Η παράδοξη ιστορία ενός προϊόντος στο καταναλωτικό τοπίο του Γ΄ Ράιχ
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από την Ρήξη φ. 139
Στη Γερμανία της δεκαετίας του ’30, υπό τη σκέπη του ναζιστικού καθεστώτος, ένας Άρειος πολίτης μπορούσε κάλλιστα να αγοράσει μια σοκολάτα ενισχυμένη με μεθαμφεταμίνη από οποιοδήποτε παντοπωλείο σε ολόκληρη την επικράτεια του Γ΄ Ράιχ και να σπιντάρει με τις ευλογίες του Αδόλφου Χίτλερ. Αν, όμως, επέλεγε να πιει μία κούπα κανονικού καφέ, τότε είχε ξεκάθαρα αποκλίνει από τη χρηστή πρακτική που προέτασσε ως ιδανική την πόση αφεψήματος καφέ άνευ παρουσίας καφεΐνης.
Σήμερα, είναι παντελώς άγνωστη η σχέση των ναζί και του ντεκαφεϊνέ, παρά το γεγονός ότι ήταν ένα από τα προϊόντα που συνδέθηκαν αναπόσπαστα με το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα και την καταναλωτική πολιτική του πριν, αλλά κυρίως μετά την αναρρίχησή του στην εξουσία, το 1933. Οι λάτρεις του ντεκαφεϊνέ, που είναι τόσοι, όσοι και οι ορκισμένοι εχθροί του, μάλλον οφείλουν πολλά στους ναζί και συγκεκριμένα σε έναν συνοδοιπόρο τους, κάποιον επιχειρηματία ονόματι Λούντβιχ Ροζέλιους, ο οποίος έκανε τη διάδοσή του σκοπό ζωής, βγάζοντας χρήμα με το τσουβάλι στην πορεία.
Όπως πολλές επιστημονικές ανακαλύψεις, ο ντεκαφεϊνέ προέκυψε κατά λάθος κάπου στα 1903, όταν ο Χίτλερ ήταν ακόμη 14 ετών και δεκαετίες μακριά από την εξουσία. Εκείνη τη χρονιά, ο Ροζέλιους, μεγαλοεισαγωγέας καφέ από τη Βρέμη, είχε παραγγείλει μια μεγάλη ποσότητα κόκκων καφέ από τη Βραζιλία. Όταν το πλοίο με το φορτίο έφτασε στη Γερμανία, ανακαλύφθηκε πως ο καφές βρισκόταν βυθισμένος σε θαλασσινό νερό μέσα στο αμπάρι του πλοίου. Ο πάνω απ’ όλα, επιχειρηματίας, Ροζέλιους, μη θέλοντας να χάσει εντελώς το φορτίο, ανέθεσε στους ειδικούς της εταιρείας του να διασώσουν ό,τι μπορούσαν και μετά από έλεγχο διαπιστώθηκε ότι το θαλασσινό νερό είχε αφαιρέσει την περισσότερη καφεΐνη, αλλά η γεύση, εκτός από μια δόση αλμύρας, ήταν παρόμοια με αυτήν του κανονικού καφέ. Η διαδικασία βελτιώθηκε με τη χρήση χημικών και το 1906 ο Ροζέλιους εξασφάλισε την πατέντα της μεθόδου αποκαφεΐνοποίησης του καφέ και ίδρυσε την εταιρεία HAG (Kaffee Handels–Aktiengesellschaft).
Ο Ροζέλιους προώθησε το προϊόν του ως υγιεινότερο σε σχέση με τον καφέ με καφεΐνη, την οποία θεωρούσε δηλητήριο και υπεύθυνη για τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του (από τον οποίο είχε κληρονομήσει την εταιρεία εισαγωγής καφέ). Το παρανοϊκό στην υπόθεση είναι ότι η μέθοδος Ροζέλιους έκανε χρήση βενζολίου για την αφαίρεση της καφεΐνης, ουσίας που σήμερα θεωρείται άκρως καρκινογόνος και επικίνδυνη και, λίγο πολύ, η HAG επί δεκαετίες δηλητηρίαζε συστηματικά τους πελάτες της, προωθώντας ένα προϊόν που υποτίθεται πως ατσάλωνε την υγεία. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι η χρονική εμφάνιση του ντεκαφεϊνέ ήταν απολύτως επίκαιρη και η ζήτηση για το προϊόν απογειώθηκε. Ο Ροζέλιους επεκτάθηκε γρήγορα στην Ευρώπη με την επωνυμία Sanka (από το Sans Caffeine, διότι οι Γάλλοι δεν μπορούσαν να προφέρουν το H στο HAG) και το 1914 άνοιξε τη θυγατρική του στη Β. Αμερική, υπό την αιγίδα της General Foods. Οι ειδικοί της εταιρικής ιστορίας τείνουν να συμφωνήσουν στο ότι, αν δεν είχαν μεσολαβήσει δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ο Ροζέλιους θα είχε καταλάβει όλον τον κόσμο με τον ντεκαφεϊνέ, με τρόπο που οι ναζί δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα.
Στη ναζιστική Γερμανία, βέβαια, υπό ένα καθεστώς αφοσιωμένο στη βιολογική υγεία, ο ντεκαφεϊνέ μεταβλήθηκε σε εργαλείο-ματζούνι κατά πάσας νόσου και επενδύθηκε με ιδεολογικό-φυλετικό συμβολισμό, διότι υποσχόταν να καθαρίσει το «Volk» από τις τοξίνες και να ανυψώσει την άρεια φυλή σε νέα ύψη μεγαλείου. Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι ο ντεκαφεϊνέ έγινε τόσο δημοφιλής, τόσο γρήγορα, στην προναζιστική Γερμανία. Η χώρα είχε μόλις βγει από έναν παγκόσμιο πόλεμο και είχε καταληφθεί από μια τρελή μόδα για άθληση, αναζωογόνηση του πληθυσμού και επιστροφή στη φύση και τις αρχαίες πρακτικές διατροφής μετά από τις δραματικές απώλειες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η HAG ισχυριζόταν ότι η καφεΐνη είναι θανατηφόρα και υποσχόταν ότι το προϊόν της έκανε καλό στην καρδιά, ηρεμούσε τα νεύρα και βελτίωνε την απόδοση του ανθρώπου στη δουλειά και τα αθλήματα.
Με την άνοδο των ναζί στην εξουσία, αυτή η μόδα με την άθληση μετατράπηκε σε μια πιο βίαιη εμμονή στη βιολογική μηχανική. Ο ντεκαφεϊνέ ταίριαξε απόλυτα σε αυτό το νέο ιδεολογικό σκηνικό, με τη HAG να γίνεται χορηγός αθλητών-συμβόλων του Γ΄ Ράιχ, όπως ο παγκόσμιος πρωταθλητής πυγμαχίας βαρέων βαρών Μαξ Σμέλινγκ (που το 1941 θα πολεμούσε ως αλεξιπτωτιστής στη Μάχη της Κρήτης). Ο Ροζέλιους πουλούσε ένα προϊόν που υποσχόταν υψηλά επιτεύγματα (ή «Leistung», για να χρησιμοποιήσουμε μια ιδεολογικά επενδυμένη λέξη των ναζί). Επίσης, η φίρμα παρείχε ροφήματα για τις συγκεντρώσεις της χιτλερικής νεολαίας.
Το αποτέλεσμα ήταν η HAG να γίνει ένας από τους κύριους παίκτες στο εμπορικό τοπίο της ναζιστικής Γερμανίας και ο Ροζέλιους μέγας χορηγός του ναζιστικού κόμματος. Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδισε τον απίστευτο Ροζέλιους να διαφημίζει τον ντεκαφεϊνέ του ως κόσερ και να τυπώνει ετικέτες στα εβραϊκά, απευθυνόμενος στους Εβραίους καταναλωτές, όσο τουλάχιστον αυτοί αποτελούσαν οικονομικά ενεργό κομμάτι του πληθυσμού που θα μπορούσε να καταναλώσει. Ο Χίτλερ, όμως, δεν άφηνε κάτι τέτοια να περάσουν έτσι. Ο Ροζέλιους, παρά το χρήμα που είχε καταβάλει στον κομματικό κορβανά, είδε την αίτηση εισδοχής του στο κόμμα να απορρίπτεται δύο φορές -λόγω προφανώς και του γεγονότος ότι είχε στην προσωπική του συλλογή έργα τέχνης που ο φύρερ θεωρούσε «εκφυλισμένα» – και πέθανε το 1943 χωρίς να αξιωθεί να γίνει μέλος του NSDAP.
Ο ντεκαφεϊνέ, όμως, είχε αποκτήσει μια δυναμική πέρα από τον εφευρέτη του και χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί, μαζί με άλλα προϊόντα καθημερινής χρήσης, ως προϊόν-όχημα για να ενσταλάξουν φυλετική συνείδηση στον γερμανικό πληθυσμό. Η αρχική στόχευση των διαφημίσεων της HAG κατά των τοξινών και των δηλητηρίων μπορεί να μην ήταν ρατσιστική, αλλά οι ναζί ευθυγράμμισαν τα προϋπάρχοντα μοτίβα με μια επιθετική φυλετική πολιτική. Η καλή υγεία του «Volk», κατακτημένη με καφέ χωρίς καφεΐνη, μπύρα χωρίς αλκοόλ, καλύτερα φάρμακα ή οτιδήποτε άλλο, απέκτησε νέο νόημα μετά την κατάκτηση της εξουσίας και συνδέθηκε με την καθαριότητα και τον εξαγνισμό της γερμανικής κοινωνίας από «ανεπιθύμητα» στοιχεία και συμπεριφορές.
Ομολογουμένως, οι ναζί είχαν μια εκπληκτική ικανότητα να ενσωματώνουν απλά καθημερινά προϊόντα και διαφημίσεις, όπως και προϋπάρχουσες προκαταλήψεις και ξεκάθαρα ψεύδη (παρόντα έτσι κι αλλιώς στις διαφημίσεις κάθε εποχής), σε μια γενικότερη σταυροφορία με συγκεκριμένους στόχους. Έτσι, η ακραία βιαιότητα του Γ΄ Ράιχ ήταν συγκαλυμμένη με μια επιφανειακή «κανονικότητα» σε πολλές πλευρές της καθημερινής ζωής. Όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που στο Γ΄ Ράιχ απαγορευόταν στις εταιρείες να χρησιμοποιούν τη σβάστικα και τα άλλα σύμβολα του ναζιστικού κόμματος ή τη φωτογραφία του Χίτλερ στις διαφημίσεις των προϊόντων τους. Παρ’ όλα αυτά, οι συμβολισμοί ήταν κάτι παραπάνω από ξεκάθαροι. Με το ξέσπασμα του πολέμου και καθώς ο ίδιος ο πόλεμος έγινε το καθοριστικό χαρακτηριστικό του εθνικοσοσιαλισμού, οι συμβατικές πρακτικές μάρκετινγκ (διαφημίσεις για τα χάπια μεθαμφεταμίνης, περβιτίν, και τις τσίχλες κοκαΐνης για αστείρευτη ενέργεια και παράτολμες δράσεις, μέχρι αυτοκτονίας στο πεδίο της μάχης) συνδέθηκαν αναπόδραστα με, αόρατα για το κοινό, μακάβρια ωστόσο, εγκλήματα.
Ευτυχώς, για τους σημερινούς θιασώτες του ντεκαφεϊνέ, η μέθοδος Ροζέλιους με το βενζόλιο έχει προ καιρού εγκαταλειφθεί και η σχέση ναζισμού-ντεκαφεϊνέ έχει περάσει στη λήθη. Σήμερα, η αφαίρεση της καφεΐνης γίνεται με την ήπια και ασφαλή ελβετική μέθοδο του νερού χωρίς την προσθήκη χημικών.