του Γ. Σχίζας, από το Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004
“Η Τέχνη, η Ελευθερία, η Δόξα σβήσανε
μα η φύση είναι πάντα ωραία”
Το προσκύνημα του Τσάϊλντ Χάρολντ, δεύτερο άσμα, στροφή 87.
Ο Τζωρτζ Γκορντον, Λόρδος Βύρων, έζησε τη μικρή αλλά εξαιρετικά περιεκτική ζωή των 36 χρόνων (1788-1824), μέσα στο εύρος μιας περιόδου που φιλοξένησε ιδεολογικές, οικονομικές και κοινωνικές ανατροπές. Όπου η “επιτάχυνση της ιστορίας” παρήγαγε ιδεολογικά άλματα αλλά και πισωγυρίσματα, όπου η αμφισβήτηση της “φεουδαρχικής τάξης πραγμάτων” ανέδειξε τον νέο Δημοκρατικό Ανθρωπισμό της Ισότητας και του Κράτους Δικαίου. Η ανήσυχη φύση του τον έφερε σε επαφή με εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, τον οδήγησε σε αντιπαράθεση με τον αυταρχισμό των ηγετικών κύκλων της χώρας του, τον ώθησε στην υπεράσπιση οικουμενικών πολιτιστικών αξιών – όπως έδειξε η πολεμική του εναντίον του Έλγιν για την υπόθεση των γλυπτών του Παρθενώνα. Στο ποίημά του “Η κατάρα της Αθηνάς” θα καταγγείλει με συγκλονιστική λιτότητα τον συμπατριώτη του Σκωτσέζο Λόρδο για την πράξη του να αφαιρέσει “ό,τι Γότθος, Τούρκος, Χρόνος είχε αφήσει”… Ακόμη όμως δεν θα φεισθεί καταγγελιών εναντίον άλλων, λιγότερο διάσημων, αλλά πάντως αρχαιοκάπηλων, της εποχής του, όπως ο Λόρδος Aberdeen – στιγματίζοντάς τους ως “κλέφτες περιωπής”…
Η δημιουργική πορεία του Βύρωνα εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο του Αγγλικού Ρομαντισμού, του οποίου αφετηριακή πράξη θεωρείται η δημοσίευση των Lyrical Ballads (1798) από τους Wordsworth και Coleridge. Αυτή η λογοτεχνική σχολή θα πατήσει στο σαθρό και ασταθές έδαφος της βιομηχανικής επανάστασης, με την έντονη αλλαγή των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων, τη μεταμόρφωση των αστικών και άλλων τοπίων, την ταυτόχρονη εμφάνιση ακραίων μορφών πλουτισμού αλλά και φτώχειας. Η παραδοσιακή προκαπιταλιστική κοινωνία με τις παγιωμένες σχέσεις και μορφές –ανθρώπων, χώρων, τοπίων– θα υποστεί δραματική αλλαγή, η αγγλική ύπαιθρος θα ζήσει τη νέα κατάσταση των περιφράξεων των αγρών και των βιομηχανικών συγκροτημάτων με τις εκπομπές καπνών και ρύπων, η εργατική τάξη θα “χωροθετηθεί” σε άθλια οικιστικά σύνολα κοντινά με τις παραγωγικές μονάδες. Δεν είναι τυχαίο το ότι, ακόμη και χωρίς τη διέγερση ενός Μαρξ, ο μετέπειτα πρωθυπουργός Disraeli θα μιλήσει “για δύο έθνη στη συσκευασία του ενός” (!) –που δεν είναι άλλα από το κεφάλαιο και την εργασία, τους πλούσιους και τους φτωχούς. Οι εργαζόμενοι των αρχών του 19ου αιώνα δεν διαθέτουν ψήφο, δεν έχουν δικαίωμα να συνδικαλίζονται, δεν είναι φιλικοί με τα νέα μηχανικά συστήματα που προκύπτουν στην πορεία της βιομηχανικής ανάπτυξης. Γι αυτό και εκφράζουν την αντίθεσή τους με βίαια ξεσπάσματα και αναταραχές.
Ο Βύρων θα γίνει ιδιαίτερα γνωστός στην αγγλική κοινωνία από τον “παρθενικό” του λόγο από το βήμα της Βουλής των Λόρδων (Φεβρουάριος 1812) εναντίον νομοσχεδίου που πρόβλεπε την ποινή του θανάτου κατά των “Λουδιτών” εργατών οι οποίοι κατέστρεφαν τις μηχανές για να περισώσουν τις θέσεις εργασίας των. Λίγο καιρό πριν, στην Ελλάδα, η ευαίσθητη φύση του τον είχε οδηγήσει στο να σώσει από τον θάνατο “με μια τολμηρή πρωτοβουλία, την μοιχαλίδα Τουρκάλα Αϊσέ, που ένα απόσπασμα μετέφερε στο Φάληρο κλεισμένη σ’ ένα σακκί” για πνιγμό (Σιμόπουλος)… Όμως η πολυδιάστατη ανθρωπιά του δεν έπαυε να συνταιριάζει στην όλη ψυχική του ταυτότητα και τα στοιχεία μιας άλλης αγάπης, όπως αυτής προς τη φύση… Η ποιητική ιδιοσυγκρασία του τον οδηγούσε σε μια αισθητική προσέγγιση του φυσικού χώρου, μέσα σε συνθήκες όπου η βιομηχανική επανάσταση τραυμάτιζε τη γραφικότητα της βρετανικής υπαίθρου και ανέτρεπε τις συνθήκες ζωής μεγάλων κοινωνικών ομάδων. Μεταγενέστερα πολλοί θεώρησαν τη Ρομαντική ποίηση σαν μια “ποίηση της φύσης”, όμως μια προσεκτική ματιά αποδείκνυε πάντοτε ότι η “εξωτερική φύση” και οι περιγραφές της αποτελούσαν για τους Ρομαντικούς την αφετηρία για στοχαστικές προσεγγίσεις της ίδιας της ανθρώπινης φύσης…
Ο Βύρων δόθηκε στα κινήματα της εποχής του, ακόμη και σε έναν πλούσιο και πολυσχιδή ερωτισμό –που γινόταν ιδιαίτερα έκδηλος όταν π.χ. έγραφε στον φίλο του Drury στις 10 Μαΐου 1810 ότι “πεθαίνει από έρωτα για τρία κορίτσια, τρεις αδελφές Ελληνίδες στην Αθήνα”… Όμως επίσης “ανήκεν εις τη φύση”, όντας γόνος μιας εποχής “μετα-Ρουσσωϊκής”, που είχε υποστεί τις επιδράσεις του Γαλλικού Διαφωτισμού αλλά διαποτίζοταν από το συγκρουσιακό κλίμα των Ναπολεόντιων πολέμων. Η εποχή αυτή διακινούσε άμεσα ή έμμεσα τις ιδέες του Γάλλου φιλοσόφου για την ισότητα των ανθρώπων ως συνέπεια της ίδιας της φύσης τους. Ο Ρουσσώ κήρυσσε μέσα στις φεουδαρχικές συνθήκες της προεπαναστατικής Γαλλίας τον νόμιμο χαρακτήρα της εξέγερσης κατά του δεσποτισμού, με στόχο την εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας. Οι Ρομαντικοί στοχαστές του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα αποθέωναν τη φύση και παρέπεμπαν μάλιστα στα φυσικά δικαιώματα όλων των όντων, καθώς συχνά εμπνέονταν από τις πλέον “ταπεινές” υπάρξεις όπως οι Κόουλριντζ και ο Μπερνς, που στιχουργούσαν αντίστοιχα για ένα γαϊδουράκι ή για μια ποντικίνα των αγρών! Μερικά χρόνια αργότερα και υπό την επίδραση του ίδιου πνεύματος, ο Βύρων θα εντάξει στον λόγο του τη φύση ως ενοποιό ουσία των όντων, θα ξιφουλκήσει ενάντια στους τεχνητούς διαχωρισμούς ανθρώπου προς άνθρωπο, θα υψώσει στο ποίημά του “Το νησί” τον εμβληματικό στίχο: “η φύση ένα έθνος τέκνων της αναγνωρίζει”… Όμως δεν ήταν το είδος του θεωρητικού “χειριστή” νοητικών αφαιρέσεων, που θα μπορούσε να διαγνώσει και να προβληματισθεί για τη διαφορετικότητα πίσω από την ενότητα, αλλά προπάντων μια καλλιτεχνική προσωπικότητα που εμπνεόταν από τις συγκεκριμένες περιρρέουσες μορφές και καταστάσεις. Ακριβώς επειδή ήταν αυτός που ήταν, θα μιλήσει σε ένα γράμμα προς τη μητέρα του το 1811 –ούτε 23 χρονών– για τη μορφή του αττικού χώρου από την οπτική γωνία του καταλύματός του, που βρίσκεται στο μοναστήρι των Καπουτσίνων. Θα κάνει μια λιτή αλλά και έντονα ποιητική δήλωση: “Μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου το ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη. Έ, κύριε! Αυτό θα πει τοπίο, αυτό θα πει γραφικότητα!”.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο ερχομός στην Αθήνα και στην Ακρόπολη ήταν το όνειρο του κάθε δυτικού περιηγητή και ιδιαίτερα των γόνων των αριστοκρατικών οικογενειών που, μετά την αποφοίτησή τους από τα κολέγια, συμπλήρωναν την παιδεία τους με πολύμηνα ταξίδια στην Ανατολή. Οι επισκέπτες της Αττικής εντυπωσιάζονταν από τον αρμονικό συνδυασμό φύσης και τέχνης. Ο Henry Holland, περιηγητής στα 1812 -13, θα σημειώσει: “Κι αν ακόμη δεν μπορείς να αξιολογήσεις τα αρχαία λείψανα, μπορείς να θαυμάσεις την κοιλάδα του Κηφισού, τον λόφο του Κολωνού και την κορυφογραμμή του Υμηττού, να αγναντέψεις από τη μια τη θάλασσα της Σαλαμίνας και από την άλλη τα υψώματα της Φυλής”. Ο Σιμόπουλος θα υποστηρίξει ότι ο Βύρων συγκινείτο πολύ περισσότερο από το “ζωντανό” ελληνικό τοπίο των καιρών του, παρά από τα λείψανα της κλασικής εποχής –ίσως από αντίδραση στο πνεύμα ενός αρχαιολατρικού ρομαντισμού, που “βρισκόταν εκείνα τα χρόνια σε πλήρη άνθιση και καλλιεργούσε τις ονειροπολήσεις και τις αρχαιόπληκτες αισθηματολογίες”, που περιφρονούσε το παρόν και έστρεφε την πλάτη του στην τρέχουσα ελληνική δυστυχία… Και θα τεκμηριώσει αυτή την προτίμηση του ποιητή και ταξιδευτή με μια στροφή του “Τσάϊλντ Χάρολντ”, που αναφέρεται στην Αττική:
τόσο γαλάζιος που είναι ο ουρανός σου, τόσο άγριοι οι βράχοι σου
τ’ άλση σου μελιχρά και οι κάμποι σου ολοπράσινοι,
καρπίζει η ελιά καθώς στης Αθηνάς τα χρόνια
κι ο Υμηττός τον θησαυρό του τον μελένιο
πάντα σου χαρίζει.
Το μυρωμένο πυργοστάσι του και τώρα χτίζει
Το λεύτερο μελίσσι, έτσι ως πεταρίζει πάνω απ’ το
βουνό σου.
Σαν και τότε ο Απόλλωνας χρυσώνει
Τ’ ατέλειωτά σου καλοκαίρια
Κι ακόμη στραφταλίζουν κάτω απ’ τις αχτίδες του τα
πεντελίσια μάρμαρα.
Η Τέχνη, η Ελευθερία, η Δόξα σβήσανε
μα η φύση είναι πάντα ωραία…
Το Δημοκρατικό, Οικουμενικό και Επαναστατικό πνεύμα του Βύρωνα, που οδηγεί σε καταγγελία του Έλγιν και των συμπατριωτών του Σκωτσέζων στην “Κατάρα της Αθηνάς”, διανθίζεται από τη φυσιολατρία και την αγάπη του τοπίου, και μάλιστα σε αντιπαράθεση με το μουντό σκηνικό του γενέθλιου τόπου του. Στην “Κατάρα της Αθηνάς” ο νεαρός Λόρδος θα στιχουργήσει για το Αττικό δειλινό
Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνει
πάνω στου Μωριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη.
Όχι σαν εκεί, στις χώρες του Βορρά, σκοτεινιασμένος,
Αλλ’ αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος
Η λιτότητα και διαύγεια των περιγραφών του Βύρωνα, δοσμένη μέσα από στίχους που επέχουν θέση ταξιδιωτικών αναφορών, θα αναγνωρισθεί από το ευρύτερο λογοτεχνικό κοινό. Οι αναφορές του στο ελληνικό τοπίο έχουν τέτοια ποιότητα ώστε πολλοί μεταγενέστεροι ταξιδιώτες θα τις “ανθολογήσουν” και θα τις ενσωματώσουν αυτούσιες στα δικά τους κείμενα. Στη συνέχεια του ταξιδιού του προς την Ανατολή θα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη (Μάιος 1810), όπου και εκεί η αντισυμβατική του ιδιοσυγκρασία θα τον κρατήσει μακριά από τα “αξιοθέατα” και τα μνημεία, ενώ το πνεύμα του θα μαγνητισθεί πολύ περισσότερο από τη γραφικότητα της ζωής της ανατολίτικης πόλης και των περιχώρων. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα τον ίδιο χρόνο, θα γράψει στην μητέρα του: “Νοιώθω δική μου την Ελλάδα, πάω να δω τα χώματά μου, τη θάλασσά μου, τα βουνά μου. Είναι οι μόνες γνωριμίες που μου κάνουν καλό”… Μερικά χρόνια αργότερα, το 1816, ο Βύρων θα βρεθεί στις Ελβετικές Άλπεις, όπου επίσης θα εντυπωσιασθεί από το αυστηρό μεγαλείο του ορεινού τοπίου. Προϊόν της συνάντησης του ποιητή με το απόκοσμο σκηνικό του κεντροευρωπαϊκού ορεινού όγκου θα αποβεί ο “Μάνφρεντ” –κατά τον υπότιτλό του– “Ένα δραματικό ποίημα”. Στον “Μάνφρεντ”, που θα ολοκληρωθεί τον επόμενο χρόνο στην Ιταλία, ο Βύρων σκιαγραφεί έναν χαρακτήρα αντίθετο του Φάουστ, έναν χαρακτήρα που αρνείται να προσχωρήσει στις δυνάμεις του σκότους, που παραμένει ανεξάρτητος από την εξουσία της κοινωνίας και παράγει τις δικές του αξίες. Στον ίδιο χωροχρόνο της Ελβετίας του 1816, ο Βύρων θα βιώσει μια σειρά από καταστάσεις απόρριψης, εν μέρει από την αγγλική κοινωνία που λίγα χρόνια πριν τον αποθέωνε, και εν μέρει από τον προσωπικό του περίγυρο και τις συναισθηματικές περιπέτειές του –στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ένα διαζύγιο… Μέσα στο σκηνικό των άγριων ανάγλυφων, των εφορμήσεων των βραχωδών σχηματισμών προς και από τον ουρανό, θα αναπλάσει, υπό την επήρεια της προσωπικής του ζωής, αρχαιοελληνικούς συμβολισμούς και θα συνθέσει έναν δικό του “Προμηθέα”: “Ένα σύμβολο του ηρωϊκού ατομικισμού, έναν επαναστάτη με σπουδαία αιτία, έναν που ουδέποτε θα εκστόμιζε τη λέξη ‘μετανοώ’” (Ραΐζης). Στον “Προμηθέα” του ο Βύρων εκφράζεται με πικρία και απαισιοδοξία σχετικά με την έκβαση της σύγκρουσης μεταξύ ελευθερίας και τυραννίας, όμως ταυτόχρονα εξυμνεί την ηρωϊκή αν και απέλπιδα αντίσταση του ατόμου εναντίον της δύναμης και της αυθαιρεσίας. Δεν είναι υποταγμένος, δεν είναι απολογητής της κατάστασης που εγκαθιδρύει η Ιερά Συμμαχία μετά την ήττα του Ναπολέοντα, δεν είναι “αναχωρητής” σε εξωτικούς-γεωγραφικούς και πνευματικούς προορισμούς. Στη δημιουργική πορεία του η ευαίσθητη και αντικομφορμιστική φύση του θα επικουρείται από ένα καλλιεργημένο ιστορικό πνεύμα και από μια γενικότερη ευρυμάθεια, που κάλυπτε συγγραφείς όπως ο Μοντεσκιέ,ο Λοκ, ο Μπέρκλεϊ, ο Χιούμ,καθώς και Έλληνες ή Λατίνους κλασικούς…
Η εικονοποιία του Βύρωνα θα συμπεριλάβει ακραία φυσικά σκηνικά για να δηλώσει το κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων και το ριζοσπαστικό πνεύμα της εποχής του: “Πάνω στις κορφές του Άθω και στις Άνδεις κυματίζει – Λάβαρο που είναι το ίδιο και δυό κόσμους χαιρετίζει”. Δεν θα μείνει όμως σε “φιλική απόσταση” με τα δρώμενα της εποχής του. Τον Αύγουστο του 1823 θα πατήσει το πόδι του στην Κεφαλονιά, θα μείνει εκεί λίγο καιρό διατηρώντας επαφή με το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου, και τελικά θα βρεθεί στο Μεσολόγγι τις τελευταίες ημέρες του 1823. Ο κόσμος θα τον υποδεχθεί με πανηγυρισμούς και υπέρτατες τιμές, στρώνοντας το πέρασμά του με βάγια – ένα στοιχείο της φύσης που χρησιμοποιήθηκε και στον ερχομό του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Εκεί θα περάσει τους ελάχιστους μήνες που του απομένουν μέχρι τον θάνατό του δουλεύοντας για την ελληνική επανάσταση, αναλαμβάνοντας τον εξοπλισμό ενός σώματος πυροβολητών με δικά του έξοδα, στηρίζοντας την έκδοση των “Ελληνικών Χρονικών” και του “Ελληνικού Τηλέγραφου”. Θα φύγει από τη ζωή τον Απρίλιο του 1824, παρά τις ιατρικές παραινέσεις να αποφύγει το υγρό και ανθυγιεινό κλίμα της περιοχής με την άμεση απομάκρυνσή του… Και θα φύγει μέσα σε ένα σκηνικό εκθαμβωτικής υπερκυριαρχίας της Άνοιξης, όπως εκείνο που περιέγραφε ο Διονύσιος Σολωμός στους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”, βάζοντας στο στόμα της φύσης έναν αδυσώπητο στίχο: “Όποιος πεθαίνει σήμερα – χίλιες φορές πεθαίνει”…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κυριaκου Σιμoπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμοι Γ1 και Γ2, Εκδόσεις ΣΤΑΧΥ, Αθήνα 1999.
The Norton Anthology of English Literature, fourth edition, volume 2, “The Romantic period”, New York, 1979.
M. Byron Raizis, From Caucasus to Pittsburgh – The Prometheus theme in British and American Poetry, Gnosis Publishing Co.
Μπάϊρον εναντίον Έλγιν, συλλογικό έργο σε επιμέλεια Πάνου Τριγάζη, με κείμενα των Graham Binns, Ken Coates, Αικατερίνη Δούκα-Καμπίτογλου, Ελένη Καρασαβίδου, Ευγενία Κεφαλληναίου, Χριστίνα Ντόκου, Μάριος-Βύρων Ραΐζης, Πέπη Ρηγοπούλου, Εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα 2004/06/22.
Αγγελικhς Κoκκου, “Ξένοι περιηγητές στην Αττική”, Καθημερινή, “Επτά ημέρες”, 31/12/1999.
Μaριου-Βyρωνα Ραϊζη, Αγγλόφωνη Φιλολογία-Συγκριτικές μελέτες, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1981.