του Μ. Παπακυριακού, από το Άρδην τ. 48-49, Αύγουστος 2004
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ της πρωτιάς σε ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου από την ελληνική εθνική ομάδα, γεγονός πολύ σημαντικό ούτως ή αλλιώς σε αθλητικό επίπεδο, ήταν ταυτόχρονα και η αφορμή για μια σειρά από αυθόρμητες λαϊκές αντιδράσεις, οι οποίες, ακριβώς επειδή ήταν αυθόρμητες και όχι καθοδηγούμενες εκ των άνω, φάνηκαν να είναι πολύ πιο αληθινές και ενδεικτικές καταστάσεων.
Σκηνικό πρώτο: Κύπρος.
Ο κόσμος, σε κάθε βήμα της εθνικής Ελλάδας, ολοένα και περισσότερος στους δρόμους. Με ελληνικές σημαίες. Λίγους μήνες πριν, στο δημοψήφισμα ο ίδιος κόσμος είπε “όχι”, με χίλιες-δυο πιέσεις άνωθεν, επιφυλάξεις, δισταγμούς και φόβους αν έκανε το σωστό – και τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; Τι θα έφερνε η επόμενη μέρα; Με τους “εθνοπατέρες”, τόσο αυτούς του “ναι”, όσο και αυτούς του “όχι”, να προσπαθούν με αδέξιους τρόπους και σαθρά επιχειρήματα να ποδηγετήσουν τον κόσμο.
Αυτή τη φορά όμως ο κόσμος αντέδρασε αυθόρμητα. Κανένας ηγέτης δεν του είπε να βγει στους δρόμους με τις σημαίες – τις ελληνικές σημαίες. Έχουν περάσει κοντά 45 χρόνια ανεξάρτητου κρατικού βίου, κι όμως η ταύτιση με την κυπριακή σημαία και τα άλλα σύμβολα του κυπριακού κράτους είναι ακόμα μικρή, δε συγκρίνεται με αυτό που νιώθει τόσος πολύς κόσμος, όση πίκρα κι αν κουβαλά από το ελληνικό κράτος (του οποίου σύμβολο είναι η σημαία αυτή), για τη γαλανόλευκη. Αν ορισμένοι θεωρούν ότι οι συνειδήσεις του κόσμου έχουν αλλάξει, απλά και μόνο επειδή θα ήταν ίσως πιο βολικό, το βράδυ της Κυριακής πήραν την πιο θριαμβευτική διάψευση, πιο θριαμβευτική ακόμα και από το “όχι” στο σχέδιο Ανάν, όπου μπορούσε κανείς να επικαλεστεί και πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες, όπου ακόμα οι πανηγυρισμοί στην Κύπρο απαγορεύτηκαν, με τρόπο. Το τι θα ήταν πιο βολικό δε μετρά, αλλιώς η πολιτική θα ήταν πολύ πιο εύκολη και η ιστορία πολύ λιγότερο βίαια. Πέρα από τις όποιες αναλύσεις χρειάζεται να κάνουν οι κοινωνικοί επιστήμονες, υπάρχει και κάτι παραπάνω στις καρδιές του κόσμου, που για να το καταλάβουν πρέπει να μπορέσουν να κατέβουν κι αυτοί λίγο κάτω, να ζήσουν και να συνομιλήσουν μαζί του.
Βρέθηκαν δημοσιογράφοι στην Κύπρο που το μόνο που είχαν να σχολιάσουν από τους πανηγυρισμούς ήταν ότι, ενώ ακόμα και στην Τουρκία πανηγυρίστηκε η νίκη της εθνικής Ελλάδας, στην Κύπρο βρέθηκαν άτομα που έκαιγαν τουρκικές σημαίες ή φώναζαν συνθήματα για τον… Κολοκοτρώνη. Βέβαια, υπάρχει κόσμος που πιστεύει σε διάφορα ιδεολογήματα, περί ανώτερων εθνών και προαιώνιων εχθρών και άλλα ανάλογης σοβαρότητας (που δυστυχώς, καθώς μεγάλος αριθμός ανθρώπων τα πιστεύει, αποκτούν στην πραγματικότητα μια δυσανάλογα μεγάλη σοβαρότητα). Ότι για αυτούς τους ανθρώπους η επικράτηση της εθνικής Ελλάδας αποτελούσε απόδειξη της ελληνικής ανωτερότητας ως έθνους ή της επικράτησης της ελληνικής ψυχής ή της ελληνικής πονηριάς απέναντι στους κουτόφραγκους και άλλα ανάλογα -που ακούγονταν, και αυτά, στους δρόμους-όσο κι αν συνιστά λυπηρό φαινόμενο, αποτελεί αντίκτυπο υπαρκτών αντιλήψεων, που απλά βρήκαν μια μορφή “επιβεβαίωσης”, πανηγυρικά μάλιστα, με την ελληνική νίκη στο ποδόσφαιρο.
Αν κέρδιζε η Γερμανία, για παράδειγμα, το ευρωπαϊκό, θα υπήρχαν Γερμανοί αντίστοιχοι, που θα επιβεβαίωναν έτσι την γερμανική φυλετική ανωτερότητα- το ίδιο αν κέρδιζαν οι Αγγλοι, οι Γάλλοι, ή, ακόμα παραπάνω, λαοί με μικρότερη παράδοση στο ποδόσφαιρο και μικρότερο ειδικό βάρος γενικότερα, με παραπάνω ανασφάλειες. Παράξενο δεν είναι, αλλά το γεγονός ότι στις εθνικές ομάδες αθλημάτων, ειδικά τόσο μαζικής απήχησης, όπως το ποδόσφαιρο, βρίσκουν ευκαιρία να εκδηλωθούν και διάφοροι “ελληνόψυχοι” ή οι αντίστοιχοι τους, αναλόγων μυαλών, άλλων χωρών, δεν μπορεί να αναιρέσει και να καλουπώσει τη σημασία που έχει για μια μεγάλη μάζα κόσμου αυτή η χαρά της νίκης.
Σκηνικό δεύτερο: Αθήνα, Κρήτη
Διάφορα παιχνίδια της εθνικής Ελλάδας, που παρακολούθησα, πανηγυρίζονται δεόντως όχι μόνο από τους Έλληνες, αλλά και από διάφορους κάτοικους της Ελλάδας, Αλβανούς. Αραβες, ο,τιδήποτε. Συνομιλώντας με αυτούς, είτε πριν από τα παιχνίδια, είτε στα πανηγύρια μετά, βλέπει κανείς ότι πολλοί από αυτούς νιώθουν την εθνική Ελλάδας σαν δική τους. Τους ρωτάς γιατί, σου λένε ότι είναι η δεύτερη τους πατρίδα, ότι σέβονται το ψωμί που βγάζουν τόσα χρόνια εδώ, ότι νιώθουν χαρα γιατί βλέπουν χαρούμενους τους Έλληνες φίλους τους. Ενώ διάφοροι Έλληνες της διανόησης, ζώντας σε τεράστια απόσταση και απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο στην Ελλάδα, αυτόν της πραγματικής, καθημερινής ζωής, δεν μπορούν, πέρα από τις ιδεοληψίες που εκφράζουν διάφοροι εθνικόφρονες, να νιώσουν κι αυτοί κάποια χαρά, ξεφεύγοντας από τα δικά τους κολλήματα.
Σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία ή η Ολλανδία, που έτυχε να έχω κάποιες προσωπικές παραστάσεις, δε συμβαίνει κάτι ανάλογο με τους μετανάστες. Περιχαρακωμένοι σε “γκέτο”, αποξενωμένοι από τη γύρω κοινωνία, οι μετανάστες αυτοί πανηγυρίζουν όταν χάνει, για παράδειγμα, η Γαλλία από τη Σενεγάλη (στο παγκόσμιο κύπελλο, πριν από 2 χρόνια). Το βλέπουν σαν εκδίκηση του “τρίτου κόσμου” κατά της αποικιοκρατίας, το βλέπουν σαν επιβεβαίωση δική τους έναντι της υπεροψίας που βιώνουν καθημερινά. Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι όλα είναι ρόδινα στην Ελλάδα με το θέμα των μεταναστών, κάθε άλλο. Αλλά δεν μπορώ να μην επισημάνω κάποιες διαφορές σημαντικές, πόσο πιο ενταγμένοι στον ελληνικό τρόπο ζωής (ίσως επειδή είναι και πιο κοντά στο δικό τους, από πολλές απόψεις) είναι οι πλείστοι μετανάστες, κάτι που αντικατοπτρίζεται ακόμα και σε τόσο απλά και καθημερινά πράγματα, αυθόρμητα. Αυτές οι πανηγυρικές εκδηλώσεις για μένα είναι πιο σημαντικές από χίλια αντιρατσιστικά φεστιβάλ (χωρίς να θέλω να τα υποτιμήσω βέβαια και αυτά). Όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδας μπορούν να πανηγυρίσουν και να χαρούν μαζί, ή να στεναχωρηθούν μαζί, να τραγουδήσουν μαζί, να τσακωθούν όπως τσακώνονται οι φίλοι κάποτε αλλά και να βγουν να τα πιούνε και να τα βρούνε όπως κάνουν οι φίλοι κάποτε.
Εθνική Ελλάδας, σε ευχαριστούμε.