Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
Οι κινηματογράφοι κλειστοί και η πόλη έρημη· βοριάς και στέγνη. Θυμήθηκα αίφνης τη ρημαγμένη πόλη του Νίκου Νικολαΐδη στην Πρωινή περίπολο (1987). Υπόγεια σκοτάδια που μπάζουν νερά. Οι κινηματογράφοι άδειοι, μα οι ταινίες συνεχίζουν να παίζουν αυτόματες· και το σελιλόιντ ρίχνεται χύμα πάνω στη γυναίκα (Μισέλ Βάλεϊ). Ακόμα δεν υπήρχε Νέτφλιξ και Γιουτιούμπ – αρχαία εποχή.
Η Πρωινή περίπολος από τα αταξινόμητα φιλμ του νέου ελληνικού κινηματογράφου – ο Βακαλόπουλος, στην «ελληνική δέσμη», τη βάζει με τις ταινίες που «θρηνούν για ένα ανύπαρκτο μέλλον», ώσπου… ο σουρεαλισμός της πραγματικότητας το ’κανε υπαρκτό. Θυμήθηκα τις εικόνες της καταστροφής και της ερήμωσης, στη θαυμάσια φωτογραφία του Ντίνου Κατσουρίδη, κι έβαλα να ξαναδώ την ταινία, μέρες πούναι. Διαφυγή απ’ την πραγματικότητα; – τόσο οικεία στη γενιά που μεγάλωνε μετά τον πόλεμο με σινεμά και ροκ-εν-ρολ· ένας αυτοαναφορικός μονόλογος – από τη μέση κι έπειτα γίνονται δύο. Αν ποίηση είναι να χτίζεις από υλικά της πραγματικότητας έναν κόσμο φανταστικό, που είναι κι αυτός παράδοξα πραγματικός –έστω ως προσωπική μυθολογία–, τότε ας παραδεχτούμε ότι η Πρωινή περίπολος αγγίζει την επικράτεια της ποίησης. Την επισκέπτεται; Την κατορθώνει; Πιθανόν· ως κλειστοφοβική εμμονή. Μου θύμιζε πάντως, τώρα που την ξαναείδα, η Περίπολος, την Εκδρομή (1966) του Τάκη Κανελλόπουλου. Ο Τάκης είναι μια γενιά μπροστά απ’ τον Νίκο.
Έρημη πόλη –οι Αθήνες απ’ άκρου εις άκρον–, εξωτερικά πλάνα, τοπίο εσωτερικό· σα να κοιτάς, όπως λέει ο Νικολαΐδης, από μέσα έξω· σαν που κοιτάμε τις μέρες της καραντίνας. Μια γυναίκα –Ευριδίκη; Βέρα; Όπως οι άλλες του σκηνοθέτη;– ψάχνει διαφυγή από την πόλη, την καψαλισμένη από μιαν άγνωστη αρρώστια-καταστροφή, που τη φρουρούν οι περίπολοι αόρατης φονικής εξουσίας· άρρωστοι κι αυτοί, με πρόσωπα που κρύβουν αντιασφυξιογόνες μάσκες. Η γυναίκα, που έχει το χέρι της μπανταρισμένο, πληγιασμένο, δεν θυμάται πώς και τι. Ή μάλλον θυμάται κι αναπολεί το Μοντερέι, τον παραμυθένιο πύργο της Ρεβέκκας του Χίτσκοκ/Ντε Μωριέ, κάποιο νησί που πήγαιναν μικροί και τον Μεγάλο ύπνο του Χωκς/Τσάντλερ. Προσπαθεί να φτάσει στη δυτική θάλασσα, που κανείς δεν ξέρει αν υπάρχει. Θα τη βοηθήσει ένας φρουρός της περιπόλου (Τάκης Σπυριδάκης), που η γυναίκα τον κρατά αιχμάλωτο παίρνοντάς του τα χάπια που καλμάρουν την αρρώστια που έχει εξολοθρεύσει όλους: «κρύο και πόνος στα κόκαλα και μετά πυρετός».
Τι είναι αυτό που πάει να σε υπνωτίσει στην ταινία; Η φωτογραφία με τα καφέ, τα πράσινα του οξυδωμένου χαλκού, τα κοκκινόγκριζα και τα μαύρα; Τα σκηνικά της Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου που μετατρέπουν την πόλη σε σκηνικό επιστημονικής φαντασίας; Ή το κλασικό «αμερικάνικο» αφηγηματικό ντεκουπάζ του σκηνοθέτη; Ίσως όλα μαζί. Μπορεί το αίσθημα, ξαναβλέποντας την ταινία, να μοιάζει με τον γρίφο της φράσης του Τσάντλερ, που ακούγεται πολλές φορές: «Πετρέλαιο και νερό είναι το ίδιο με τον άνεμο για σένα». Μοιάζει πως κάτι πάει να πει, μα πώς; Αλήθεια, τι θα πει αυτό; Είναι πόζα εφηβική, «ήμουν δώδεκα ήμουν δεκάξι»; – τόσο αγαπητή και σήμερα στους γεροντονεολαίους; Είναι όραμα αποκαλυπτικό; Είναι ενός γκόθικ μιούζικαλ η ελαφρότητα, ή είναι της τραγωδίας η πίσω όψη; Σκοτώνονται πολλοί στην ταινία για να πάρεις την ιστορία ελαφρά, και, όπως λέει ο σκηνοθέτης: «Πώς να το κάνουμε. Δεν μπορώ να βλέπω έναν ωραίο θάνατο στην οθόνη, τη στιγμή που ο θάνατος είναι ένα γεγονός τόσο τραγικά άσχημο». Ίσως στοιχειώνει η μνήμη του εγκλεισμού, που, όπως λέει ο Νικολαΐδης: «με καταδιώκει από την περίοδο 1943-’46». Το σίγουρο είναι πως και αυτή η ταινία, όπως και οι υπόλοιπές του, έχουν κάτι αυτοβιογραφικό, ερμητικά προσωπικό, κάτι μισοειπωμένο, που κρύβεται μέσ’ τις μυθολογίες της μεταπολεμικής ποπ κουλτούρας, του νουάρ, του χόλιγουντ, των αστυνομικών μυθιστορημάτων, των κόμικς· κάτι ανέκφραστο, μα τυπωμένο στο σελιλόιντ· μια (ηθελημένη;) αμνησία που πασχίζει να γίνει η μνήμη μιας γενιάς που έζησε στη σκιά της γενιάς του πολέμου: «Όταν δεν υπάρχει μνήμη, δεν υπάρχει και ιστορία. Έγραψα λοιπόν τη δική μου ιστορία και κάποιας μερίδας από τη γενιά του ’50 μέσα από τις μνήμες του παρελθόντος μου, αλλά και του μέλλοντός μου… Έπρεπε και το δικό μας παρελθόν και η επέμβασή μας στην ιστορία αυτού του τόπου να μην πνιγεί. Αυτό μόνο έκανα και το τονίζω πάλι, για λόγους πάντα προσωπικούς».
Νάτο! Η Πρωινή περίπολος είναι κι αυτή μνήμη, που σαν αδιευκρίνιστης προέλευσης τραύμα δένεται με τις παυσίπονες γάζες της φαντασίας· τραύμα προσωπικό που κάποιου άλλου τα χέρια ξετυλίγουν για να πλύνουν την πληγή· παρών αγκιστρωμένο στο παρελθόν, το μέλλον ξεκινάει τώρα. Κι αν δεν επιζήσουν για να βγουν στην άλλη όχθη; Ο Νικολαΐδης προφητεύει το τέλος: «Λένε ότι μετά το ποτάμι κάτω στην κοιλάδα του θανάτου, στο χάσιμο του φεγγαριού επτά άγγελοι προσεύχονται γι’ αυτούς που φεύγουν απ’ την πόλη. Και όταν η μάχη τελειώσει και πέσει ο καπνός σε περνάνε απέναντι. Ζωντανό ή νεκρό δεν έχει καμιά σημασία». Οι δύο, μισοπεθαμένος ο άντρας, τον βαστά η γυναίκα –αντίστροφα από την Εκδρομή–, μένουν στη μέση του συνόρου, στο ποτάμι που καθρεφτίζει το φως της σελήνης.
Θυμάστε τους Δώδεκα πιθήκους (1995), του Τέρι Γκίλιαμ; Με λίγα λόγια η ιστορία: Το 2035, ένας μεταλλαγμένος ιός, που το 1996 η τρομοκρατική οργάνωση «Δώδεκα πίθηκοι» διέσπειρε επίτηδες από το εργαστήριο σ’ όλο τον πλανήτη, έχει αφανίσει σχεδόν όλους τους ανθρώπους. Οι επιζήσαντες ζουν βαθιά μέσα στη γη και έχουν αναπτύξει μια τεχνολογία να τους γυρίζει στο παρελθόν. Αν στείλουν κάποιον στο 1996 και βρει την πηγή του ιού, θα μπορέσουν να φτιάξουν το εμβόλιο, που θα τους επιτρέψει να γυρίσουν στην επιφάνεια, χωρίς να κινδυνεύουν. Σας θυμίζει τώρα κάτι; Ακριβώς! Η ζωή αντιγράφει την τέχνη.
Ο Τζέιμς Κόουλ (Μπρους Γουίλις), βαρυποινίτης κρατούμενος σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, γίνεται εθελοντής για το ταξίδι στον χρόνο, με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Κατά λάθος φθάνει στο 1990, όπου με τα τρελά που λέει τον κλείνουν σε ψυχιατρείο. Παρότι θεωρείται επικίνδυνος, τον κουράρει η ψυχίατρος Κάθριν Ρέιλι (Μαντλίν Στόου), η οποία πιστεύει ότι θα τον θεραπεύσει. Ο έγκλειστος παρανοϊκός ακτιβιστής Τζέφρι Γκόινς (Μπραντ Πιτ), ο μόνος που τον πιστεύει, τον βοηθά να δραπετεύσει. Ο Κόουλ θα «αποσυρθεί» από τους επιστήμονες του 2035. Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες θα φθάσει τελικά στο 1996, όπου απαγάγει τη Ρέιλι και την ερωτεύεται. Θα υποψιαστεί για τη διασπορά του ιού τον Τζέφρι, ο οποίος έχει βγει από την κλινική και έχει ιδρύσει την ακτιβιστική φιλοζωική οργάνωση «Δώδεκα πίθηκοι», καθώς ο πατέρας του, ο δρ. Γκόινς (Κρίστοφερ Πλάμερ), κάνει πειράματα με ιούς σε ζώα. Αλλά έκαναν τελικά οι «Δώδεκα πίθηκοι» τη διασπορά; Επιπλέον, ο Κόουλ, που λέει πως ήρθε από το μέλλον, είναι στα καλά του; Η αστυνομία τον καταδιώκει ως παρανοϊκό για την απαγωγή της Ρέιλι·εκείνη όμως τον πιστεύει· κι εκείνος αρχίζει να πείθεται πως είναι τρελός.
Θα μπορούσε να είναι η ταινία των απανταχού «ψεκασμένων», αν η ταινία δεν έβαζε προφητικά στη συζήτηση το θέμα των πειραμάτων με τους ιούς, που έχει γίνει τόσο τραγικά επίκαιρο. Ο βαρώνος της φαντασίας, ο «τρελάρας του σινεμά», όπως τον χαρακτηρίζουν, ο Τέρενς Βανς Γκίλιαμ –του οργουελικού Μπραζίλ (1985), του Βασιλιά της μοναξιάς (1991), του Μινχάουζεν (1988), του Δον Κιχώτη (2018)–, ένας από τους Μόντι Πάιθονς, εμπνέεται εδώ από τη γαλλική μικρού μήκους ταινία του Κρις Μαρκέρ, Η προκυμαία (1962). Οι προφητείες για το εφιαλτικό, αποκαλυπτικό μέλλον, που ήταν κάποτε λαϊκό ανάγνωσμα του συρμού, έχουν μετακομίσει στο σινεμά. Αλλά, ο Γκίλιαμ τραβάει την εφιαλτική φαντασία στα άκρα, αφήνοντας τον θεατή να αναρωτιέται ποιος είναι ο τρελός, θυμίζοντας στην αινιγματική σχέση της ψυχιάτρου με τον ασθενή τον Δεσμώτη του ιλίγγου (1958) του Χίτσκοκ.
Μα είναι όντως ο Κόουλ τρελός; Οι πρωταγωνιστές της ταινίας –κι η κάμερα– βρίσκονται σε ακατάπαυστο τρεχαλητό, ομοίωση της ζωής στις μεγαλουπόλεις. Ο φόβος ότι οι πολύβουες πόλεις κάποτε θα ερημωθούν και θάρθουν λιοντάρια και αρκούδες γίνεται εικόνα της ταινίας. Είναι που ο κόσμος έχει γίνει εξωφρενικός και παράξενος, ξεπερνώντας τη σάτιρα, όπως λέει ο Γκίλιαμ; Είναι γιατί ο άνθρωπος έχει χάσει την ισορροπία στη σχέση του με τη φύση; Ή μήπως έχουμε όλοι χάσει τα φρένα του μυαλού μας; Το σίγουρο είναι πως σήμερα, για να δούμε τα μέλλοντα, περιμένουμε να τα δούμε σε ταινία, στο σινεμά. Κι όταν έρθουν, καληώρα, άντε να πιστέψεις ότι δεν είναι σενάριο επιστημονικής (κινηματογραφικής) συνωμοσίας.