Ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος και η γεωπολιτική σημασία της νίκης για την Ελλάδα
του Θόδωρου Μπατρακούλη από τη Ρήξη τ. 89
Μετά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, παρά την ευνοϊκή διευθέτηση του Κρητικού Ζητήματος, η Ελλάδα βρισκόταν σε δυσμενή θέση τόσο από άποψη εσωτερικής κατάστασης, όσο και από άποψη κύρους σε διεθνές επίπεδο. Εκτός από την ταπεινωτική ήττα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον πόλεμο του 1897, η πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα ήταν ιδιαίτερα άσχημη. Η χώρα αντιμετώπιζε συσσωρευμένα προβλήματα με αβέβαιη έκβαση και υπήρχε μια διάχυτη αίσθηση ηθικής και πολιτικής τελμάτωσης. Η Ελλάδα παρέμενε χώρα με αγροτικό χαρακτήρα. Το άλυτο από την εποχή του 1821 αγροτικό πρόβλημα(1), που το έκανε ακόμα οξύτερο η ύπαρξη των τσιφλικιών με τις αυξανόμενες μάζες των ακτημόνων καλλιεργητών, επέτεινε η προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα (1881). Η αγροτική τάξη μόλις είχε αρχίσει να αποκτά συνείδηση των δικαιωμάτων της, με αγώνες που ξεκίνησαν από τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας(2).
Την ίδια περίοδο κυριαρχούσε ιδεολογικά η Μεγάλη Ιδέα, σε συνδυασμό με την εξέλιξη του Ανατολικού Ζητήματος(3) και με τις επιδιώξεις για απελευθέρωση των υποδούλων ομοεθνών. Το κίνημα των Νεοτούρκων, που κηρύχθηκε στο όνομα της ισοπολιτείας των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το συνακόλουθο κλίμα νεωτερισμού-εκσυγχρονισμού, προκαλούσαν αβίαστα σύγκριση με τη στασιμότητα που υπήρχε στην Ελλάδα. Η αλλαγή ήρθε με το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί, στις 15/28 Αυγούστου του 1909, από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο – μια ένωση νεώτερων αξιωματικών, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά. To κίνημα απέκτησε σε σύντομο χρονικό διάστημα ευρεία κοινωνική συναίνεση (4). Κάλεσε ως πολιτικό σύμβουλό του τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αγωνιστή και πολιτικό άνδρα με σημαντικές περγαμηνές εναντίον της αυταρχικής διακυβέρνησης του αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου και της ξενοκρατίας στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη. Και υπό την καθοδήγησή του το κίνημα αυτό οδήγησε το ελληνικό κράτος σε μια προσπάθεια αναδιοργάνωσης. Ωστόσο, η αλλαγή, αφού γινόταν με την πρωτοβουλία στρατιωτικών, εμπεριείχε «και όλα τα εγγενή ελαττώματα των στρατιωτικών κύκλων, που η εμβέλεια των προοδευτικών τους αντιλήψεων δεν ξεπερνά ορισμένα στενά όρια μεταρρυθμίσεων»(5). Ο Βενιζέλος το 1910 επέστρεψε στην Ελλάδα από την Ελβετία και ίδρυσε το Κόμμα των Φιλελευθέρων σχηματίζοντας για πρώτη φορά κυβέρνηση (15 Οκτωβρίου 1910). Το 1912 πραγματοποιήθηκαν νέες εκλογές κατά τις οποίες ο Βενιζέλος θριάμβευσε. Πανίσχυρος πλέον, έβαλε μπρος την πραγματοποίηση του στόχου για εκδίωξη των Τούρκων από τα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πολιτικός ο οποίος κράτησε στα χέρια του το πηδάλιο της Ελλάδας μετά το 1910, ήταν ένθερμος υπέρμαχος της Μεγάλης Ιδέας στην εδαφική εκδοχή της. Προσπάθησε να πραγματοποιήσει τη Μεγάλη Ιδέα στρεφόμενος κυρίως εναντίον της Τουρκίας, αφενός, και της Ιταλίας, αφετέρου(6).
Οι πολιτικοί αναπροσανατολισμοί των χριστιανικών βαλκανικών κρατών (Σερβία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο), που ανταποκρίθηκαν στις κυρίως ρωσικές και γαλλικές προτροπές, οδήγησαν στη συγκρότηση μιας αντιοθωμανικής συμμαχίας από αυτά τα κράτη. Ο ελληνικός στρατός, μετά από πεισματώδη μάχη και κατάληψη της Ελασσόνας, πέτυχε καθοριστική νίκη εναντίον του τουρκικού στρατού σε μια φονική μάχη για τη στρατηγική θέση του Σαραντάπορου (9-10 Οκτωβρίου)(7), που άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οι εύστοχες διπλωματικές επιλογές και οι πολιτικές κινήσεις του πρωθυπουργού (και υπουργού των Στρατιωτικών) Ελευθερίου Βενιζέλου και του αρχιστρατήγου τότε διαδόχου Κωνσταντίνου, συνέβαλαν στη θετική έκβαση του πολέμου υπέρ της Ελλάδας.
Χρειάστηκε βεβαίως η επιβολή της διαταγής Βενιζέλου να προχωρήσει ο ελληνικός στρατός προς τη Θεσσαλονίκη, παρά την αρχική επιλογή του αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου και τις αντίθετες γνώμες των επιτελικών του, που ήθελαν Γερμανούς οργανωτές του ελληνικού στρατού(8). Μετά τη σχετική διαταγή της οθωμανικής κυβέρνησης και την απόφαση του αρχιστρατήγου Ταξίν πασά να παραδώσει την πόλη χωρίς όρους στον αρχιστράτηγο των ελληνικών δυνάμεων, πραγματοποιήθηκε η θριαμβευτική είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 2012. Έτσι πρόλαβαν την προέλαση προς την πόλη μικτού σερβοβουλγαρικού αποσπάσματος, το οποίο ακολουθούσε η βουλγαρική στρατιά υπό τον στρατηγό Θεοδωρώφ. Όταν βουλγαρικά αποσπάσματα θέλησαν να μπουν στην πόλη, η 7η μεραρχία και τα ευζωνικά τάγματα τα εμπόδισαν. «Από τη στιγμή αυτή η ελληνοβουλγαρική συμμαχία είχε διαλυθεί. Όμως, επειδή ακόμα οι Τούρκοι βαστούσαν στην Ήπειρο και αλλού, κρατήθηκαν τα προσχήματα»(9). Εξάλλου, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου καταλήφθηκαν από το Ελληνικό Ναυτικό το 1912, κατά τη διάρκεια του πολέμου, με την εξαίρεση των νησιών της Δωδεκανήσου, τα οποία είχαν καταλάβει οι Ιταλοί νωρίτερα τον ίδιο χρόνο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο καταργήθηκε εν τοις πράγμασι το οθωμανικό «εγιαλέτ των νησιών»(10).
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι (Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Μαυροβούνιοι) σάρωσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από τις μεγάλες πόλεις, οι Οθωμανοί έλεγχαν ακόμα μόνο την Αδριανούπολη, τα Γιάννενα και τη Σκόδρα. Οι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι, αλλά και το Δυρράχιο, και έτσι μέρος της Αλβανίας αφαιρέθηκε από τους Οθωμανούς. Οι Βούλγαροι είχαν σημειώσει μεγάλη προέλαση στη Θράκη. Νίκησαν στη μάχη του Διδυμότειχου και προχώρησαν. Αν δεν τους εμπόδιζαν η χολέρα και η τουρκική αντίσταση στην Τσατάλτζα, θα έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη.
Στις 20 Νοεμβρίου 1912, Σέρβοι, Βούλγαροι και Μαυροβούνιοι δέχτηκαν την αίτηση της οθωμανικής κυβέρνησης και υπέγραψαν ανακωχή. Οι Έλληνες εξακολούθησαν τον πόλεμο, διότι, ενώ απελευθερώθηκαν η Πρέβεζα και η υπόλοιπη Ήπειρος, ο οθωμανικός στρατός που κρατούσε τα Γιάννενα τους δυσκόλεψε στις αρχές του χειμώνα του 1913(11). Τελικά, μετά από πολλές επιθέσεις, έπεσε το οχυρό Μπιζάνι και, στις 21 Φεβρουαρίου, ο Τούρκος στρατηγός Εσσάτ πασάς παρέδωσε τα Γιάννενα στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο(12).
Οι Νεότουρκοι, μετά τις ήττες τους, αναγκάστηκαν να ζητήσουν νέα ανακωχή και έδωσαν εντολή στους αντιπροσώπους τους στο Λονδίνο να υπογράψουν τη συνθήκη ειρήνης (17 Μαΐου 1913). Με το άρθρο 2 της Συνθήκης του Λονδίνου, η κυβέρνηση του σουλτάνου παραχωρούσε στους συμμάχους «όλα τα εδάφη της Αυτοκρατορίας αυτού τα ευρισκόμενα εις την ευρωπαϊκήν ήπειρον προς δυσμάς γραμμής διηκούσης από του Αίνου κατά το Αιγαίον, εις την Μήδειαν κατά τον Εύξεινον Πόντον, εξαιρουμένης της Αλβανίας». Με το άρθρο 3, τα σύνορα της Αλβανίας και άλλα ζητήματα που αφορούσαν την ανεξαρτησία της χώρας αυτής «ανετίθεντο εις τας Μεγάλας Δυνάμεις». Με το άρθρο 5, στις ίδιες Δυνάμεις «ενεπιστεύτο η φροντίς να αποφασίσωσι περί της τύχης απασών των νήσων του Αιγαίου, εξαιρουμένης της Κρήτης και της χερσονήσου του όρους Άθω». Δηλαδή, οι Τούρκοι, με εξαίρεση την Κρήτη, ανέθεσαν στις Μεγάλες Δυνάμεις τη φροντίδα να αποφασίσουν για την τύχη των άλλων νησιών του Αιγαίου(13).
Οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13 και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ματαίωσαν αμετάκλητα τους οποιουσδήποτε υπερεθνικούς οραματισμούς και απόπειρες. Όμως, ταυτόχρονα, οι νίκες των χριστιανικών βαλκανικών κρατών άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στην ευρωπαϊκή ιστορία. «Ό,τι είχαν κηρύξει από πολλά χρόνια πριν οι ηγέτες της αστικής τάξης, τον καιρό που ανέβαινε και ο εθνικισμός της ήταν ακόμα αγνός, πραγματοποιήθηκε. Οι βαλκανικοί λαοί μόνοι τους κανόνισαν τους λογαριασμούς τους με την Τουρκία»(14). Για την Ελλάδα, το αποτέλεσμα των βαλκανικών πολέμων ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Η ελληνική επικράτεια ουσιαστικά διπλασιάστηκε. Μεγάλη σημασία είχε η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης λόγω της δεσπόζουσας γεωπολιτικής θέσης που κατέχει η πόλη στα Βαλκάνια και η οποία εξηγεί το μεγάλο ενδιαφέρον των Βουλγάρων, αλλά και των Σέρβων, να προηγηθούν για να καταλάβουν την πόλη.
Τη Συνθήκη του Λονδίνου ακολούθησε η Συνθήκη των Αθηνών, τον Νοέμβριο του 1913, και η Διακοίνωση των έξι Μεγάλων Δυνάμεων τον Φεβρουάριο του 1914. Τελικό αποτέλεσμα των τριών αυτών κειμένων ήταν η παραχώρηση στην Ελλάδα όλων των νησιών που είχε καταλάβει, εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο και τις Λαγούσες, που αποδόθηκαν στην Τουρκία και, βεβαίως, τα Δωδεκάνησα, που είχε ήδη καταλάβει η Ιταλία.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις γνώρισαν μια ένταση, από τις αρχές του 1914, εξαιτίας της ασυμφωνίας των δύο κρατών αναφορικά με το μελλοντικό καθεστώς των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου. Κατά τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (Φεβρουάριος 1914), οι έξι ευρωπαϊκές Δυνάμεις έλυσαν το ζήτημα του καθεστώτος των νησιών του Αιγαίου με τον εξής τρόπο: τα Δωδεκάνησα, με εξαίρεση το Καστελόριζο (Μεγίστη), παρέμεναν υπό την κατοχή της Ιταλίας. Τα άλλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου Πελάγους, με εξαίρεση τα νησιά Τένεδος, Ίμβρος και Λαγούσες, παραχωρούνταν, «κατά απόλυτη κτήση», στην Ελλάδα(15). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία επέμενε να διεκδικεί τη διατήρηση της πλήρους κυριαρχίας της εφ’ όλων των νησιών και την αποστολή τουρκικής φρουράς στη Χίο και τη Λήμνο. Ο Βενιζέλος απέρριψε τις τουρκικές αξιώσεις και, κατά τα τέλη Απριλίου του 1914, οι δύο χώρες έφθασαν στα πρόθυρα νέου πολέμου(16). Ας σημειωθεί ότι η κλιμάκωση των διωγμών κατά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τους Νεοτούρκους το 1914 αποσκοπούσε και στον εξαναγκασμό της Ελλάδας να συμβιβαστεί στο θέμα των νησιών.
Σημειώσεις
(1)Βλ. Κώστας Βεργόπουλος, Tο αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, Aθήνα: Eξάντας, 1975.
(2)Βλ. Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας 1821-1974, Αθήνα Εκδ. Πατάκη, 1998/2003, σ. 8, 55-56.
(3)Για το Ανατολικό Ζήτημα βλ. και στο υπό έκδοσιν βιβλίο του Θόδωρου Μπατρακούλη «Eυρώπη και Ανατολικά Ζητήματα», κεφ. Γεωπολιτικά-γεωιστορικά προλεγόμενα
(4)Apostolos Vacalopoulos, Histoire de la Grèce moderne, Horvath, 1975, σ. 211.
(5)Τ. Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας …, 1998/2003, όπ. π., σ. 7.
(6)Βλ. A. F. Frangoulis, La Grèce et la crise mondiale, Paris: F. Alkan, 2e édition, 1926, vol. I., passim. Γ. Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήνα, 1931, τόμος Α’ passim.
(7)Γ. Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήνα, 1931, τόμος Α’ σ. 109. Γ. Κορδάτος, Mεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 1960, Τόμος 13, σ. 291.
(8)Γ. Κορδάτος, Mεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 1960, Τόμος 13, σ. 291-296. Για τις πολιτικές διαμάχες ανάμεσα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και την πλευρά του τότε διαδόχου Κωνσταντίνου κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων βλ. Helen Gardicas-Katsiadakis, Greece and the Balkan Imbroglio: Greek Foreign Policy; 1911-1913, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Athens, 1995, σ. 74-76
(9)Γ. Κορδάτος, Mεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 1960, όπ. π., Τόμος 13, σ. 297-298.
(10)Encyclopédie de l’Islam, Vol. II, G.-P. Maisonneuve & Larose, Paris, 1965, pp. 534-535. I. H. Uzuncarsili, Osman devletinin merkez ve bahriye teskilatι (: Διοικητικό Κέντρο του οθωμανικού κράτους και οργάνωση του Ναυτικού), Ankara: 1948, σσ. 420-422.
(11)Γ. Κορδάτος, Mεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 1960, Τόμος 13, όπ. π., σ. 299.
(12)Γ. Κορδάτος, Mεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 1960, Τόμος 13, όπ. π., σ. 300.
(13)Γ. Κορδάτος, Mεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 1960, όπ. π., Τόμος 13, σ. 303.
(14)Γ. Κορδάτος, Mεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 1960, όπ. π., Τόμος 13, σ. 301-302. Βλ. και τα σχετικά αποσπάσματα από άρθρα του Βλαντιμίρ Ι. Λένιν στην εφημερίδα των Ρώσων μπολσεβίκων Πράβντα [Νο 149, 21 Οκτωβρίου/3 Νοεμβρίου 1912 και Νο 74 (278), 29 Μαρτίου/11 Απριλίου 1913], τα οποία παραθέτει ο Κορδάτος.
(15)Πρβλ. Bilal N. Simsir (επιμ.), Ege Sorunu-Belgeler (: Το πρόβλημα του Αιγαίου: Εγγραφα), Τόμος Β’, Aγκυρα, 1976, σ. XXVII.
(16)B. Simsir, Ege Sorunu-Belgeler (Το πρόβλημα…), Τόμος Α’, 1976, όπ. π., σ. XIII-IIV.
(17)Βλ. Μαργαρίτης Ευαγγελίδης, Υπόμνημα περί των Δικαιωμάτων και Παθημάτων των Εστιών του Πολιτισμού Μικράς Ασίας και Θράκης, Αθήνα: 1918, σ. 77-100. Ιάκωβος Ακτσόγλου, Η εξόντωση του μισητού λιονταριού, 2005, όπ. π., ιδιαίτ. σ. 93-118.
2 ΣΧΟΛΙΑ
Με τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους διασώθηκαν οι Έλληνες της Μακεδονίας που δεν είχαν καταφέρει ακόμη να εξολοθρεύσουν ή να διώξουν οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι. Στον πρώτο πόλεμο οι Τούρκοι συνετρίβησαν υπό τη συμμαχία των βαλκανικών λαών και φάνηκε ξανά ότι μόνο όταν είναι πολύ περισσότεροι μπορούν να επιβληθούν.
Για τους πολέμους αυτούς και γενικότερα την ιστορία του μακεδονικού ελληνισμού και του νεότερου ελληνικού κράτους μπορεί κανείς να διαβάσει το βιβλίο του Κώστα Βακαλόπουλου ‘Νεοελληνική ιστορία: 1204-1940’. Κριτική του υπάρχει εδώ:
http://www.argonautis.eu/neoelliniki_istoria.htm
Συγχαρητήρια για την έμφαση που δίνετε στην ιστορία. Χωρίς μνήμη δεν υπάρχει κοινωνία.
Μπράβο στο Άρδην που αναδεικνύει την μεγάλη, προ εκατονταετίας εξόρμηση, εξόρμηση του Ελληνισμού για την εθνική του ολοκλήρωση! Είναι τραγικό, ότι πέρα από κάνα δυο εκπομπές στην κρατική τηλεόραση και την γνωστή εκδήλωση της Θεσσαλονίκης, το θέμα έχει θαφτεί. Ή ακόμη χειρότερα, το ΄΄γιορτάζουμε΄΄, προβάλλοντας πλειάδα τουρκικών σήριαλ και ειδικά τον….. Σουλεϊμάν !!!
Αλλά τι να περιμένει κανείς από έναν λαό που κάνει….. πάρτυ στον Αβέρωφ!!! Η επέτειος είναι μια καλή ευκαιρία να θυμηθούμε, τις μεγάλες μας δυνατότητες όταν αποφασίσουμε να εργαστούμε σοβαρά, να ξεπεράσουμε τις διαιρέσεις μας αλλά και να επιλέξουμε εμπνευσμένες ηγεσίες. Τρία χρόνια πριν το …..θαύμα όλη η Ελλάδα ήταν σε μαζική κατάθλιψη και παρακμή σε μια κατάσταση που εκπληκτικά θύμιζε την σημερινή! Ευτυχώς ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος επέλεξε το ρίσκο της κλήσης Βενιζέλου και κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή άλλαξε τον ρου της ιστορίας! Όσο για εμάς, όσο θα προτιμούμε την…..σιγουριά της επόμενης δόσης, θα συνεχίσουμε να είμαστε το οικονομικό…..πρεζόνι του πλανήτη!