Αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» – άρθρο του Γιώργου Λιάλιου.
Το 2017 οι καταστροφικές πυρκαγιές στην Πορτογαλία άφησαν πίσω τους 117 νεκρούς και εκατομμύρια στρέμματα καμένων εκτάσεων. Το σοκ της κοινωνίας ήταν μεγάλο. Η υπόθεση όμως δεν εξαντλήθηκε σε καταγγελίες περί των κακώς κειμένων, ούτε σε πορίσματα ειδικών που μετά μπήκαν στο συρτάρι. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, με την υποστήριξη σύσσωμου του πολιτικού κόσμου και της κοινής γνώμης, η χώρα προχώρησε σε δραστικές αλλαγές σε όλο το μοντέλο διαχείρισης των δασικών περιοχών. Το αποτέλεσμα; Μέχρι στιγμής, ο αριθμός των πυρκαγιών έχει μειωθεί κατά 65% και οι καμένες εκτάσεις κατά 66%. Η Πορτογαλία άλλαξε σελίδα. Επικεφαλής αυτής της προσπάθειας είναι ο Τιάγκο Ολιβέιρα, ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Πυρκαγιών (AGIF – Agencia para Gestao Integrada de Fogos rurais), του οργανισμού που ιδρύθηκε το 2019 για να συντονίσει την εφαρμογή της νέας στρατηγικής.
Πρόκειται για έναν άνθρωπο με ακαδημαϊκή γνώση, αλλά και εμπειρία στη διαχείριση δασικών πυρκαγιών, καθώς έχει θητεύσει τόσο σε οργανωτικές όσο και σε «μάχιμες» θέσεις στην προστασία δασικών εκτάσεων σε ιδιωτική εταιρεία (μια βασική διαφορά με την Ελλάδα είναι ότι στην Πορτογαλία το 84% των δασών είναι ιδιωτικά και μόλις το 2% αμιγώς δημόσια). Πριν προταθεί από τον πρωθυπουργό για τη θέση που τελικά ανέλαβε, είχε φέρει εις πέρας την εγκατάσταση του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης πυρκαγιών της χώρας, ενώ παλαιότερα είχε συντονίσει το τεχνικό κομμάτι του εθνικού σχεδίου πυρόσβεσης.
«Οι πυρκαγιές είναι το αποτέλεσμα μιας υπεραπλουστευμένης προσέγγισης. Αυτό που προβάλλεται ως κύρια λύση είναι η επένδυση σε ολοένα και περισσότερα μέσα ταχέως εντοπισμού και κατάσβεσης, μεγαλύτερο δίκτυο δρόμων και πυροσβεστικών κρουνών. Είναι μια προσέγγιση αποτελεσματική βραχυπρόθεσμα –πλέον ούτε και αυτό–, που έχει όμως μεσοπρόθεσμα το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς παραγνωρίζει τη συσσώρευση καύσιμης ύλης στα δάση και “καθησυχάζει” τους πολίτες, δίνοντας μια εσφαλμένη αντίληψη του κινδύνου», λέει σε συνέντευξή του στην «Κ».
– Ποιες ήταν οι κύριες αιτίες των καταστροφικών πυρκαγιών στην Πορτογαλία το 2017;
– Αντί να εστιάζουμε στο γιατί ξέσπασαν οι πυρκαγιές του 2017, είναι πιο χρήσιμο να κατανοήσουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες οι πυρκαγιές αυτές μπόρεσαν να γίνουν τόσο καταστροφικές. Για πολλές δεκαετίες, ως αποτέλεσμα της στροφής από τον πρωτογενή στον τεταρτογενή τομέα, οι άνθρωποι μετακινήθηκαν από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές κατά μήκος της ακτογραμμής, αφήνοντας τεράστιες εκτάσεις αραιοκατοικημένες. Πιστεύω ότι το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα, υποβοηθούμενο από την κοινή αγροτική πολιτική, ήδη από τη δεκαετία του ’80. Οι νεότερες γενιές δεν είχαν πλέον λόγο να παραμείνουν στο εσωτερικό της χώρας, βιοποριζόμενες από τη γεωργία ή την εκμετάλλευση των δασών – το όραμά τους ήταν πιο αστικό και συνδεδεμένο με την τεχνολογία. Στις αγροτικές περιοχές παρέμειναν κυρίως οι ηλικιωμένοι, συνεχίζοντας να καλλιεργούν τη γη όπως παλιά, αλλά χωρίς την ίδια σωματική αντοχή – ένας παράγοντας σχετικός με την υπόθεση, καθώς συνέχισαν να χρησιμοποιούν τη φωτιά ως ένα φθηνό εργαλείο για τη διαχείριση της περιττής βλάστησης. Όμως, καθώς οι άνθρωποι έφυγαν, η φύση πήρε τη θέση τους και τα τοπία μας άλλαξαν. Με το πέρασμα του χρόνου, περιοχές στις οποίες κάποτε θα ξεσπούσαν μόνο μικρές και διαχειρίσιμες πυρκαγιές, έγιναν εκτάσεις με συνεχή βλάστηση, κατάλληλη για μεγάλες και επικίνδυνες πυρκαγιές. Ταυτόχρονα, παρότι οι άνθρωποι εγκατέλειψαν την ύπαιθρο, διατήρησαν τη σχέση τους με την οικογενειακή κληρονομιά, αλλά χωρίς να τη διαχειρίζονται με τον ίδιο τρόπο, καθώς το οικονομικό όφελος δεν δικαιολογούσε τα απαραίτητα έξοδα. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι οι αγροτικές κατοικίες δεν είναι προετοιμασμένες για πυρκαγιά, ούτε οι κατοικημένες περιοχές διαχωρίζονται από την καύσιμη ύλη. Ετσι όμως η προστασία της περιουσίας παρέμεινε ψηλά ως τελικός στόχος, οδηγώντας σε μια λανθασμένη εστίαση του προβλήματος.
– Πώς άλλαξε η καταστροφή την αντίληψη για τη διαχείριση των δασών στην Πορτογαλία;
– Οι άνθρωποι σοκαρίστηκαν από αυτό που συνέβη. Πυρκαγιές συνέβαιναν πάντα τα καλοκαίρια, αλλά ποτέ δεν είχαν χάσει τόσοι άνθρωποι τη ζωή τους. Η στρατηγική που ακολουθήθηκε μέχρι το 2017 είχε αποτύχει και η πρόληψη ήρθε στο προσκήνιο ως η μόνη φυσική λύση. Αυτό βοήθησε πολύ. Εγινε ξεκάθαρο για πρώτη φορά στο μυαλό όλων ότι χρειαζόταν μια αλλαγή προσέγγισης.
– Ποιες ήταν οι πρώτες κινήσεις;
– Ορίστηκαν δύο επιτροπές ειδικών, η μια διακομματικά και η δεύτερη μέσω της συνόδου των πρυτάνεων της χώρας. Τα πορίσματα ολοκληρώθηκαν το 2018 και το 2019 ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Πυρκαγιών, απευθείας υπό τον πρωθυπουργό, που ανέλαβε την υλοποίηση της νέας στρατηγικής, που βασίζεται στα πορίσματα αυτά. Οσον αφορά τη νέα στρατηγική, ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι χρειαζόταν να μετακινήσουμε την προσοχή μας από την άμεση ανταπόκριση σε μια πυρκαγιά–που μέχρι τότε είχε τη στήριξη του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας– προς τη λιγότερο εντυπωσιακή δουλειά της πρόληψης. Ξεκινήσαμε να βλέπουμε τη διαχείριση πυρκαγιών, όχι σαν ένα πρόβλημα που το διαχειρίζεσαι όταν ξεσπάσει, αλλά για το οποίο πρέπει να προετοιμαστούμε μέσω της πρόληψης και όταν αυτό συμβεί, να αξιολογούμε τα διδάγματα και να τροφοδοτούμε με αυτά τη στρατηγική μας. Επίσης, αναγνωρίσαμε την ανάγκη για εξειδικευμένη γνώση, ώστε το καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό –και σε κάποιο βαθμό επίσης ο κατάλληλος εξοπλισμός– να αναπτύσσεται εκεί που χρειάζεται. Εγινε επίσης κατανοητό ότι οι άνθρωποι που οργανώνουν και εντάσσονται στην κατάσβεση μιας φωτιάς κοντά σε σπίτια και οικισμούς, ακόμα κι αν αυτή ξεκίνησε από την ύπαιθρο, δεν πρέπει απαραίτητα να είναι οι ίδιοι με αυτούς που θα την αντιμετωπίσουν σε δασικές περιοχές. Η φωτιά μπορεί να είναι η ίδια, οι άνθρωποι όμως χρειάζονται ειδική γνώση.
– Δημιουργήθηκαν δηλαδή δύο σώματα;
– Οι πυρκαγιές διαφέρουν στις αστικές περιοχές και την ύπαιθρο. Επομένως χρειάζεται διαφορετική εκπαίδευση και εξοπλισμός. Για τις οικιστικές περιοχές υπεύθυνη παρέμεινε η πυροσβεστική. Για την ύπαιθρο προχωρήσαμε στην αναδιοργάνωση των δασικών υπηρεσιών, οι οποίες είχαν αποδυναμωθεί κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης – παλαιότερα μάλιστα αντιμετώπιζαν την προκατάληψη των πολιτών, επειδή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είχαν συγκεντρώσει υπερβολικές εξουσίες στις ζωές των ανθρώπων. Προσλάβαμε και εκπαιδεύσαμε 60 ειδικούς σε διαχείριση δασικών πυρκαγιών, που εργάζονται κάτω από την ομπρέλα του AGIF και οι οποίοι τοποθετήθηκαν σε δασικές υπηρεσίες σε όλη τη χώρα για να τις οργανώσουν. Παράλληλα, επειδή οι εθελοντές πυροσβέστες παίζουν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο, εστιάσαμε στον καλύτερο εξοπλισμό και την εκπαίδευσή τους, ώστε να αποκτήσουν επαγγελματικά χαρακτηριστικά. Εγιναν πολλές αλλαγές τα τελευταία 4 χρόνια, πιστεύω για το καλύτερο. Υπάρχει καλύτερη «ανάμειξη» της πρόληψης και της καταστολής, οι οργανισμοί που εμπλέκονται σε όλες τις πτυχές των πυρκαγιών επικοινωνούν πολύ καλύτερα. Τώρα κάνουμε βήματα για να διαχειριστούμε καλύτερα την ύπαιθρο με βάση το δεκαετές εθνικό σχέδιο διαχείρισης, που εγκρίθηκε πέρυσι.
– Ποιες είναι οι βασικές αρχές του σχεδίου;
– Πυρκαγιές θα συμβαίνουν πάντα. Πρέπει να προετοιμάσουμε καλύτερα την επικράτεια, τους πολίτες και το επιχειρησιακό προσωπικό, ώστε να αυξήσουμε την ασφάλεια και να περιορίσουμε τις συνέπειες. Να σημειώσω ότι το εθνικό σχέδιο είναι συμβατό με τις δεσμεύσεις τις Πορτογαλίας για μείωση των αερίων του θερμοκηπίου και την εθνική στρατηγική για τη βιοποικιλότητα.
– Πώς άλλαξε η διαχείριση των πόρων;
– Το 2017 διατέθηκαν 143 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 28 εκατ. στην πρόληψη και 115 εκατ. ευρώ στην καταστολή. Το 2020 διατέθηκαν 288 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 129,6 εκατ. ευρώ στην πρόληψη και 158,4 εκατ. ευρώ στην καταστολή. Από 20%, η πρόληψη πλέον αντιπροσωπεύει από 45% έως 55% των πόρων ετησίως.
– Πόσο αποτελεσματική είναι τελικά η νέα στρατηγική;
– Από το 2017 και μέχρι στιγμής ο αριθμός των πυρκαγιών μειώθηκε κατά 65% και οι καμένες εκτάσεις κατά 66%, σε σχέση με την περίοδο 2008-2017.
Η διαχείριση της καύσιμης ύλης, οι δασοφύλακες, οι ευθύνες της Ε.Ε.
Παράλληλα με την αναδιοργάνωση του μοντέλου πυρόσβεσης, η Πορτογαλία έδωσε έμφαση στη διαχείριση των δασικών εκτάσεων. Ενα ενδιαφέρον στοιχείο της νέας στρατηγικής είναι ότι αναζητούνται συνεχώς νέες λύσεις, τις οποίες προτείνει η επιστημονική κοινότητα.
– Με ποιον τρόπο ενισχύθηκε η πρόληψη στην Πορτογαλία τα τελευταία χρόνια;
– Βασική αφετηρία είναι ότι πρέπει να δημιουργήσουμε μια ύπαιθρο στην οποία οι δασικές πυρκαγιές να είναι διαχειρίσιμες. Επομένως ενισχύεται με πολλούς τρόπους η διαχείριση της καύσιμης ύλης στα δάση, για παράδειγμα μέσω της βόσκησης. Επίσης τέθηκαν περιορισμοί στα είδη που οι άνθρωποι φυτεύουν – για παράδειγμα απαγορεύτηκαν οι δασοκαλλιέργειες ευκαλύπτων, που ένα διάστημα ήταν πολύ διαδεδομένες λόγω των εσόδων που απέφεραν από την πώληση της ξυλείας. Παράλληλα δοκιμάζονται διάφορα μοντέλα. Για παράδειγμα, την περίοδο αυτή ξεκινά μια συνεργασία με τη Φινλανδία σχετικά με τη διαχείριση των θαμνωδών εκτάσεων. Αν έχεις 10 τόνους βιομάζας ανά εκτάριο, η θερμοκρασία είναι 30 βαθμοί και η υγρασία κάτω από 30%, τότε η ενέργεια που θα απελευθερωθεί σε μια πυρκαγιά είναι πάνω από 5.000 KW, κάτι που δεν αντιμετωπίζεται μέσω της πυρόσβεσης με οποιαδήποτε μέσα. Διερευνούμε λοιπόν την οικονομική εξίσωση, ώστε να μπει ο άνθρωπος στο δάσος και να απομακρύνει το 20% των θάμνων, ποσοστό που υπολογίστηκε ότι χρειάζεται για να αλλάξει η συμπεριφορά μιας φωτιάς. Το ζητούμενο είναι τι έσοδα μπορεί να αποφέρει η πρακτική αυτή, λ.χ. μέσω κομποστοποίησης ή ενεργειακής διαχείρισης, ώστε να είναι οικονομικά αποδοτική για μια εταιρεία να το αναλάβει. Μια άλλη ιδέα με μικρό κόστος, που ξεκίνησε να εφαρμόζεται είναι η εξής: με κόστος 40.000 ευρώ ετησίως και ενός οχήματος 4×4 η πολιτεία μπορεί να προσλάβει 5 άτομα με πλήρη απασχόληση, ώστε να εργάζονται όλο τον χρόνο στο δάσος. Ο αριθμός των ανθρώπων αυτών αυξήθηκε από 1.500 σε 2.500 σε όλη τη χώρα. Αυξήσαμε τους δασοφύλακες και τους πυροσβέστες για τις δασικές πυρκαγιές, οι οποίοι τον χειμώνα εκπαιδεύουν αγρότες στην καλύτερη διαχείριση των εκτάσεών τους, σημειώνουν στον χάρτη τις προβληματικές περιοχές, κάνουν ελέγχους γύρω από οικισμούς και μεμονωμένες κατοικίες. Τέλος, κάναμε πανεθνική επικοινωνιακή εκστρατεία για τους ακούσιους εμπρησμούς (λ.χ. από καύση ξερόχορτων, κλαδιών ή σκουπιδιών) και καταφέραμε να τους μειώσουμε σε 6.000 από 20.000-50.000 τον χρόνο.
– Τι γίνεται με το ζήτημα της δόμησης;
– Στην Πορτογαλία η διάχυση της δόμησης έχει σταματήσει και δεν επιτρέπεται να ανεγείρονται σπίτια σε δάση. Υπήρχαν όμως νόμοι που ήταν ανενεργοί και ενεργοποιήθηκαν τώρα, λ.χ. ο ιδιοκτήτης ενός σπιτιού είναι υπεύθυνος να καθαρίζει την έκταση σε ακτίνα 50 μέτρων από το σπίτι του, ειδάλλως του επιβάλλεται πρόστιμο. Την περίοδο αυτή επανεξετάζουμε τον οικοδομικό κανονισμό, ώστε να μην επιτρέπεται σε κτίρια στην ύπαιθρο να έχουν πλαστικά παράθυρα ή ξύλινες στέγες, καθώς αποδείχθηκε ότι τα κάνουν εξαιρετικά ευάλωτα σε περίπτωση πυρκαγιάς.
– Ενα ζήτημα που θέτετε είναι η ευθύνη των ευρωπαϊκών πολιτικών. Τι πρέπει να αλλάξει;
– Οπως ανέφερα, ήδη από τη δεκαετία του ’80 η Ε.Ε. εφάρμοσε μια αγροτική πολιτική που οδήγησε στην εγκατάλειψη της πρωτογενούς παραγωγής και της υπαίθρου. Οι αγρότες έπαιρναν χρήματα για να μην κάνουν τίποτα. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Είδαμε στις πρόσφατες πυρκαγιές στην Ελλάδα ότι πάρα πολλές ευρωπαϊκές χώρες βοήθησαν πρόθυμα στην κατάσβεση. Πού είναι όμως η αλληλεγγύη τους στην κοινή αγροτική πολιτική; Οι χώρες του νότου ζητούν εδώ και χρόνια η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική να συμπεριλάβει τη διαχείριση των δασών, κάτι που φαίνεται ότι θα είναι κρίσιμης σημασίας τα επόμενα χρόνια, καθώς οι δασικές πυρκαγιές δεν αφορούν πλέον μόνο τον νότο αλλά και τον βορρά, λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Η πολιτική συναίνεση
– Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Κ» ο καθηγητής Γκόλνταμερ αναφέρθηκε στην Πορτογαλία ως παράδειγμα προς μίμηση. Μπορείτε να εξηγήσετε πώς επετεύχθη η πολιτική και κοινωνική συναίνεση στη χώρα σας;
– Η επιστημονική κοινότητα θεωρεί θετικό ότι η Πορτογαλία δημιούργησε έναν οργανισμό που θα διαμορφώσει τη διαχείριση των πυρκαγιών στο μέλλον. Ο ίδιος ο οργανισμός είναι ένας μοχλός αλλαγής και τυποποίησης. Το πρόβλημα είναι πολιτικό μόνο στον βαθμό που χρειάζεσαι στήριξη για να αλλάξεις τον τρόπο που γίνονταν τα πράγματα τις προηγούμενες δεκαετίες. Δεν είναι εύκολο για έναν νεοϊδρυθέντα οργανισμό να προσεγγίσει φορείς που εργάζονταν στο πεδίο για χρόνια και να τους πει ότι μπορούν να πετύχουν διαφορετικά αποτελέσματα αν υιοθετήσουν διαφορετικές πρακτικές. Η αντίδραση είναι αναμενόμενη, έστω και εκ της ανθρώπινης φύσης. Εκεί μια ισχυρή πολιτική βούληση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Ολα τα υπόλοιπα είναι τεχνικής φύσεως. Η δημόσια κατακραυγή για την κατάσβεση είναι ένα εργαλείο που οι έμπειροι πολιτικοί χρησιμοποιούν για να δώσουν γρήγορες απαντήσεις μέσω σύντομων νομοθετικών αλλαγών, με τις οποίες νομίζουν ότι μπορούν να παρουσιάσουν μια λύση. Ομως, η πορτογαλική κυβέρνηση διάλεξε έναν διαφορετικό δρόμο, αντιλαμβανόμενη την ανάγκη να εστιάσει στον σχεδιασμό, στην προετοιμασία και την πρόληψη.