του Θ. Μαλκίδη, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002
Εισαγωγικά
Η Σύμβαση της Ανταλλαγής που προηγήθηκε της Συνθήκης της Λωζάνης θεωρήθηκε ως η μοναδική στο είδος της περίπτωση συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών σε τόσο ευρεία κλίμακα και, από την πλευρά της Κοινωνίας των Εθνών, (Κ.τ.Ε) προτάθηκε ως λύση σε ζητήματα μειονοτήτων. Είναι γεγονός πάντως ότι, όλοι οι συμπράξαντες απέφυγαν με επιμέλεια να αναλάβουν την ευθύνη της ιδέας για τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μέτρου1. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, η ελλαδική Θράκη αποτέλεσε μία έκταση που κάλυπτε, με εξαίρεση τη στενή λωρίδα γύρω από την Αίνο, ολόκληρη σχεδόν την νότια ακτή της Βαλκανικής Χερσονήσου και όπου, σύμφωνα με τον Βενιζέλο, θα μπορούσε να γίνει η εγκατάσταση των προσφύγων.
Πληθυσμιακές μεταβολές στην ελλαδική Θράκη μετά το 1922
Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στη Θράκη (1912-1922) είχαν σαν αποτέλεσμα να προκληθούν δυσμενείς καταστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των Ελλήνων, Βουλγάρων και μουσουλμάνων που άλλαξαν τόπο εγκατάστασης στο παραπάνω χρονικό διάστημα υπολογίζεται από 2.300.000 έως 2.500.000.
Οι απογραφές του 1920 και του 1928 αναδεικνύουν μία αριθμητική διαφορά των Ελλήνων που ανέρχεται σε ποσοστό 50% – 303.171 κάτοικοι, έναντι 209.443 το 1920. Το 1923, με την έναρξη της εισροής των προσφύγων, ο πληθυσμός της περιοχής είναι 94.226 Έλληνες, 95.407 Μουσουλμάνοι, 1.183 Αρμένιοι, 16.828 Βούλγαροι και 1.112 Εβραίοι. Παράλληλα, θα πρέπει να προστεθούν και 105.438 Έλληνες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην περιοχή, πριν ακόμη αρχίσει η ανταλλαγή πληθυσμών, γεγονός που ανεβάζει το πληθυσμό της ελλαδικής Θράκης στα 314.235 άτομα2.
Οι προσπάθειες αποκατάστασης
Με την κατάρρευση του μετώπου, οι Έλληνες της Ανατολής κατέφθασαν στην ελλαδική Θράκη και την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι πρώτες επιτάξεις δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα και καθημερινά εκατοντάδες πέθαιναν από την εξάντληση και τις επιδημίες. Το έργο της αποκατάστασης προσέκρουε σε δυσκολίες, λόγω του όγκου των προσφύγων και της φύσης των προβλημάτων. Oι ρυθμοί αύξησης των προσφύγων και η προσπάθεια εγκατάστασής τους παρέλυσαν τους ρυθμούς της κοινωνικής ζωής αφού η υποδομή και οι πόροι απουσίαζαν.
Η κατάσταση οδήγησε στην απόφαση της ίδρυσης αρχικώς του “Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων-Αυτόνομου Οργανισμού Προσφυγικής Αποκατάστασης” και στη συνέχεια της “Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων” (E. A. Π.), η οποία εγκρίθηκε από την Κ.τ.Ε., το 1923.
Στο καταστατικό αναφερόταν ότι αποστολή της Ε.Α.Π. θα ήταν η κατάρτιση και εφαρμογή ενός προγράμματος “για την προσφορά παραγωγικής εργασίας στους πρόσφυγες”, ενώ τα εισοδήματα από τα κεφάλαια της Ε.Α.Π. απαγορευόταν να δαπανηθούν “δια την ανακούφισιν δυστυχίας ή δι’ άλλους φιλανθρωπικούς σκοπούς, μη συνδυαζομένους με την εις παραγωγικά έργα αποκατάστασιν των συντρεχομένων προσώπων”. Tο ελληνικό δημόσιο παραχώρησε στην E.A.Π., εκτάσεις 5.000.000 στρεμμάτων αξίας 13.000.000 λιρών Αγγλίας για την υλοποίηση του έργου της αποκατάστασης. Επίσης προχώρησε στην παροχή και άλλων πόρων σε μια προσπάθεια αναζωογόνησης της αγροτικής παραγωγής, σε συνδυασμό με τη διαχείριση ενός διεθνούς δανείου με επαχθείς όρους για την Eλλάδα, ύψους 12.300.000 λιρών Aγγλίας. Το 1927 συνάφθηκε το δάνειο “σταθεροποιήσεως” ύψους 7.500.000 λιρών Αγγλίας, με ποσοστό 86%, επιτόκιο 7, 05% και απόδοση 6.500.000 αγγλικές λίρες, ενώ τον ίδιο χρόνο συνήφθη δάνειο με τις Η. Π. Α., ύψους 6.000.000 λιρών Αγγλίας από τις οποίες όμως μόνο οι 500.000 καταβλήθηκαν απευθείας στην Ε. Α. Π. Παράλληλα, μεταξύ των ετών 1923-1928, το κράτος εξέδωσε έξι δάνεια ύψους 10.500.000 αγγλικών λιρών, με τα οποία δάνεια καλύφθηκε το πρόγραμμα στέγασης.
Οι πρόσφυγες στη Θράκη
Η Θράκη (και η Μακεδονία) ήταν οι περιοχές όπου κατ’ εξοχήν δραστηριοποιήθηκε η Ε.Α.Π. Παρά το γεγονός ότι η αγροτική αποκατάσταση προχωρούσε ταχύτερα και υποστηριζόταν περισσότερο από την αστική3, η χάραξη των συνοικισμών καθυστερούσε, διότι έπρεπε να γίνει η επιλογή του χώρου και να εξασφαλιστούν τα υλικά και η μεταφορά τους. Επιπλέον, η Ε.Α.Π. έπρεπε να χορηγήσει δάνεια και να προμηθεύσει τους πρόσφυγες με εφόδια4. Επειδή ήταν αδύνατον από τις πρώτες ημέρες να εξασφαλισθεί η επικοινωνία με τις ορεινές περιοχές όπου προωθήθηκαν πρόσφυγες, αυτοί, σύντομα, μαστιζόμενοι από τις ασθένειες, την έλλειψη τροφίμων και εργασίας5, εγκατέλειψαν τα ορεινά και κατέφυγαν στις πόλεις. Εξάλλου, η εποίκιση των ορεινών περιοχών δεν ήταν δυνατό να γίνει μόνο με την παραχώρηση λίγων στρεμμάτων κατοικίας και γεωργικών εφοδίων, όπως έγινε με τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες. Η γη ήταν μεγάλη, αλλά άγονη και φτωχή σε απόδοση. Συνάμα επικρατούσε η άποψη ότι η επιστροφή ήταν ζήτημα χρόνου. Έτσι συσσωρεύτηκε μεγάλος αριθμός προσφύγων στο νομό Έβρου, με την ελπίδα της επιστροφής, γεγονός που ήταν η αιτία για την οποία, τα δύο πρώτα χρόνια, οι πρόσφυγες δεν ασχολήθηκαν με τη γη.
Άλλος σημαντικός παράγοντας απραξίας ήταν ο χαρακτήρας της διανομής της γης. Ορισμένοι πρόσφυγες καλλιέργησαν τα χωράφια, άλλοι όμως δεν εργάζονταν πριν αποκτήσουν τίτλους ιδιοκτησίας. Το 1928, οι τελικά ολοκληρωμένοι αγροτικοί προσφυγικοί οικισμοί της Θράκης ανέρχονται σε 243, έναντι των 1.396 της Μακεδονίας6.
Για την ανέγερση των αγροτικών οικιών, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης εφάρμοσε ένα πρόγραμμα που χορηγούσε στους πρόσφυγες οικοδομικό υλικό, ένα άλογο και ένα κάρο, ενώ εξασφαλίστηκαν κονδύλια για τους χτίστες και τους ξυλουργούς. Το σύστημα αυτό βοήθησε τόσο στην ανέγερση των οικιών όσο και στη μείωση του κόστους κατασκευής τους –υπολογίστηκε γύρω στις 11.000-12.000 δρχ., η δαπάνη για κάθε αγροτικό σπίτι–, το 1/2 ή τα 2/3 του κόστους των σπιτιών που χτίζονταν από εταιρείες.
Η αγροτική παραγωγή στη Θράκη
Το επίπεδο γνώσεων των προσφύγων συνέβαλε στην ανάπτυξη της γεωργίας, η οποία γινόταν ακόμη με πρωτόγονο τρόπο. Η άφιξη των προσφύγων στην περιοχή οδήγησε σε μια αύξηση των καλλιεργούμενων στρεμμάτων και της γεωργικής παραγωγής, όπως δείχνει ο πίνακας 1.
Εντός του διαστήματος 1924-1927, η παραγωγή σιταριού αυξήθηκε από 22.810.793 οκάδες σε 43.198.174. Στην περίοδο 1931-1933, η παραγωγή σιτηρών στη Θράκη αντιπροσώπευε το 8-11% της συνολικής εσοδείας.
Άλλη μια αγροτική δραστηριότητα ήταν η αμπελουργία. Το 1925 είχε αμπελωθεί έκταση 57.000 στρεμμάτων7 και έως το 1928 είχαν διανεμηθεί στους πρόσφυγες 1.400.000 φυτάρια αμπελιών, από την Ε.Α.Π, πέρα από κείνα που είχαν εισαχθεί από τους συνεταιρισμούς8.
Ο καπνός της Θράκης υπήρξε η πηγή στην οποία όφειλε τον πλούτο και την ανάπτυξή της ένα τμήμα της περιοχής. Οι εξαγωγές του καπνού έφτασαν να καλύπτουν, το 1929, το 70% της συνολικής παραγωγής, απασχολώντας 150.000 οικογένειες. Η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης συγκέντρωσε τον καπνό της Θράκης στην Ξάνθη, με την προοπτική να πουληθεί από τις συνεταιριστικές ενώσεις, με στόχο την αποφυγή της μείωσης των τιμών που επεδίωκαν οι καπνέμποροι9. Η κρίση του 1929-3210 είχε όμως επιπτώσεις στον καπνό, οδηγώντας το δίκτυο σε κατάρρευση, και μειώνοντας τις εξαγωγές κατά το 1/3 ως προς την ποσότητα και κατά 81% ως προς την αξία. Ο αριθμός των ανέργων καπνεργατών αυξήθηκε, γεγονός που τροφοδότησε τις αναταραχές που ταλάνισαν την περιοχή.
Οι προσφυγικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί
Η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων επιτάχυνε τις διαδικασίες απαλλοτρίωσης των μεγάλων αγροκτημάτων και έδωσε ώθηση στο αγροτικό κίνημα. Στη Θράκη υπήρχαν 234 προσφυγικές συνεταιριστικές οργανώσεις με 13.258 μέλη, κεφάλαιο 4.443 .650 δρχ. και απόθεμα 1.083.447 δρχ.11 Με το κεφάλαιο αυτό η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (Ε.Τ.Ε.) έδωσε δάνειο ύψους 33.000.000 δρχ. και οργανώθηκε με μηχανική καλλιέργεια ένας μεγάλος αριθμός αγροκτημάτων.
Στα τέλη του 1927 τα μέλη αυξάνονται σε 16.803, το κεφάλαιο ανεβαίνει στο ύψος των 8.910.610 δρχ. και τα δάνεια που χορηγήθηκαν από την Ε.Τ.Ε. ανέρχονται σε 81.240.667 δρχ., εκτός από εκείνα που χορηγήθηκαν σε μέλη, ύψους 3.500.000 δρχ.12 Με το ποσό των 3.516.832 δρχ. αγόρασαν αγροτικές μηχανές, χημικά λιπάσματα, ζώα, δημιούργησαν φυτώρια από μωρεόδεντρα και αμπέλια και προώθησαν σημαντικά τη μεταξουργία και την οινοποιία.
Οι μουσουλμάνοι και το προσφυγικό πρόβλημα
Ενώ σ’ όλες τις άλλες περιοχές η αναχώρηση των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων εξασφάλιζε στέγη και γη στους πρόσφυγες, στη Θράκη η παραμονή των μη ανταλλάξιμων μουσουλμάνων βραχυκύκλωνε την αποκατάσταση και περιέπλεκε το προσφυγικό ζήτημα13.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η δυσκολία ανεύρεσης στέγης και χωραφιών για τους πρόσφυγες. Kαι αυτό διότι οι μουσουλμανικές περιουσίες δεν μπορούσαν να διατεθούν για την αποκατάσταση των προσφύγων, εκτός εάν εξαγοράζονταν ή απαλλοτριώνονταν με αποζημίωση και μόνο με τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών τους. Από τις 15.326 αγροτικές προσφυγικές οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη (Δεκέμβριος 1924), 13.300 άρχισαν ήδη να καλλιεργούν χωράφια ιδιοκτησίας μουσουλμάνων, παρόλο που δεν είχαν ακόμη εξαγοραστεί (Μάρτιος 1925)14 .
Ο πίνακας 2 δίνει την αξία των μουσουλμανικών περιουσιών που απαλλοτριώθηκαν (Αύγουστος 1930).
Η επίταξη των μουσουλμανικών περιουσιών δεν κράτησε πολύ. Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, άρχισε η εφαρμογή των άρθρων που αναφέρονταν στην προστασία των μειονοτήτων και η αραίωση των προσφύγων είχε ως αποτέλεσμα την απόδοση των κτημάτων στους μουσουλμάνους15.
Ωστόσο, το γεγονός των καταλήψεων μουσουλμανικών περιουσιών προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην Τουρκία. Στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργήθηκε ο “Σύνδεσμος της Ανταλλαγής της Ανατολικής Μακεδονίας”, που αποφάσισε ν’ ασκηθεί πίεση στην τουρκική κυβέρνηση, ώστε να λάβει αντίποινα κατά των Ελλήνων για τις “καταπιέσεις και τη τυραννία” που υφίστανται οι ομόθρησκοί τους στην Ελλάδα16.
Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Καταλύτης για το ελληνικό κράτος ήταν η έλευση των προσφύγων το 1922, που επηρέασε και την ελληνική κοινωνία. Οι πρόσφυγες εμπλούτισαν τόσο τον αστικό όσο και τον αγροτικό χώρο, ειδικά ο προσφυγικός πληθυσμός της Θράκης ανερχόταν στο 35% του συνολικού πληθυσμού. H πλειοψηφία των προσφύγων κατέφυγε στο Θρακικό χώρο χωρίς πόρους. Οι μαρτυρίες δίνουν την εικόνα της συρροής προσφύγων σε μια περιοχή με ανοιχτές τις πληγές από την περίοδο του πολέμου και με αρκετές ιδιαιτερότητες λόγω της παρουσίας των μουσουλμάνων και των βουλγαρικής καταγωγής κατοίκων. Στις εκθέσεις της Ε.Α.Π. γίνεται λόγος για τα προβλήματα της προσφυγικής αποκατάστασης, γεγονός που μαρτυρεί την ιδιαιτερότητα του θέματος στην περιοχή.
Στη Θράκη η εγκατάσταση των προσφύγων συνέβαλε ουσιαστικά τόσο στην δημογραφική ανάπτυξη της περιοχής, όπου μέχρι το 1928 είχαν εγκατασταθεί 18.856 αστοί και 71.923 αγρότες17, όσο και στην εισαγωγή νέων δεδομένων στην αγροτική παραγωγή. Τα 721.959 στρέμματα του 1922 γίνονται 1.478.956 το 193118. Οι δαπάνες που κάλυψαν εποικιστικές ανάγκες στην Θράκη αντιπροσωπεύουν το 21,83% του συνόλου των δαπανών όλης της χώρας19, ενώ η δαπάνη που αντιστοιχεί σε κάθε οικογένεια υπολογίζεται γύρω στις 41.315 δρχ.20 Η δαπάνη της αστικής αποκατάστασης, στο ίδιο διάστημα, ανέρχεται στο ύψος των 203.115.756 δρχ. 21 .
O κορεσμός όμως στην αγορά εργασίας, τα προβλήματα εγκατάστασης, τα φαινόμενα κηδεμονίας, οδήγησαν ένα μεγάλο τμήμα των προσφύγων στις παρυφές των πόλεων και κυρίως στην Αθήνα. H υπογραφή του “Συμφώνου Φιλίας” από τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Bενιζέλο, το 1930, δρομολόγησε αναπότρεπτες αλλά και δυσάρεστες εξελίξεις, καθιστώντας ανενεργό το προσφυγικό αίτημα της επανεγκατάστασης. Παράλληλα, οι προσφυγικές περιουσίες δεν αποδόθηκαν ποτέ, όπως η Σύμβαση της 30ης Ιανουαρίου 1923 προέβλεπε. Κατάσταση που υφίσταται ακόμη και σήμερα με τη διασπάθιση της προσφυγικής περιουσίας και της διαχείρισής της για πελατειακούς σκοπούς.
Σημειωσεις
- Βλ. M. Μοσχόπουλος, “Η ελληνική Θράκη”, Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τ. ΙΕ, (1948-49), σ. 120-132, όπου αναφέρεται ότι ο David Mitrany είχε υπογραμμίσει ότι η αναγκαστική μεταφορά πληθυσμών “ερχόταν σε αντίθεση με όλες τις παραδεδεγμένες αρχές του διεθνούς δικαίου αλλά και με τις ανθρωπιστικές παραδόσεις της Ευρώπης”. David Mitrany, The effect of the war in southeastern Europe, New Haven 1936, σ. 249-250.
- Αρχεία Υπουργείου Εξωτερικών (Α.Υ.Ε). 1922-1923/Κ.Τ.Ε./ΑΠ/20/70.
- Δρίτσα, Μ., “Πρόσφυγες και εκβιομηχάνιση” στο Θάνος Βερέμης (επιμέλεια), Ελευθέριος Βενιζέλος. Οικονομία-Κοινωνία-Πολιτική στην Εποχή του, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989, σ. 29-70.
- Νοταρά, Μ. Η αγροτική αποκατάστασις των προσφύγων. Αθήναι 1934, σ.,98 και Γεώργιου Μαυρογορδάτου, Stillborn Republic, University of California Press 1983, σ.191.
- Α. Αιγίδης, Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγες, Αθήναι 1934, σ. 57.
- E. A. Π., Έκθεση 20η, σελ. 7.
- Βακαλόπουλος, Κ. Νεοελληνική Ιστορία (1204-1940), εκδ. Αφοί Κυριακίδη Θεσσαλονίκη 1991, σ.448.
- Ε. Α. Π., Έκθεση 19η, σ. 9.
- Ε. Α. Π., Έκθεση 19η, σ. 11.
- Κωστής, Κ. “Η ελληνική οικονομία στα χρόνια της κρίσης 1929-1932” στο Βερέμης, Θ., ό.π., σ. 191-227.
- Ε. Α. Π., Έκθεση 19η, σ. 15.
- Ε. Α. Π., Έκθεση. 20η, σ. 6.
- Ο Κ. Βακαλόπουλος αναφέρει ότι η προσφυγική περιουσία που προέκυψε από τις περιουσίες των μουσουλμάνων που ανταλλάχθηκαν “ροκανίσθηκε” από τα λεγόμενα έξοδα διοικήσεως των υπηρεσιών που την διαχειριζόταν (Κράτος, ΤΑΠΑΠ, ΚΕΔ, Εθνική Τράπεζα, Υπηρεσία Διαχειρίσεως Μουσουλμανικών Κτημάτων), ενώ πολλές γαίες πέρασαν σε χέρια μη προσφύγων. Ακόμη αναφέρει απόσπασμα ομιλίας στη Βουλή ( 5/11/1979) του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ, όπου τονιζόταν ότι “(…..)Η μουσουλμανική περιουσία στα διάφορα στάδιά της υπέστη άγρια εκμετάλλευση. Επτά τοις εκατό εκ της περιουσίας εκείνης διατέθηκε για την αποκατάσταση των προσφύγων. Το υπόλοιπο, το 93%, διασπαθίστηκε, που σημαίνει ότι έγιναν καταχρήσεις(….)”Βακαλόπουλος, Κ., ό.π., σ.444.
- E. A. Π., Έκθεση 5η, σ. 6.
- Α Υ.Ε.- Κ.Υ. 1927-28, Β/28. Αρ. Πρωτ. 257, Κομοτηνή (18.04.1927). Στις 18.4.1927, ο Γενικός Διοικητής Θράκης Ζαφειρόπουλος γράφει ότι στην Ξάνθη: “εκ των 1.000 περίπου αγροτικών δωματίων άτινα κατείχοντο κατά το παρελθόν έτος υπό των προσφύγων εν τη περιφερεία της υποδ/σεως Ξάνθης έχουν αποδοθή τα 800 και παραμένουσι ακόμη υπό κατοχήν μόνον 200, άτινα, κατά τας διαβεβαιώσεις της οικείας υπηρεσίας του Εποικισμού, θ’ αποδοθώσι ταχέως(….) Τα καταληφθέντα αστικά και αγροτικά κτήματα των Τούρκων… απεδόθησαν το δεύτερον έτος της καταλήψεως αυτών, ήτοι κατά το 1924, πράγμα όπερ διεπιστώθη κατά τον Μάρτιον του 1925 υπό των εκτάκτων απεσταλμένων της Κοινωνίας των Εθνών κ.κ. Εξτράν και Ντελάρα, οίτινες υπέβαλον και σχετικήν έκθεσιν, δι’ ης ανεγνωρίζετο η καλή θέλησις και αποτελεσματική προσπάθεια της Ελληνικής Διοικήσεως, πρός εκτέλεσιν των ανειλημμένων υπ’ αυτής υποχρεώσεων”.
- Α.Υ.Ε.-Κ.Υ Φ. 1923/Α/5/VI/12.
- Eddy, Β.Greece and the Greek Refugees, London 1931 σ. 153. Ο Eddy ήταν ο τρίτος κατά σειρά και τελευταίος πρόεδρος της Ε.Α.Π.
- Αιγίδης, Α., ό.π., σ. 93.
- Νοταρά, Μ., ό.π., σ. 43.
- Στη Μακεδονία η δαπάνη, κατά οικογένεια, ήταν 60.263 δρχ., ενώ στην υπόλοιπη χώρα 57.810. Μ. Νοταρά, ό.π., σ. 89.
- Ε. Α. Π., Έκθεση 27η, σ. 12.