ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΙΚΙΑΣ
Τίποτα δεν χαρακτηρίζει περισσότερο αυτή τη διάχυτη υφή της ελληνικής δομής, από την ανάπτυξη που παίρνει μετά τον 17ο αιώνα η παροικιακή εξάπλωση του ελληνισμού σε όλον τον χώρο της οικονομικής του δράσης· το φαινόμενο δεν αποτελεί βέβαια παρά έξαρση μιας κατάστασης που ενυπάρχει στις ελλαδικές κοινωνίες από τον πρωταρχικό σχηματισμό τους, φθάνει όμως την φορά αυτή σε τέτοιο μέγεθος, που τείνει να γίνει ένα από τα κυριαρχικά στοιχεία του ελλαδικού συστήματος στα μεταξύ 1800 και 1900 χρόνια(11).
Η παροικία στην αρχή είναι το αποτέλεσμα μιας φυγής· άλλη μορφή στο ίδιο φαινόμενο που προκαλεί τον εποικισμό του ελλαδικού βουνού, πιο ολοκληρωμένη αυτή, καθώς διακόπτει, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ή και οριστικά, κάθε επαφή του πάροικου με τον γενέθλιό του τόπο· ωστόσο, με την παραπέρα ανάπτυξη των αστικών παραγωγικών σχέσεων, η λειτουργία της παροικίας θα αλλάξει· τα μέλη της γίνονται οι προσωπικοί φορείς της επαφής της ελληνικής αγοράς με τον εξωτερικό χώρο, αλλά και οι φορείς συνάμα προς τον εσωτερικό χώρο του νεωτερικού πνεύματος.
Ενδεικτικός είναι σχετικά ο τρόπος που σχηματίζεται, το παροικιακό πληθυσμιακό στρώμα σε μια τυπική, για την ανάπτυξη του φαινομένου στις ευρωπαϊκές χώρες, περίπτωση στην πόλη της Τεργέστης(12).
Η παροικία της Τεργέστης, όπως όλες οι ανάλογες της Δύσης, στην καινούργια αυτή περίοδο θα λειτουργήσει σαν πρακτορείο της ελλαδικής αγοράς· οι πάροικοι θα μείνουν περιθωριακά στοιχεία του εξελιγμένου ήδη τόπου εγκατάστασης· φροντίζουν για την τοποθέτηση των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων του τόπου τους στην ξένη αγορά, είναι και διάμεσοι συνάμα της εισαγωγής των ξένων προϊόντων στην χώρα τους. Η παροικία θα έχει 16 οικογένειες μέλη στα 1774, 27 στα 1782, πάνω από 200 στα πρόθυρα της Ελληνικής Επανάστασης.
Στα βορεινά Βαλκάνια, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και στο εσωτερικό της Μικρασίας -οι ακτές της, αυτή την εποχή, αποτελούν ακόμα εθνικό χώρο του Ελληνισμού- η παροικία αποκτά μια λειτουργία πρόσθετη· πρακτορεύει από τη μία πλευρά τις ανταλλαγές με τον ελλαδικό χώρο, αλλά από την άλλη πλευρά γίνεται και ο διοργανωτής της αγοράς μέσα στις ξένες και καθυστερημένες αυτές οικονομίες, που διανύουν το πατριαρχικό ή το πρώτο φεουδαλικό τους στάδιο.
Στα πριν την Επανάσταση χρόνια το παροικιακό είναι ακόμα ένα νέο φαινόμενο· οι παλαιότεροι παροικιακοί -προσφυγικής γένεσης- πληθυσμοί μόνο μετά τα 1750 θα αποκτήσουν μια κάπως άνετη οικονομική υπόσταση. [ ]
Από τα 1805 ήδη μπορούμε να διακρίνουμε διαφορετικές τάσεις στην διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης των παροικιών, ανάλογα με το ειδικό βάρος που στο εσωτερικό της κάθε μιας έχει παίξει ο καθένας από τους παραπάνω παράγοντες. Οι Δυτικές παροικίες, ιδιαίτερα οι ιταλικές, γαλλικές και της Τεργέστης, ηγεμονεύονται ιδεολογικά από το Παρίσι, μέσα από τον κύκλο που δημιουργείται γύρω στον Κοραή· η επίδραση της γαλλικής πολιτικής και ιδεολογικής ζωής είναι στον κύκλο αυτό πιο άμεση, ίσως και πιο μηχανιστική και άκριτη· εδώ θα είναι το προπύργιο της φιλελεύθερης τάσης, όχι όμως πάντοτε και του αστικού ριζοσπαστισμού.
Στις Ανατολικές παροικίες, αντίθετα, ηγεμονεύει το Βουκουρέστι, αν και λιγώτερο αποκλειστικά απ’ ό,τι στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο η γαλλική πρωτεύουσα. Εδώ υπάρχει μια κρατική παράδοση, δημιουργημένη στις καλύτερες στιγμές του Φαναριωτισμού, και η προέλευση των παροίκων από τα ορεινά βιοτεχνικά κέντρα θα δώσει μια πιο λαϊκιστική, εθνικιστική, πιο ριζοσπαστική κάποτε χροιά στην ιδεολογική τους στάση. Αλλά και εδώ η διαμόρφωση του παροικιακού πνεύματος δεν θα είναι ομοιόμορφη· τα Βαλκάνια, οι Μαυροθαλασσίτικες ακτές, η Ανατολή, ζούνε ακόμα τότε μες στην πληθώρα των εθνικών ομάδων ταυτόχρονα πολλές κοινωνικοϊστορικές εποχές. Το παρόν, το μέλλον, το παρελθόν, διαχέονται στον ίδιο τόπο· δεν έχεις παρά να μετακινηθείς από το ένα χωριό στο άλλο, στις πόλεις από τον ένα στον άλλο μαχαλά, για να βρεθείς από το ένα στάδιο της ιστορικής εξέλιξης σε ένα άλλο· στο καθένα το άτομο κρατά και άλλη πολιτιστική στάση. Η παροικία, κάτω από την αλληλοεπίδραση των γύρω της καταστάσεων, στα καθένα φορεί κι ένα διαφορετικό ηθικό και υλικό προσωπείο.
Μπορεί να μιλήσει κανείς για αλλαγή θεμελιακή στην δεύτερη και τρίτη γενιά του παροικιακού κόσμου· ανεξάρτητα από την τοπική προέλευση, η παροικία τείνει να καταστεί τώρα φορέας πάντοτε μεταπρατικής ιδεολογικής επίδρασης· από εδώ θα ξεκινήσουν στα χρόνια του Αγώνα χιλιάδες οι πάροικοι με τις πιο καλόβουλες προθέσεις, εδώ όμως θα πρέπει να αναζητηθεί και η μεγαλύτερη πηγή του κοσμοπολίτικου πνεύματος, η απαρχή της κατεστημένης μας λεβαντίνικης ιδεολογίας.
Ο Κοραής και ο κύκλος του, ο Ά. Γαζής και ο δικός του κύκλος της Βιέννης, οι Σμυρνιοί έμποροι -χιώτικης οι περισσότεροι ή καραμανλήδικης προέλευσης-, ο κύκλος της «Νέας Ημέρας» της Τεργέστης, οι Ψυχάρηδες, οι Αιγυπτιώτες βαμβακέμποροι -μια γενιά πιο μετά- θα είναι φορείς μιας τέτοιας πνοής.
Η ανάπτυξη στα νοτιώτερα της Ελλάδας ενός κράτους ανεξάρτητου δεν θα θέσει σε περιθωριακό επίπεδο την επίδραση της παροικίας. Οι μεγάλοι πάροικοι, όπως θα δούμε, θα είναι η ισχυρότερη οικονομική δύναμη μέσα στην αθηναϊκή κοινωνία του 19ου αιώνα, και στον πολιτικό κόσμο θα καταλάβουν καίριες θέσεις. Η ιδεολογική τους επίδραση, μέσα από τέτοια πόστα, θα μείνει πάντοτε δυνατή, στήριγμα της ντόπιας μεταπρατικής τάξης. Έτσι, οι παροικίες, ως ένα σημείο, θα γυρίσουν πίσω την οφειλή, ένα κομμάτι από την εθνική ενέργεια που είχαν απορροφήσει· η είσπραξη όμως θα γίνεται με τη μορφή ελεημοσύνης και δωρεάς· ο τόπος θα έχει για πάντα στερηθεί την εργασία και τα κεφάλαιά τους σαν στοιχεία μιας δικής του οργανικής ζωής, τη συμβολή τους σε μια εθνοτική, αυτόνομη προοπτική ανάπτυξης. Και στην δική τους ύπαρξη θα έρθει άλλωστε καιρός -στη Ρουμανία από τα 1904, στην Βουλγαρία από τα 1907, από τα 1908 ήδη στις έξω από τον εθνικό χώρο περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αργότερα στην Αίγυπτο-, που η άρνηση των παροικιακών πληθυσμών να μεταβληθούν από ξένα σώματα σε μειονότητες εθνικές της χώρας όπου έχουν ανθήσει, οδηγεί στην καταπίεσή τους και στην παρακμή. Θα είναι οδυνηρή η στιγμή που για μιαν ακόμα φορά ένα κομμάτι της εθνικής μας ζωής θα εκμηδενίζεται, οδηγημένο από την εντελέχεια της ελλαδικής δομής, δίχως δυνατότητες αντίστασης· θα είναι η ώρα της τραγικής Αλεξάνδρειας του Καβάφη.
* Από το ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 1972.
Σημειώσεις
1. Βλ. Α. Βακαλόπουλου, έ.α., τόμ. Β΄1, σελ. 96.
2. Βλ. ιδίως Pouqueville, έ.α., τόμ. III, σελ. 167-170.
3. Βλ. Ι. Κοντογιάννη, Οι Έλληνες κατά τον Α΄ Ρωσσοτονρκικό πόλεμο, Αθήναι, 1952, σελ. 235-236, που αναφέρεται σε σχετική απογραφή του λοχαγού Α. Κρίνεν· επίσης Α. Μάμουκα, Στατιστική…, ΙΑ΄, σελ. 230, και J. Hasluck, De Population in the Aegean Islands and the turkish conquest, «Annual of the British School of Athens», τόμ. 17 (1910-1911), σελ. 156-181.
4. Α. Andreades, La marine marchande grecque, «Alcan», Paris, 1916, σελ. 36-37.
5. Pouqueville, έ.α., τόμ. Ill, σελ. 171.
6. Συχνή είναι η χρησιμοποίηση του κοινοτικού ταμείου, ή και του επισκοπικού, για τη διευκόλυνση και επέκταση των εμπορικών συναλλαγών. Ο Pouqueville αναφέρεται σχετικά στην Μητρόπολη Καστοριάς, στο ταμείο της οποίας κατέθεταν και μωαμεθανοί ακόμα γαιοκτήμονες ή πραματευτάδες, και τα κεφάλαια του οποίου αξιοποιούνται με τόκο 10%-12% μέσω των μεγαλεμπόρων, κάτω από την αλληλέγγυο ευθύνη της Μητρόπολης. Βλ. Pouqueville, έ.α., τόμ. III, σελ. 1-2.
7. Η Πελοπόννησος συγκεντρώνει τα χρόνια αυτά τα 25% του πληθυσμού του ελλαδικού χώρου, σε σύγκριση με 10% σήμερα. Για δημογραφικά την εποχή της απογείωσης βλ. Pouqueville, έ.α., τόμ. III, σελ. 192-195.
8. Βλ. Pouqueville, έ.α., τόμ. VI, σελ. 225-261, και Ι. Βασδραβέλλη, Οθωμανικά αρχεία Θεσσαλονίκης, τόμ. Ι, σελ. 526.
9. L. Heuzey, Excursion dans la Thessalie turque, Paris, «Belles Lettres», 1927, σελ. 23.
10. L. Heuzey, έ.α., σελ. 24.
11. Τη σπουδαιότητα της λειτουργίας του παροικιακού φαινόμενου μέσα στην νεοελληνική ιστορία επισημαίνουν οι περισσότεροι ιστοριογράφοι· βλ. ιδίως Π. Καρολίδη, Ιστορία του ΙΘ΄ αιώνος, τόμ. Β΄, σ. 109-110, Αθήνα, 1892, Κ. Ντίτριχ, Ο εν διασπορά Ελληνισμός, «Εμπορεία Αθηνών», τεύχ. 33, 1920, Γ. Κορδάτου, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τόμ. Α΄, σ. 214, Αθήνα, 1957, και τη μονογραφία του Ν. Ψυρούκη, Το παροικιακό φαινόμενο, Αθήνα, 1965.
12. Βλ. Σ. Λάμπρου, Περί το συνοικισμού των γραικών εν Τεργέστη (παρουσίαση χειρόγραφης μελέτης του Χ. Φιλητά), «Δελτίον Εθνολογικής Αρχαιολογικής Εταιρείας», 1897, σελ. 370-376.