Αρχική » Το εθνικό ζήτημα στη Ρωσική Αυτοκρατορία και η «ανατολική» στροφή του Λένιν (Α΄ μέρος)

Το εθνικό ζήτημα στη Ρωσική Αυτοκρατορία και η «ανατολική» στροφή του Λένιν (Α΄ μέρος)

από Άρδην - Ρήξη

Image result for εθνικό ζήτημα λενιν

Το εθνικό ζήτημα στη Ρωσική Αυτοκρατορία και

η «ανατολική» στροφή του Λένιν

 

Του Σωτήρη Δημόπουλου, διεθνολόγου από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 13

Α΄ μέρος

Το εθνικό ζήτημα στη Ρωσική Αυτοκρατορία υπήρξε κομβικό για τη διαμόρφωση της κρατικής της συγκρότησης, ενώ επηρέασε καταλυτικά το σύνολο των ιδεολογικών ρευμάτων που εκδηλώθηκαν στην επικράτειά της. Ως εκ τούτου, η αδήριτη ανάγκη να βρεθεί η κατάλληλη ιδεολογική φόρμουλα που θα επέτρεπε στους Ρώσους κομμουνιστές να απαντήσουν στο πρόβλημα της συνύπαρξης δεκάδων, ανόμοιων μεταξύ τους, εθνοτήτων εντός ενός κράτους, ήταν αυτή που επέβαλε στον Λένιν τη σταδιακή αλλά ριζική αναπροσαρμογή των σχετικών με το εθνικό ζήτημα μαρξιστικών θέσεων. Οι μπολσεβίκοι, λοιπόν, κατέληξαν, κατά τη διαδικασία της εδραίωσης του επαναστατικού τους καθεστώτος, εν μέσω σοβαρών διαφωνιών μεταξύ των ηγετικών τους στελεχών, να προσανατολίζονται όχι προς την ανεπτυγμένη καπιταλιστική Δύση, με το πολυπληθές προλεταριάτο, αλλά προς τους «λαούς της Ανατολής».

Russian Empire (orthographic projection).svg

με σκούρο πράσινο η έκταση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το 1914, με ανοιχτό πράσινο πρώην εδάφη, προτεκτοράτα και σφαίρα επιρροής.

 Η στροφή αυτή δεν συνιστούσε μόνο την αναζήτηση διεθνών συμμαχιών και ερεισμάτων, αλλά, πρωτίστως, την επιδίωξη της εσωτερικής συνοχής του πολυεθνικού και πολυθρησκευτικού κράτους, που κάλυπτε την τεράστια καρδιά του ευρασιατικού όγκου. Το όραμα της δημιουργίας της κομμουνιστικής «Μέκκας», κέντρου εξαγωγής ενός «ιερού πολέμου» για την απελευθέρωση των υπόδουλων αποικιοκρατούμενων κατοίκων της περιφέρειας, περιείχε ως ουσιαστική πρόθεση να συρρικνώσει τα πολυάριθμα εσωτερικά αποσχιστικά εθνο-θρησκευτικά κινήματα. Ο Λένιν αντιλαμβάνεται σταδιακά ότι πιθανή αποτυχία στη διαχείριση του εθνικού ζητήματος θα σήμαινε αναπόδραστα και την αποτυχία της επανάστασης στο σύνολό της. Το ενδεχόμενο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργήσει η ολέθρια για τη Ρωσία εξέλιξη του πολέμου, συνεπαγόταν, αντί της παλινόρθωσης της απολυταρχίας, ή της μετάβασης σε μια αστική δημοκρατία, τη διάλυση και τον οριστικό κατακερματισμό του ρωσικού κράτους – ό,τι δηλαδή συνέβη τη συγκεκριμένη περίοδο με τις Αυτοκρατορίες των Αψβούργων και των Οθωμανών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εμφανίζεται να επιβάλλεται η Γεωπολιτική εμμέσως αλλά αποφασιστικά τόσο στην Ιδεολογία όσο και στην Πολιτική, και οι Ρώσοι κομμουνιστές να καταλήγουν «διασώστες» της παραπαίουσας Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Related image

Ιβάν ο τρομερός

Η επέκταση της Ρωσίας ξεκινά, με πυρήνα το Δουκάτο της Μοσκοβίας, από τα μέσα του 16ου αι. –συμβατικά, με την άλωση του ταταρικού φρουρίου στο Καζάν από τον Ιβάν τον Τρομερό το 1552– και συνεχίζεται μέχρι και τον 19ο αι. Στα όριά της, εκτός των ορθόδοξων Σλάβων, συμβίωναν λαοί με εντελώς διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά: από τους καθολικούς και ευαγγελιστές κατοίκους των δυτικών περιοχών έως τους μουσουλμάνους και βουδιστές του Νότου και της Ανατολής. Το 1914, οι λεγόμενοι «αλλογενείς» αντιπροσώπευαν «το 57% του συνολικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας».[1] Η τσαρική εξουσία είχε προσπαθήσει, ιδιαίτερα μετά την ανάρρηση του Αλεξάνδρου Γ΄ στην εξουσία, να διαχειριστεί το πρόβλημα της ανομοιογένειας με μια ευρεία πολιτική πολιτισμικού και εκπαιδευτικού εκρωσισμού, καθώς και με τον μαζικό αποικισμό Ρώσων ή άλλων χριστιανικών πληθυσμών στις εθνοτικές περιοχές. Σε συνθήκες, όμως, ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης και ταυτόχρονα ακραίων ταξικών αντιθέσεων, τα εθνοτικά κινήματα βρέθηκαν σε έντονο αναβρασμό. Ιδιαίτερα διεκδικητικοί εμφανίζονταν οι μουσουλμάνοι, η πλειοψηφία των οποίων ήταν τουρκικής προέλευσης: Τάταροι του Βόλγα και της Κριμαίας, Καζάχοι, Τουρκμένοι, Ουζμπέκοι, Κιργίζιοι, Αζέροι· επίσης, οι Τατζίκοι, ιρανικής καταγωγής, και διάφοροι γηγενείς λαοί του βορείου Καυκάσου, όπως οι Τσερκέζοι και οι Τσετσένοι. Σύμφωνα με την απογραφή του 1897, οι μουσουλμάνοι έφθαναν τα 13.600.000, σε σύνολο 125.600.000.[2] Ανάμεσά τους έβρισκαν εύφορο έδαφος πολιτικο-θρησκευτικές ιδεολογίες και κινήματα, όπως ο «παντουρκισμός» και ο «παντουρανισμός», που υπονομευτικά προωθούσαν αρχικά, στο πλαίσιο του «Μεγάλου Παιχνιδιού», οι Βρετανοί και στη συνέχεια οι Γερμανοί.[3]

Το εθνικό πρόβλημα καθίστατο ακόμη πιο σύνθετο, καθώς είχε σαφή ταξικά χαρακτηριστικά, κυρίως στην αγροτική παραγωγή, στην οποία ανήκε και η πλειοψηφία του πληθυσμού. Στην περιφέρεια, συγκεκριμένα, οι κυρίαρχες τάξεις των γαιοκτημόνων αλλά και των κεφαλαιοκρατών προέρχονταν ως επί το πλείστον από διαφορετικές εθνότητες από αυτή του ντόπιου πληθυσμού, τον οποίον εκμεταλλεύονταν. Ταυτοχρόνως, η κρατική γραφειοκρατία σ’ αυτές τις περιοχές επανδρωνόταν σχεδόν αποκλειστικά από «αλλοεθνείς». Η πρακτική αυτή πήγαζε αφενός από τη δραματική έλλειψη επαρκών για τις ανάγκες της διοίκησης στελεχών μεταξύ των ντόπιων, αφετέρου από την επιδίωξη της κεντρικής εξουσίας να διαθέτει έμπιστους τοποτηρητές στις κατά τόπους διοικητικές δομές. Εν πάση περιπτώσει, το αποτέλεσμα ήταν η περαιτέρω αποξένωση των γηγενών πληθυσμών και η όξυνση των κοινωνικών και εθνοτικών αντιθέσεων.[4] Η οξύτητα του εθνικού ζητήματος θα καταγραφεί τόσο στην επανάσταση του 1905[5] όσο και στις επαναστάσεις του 1917 και στον εμφύλιο που ακολούθησε. Τα όρια, βεβαίως, μεταξύ των κυρίαρχων στόχων των επί μέρους κινημάτων ήταν συχνά δυσδιάκριτα, καθώς αλληλεπικαλύπτονταν ή εμφανίζονταν με διαφοροποιημένο ταξικό και ιδεολογικο-πολιτικό προκάλυμμα.[6]

Ο Λένιν, από το 1903, στους κόλπους του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, έκανε τις πρώτες απόπειρες να διαμορφώσει μια, όχι τόσο συστηματική, θεωρητική προσέγγιση του εθνικού ζητήματος. Αυτό που προσπαθούσε να πετύχει ήταν μάλλον να απαντήσει, διαφοροποιούμενος, στις ιδεολογικές τάσεις που εκδηλώνονταν στο εσωτερικό του κόμματος. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του μαχητικού αυτού επαναστάτη από το Καζάν του Ταταρστάν παρέμενε πάντοτε η «μαεστρία» του στην πολιτική τακτική. Γνώριζε πώς να υποτάσσει τη θεωρία στις άμεσες και πρακτικές ανάγκες του πολιτικού αγώνα∙ πώς να τη χρησιμοποιήσει για να κερδίσει δυνάμεις, να κατακτήσει ή να στερεώσει την εξουσία. Για τον λόγο αυτό, και οι θέσεις του, ιδιαίτερα στο εθνικό ζήτημα, δεν θα είναι ούτε σταθερές ούτε αποτέλεσμα απαράβατων ιδεολογικών αρχών. Έτσι δικαιολογούνται και οι αντιφάσεις που παρουσιάζουν τα δημοσιευμένα κατά καιρούς κείμενά του.

Η διαμόρφωση των γενικών προσεγγίσεών του προς το εθνικό ζήτημα θα πραγματοποιηθεί σε μια διαδικασία ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τρεις –γενικά διακριτές στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα– τάσεις της Αριστεράς:

α) Την «ομοσπονδιακή» γραμμή του αυστριακού μαρξισμού[7], η οποία στη Ρωσία εκφράστηκε κυρίως από την BUND[8], ισχυρή εβραϊκή οργάνωση, αλλά και από σοσιαλδημοκράτες της Λιθουανίας, της Αρμενίας και της Πολωνίας. Η BUND επεδίωκε τη συμβίωση διακριτών εθνικών συνιστωσών εντός του κόμματος, σε ομοσπονδιακή βάση και χωρίς εδαφική οριοθέτηση.

β) Τα κόμματα της Β΄ Διεθνούς που ακολούθησαν μια γενικά «εθνικιστική» και «σωβινιστική» πολιτική, ταυτιζόμενα με τις αποικιοκρατικές και ιμπεριαλιστικές πολιτικές των κρατών τους.

γ) Την «πολωνική αίρεση», με κυριότερη εκπρόσωπό της τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία απέρριπτε τις επιμέρους εθνικές διεκδικήσεις και το αίτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης, καθώς πίστευε ότι δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει αυτοδιάθεση για τα έθνη σε συνθήκες καπιταλισμού.[9]

Ο Λένιν, αγωνιώντας να αναδείξει τη δική του πρόταση, από τη μια κτυπά με πάθος τις «εθνικές παρεκτροπές» της Αριστεράς, και από την άλλη επιχειρηματολογεί υπέρ της «αυτοδιάθεσης». Άλλωστε, και οι αντιφατικές μαρξιστικές καταβολές για το εθνικό ζήτημα –από το «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» έως τις θέσεις του Μαρξ για το ιρλανδικό κίνημα ανεξαρτησίας– έδιναν επιχειρηματολογική βάση σε κάθε ρεύμα των επιγόνων της μαρξιστικής Αριστεράς. Ο ηγέτης των μπολσεβίκων έκανε λόγο, λοιπόν, για «πλήρη ισοτιμία όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από εθνότητα, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης για όλα τα έθνη που ανήκουν στη σύνθεση του κράτους…».[10] Έγραφε, επίσης, ότι «αναγνωρίζουμε το δικαίωμα αποχωρισμού σε όλους»[11] και ότι είναι καθήκον η καθημερινή ζύμωση και προπαγάνδα «ενάντια σε κάθε κρατικό-εθνικό προνόμιο, για το δικαίωμα, το ίσο δικαίωμα όλων των εθνών να δημιουργήσουν δικό τους εθνικό κράτος».[12] Έθεσε, μάλιστα, με αφορμή το ουκρανικό ζήτημα, και το αμείλικτο ερώτημα: «Μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός που καταπιέζει[13].

Παράλληλα, την ίδια εποχή, δημοσίευε και κείμενα που άγγιζαν τον «αεθνικό διεθνισμό», με σκοπό να εξουδετερώσει τους ανταγωνιστές του στο σκληρό παιχνίδι της πολιτικής επιρροής. Επιτίθεται, λοιπόν, με σφοδρότητα εναντίον των φορέων της εξ αριστερών υπεράσπισης των εθνικών ιδιαιτεροτήτων. Ως απάντηση σε αυτές ακριβώς τις τάσεις στην Κεντρική Ευρώπη αλλά και στη Ρωσία, διατύπωσε τη θεωρία του για τους δύο πολιτισμούς σε κάθε έθνος: του «δημοκρατικού-σοσιαλιστικού» και του κυρίαρχου αστικού, υποστηρίζοντας ότι:

Το ζήτημα είναι αν επιτρέπεται στους μαρξιστές να διατυπώνουν άμεσα ή έμμεσα το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού ή πρέπει υποχρεωτικά να προπαγανδίζουν ενάντιά του σε όλες τις γλώσσες το σύνθημα του διεθνισμού των εργατών, “προσαρμοζόμενοι” σ’ όλες τις τοπικές και εθνικές ιδιομορφίες.[14]

Image result for Μαρξισμός και Εθνικό Ζήτημα

Πάντως, την πρώτη ολοκληρωμένη ανάλυση του εθνικού ζητήματος για λογαριασμό των μπολσεβίκων ανέλαβε ο Στάλιν, με προτροπή, όμως, και καθοδήγηση του Λένιν. Το 1913, στο βιβλίο του Μαρξισμός και Εθνικό Ζήτημα ανέδειξε το εθνικό πρόβλημα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στο σύνολό του. Επιπλέον, πρότεινε τον εξής επεξεργασμένο ορισμό του έθνους:

Μια ιστορικά διαμορφωμένη, σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που διαμορφώθηκε στη βάση της κοινής γλώσσας, εδάφους, οικονομικής ζωής, και ψυχολογικών δομών που εκφράζονται σε μια κουλτούρα.[15]

Καθώς μαινόταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Λένιν στράφηκε βαθύτερα στη μελέτη του φαινομένου του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Επιτέθηκε στα κόμματα της Β΄ Διεθνούς που πήραν θέση υπέρ του πολέμου, και κάλεσε σε μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο/ταξικό πόλεμο. Επίσης, μίλησε για την επιθυμητή συγχώνευση των εθνών σε συνθήκες σοσιαλισμού:

Σκοπός του σοσιαλισμού είναι όχι μόνον η εξάλειψη του τεμαχισμού της ανθρωπότητας σε μικρά κράτη και κάθε απομόνωσης των εθνών, όχι μόνον η προσέγγιση των εθνών, αλλά και η συγχώνευσή τους.[16]

Μπροστά, όμως, στη σύγκρουση για την κατανομή των αποικιών και της παγκόσμιας αγοράς, αλλά και την αυξανόμενη ανάδυση εθνικών κινημάτων σε πλανητικό επίπεδο, καλούσε σε υπεράσπιση των καταπιεζόμενων εθνών απέναντι σε όλες τις αποικιοκρατικές δυνάμεις – και των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και της Αντάντ.

Οι συνεχιζόμενες ιδεολογικές ταλαντεύσεις του Λένιν, αλλά και οι αντιθέσεις μεταξύ των ηγετών των μπολσεβίκων, καταδείκνυαν ότι ακόμη όχι μόνον δεν είχε αποκρυσταλλωθεί μια συγκροτημένη θεωρία για το εθνικό ζήτημα, αλλά δεν υφίστατο ούτε ξεκάθαρη πολιτική οπτική για μια Ρωσία υπό επαναστατική εξουσία. Τα πάντα κινούνταν ασύντακτα, στα τυφλά.

Ανάμεσα στις δύο επαναστάσεις του 1917, αλλά και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, σε όλη την Αυτοκρατορία, από τη Φινλανδία, την Πολωνία και την Ουκρανία έως τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, παράλληλα με την εξέγερση του προλεταριάτου των πόλεων, ξέσπασαν παντού εθνικά κινήματα αυτοδιάθεσης. Στην ηγεσία των μπολσεβίκων, όσον αφορά στον τρόπο αντιμετώπισης αυτής της υπαρκτής πρόκλησης, επικράτησε σύγχυση.[17] Ακόμη και στις παραμονές της Επανάστασης, κατά την 7η Συνδιάσκεψη του κόμματος (4/1917), ανακοινώθηκε ότι:

Η προπαρασκευαστική επιτροπή, με 7 ψήφους υπέρ και 2 κατά, πρότεινε ένα σχέδιο απόφασης που τόνιζε ότι το εθνικό ζήτημα δεν μπορούσε να λυθεί παρά μόνο με μια σοσιαλιστική επανάσταση και με βάση το σύνθημα “κάτω τα σύνορα”, χαρακτηρίζοντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών σαν φράση χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο».[18] Μόνον η παρέμβαση του ίδιου του Λένιν, ο οποίος πλέον με σκέτο ρεαλισμό αντιλήφθηκε την κρισιμότητα της επιλογής, που μπορούσε να οδηγήσει και στην εξουσία, επέβαλε παρά τις αντιρρήσεις την υιοθέτηση του δικαιώματος «όλων των εθνών της Ρωσίας να αποχωρήσουν και να αποτελέσουν ανεξάρτητο κράτος.[19]

Επρόκειτο ασφαλώς για έναν τακτικισμό που έβαζε τους μπολσεβίκους κατά τη ρευστή αυτή περίοδο σε πλεονεκτική θέση απέναντι στον εθνικισμό του Κερένσκι, των μενσεβίκων και των φιλοτσαρικών δυνάμεων.

Η γραμμή αυτή τηρήθηκε, πάντοτε με τη σθεναρή στάση του Λένιν, και μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους. Μία εβδομάδα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, με επίσημο έγγραφο που υπέγραψαν ο Λένιν, ως πρόεδρος του Συμβουλίου των Λαϊκών Κομισάριων, και ο Στάλιν, ως Κομισάριος για Ζητήματα των Εθνοτήτων, το νέο σοβιετικό κράτος δεσμεύθηκε να υποστηρίξει το δικαίωμα όλων των λαών της Ρωσίας στην ελεύθερη αυτοδιάθεση, ακόμη και στη δυνατότητα της απόσχισης και της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους. Μέρος του προγράμματος για το εθνικό ζήτημα αποτελούσε η διακήρυξη της 2(15) Νοεμβρίου προς τους λαούς της Ρωσίας, στο οποίο η κυβέρνηση διατύπωνε την πολιτική που θα ακολουθούσε:

– Ισότητα και κυριαρχία για όλους τους λαούς της Ρωσίας.

– Δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, συμπεριλαμβανομένου αυτού της απόσχισης και της ολοκληρωτικής ανεξαρτησίας από τη Ρωσία.

– Κατάργηση όλων των εθνικών και θρησκευτικών προνομίων και περιορισμών.

– Ελεύθερη ανάπτυξη όλων των εθνικών μειονοτήτων και των εθνικών ομάδων μέσα στο ρωσικό έδαφος.

 

Στο δεύτερο μέρος η εθνική γραμμή του Λένιν κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και οι μεταγενέστερες διαφωνίες του με τον Στάλιν.

[1] Ελλενστέιν, Ζαν, Ιστορία της Ε.Σ.Σ.Δ., εκδ. Θεμέλιο, 1980, τόμ. 1, σσ. 40-41.

[2] Landau, Jacob M., Pan-Turkism, from irredentism to Cooperation, Hurst & Company, London 1995, σ. 7.

[3] Η μουσουλμανική εξέγερση των «Basmachi» αναζωπυρώθηκε με την έκδοση διατάγματος του ρωσικού κράτους (25/6/1916) για την υποχρεωτική στράτευση όλων των υπηκόων της Αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Βλ. Paksoy, H.B., «“Basmachi”: Turkistan National Liberation Movement 1916-1930s», στο Modern Encyclopaedia of Religions in Russia and the Soviet Union, 1991, τόμ. 4, σσ. 5-20.

[4] Όπως έγραφε ο Τρότσκι, «στην περιφέρεια […] η μπουρζουαζία της χώρας, του εσωτερικού, ανήκε σ’ ένα άλλο έθνος από την κύρια μάζα του λαού. Ο πληθυσμός των πόλεων στην περιφέρεια ξεχώριζε ολότελα με την εθνική του σύνθεση από τον πληθυσμό των χωριών. Στην Ουκρανία και τη Λευκορωσία ο γαιοκτήμονας, ο καπιταλιστής, ο δικηγόρος, ο δημοσιογράφος είναι Μεγαλορώσος, Πολωνός, Εβραίος, ξένος· ενώ ο πληθυσμός στους κάμπους είναι εξ ολοκλήρου ουκρανικός, μεγαλορωσικός. Στις βαλτικές χώρες οι πόλεις ήταν εστίες της γερμανικής, ρωσικής και εβραϊκής μπουρζουαζίας. Το χωριό ήταν ολάκερο λετονικό και εσθονικό. Στις πόλεις της Γεωργίας κυριαρχούσε ο ρωσικός και ο αρμενικός πληθυσμός, όπως και στο τουρκμενικό Αζερμπαϊτζάν. Χωρισμένοι από την κύρια μάζα του λαού όχι μόνο με το επίπεδο ζωής και τα ήθη, μα και τη γλώσσα, ακριβώς όπως οι Άγγλοι στην Ινδία· προσκολλημένοι στον γραφειοκρατικό μηχανισμό για την υπεράσπιση των κτημάτων τους και των εισοδημάτων τους· δεμένοι αδιάσπαστα με τις κυρίαρχες τάξεις ολόκληρης της χώρας, οι ευγενείς γαιοκτήμονες, οι βιομήχανοι και οι έμποροι της περιφέρειας συγκέντρωναν γύρω τους ένα στενό κύκλο από υπαλλήλους δημόσιους και ιδιωτικούς, δασκάλους, γιατρούς, δικηγόρους, δημοσιογράφους, ως ένα μέρος και εργάτες, όλους Ρώσους, μεταβάλλοντας τις πόλεις σε εστίες εκρωσισμού και αποικισμού» (Τρότσκι, Λέων, Η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, εκδ. Αλλαγή, 1984, σ. 342).

[5] Η επανάσταση του 1905 ήταν «τόσο μια επανάσταση μη Ρώσων εναντίον του εκρωσισμού όσο και μια επανάσταση εργατών, αγροτών και ριζοσπαστών διανοουμένων εναντίον του απολυταρχισμού» (Seton-Watson, Nations and States. An Enquiry into the Origins of Nations and the Politics of Nationalism, Boulder, Westview Press, 1977, σ. 148.

[6] Όπως το διατύπωσε ο Anthony Smith, «οι παραμελημένες, καταπιεσμένες ή περιθωριοποιημένες εθνοτικές κοινότητες ή κατηγορίες συγχωνεύουν τις εθνικές αιτιάσεις και φιλοδοξίες τους με άλλες, μη εθνικές επιδιώξεις, έτσι ώστε συχνά κάποια ορισμένη χρονική στιγμή να διαμορφώνεται ένα ενιαίο πλέγμα συμφερόντων του δεδομένου πληθυσμού, τα οποία για τους σκοπούς της ανάλυσης εμείς διαιρούμε σε “εθνικές” και “μη εθνικές” κατηγορίες, προκειμένου να μπορέσουμε να απομονώσουμε τον “εθνικό παράγοντα”» (Smith, Anthony D., Εθνική Ταυτότητα, εκδ. Οδυσσέας, 2000, σ. 207).

[7] Ο όρος «αυστρο-μαρξισμός» επινοήθηκε από τον Αμερικανό σοσιαλιστή Louis Boudin, μερικά χρόνια πριν από τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να περιγράψει μια ομάδα νεαρών μαρξιστών διανοουμένων στην Βιέννη –οι πλέον εξέχοντες ανάμεσά τους ήταν ο Μαξ Άντλερ, ο Όττο Μπάουερ, ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ και ο Καρλ Ρέννερ– οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στο αυστριακό σοσιαλιστικό κίνημα. «Austro-marxism, texts» translated and edited by Tom Bottomore & Patrick Goode, σελ. 1, Oxford University Press, 1978. Σημαντική για τη τάση αυτή υπήρξε η διοργάνωση του Συνεδρίου του Brno (Brunn) το 1899, στις αποφάσεις του οποίου περιλαμβάνεται η μετατροπή της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας σε ομοσπονδιακή, σχέδιο που επηρέασε τόσο την δημιουργία της Ε.Σ.Σ.Δ. το 1922, όσο και της Γιουγκοσλαβίας το 1946.

[8] Η BUND («Γενική Εβραϊκή Εργατική Ένωση» της Λιθουανίας, της Πολωνίας και της Ρωσίας) οργανώθηκε το 1897 και περιελάμβανε κυρίως επαγγελματοβιοτέχνες των δυτικών περιοχών της Ρωσίας. Στο Α΄ Συνέδριο του Σ.Δ.Ε.Κ.Ρ., τον Μάρτη του 1898, η ΜΠΟΥΝΤ εντάχθηκε στο κόμμα. Στο Β΄ Συνέδριο του Σ.Δ.Ε.Κ.Ρ., οι μπουντιστές πρόβαλαν την αξίωση να αναγνωριστεί η ΜΠΟΥΝΤ ως ο μοναδικός εκπρόσωπος των Εβραίων εργατών της Ρωσίας. Όταν το Συνέδριο απέρριψε τον οργανωτικό εθνικισμό της ΜΠΟΥΝΤ, η ΜΠΟΥΝΤ αποχώρησε από το κόμμα. Το 1906, ύστερα από το Δ΄ (Ενωτικό) Συνέδριο, η ΜΠΟΥΝΤ προσχώρησε ξανά στο Σ.Δ.Ε.Ρ.Κ. Βλ. Λένιν, Β.Ι., Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα «Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών»«Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών»«Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1992, σ. 164.

[9] Η Λούξεμπουργκ θεωρούσε ότι, παρ’ όλο που «το εθνικό κράτος, η εθνική ενότητα και ανεξαρτησία […] ήταν τα ιδεολογικά εμβλήματα κάτω από τα οποία συγκροτήθηκαν τα μεγάλα αστικά κράτη, τον περασμένο αιώνα στην καρδιά της Ευρώπης», τώρα πια ο καπιταλισμός «για να αναπτυχθεί, του χρειάζεται ένα αδιαίρετο έδαφος, όσο μεγαλύτερο γίνεται, που νάχει το ίδιο πολιτιστικό επίπεδο» (Λούξεμπουργκ, Ρόζα, Η εργατική τάξη και ο πόλεμος, εκδ. Δ. Κοροντζή, Αθήνα 1979, σ. 31).

[10] Λένιν, Β.Ι., Κριτικά σημειώματα…, σ. 67. Ο Λένιν, το 1914, στο κείμενό του για την εθνική αυτοδιάθεση, που αποτελεί μια πολεμική ενάντια στη γραμμή της Λούξεμπουργκ, γράφει για τους Πολωνούς σοσιαλδημοκράτες, που είχαν εναντιωθεί στην αυτοδιάθεση για να μην ισχυροποιηθεί έτσι η πολωνική αστική τάξη: «Η ανοησία της πρότασης προς τους μαρξιστές της Ρωσίας να σβήσουν την αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των εθνών είχε δειχτεί τόσο καθαρά και ολοφάνερα, που οι πολωνοί μαρξιστές ούτε καν τόλμησαν να επαναλάβουν τα επιχειρήματά τους στη συνεδρίαση της ολομέλειας του συνεδρίου!! Αποχώρησαν από το συνέδριο, όταν πείστηκαν ότι είναι απελπιστική η θέση τους μπροστά στην ανώτατη συνέλευση των μαρξιστών, και των μεγαλορώσων, και των εβραίων, και των γεωργιανών, και των αρμένηδων» (σ. 94).

[11] «Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών», ό.π., σ. 62.

[12] Ό.π., σ. 63.

[13] Το επιχείρημα το χρησιμοποιεί για να στηλιτεύσει τη σχέση του ρωσικού λαού με την ουκρανική εθνότητα, προτείνοντας επιπλέον τη δημιουργία ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους (ό.π., σ. 62).

[14] «Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα», ό.π., σ. 14. Αξίζει να παρατεθεί απόσπασμα από το εξαιρετικό κείμενο του Φ. Λίμπμαν, μέλους της ΜΠΟΥΝΤ, που δημοσιεύθηκε στην εβραϊκή εφημερίδα Zeit, στο οποίο ανταπάντησε ο Λένιν: «Όποιος γνωρίζει έστω και λίγο το εθνικό ζήτημα ξέρει ότι ο διεθνικός πολιτισμός δεν είναι άεθνος (πολιτισμός χωρίς εθνική μορφή). Άεθνος πολιτισμός, που δεν πρέπει νάναι μήτε ρωσικός, μήτε εβραϊκός, μήτε πολωνικός, παρά μόνο καθαρός πολιτισμός, είναι παραλογισμός. Ίσα-ίσα, τότε μόνο οι διεθνικές ιδέες μπορούν να γίνουν αγαπητές στην εργατική τάξη, όταν προσαρμόζονται στη γλώσσα που μιλά ο εργάτης και στις συγκεκριμένες εθνικές συνθήκες όπου ζει. Ο εργάτης δεν πρέπει να είναι αδιάφορος για την κατάσταση και την ανάπτυξη του εθνικού του πολιτισμού, επειδή μέσω αυτού, και μόνο μέσω αυτού, αποκτά την δυνατότητα να πάρει μέρος στον “διεθνικό πολιτισμό του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος”. Όλα αυτά είναι γνωστά από καιρό, μα ο Β.Ι. δεν θέλει ούτε να τα ξέρει…».

[15] Στάλιν, Ιωσήφ, «Ο Μαρξισμός και το Εθνικό Ζήτημα», Άπαντα, τόμ. 2 (1907-1913), σ. 334. Ο Ιωσήφ Ντζουγκασβίλι ήταν τέκνο του πολυεθνικού, πολυφυλετικού Καυκάσου, και είχε ασχοληθεί ήδη αρκετά με το ζήτημα των εθνοτήτων – από το πρώτο του άρθρο στη σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα Μπρτζόλα («Πάλη») της Τιφλίδας, τον Δεκέμβριο του 1901. «Εκεί πρωτογνώρισε κι αντιμετώπισε το πρόβλημα που θα τον απασχολούσε στα χρόνια της ωριμότητας – το πρόβλημα των εθνικών μειονοτήτων. Η γεωργιανή γλώσσα ήταν η μητρική γλώσσα των Ντζουγκασβίλι. Η Κατερίνα [σ.σ. η μητέρα του] δεν ήξερε καθόλου ρωσικά κι είναι αμφίβολο αν και με τον άντρα της δεν συνέβαινε το ίδιο» (Ντώυτσερ, Ισαάκ, Στάλιν. Πολιτική Βιογραφία, Χρησμός, 1971, σ. 6).

[16] Λένιν, Β.Ι., «Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα», ό.π., σ. 110.

[17] «…ήταν οπωσδήποτε φανερό ότι το εθνικό ζήτημα αποτελούσε ένα από τα σημεία εκείνα στα οποία  η θεωρία του κόμματος ήταν θολή και αβέβαια» (Carr Edward, Η ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, 1917-1923, εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1977, σ. 354).

[18] «7-я (апрельская) Всероссийская конференция РСДРП(б); Петроградская общегородская конференция РСДРП(б) (апрель 1917 года): Протоколы.» (7η [Απριλιανή] Πανρωσική Συνδιάσκεψη του ΣΕΚΡ (μπ.) [Απρίλιος 1917]: Πρακτικά εκδ. Госполитиздат, Μόσχα 1958. Ηλεκτρονικά, στο http://militera.lib.ru/docs/da/k07/index.html).

[19] «ВКП(б) в резолюциях и решениях съездов, конференций и пленумов» (ΠΚΚ [μπ.], Αποφάσεις συνεδρίων, συνδιασκέψεων και ολομελειών, Μόσχα 1941, σ. 233).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Μπάμπης 30 Αυγούστου 2019 - 12:06

Χαρακτηριστική είναι η κατηγορία του Πούτιν προς τον Λένιν, ότι αναγνωρίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της Ρωσίας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της απόσχισης των εθνοτήτων έβαλε μια ωρολογιακή ατομική βόμβα στα θεμέλια της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία έσκασε με τον Γκορμπατσώφ.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ