόν ως παραφυάδα του Ελληνισμού»[85].
Όπως διαπιστώσαμε, ο Σχολάριος κατανοούσε την Βυζαντινή αυτοκρατορία ως ένα αμιγές ελληνικό κράτος με συγκεκριμένη επικράτεια, ανάλογη πολιτική κυριαρχία και με ομοιογενείς εθνικά πολίτες. Όλα αυτά συνέθεταν το εθνικό του όραμα, που δεν ήταν άλλο παρά ο Πανελληνισμός, τον οποίον είχε προσλάβει κατευθείαν από τα κλασσικά του πρότυπα, κυρίως από τον Ισοκράτη και τον Πλάτωνα.
Η προσφιλής έκφραση του Σχολάριου «οἱ νῦν Ἑλληνες», μια σπάνια εκφορά της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, είναι παρμένη από τον πλατωνικό Γοργία[86]. Κλασσική προέλευση έχει και ο χαρακτηρισμός του «γένος Ελλήνων», με τον οποίον οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το έθνος τους. Αλλά τον χαρακτηρισμό «τὸ γένος ἅπαν Ἑλλήνων» τον προσλαμβάνει αμέσως από τον Πανηγυρικό του Ισοκράτη, όπου ο μεγάλος ρήτορας περιγράφει πώς επιτέθηκαν στην ανίσχυρη ακόμη «Ελλάδα» οι Θράκες και οι Σκύθες, «μισοῦντες ἅπαν τὸ τῶν Ἑλλήνων γένος»[87].
Ο Ισοκράτης σε μια άλλη αποστροφή του Πανηγυρικού του, όπου επαινεί την γενιά των Ελλήνων που έζησε πριν τα περσικά, αναφέρει πως εκείνοι οι Έλληνες θεωρούσαν ο καθένας την πόλη του ως την ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά ως κοινή πατρίδα τους όλοι αναγνώριζαν την Ελλάδα: «Ἴδια μὲν ἄστη τὰς αὑτῶν πόλεις ἡγούμενοι, κοινὴν δὲ πατρίδα τὴν Ἑλλάδα νομίζοντες εἶναι»[88]. Έτσι ο Ισοκράτης, αιώνες πολλούς πριν την νεωτερικώτητα, χτίζει την ενότητα της ελληνικής εθνικής συνείδησης και του κοινού ελληνικού χώρου, που παρά τον πολιτειακό πολυκερματισμό του, δεν έπαυε ποτέ να είναι η κοινή πατρίδα όλων των Ελλήνων.
Αυτήν την αντίληψη της «κοινής πατρίδας» αναπαράγει πιστά και ο Σχολάριος. Τώρα όμως κοινή πατρίδα όλων των Ελλήνων είναι μία και μόνον πόλη, η Πόλη, το εθνικό κέντρο και το σημείο αναφοράς όλου του έθνους. Για τον Ισοκράτη, η πόλη του καθενός ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του και η Ελλάδα η κοινή πατρίδα όλων των Ελλήνων. Για τον Σχολάριο, κοινή πατρίδα του ελληνικού γένους ήταν η «καλλίστη τῶν ἐν τῇ γῇ πόλεων», καθώς έδινε σε όλους τους Έλληνες το αίσθημα της εθνικής ενότητας, ακυρώνοντας τις φυγόκεντρες τοπικιστικές τάσεις. Ταυτόχρονα όμως, ο πατριάρχης δεν ξεχνούσε ποτέ πως «ἀρχαία πατρὶς ἡμῶν» είναι πάντοτε η «Ἑλλάς»[89].
Τέλος, όταν ο Σχολάριος γράφει πως ο δεσπότης Θεόδωρος έζησε «ζημιώσας τῶν συγγενῶν Ἑλλήνων οὐδένα»[90], παραπέμπει ευθέως στην πλατωνική Πολιτεία, σ’ εκείνη την ενότητα όπου προβάλλεται το ίδιο με τον Ισοκράτη ιδεώδες του Πανελληνισμού[91]: «Φημὶ γὰρ τὸ μὲν ἑλληνικὸν γένος αὐτὸ αὑτῷ οἰκεῖον εἶναι καὶ συγγενές, τῷ δὲ βαρβαρικῷ ὀθνεῖόν τε καὶ ἀλλότριον»[92]. Για τον Πλάτωνα, το «ελληνικό γένος» έχει μεταξύ του οικειότητα και συγγένεια, ενώ κάθε βάρβαρο γένος του είναι αλλοδαπό και ξένο. Αυτό πίστευε και ο Σχολάριος για τους Έλληνες της εποχής του.
Από τα παραπάνω καθίσταται νομίζω σαφές πως ο Σχολάριος αντιλαμβάνονταν και προσδιόριζε την έννοια του έθνους όπως την συνέλαβε και την καθόρισε η εποχή της νεωτερικώτητας. Αλλά εδώ θα προβληθεί η ένσταση ότι, ακόμη κι έτσι, δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε έθνος ή σε εθνική συνείδηση, μιας και «δεν αρκεί ο φιλολογικός εντοπισμός ιδεών περί έθνους σε μέλη της ελίτ προνεωτερικών κοινωνιών για να […] υπάρχει το έθνος […] με την σύγχρονή του κοινωνική και ιστορική σημασία. Αυτό που βαρύνει είναι οι ιδέες περί έθνους να αφορούν δυνάμει ολόκληρο τον πληθυσμό»[93], αφού «το έθνος δεν είναι υπόθεση της ταυτότητας των ελίτ, αλλά υπόθεση των μαζών»[94].
Αυτό ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση του Σχολάριου, ο οποίος δεν εκφράζει την προσωπική του άποψη, ή έστω την άποψη μιας μικρής ομάδας ομοϊδεατών προς αυτόν λογίων, αλλά χαράσσει την ιδεολογική και πολιτική «πλατφόρμα» ενός ολόκληρου θεσμού, της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Η διάσωση του Ελληνισμού και της ελληνικής εθνικής συνείδησης των ραγιάδων αποτέλεσε ένα από τα βασικά γνωρίσματα της πολιτικής του Σχολάριου ως πατριάρχη, πολιτική που ακολούθησαν πιστά οι διάδοχοί του στον οικουμενικό θρόνο και όλοι γενικά οι ηγέτες της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας κατά την τουρκοκρατία.
Αξιωματούχοι της Εκκλησίας όπως ο αρχιγραμματέας του Οικουμενικού Πατριαρχείου Θεοδόσιος Ζυγομαλάς[95], ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς[96], ο μητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος[97], ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης[98], ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Ματθαίος Κριτόπουλος[99], ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος[100], ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος[101], ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μήτρος[102], ο επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων Ηλίας Μηνιάτης[103], ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος[104], ο μητροπολίτης Φιλαδελφίας Γεώργιος Φατζέας[105], ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Εφραίμ Β΄ ο Αθηναίος[106], ο οικουμενικός πατριάρχης Σαμουήλ Χαντζερής[107], ο επίσκοπος Μετρών και Αθύρων Γεράσιμος[108], δεν έπαυαν στιγμή να μιλούν για «Έλληνες», για «απογόνους των Ελλήνων», για το «γένος των Ελλήνων», για το «κλεινό γένος των Ελλήνων», για «το μέγα ποτέ και επιφανές γένος των Ελλήνων», για την «πατρική του γη» την «Ελλάδα», για την «εράσμια φωνή, την ελληνική», ακόμη και για το «των Ελλήνων ενδοξότατον έθνος».
Και όλα αυτά τα είχαν εκφράσει είτε σε ιδιωτικά και προσωπικά τους κείμενα (σημειώματα, επιστολές κ.τ.λ.) και σε αμέτρητα κηρύγματά τους, είτε σε βιβλία με τεράστια απήχηση και επιρροή, που για αιώνες κυκλοφορούσαν σε πολλές χιλιάδες αντίτυπα, όπως η Ιστορία του Ματθαίου Μυρέων[109] και οι Διδαχές του Ηλία Μηνιάτη[110]. Και πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως οι παραπάνω αναφορές είναι ένα μικρό δείγμα από το σύνολο των αναφορών της Εκκλησίας στους Έλληνες και στο «ελληνικό γένος» καθ’ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας. Απλοί μοναχοί και ιερείς, μικρότεροι, μεγαλύτεροι και κορυφαίοι ηγέτες της Εκκλησίας δεν έπαυαν να υπενθυμίζουν στους Έλληνες ραγιάδες του σουλτάνου την εθνική τους καταγωγή μέσα από τα θρησκευτικά έντυπα που κατά χιλιάδες εξέδιδαν. Ακόμη και οι πρόλογοι των βιβλίων που χρησιμοποιούνταν στην λατρεία της Εκκλησίας απευθύνονταν προς το «ελληνικόν γένος».
Γι’ αυτό και όπως σημειώνει η σύγχρονη ιστορική επιστημονική έρευνα, «με την οθωμανική κατάκτηση, οι Έλληνες μπορούσαν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους μόνο παραμένοντας ακλόνητα πιστοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία»[111], αφού «παρ’ όλες τις αντιξοότητές της, η Εκκλησία ήταν αποφασισμένη να διαφυλάξει στο ποίμνιό της την συνείδηση της ελληνικής κληρονομιάς. […] Ήταν η Ορθοδοξία που διατήρησε τον Ελληνισμό μέσα στους σκοτεινούς αιώνες»[112]. «Πράγματι, η Εκκλησία υπήρξε ο κύριος προστάτης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στα σχεδόν 400 χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας»[113], ενώ «έπαιξε έναν θεμελιώδη ρόλο στη διάσωση της ελληνικής γλώσσας»[114]. Πράγματι, «η Εκκλησία […] διδάσκοντας στις χριστιανικές κοινότητες τις χριστιανικές τελετές, την Βίβλο και τους βίους των αγίων δίδασκε την Ελληνική, που ανήκε σε ένα έθνος, σε μια εκλεκτή φυλή, τα πάθη της οποίας μια μέρα θα λάμβαναν τέλος, και η οποία, όταν θα ήθελε ο Θεός, θα μπορούσε να ξανακερδίσει τον πλήρη έλεγχο της αγίας Πόλης, της Κωνσταντινούπολης»[115]. Με αυτόν τον τρόπο «η Ορθόδοξη Εκκλησία διέσωσε τον ελληνικό πολιτισμό όσο ήταν κάτω από τον έλεγχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και, ως εκ τούτου, έγινε κιβωτός της ελληνικής ταυτότητας»[116]. Έτσι, «το Πατριαρχείο στερέωσε και διατήρησε τον Ελληνισμό»[117].
[1]. N. Siniossoglou, Radical Platonism in Byzantium, Illumination and Utopia in Gemistos Plethon, Cambridge Classical Studies, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ (κ. άλ.) 2011, σ. 13.
[2]. Π. Πιζάνιας, «Από Ραγιάς Έλληνας Πολίτης. Διαφωτισμός και Επανάσταση 1750-1832», στο Π. Πιζάνιας (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Ένα Ευρωπαϊκό Γεγονός, Κέδρος, Αθήνα 2009, σ. 13.
[3]. I. Koubourlis, La Formation de L’Histoire Nationale Grecque. L’Apport de Spyridon Zambélios (1815-1881), Collection Histoire des Idées 5, Κέντρο Νεοελληνικών Μελετών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών , Αθήνα 2005, σ. 54.
[4]. Κ. Παλούκης, «Η επανάσταση του 1821 και το ελληνικό έθνος», εφ. Πριν, 24-3-2007.
[5]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Αθήνα 21999 [1978], σ. 25.
[6]. Ι.Θ. Κακριδής, Οι Αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Αθήνα 1978, σ. 13.
[7]. Χ.Γ. Πατρινέλης, Πρώιμη Νεοελληνική Ιστοριογραφία (1453-1821), Θεσσαλονίκη 1990, σ. 45· Α. Λιάκος, «Είχε η Εκκλησία εθνική συνείδηση;», εφ. Το Βήμα, 25-3-2007.
[8]. Π. Πιζάνιας, «Πώς διαμορφώθηκε η εθνική συνείδηση», εφ. Το Βήμα, 25-3-2000.
[9]. C. Mango, «Byzantinism and Romantic Hellenism», Journal of the Warburg and Courtauld Institutes 28 (1965), σ. 33.
[10]. Γ. Κουμπουρλής, «Η Ιδέα της Ιστορικής Συνέχειας…», ό.π., σ. 141· Α. Πολίτης, «Ένας ελάσσων λόγιος», εφ. Η Αυγή, 25-3-2004.
[11]. Χ.Γ. Πατρινέλης, Πρώιμη Νεοελληνική Ιστοριογραφία…, ό.π., σ. 45.
[12]. Π. Πιζάνιας, «Από Ραγιάς Έλληνας Πολίτης…», ό.π., σ. 13.
[13]. A. Liakos, «Hellenism and the Making of Modern Greece: Time, Language, Space», στο K. Zacharia (εκδ.), Hellenisms: Culture, Identity, and Ethnicity from Antiquity to Modernity, Ashgate, Όλντερσοτ-Μπέρλιγκτον 2008, σ. 221.
[14]. Θ. Βερέμης, «Η Εθνική μας Ταυτότητα», εφ. Καθημερινή, 31-3-2000.
[15]. D. Livanios, «The Quest for Hellenism: Religion, Nationalism and Collective Identities in Greece (1453-1913)», The Historical Review/La Revue Historique 3 (2003), σ. 68.
[16]. T.G. Zervas, The Making of a Modern Greek Identity. Education, Nationalism, and the Teaching of a Greek National Past, East European Monographs 790, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 2012, σ. 40.
[17]. Ἔλεγχος τῆς ἰουδαϊκῆς νῦν πλάνης, στο L. Petit, Χ. Siderides, Μ. Jugie, Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου Ἅπαντα τὰ Εὑρισκόμενα (στο εξής Σχολαρίου Ἅπαντα), τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 253.
[18]. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 1, Θεσσαλονίκη 19742, σσ. 305-306.
[19]. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 2, Θεσσαλονίκη 19762, σ. 183.
[20]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3. Παρίσι 1930, σ. 151.
[21]. S. Vryonis, «The Greek Identity in the Middle Ages», Études Balkaniques 6 (1999), σ. 35.
[22]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 453.
[23]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 261.
[24]. Διάλογος «Νεόφρων ἢ Ἀερομυθία». Νεόφρων ἐστὶν ὁ πατριάρχης κὺρ Γρηγόριος, Παλαίτιμος δὲ ὁ ποιητὴς τοῦ διαλόγου, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 13.
[25]. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 2, Θεσσαλονίκη 19762, σσ. 183-184.
[26]. Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ’ Ἀριστοτέλει, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 10.
[27]. S. Vryonis, Jr., «Byzantine Cultural Self-consciousness in the Fifteenth Century», στο S. Ćurčić, D. Mouriki (εκδ.), The Twilight of Byzantium, Department of Art and Archaeology/Princeton University, Πρίνστον 1991, σ. 10.
[28]. Αυτήν την ερώτηση έθεσε ήδη ο S. Vryonis, Jr., «Byzantine Cultural…», ό.π., σ. 11.
[29]. S. Vryonis, Jr., «Byzantine Cultural…», ό.π., σ. 11.
[30]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, «Ορθοδοξία και Συλλογική Ταυτότητα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη», στο Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειος (12ος-17ος αιώνες), Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου που διοργανώθηκε τον Ιανουάριο του 1994 στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Το Βυζάντιο Σήμερα 2, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1998, σ. 135.
[31]. P.M. Kitromilides, «Orthodox Identities in a World of Ottoman Power» [1998], στο P.M. Kitromilides, An Orthodox Commonwealth, Variorum 891, Ashgate, Όλντερσοτ-Μπέρλιγκτον 2007, Ι/ΙΙΙ, σ. 9, σημ. 23.
[32]. Ο Angelou θεωρεί πως «για τον Σχολάριο το “Ελληνικόν [Hellenic]” είναι ένα άλλο όνομα για την χριστιανική οικουμένη [oecumene]»: A.D. Angelou, «“Who am I?” Scholarios’ Answers and the Hellenic Identity», στο C.N. Constantinides (κ. άλ., εκδ.), Φιλέλλην, Studies in Honour of Robert Browning, Bibliotheke 17, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μελετών της Βενετίας, Βενετία 1996, σ. 19. Ο D. Livanios, νομίζοντας ότι η συγκεκριμένη άποψη είναι προσωπική θέση του Angelou, υποστηρίζει πως η εξίσωση και ταύτιση των ονομάτων «Έλληνας» και «χριστιανός» δεν εκφράζει το consensus των ειδικών: D. Livanios, «The Quest for Hellenism…», ό.π., σ. 39, σημ. 17. Όμως, λίγες σελίδες παρακάτω, ο Livanios αποφαίνεται πως «ο Αγγέλου εύλογα συμπεραίνει ότι η χρήση του “Ελληνικός” από τον Σχολάριο ήταν απλά ένα άλλο όνομα για την χριστιανική οικουμένη»: σ. 49.
[33]. Ε.Α. Ζαχαριάδου, Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567), ΠΗΓΕΣ 2, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1996, σ. 73.
[34]. Τ. Κιουσοπούλου, Βασιλεύς ή Οικονόμος, Πολιτική Εξουσία και Ιδεολογία πριν την Άλωση, Πόλις, Αθήνα 2007, σσ. 220-221.
[35]. Λ. Δρούλια, «Ελληνική Αυτοσυνειδησία. Μια Πορεία Γεμάτη Λέξεις και Ιστορία», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 2, Η Οθωμανική Κυριαρχία, 1770-1821, σσ. 40-41.
[36]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 265.
[37]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 151.
[38]. Ἐκ προτροπῆς τῆς ἱερᾶς συνάξεως τῶν τοῦ πατρίου καὶ ἀληθοῦς δόγματος ἀντιποιουμένων [πρὸς Δημήτριον τὸν Παλαιολόγον], Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 125.
[39]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 492.
[40]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 138.
[41]. Ἐπὶ τῇ ἁλώσει τῆς Πόλεως καὶ τῇ παραιτήσει τῆς ἀρχιερωσύνης. Ἐγράφη ἐν τῇ μονῇ τῆς Παμμακαρίστου ἐν Κωνσταντινουπόλει, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 211.
[42]. S. Vryonis, Jr., «Byzantine Cultural…», ό.π., σ. 10.
[43]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 225.
[44]. Γενναδίου θρῆνος· Ἰουνίου κη΄, ἰνδικτίονος ὀγδόης· ἐν τῷ ὄρει τοῦ Μενοικέως ἐν τῇ μονῇ τοῦ τιμίου Προδρόμου,Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 285.
[45]. Ἐπὶ τῇ ἁλώσει τῆς Πόλεως…, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 220.
[46]. Γενναδίου θρῆνος…, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 288.
[47]. Τοῖς ὁμιληταῖς, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 406.
[48]. Τοῖς ὁμιληταῖς, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 405.
[49]. Τοῖς ὁμιληταῖς, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 405.
[50]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σσ. 460-461.
[51]. Patrologia Graeca, τ. 160, 756D-757A· Σ.Π. Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τ.2, εν Αθήναις 1912-1924, σ. 196.
[52]. Ἐξήγησις εἰς τὸ τοῦ διδασκάλου Θωμᾶ ἀπὸ τοῦ Ἀκίνου βιβλίον τὸ Περὶ τοῦ εἶναι καὶ τῆς οὐσίας, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 6, Παρίσι 1933, σ. 180.
[53]. Τῷ Ἐφέσου Γεώργιος, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 117.
[54]. C.M. Woodhouse, George Gemistos Plethon, The Last of the Hellenes, Oxford University Press, Οξφόρδη-Νέα Υόρκη 1986, σ. 38.
[55]. Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ’ Ἀριστοτέλει, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 2.
[56]. Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ’ Ἀριστοτέλει, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 114.
[57]. Γενναδίου θρῆνος…, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 288.
[58]. Περὶ τῶν ῥητῶν τῶν δυτικῶν ἁγίων, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σσ. 57-58.
[59]. Και όμως, ο Angelou υποστηρίζει πως ο Σχολάριος θέτει τα λατινικά στο ίδιο επίπεδο με τα ελληνικά: A.D. Angelou, «“Who am I?” Scholarios’ Answers…», ό.π., σ. 1
[60]. Ἐκ προτροπῆς τῆς ἱερᾶς συνάξεως…, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 133.
[61]. N. Θεοτοκάς, «Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία και το “Σατανικόν Φρόνημα” του 1821», εφ. Η Αυγή, 23-3-2001.
[62]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ό.π., σ. 26.
[63]. Γ. Γιαννουλόπουλος, «Ο Κοραής, το Έθνος και η Γλώσσα», The Athens Review of Books τχ. 44 (Οκτώβριος 2013), σ. 52.
[64]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 179.
[65]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 182.
[66]. S. Runciman, The Great Church in Captivity, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ 2003 [1968], σ. viii· ελλ. μετάφραση, S. Runciman, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία, Γκοβόστης, Αθήνα 2010, σ. 11.
[67]. M.-H. Blanchet, Georges–Gennadios Scholarios (vers 1400-vers 1472), Archives de l’Orient Chrétien 20, Institut Français d’Études Byzantines, Παρίσι 2008, σ. 109.
[68]. Γενναδίου Θρῆνος…, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σσ. 285-286.
[69]. Περὶ τῆς μονῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν σωτηρίαν, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 452.
[70]. Πλάτων, Εὐθύφρων, 3b, 6a-c· Ἀπολογία Σωκράτους, 26b.
[71]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 488.
[72]. Αριστοφάνης, Νεφέλαι, στ. 1497-1502.
[73]. Αριστοφάνης, Νεφέλαι, στ. 1506-7.
[74]. E.C. Kopff, «Nubes 1493ff: Was Socrates murdered?», Greek, Roman, and Byzantine Studies 18 (1977), σ. 116· M. Straus, «Aristophanes’ Clouds in its Ritual Setting», Leeds International Classical Studies 10,1 (2011), σ. 2, σημ. 11.
[75]. C. Livanos, «The Conflict between Scholarios and Plethon: Religion and Communal Identity in Early Modern Greece», στο G. Nagy, A. Stavrakopoulou (εκδ.), Modern Greek Literature: Critical Essays, Routledge, Νέα Υόρκη 2003, σ. 26.
[76]. Νόμων Γ΄, λα΄, Περὶ δικῶν, Patrologia Graeca, 967B· C. Alexandre, Πλήθωνος Νόμων Συγγραφή, τὰ Σῳζόμενα, Παρίσι 1858, σ. 126· Δ.Κ. Χατζημιχαήλ, Γεώργιος Γεμιστός–Πλήθων, Νόμων Συγγραφή, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 212.
[77]. Γ. Ζωγραφίδης, «Ο Παντοκράτωρ Ζευς του Πλήθωνος, Ενολογία, Μοναρχία, Πολυθεϊσμός», Αριάδνη, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, τ. 10, σ. 123.
[78]. Για την χρήση του ονόματος «Έλλην» με εθνική σημασία, ήδη από τον 7ο αιώνα, σε βυζαντινά εκκλησιαστικά κείμενα βλ. Δ. Τσουγκαράκης, «Η Συνείδηση της Ταυτότητας των Κοινοτήτων της Κρήτης στη Βυζαντινή Εποχή και στην Πρώιμη Βενετοκρατία», στο Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, (Ελούντα, 1-6 Οκτωβρίου 2001), Κεντρικές Εισηγήσεις, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2006, σσ. 31-32.
[79]. Λ. Μαυρομμάτης, «Ρωμαϊκή Ταυτότητα, Ελληνική Ταυτότητα (ΙΓ΄-ΙΕ΄ αἰ.)», Σύμμεικτα 7 (1987), σ. 190.
[80]. Ἐπιτάφιος ἐπὶ τῇ βασιλίσσῃ Ἑλένῃ τῇ Παλαιολογίνῃ, Patrologia Graeca, τ. 160, 953D.
[81]. Patrologia Graeca, τ. 160, 953Α.
[82]. V. Hladký, The Philosophy of Gemistos Plethon. Platonism in Late Byzantium, between Hellenism and Orthodoxy, Ashgate, Φάρναμ-Μπέρλιγκτον 2014, σ. 14.
[83]. Patrologia Graeca, τ. 160, 860Α.
[84]. V. Hladký, The Philosophy of Gemistos Plethon…, ό.π., σ. 14.
[85]. Θ.Στ. Νικολάου, Αι περί Πολιτείας καὶ Δικαίου Ιδέαι του Γ. Πλήθωνος Γεμιστού, Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 13, Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 101.
[86]. Πλάτων, Γοργίας, 527a-527b.
[87]. Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, 68.
[88]. Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, 81.
[89]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 225.
[90]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 261.
[91]. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Πλάτων Πολιτεία, Πόλις, Αθήνα 2002, σσ. 845-846.
[92]. Πλάτων, Πολιτεία Ε΄, 470c.
[93]. Ν. Δεμερτζής, Ο Λόγος του Εθνικισμού, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1996, σ. 130.
[94]. Α. Λιάκος, «Καιρός να φτιάξουμε τους Έλληνες;», εφ. Το Βήμα, 3-4-2005.
[95]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό, Το Χρονικό μιας Ιστορίας, Ατροπός 11, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2012, σσ. 54-55.
[96]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σσ. 62-63.
[97]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σ. 72.
[98]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σ. 77.
[99]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σ. 81.
[100]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σσ. 115-117.
[101]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σσ. 118-120.
[102]. Στην ομιλία που εκφώνησε το 1681-1682, όταν χειροτονήθηκε ιερέας στη Βενετία από τον περίφημο μητροπολίτη Φιλαδελφείας Γεράσιμο Βλάχο, τον οποίον είχε χαρακτηρίσει ως «φῶς διαυγέστατον ὅλης τῆς Ἑλλάδος», «φωστήρα λαμπρότατο τῆς ἐσχάτης Ἑλλάδος μας» και «καύχημα ὅλου τοῦ ἑλληνικοῦ γένους»: Κ.Ι. Δυοβουνιώτης, «Μελετίου Μητροπολίτου Αθηνών Ομιλία περί Ιερωσύνης», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 14 (1938), σ. 156.
[103]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σ. 131.
[104]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σσ. 88-89.
[105]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σ. 133.
[106]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σσ. 88-89.
[107]. Σε ομιλία του, το 1767, προς το απλό και εν πολλοίς αγράμματο εκκλησίασμα του πατριαρχικού ναού, σε άκρως δημώδη γλώσσα, οπού τους διαφώτιζε ότι εκείνοι ήταν το μεγάλο και σπουδαίο γένος των Ελλήνων: «Καὶ ἡμεῖς, τὸ μέγα ποτὲ καὶ ἐπιφανὲς τῶν Ἑλλήνων γένος, τὸ ἀπὸ τοῦ Εὐξείνου Πόντου ἕως τοῦ Ἀδριατικοῦ κόλπου καὶ Σικελίας ξεχειλισμένον, κινδυνεύει εἰς ὀλίγον καιρὸν νὰ σβήσει, να ἐξαλειφθεὶ καὶ ἀπ’ αὐτὴν τὴν εὐρυχωροτάτην πατρικὴν του γῆν, τὴν Ἑλλάδα»: [Σαμουήλ Χαντζερής], Διαταγαί Γάμων, χ.τ. 1767, σ. ν΄· Γ. Βαλέτα, Λόγοι Πατριωτικοί Απλοσύνθετοι, Έκδ. Βιβλία Πηγής, Αθήνα 1948, σσ. 55-56.
[108]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σ. 93.
[109]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σ. 71.
[110]. Βλ. σχ. Γ. Κεκαυμένος, Κρυφό Σχολειό…, σσ. 130-131.
[111]. S. Runciman, Lost Capital of Byzantium, The History of Mistra and the Peloponnese, Harvard University Press, Κέιμπριτζ, Μασ. 2009 [1980], σσ. 102-103· ελλ. μετάφραση, S. Runciman, Μυστράς, Ινστιτούτο του Βιβλίου Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2003, σ. 133.
[112]. Runciman, The Great Church in Captivity, ό.π., σ. 410· ελλ. μετάφραση S. Runciman, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία, ό.π., σ. 476.
[113]. D. Brewer, The Flame of Freedom, The Greek War of Independence, 1821-1833, John Murray, Λονδίνο 2001, σ. 3· ελλ. μετάφραση, D. Brewer, Η Φλόγα της Ελευθερίας, Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία, 1821-1833, Ενάλιος, Αθήνα 2004, σ. 26.
[114]. D. Halikiopoulou, Patterns of Secularization: Church, State and Nation in Greece and the Republic of Ireland, Ashgate, Φάρναμ-Μπέρλιγκτον 2011, σ. 47.
[115]. D. Dakin, «The Formation of the Greek State, 1821-33», στο R. Clogg (εκδ.), The Struggle for Greek independence, Essays to Mark the 150th Anniversary of the Greek War of Independence, Macmillan, Λονδίνο 1973, σ. 157.
[116]. P.W. Barker, Religious Nationalism in Modern Europe, If God be for us, Routledge Studies in Nationalism and Ethnicity, Routledge, Άμπιγκτον-Νέα Υόρκη 2009, σ. 140.
[117]. Ε.Α. Ζαχαριάδου, Δέκα Τουρκικά Έγγραφα…, ό.π., σ. 24.