Διάβασα το κείμενο του αγαπητού μου Κώστα Σαμάντη αναφορικά με τα έθιμα του Μ. Σαββάτου στην Ελλάδα. Είδα ότι απουσιάζουν απ’ αυτό, τα έθιμα μιας μεγάλης Ελληνορθόδοξης γωνιάς. Τα έθιμα του Μ. Σαββάτου της ιδιαίτερης μου πατρίδας, της Κύπρου, τα οποία παρουσιάζουν κάποιες τοπικές ιδιαίτεροτητες σε σχέση με τα έθιμα που τηρούνται την ίδια μέρα στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο.
Ανέτρεξα λοιπόν στο βιβλίο: Κυπριακά ήθη και έθιμα (Λευκωσία 2008) του καθηγητή κ. Κωνσταντίνου Γ. Γιαγκουλλή, του πιο έγκυρου ερευνητή της κυπριακής παράδοσης, του οποίου το συγγραφικό έργο σχετικά με την κυπριακή λαϊκή παράδοση και όχι μόνο αριθμείται σε δεκάδες τόμους. Παραθέτουμε στην συνέχεια της σελίδες 79- 80 του προαναφερόμενου βιβλίου, οι οποίες αναφέρονται στα έθιμα του Μ. Σαββάτου της μικρής- μεγάλης μας Κύπρου. Να πούμε τέλος ότι η «Λαμπρατζιά», έθιμο που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, και που η ανάμνηση της εικόνας της, προκαλεί νοσταλγία σ’ όλους τους Κύπριους όταν τυγχάνει να μην κάνουμε Πάσχα στο νησί μας είναι όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο καθηγητής «φωτιά καθαρκτική αφού καίει το παλιό κακό για να έρθει το καινούργιο καλό».
Σάββας Μαστραππάς
Μεγάλο Σάββατο
«Την ώραν που λάλεν ο παπάς, “Ανάστα ο Θεός…”, έβκαιννεν που τὸ Ιερόν ο παπα – Χαμπής µε µιαν σανιάν φκιόρα τζι εβούραν µες στην εκκλησιάν τζι εράντιζεν φκιόρα που τζείν’ την σανιάν. Ταπισόν του τα δαφτέρουγα. Ο άλλος κόσμος ετράβαν τα ρούχα τα μαύρα που τες εικόνες, εφάκκαν τους σκάµνους τζι έκαµνεν φασαρίαν για να δείξει την χαράν του τζιαι την πίστην του για την Ανάστασην του Γριστού. Ο παπάς, εσκόρπαν τα φκιόρα που την σανιάν, έρκετουν ομπρός που την Αγίαν Πόρταν τζι έσυρνεν τη σανιάν µες στο ιερόν[1]».
Κατά το βράδυ του Μεγ. Σαββάτου στην αυλή της εκκλησίας τα παιδιά συναγωνίζονται ποιος να φέρει περισσότερα ξύλα για ν᾿ ανάψουν την καθαρτική φωτιά, τη λεγόμενη λαμπρατζζά, τη µεγάλη φωτιά της Ανάστασης. Πάνω στη φωτιά καίουν συνήθως (εκτός από τον Ιούδα)[2] και τους λεγόμενους µάρτηες, που έχουµε ήδη αναφέρει. Για τη διατήρηση της λαμπρατζιάς χρειαζόταν αρκετή ξυλεία, για την οποία μεριμνούσε όλη η κοινότητα. Τα παιδιά του σχολείου επιστρατεύονταν από δύο εβδομάδες πρωτύτερα. Γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και ζητούσαν από ένα κομμάτι ξύλο. Όλοι οι νοικοκυραίοι δεν αρνούνταν να προσφέρουν. Οι πλούσιοι από µια κουζούλα χαρουπιάς ή ελιάς, οι φτωχοί ό,τι πρόχειρο μπορούσαν. Όλοι το θεωρούσαν καθήκον να προσφέρουν και οι νοικοκυρές το είχαν κιόλας έτοιμο.
Σε µερικά µέρη τα ξύλα αυτά δεν είναι λίγες οι φορές που κλέβονται. Η κλοπή γίνεται για λόγους μαγείας, γιατί η φωτιά αυτή είναι καθαρκτική, αφού καίει το παλιό κακό για νά ᾿ρθει το καινούριο καλό:
«Ζητούσαμεν ξύλα τα οποία µετεφέραμεν και αποθηκεύαµεν σε ορισμένο µέρος της εκκλησίας του έκαστος. Αν αρνούντο να δώσουν και πληροφορούμαστε ότι είχαν ξύλα, τότε πηγαίναμεν κάποια µέρα κρυφά και τα κλέβαμεν και τα κρύβαμεν σε κάποιο µέρος για να µη τα βρουν οι ιδιοκτήτες και µας στα πάρουν. Πολλοί ενοριάτες προσήρχοντο για να απολαύσουν το θέαµα και αρκετοί απ’ αυτούς περιήρχοντο τις λαμπρατζιές όλων των εκκλησιών για να συγκρίνουν ποια λαμπρατζιά ήτο πιο εντυπωσιακή. Σε κάποια στιγµή έκαιαν το ομοίωμα του Ιούδα υπό τις βρισιές και γιουχαϊσμούς των παρευρισκοµένων»[3].
Κατά το βράδυ του Μεγ. Σαββάτου σε πολλά χωριά οµάδες παιδιών περιέρχονται τα σπίτια και ψάλλουν το δημοτικό τραγούδι Το Κουλλούριν (Παραλίμνι. Άγ. Ηλίας Καρπασίας, Αγρός) και παίρνουν ως φιλοδώρηµα κουλλούρι (απ’ όπου και το όνοµα του τραγουδιού), φλαούνες και κόκκινα αβγά. Το τραγούδι αυτό πρέπει να διακριθεί από το Τραγούδι της Ανάστασης, που είναι ποίηµα ηθικοδιδακτικό, αφηγείται λυρικά την ανάσταση του Χριστού και κυκλοφορεί σε αρκετές παραλλαγές, τις οποίες τραγουδούσαν ως επί το πλείστον ποιητάρηδες, οι οποίοι το πωλούσαν σε τυπωμένες φυλλάδες. Στο Παραλίμνι, µετά το άναµµα της λαμπρατζιάς, στην αυλή της εκκλησίας, οµάδες νέων μ’ επικεφαλής ένα βιολάρη γυρίζουν το χωριό και τραγουδούν στα σπίτια Το Κουλλούριν[4], µέχρι που να κτυπήσει η καμπάνα του Καλόλλου.
[1] Βλ. Παναγιώτα Σουρουκλή – Οικονόμου, Τρούλλοι, Λάρνακα 1994, σ. 48. Βλ. επίσης, περιγραφή Μεν. Χριστοδούλου, «Έθιμα από τον κύκλο της ζωής και του χρόνου», Η Κύπρος µας, Χρον. Δ΄, Οκτ. – Δεκ. 1981, τεύχ. αρ. 22, σα. 50-51.
[2] Βλ. Ν. Κληρίδη, “Η διαπόµπευση του Ιούδα”, Κυπριακά Γράμματα 16{1951)154 – 155. Μέχρι και τις αρχές του 20ού αι. το έθιμο της περιφοράς του Ιούδα ήταν πολύ διαδεδομένο, διαποτισµένο όµως και µε εκδηλώσεις που κάθε άλλο παρά τιμούσαν το λαό µας. Λεπτομέρειες γι’ αυτό το έθιμο και τη θέση του Τύπου έναντί του βλ. Κ. Κοκκινόφτα, «Από τον κυπριακό τύπο των πρώτων χρόνων της Αγγλοκρατίας. Έθιμα του Πάσχα», Λαογραφική Κύπρος 32(2002)168-169. Βλ. επίσης Γ. Σ. Κυριακίδη, «Ο Ιούδας – Η τριζογύρα», Φιλολογική Κύπρος του ΕΠΟΚ, 1963, σσ. 150-152.
[3] Βλ. Στέφ. Κυπριανού, «Στιγμιότυπα της Μεγάλης Εβδομάδας στο παλιό Βαρώσι», Λαογραφική Κύπρος 9(1979)55.
[4] Παραλλαγή του τραγουδιού αυτού βλ. Θ. Παπαδόπουλου, «Νέα θρησκευτικά ποιήµατα εκ κυπριακού χειρογράφου», Κυπριακαί Σπουδαί ΛΣΤ (1972)91 (Κ.Ε.Ε., αρ. 87.115.Ι).