Αρχική » Μανώλης Χιώτης – Μίκης Θεοδωράκης

Μανώλης Χιώτης – Μίκης Θεοδωράκης

Η ιστορία μιας φιλίας

από Κωνσταντίνος Μαυρίδης

του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από την Ρήξη Σεπτεμβρίου (φ. 171) που κυκλοφορεί

Τον Απρίλιο του 1961, ο Μίκης Θεοδωράκης ηχογραφεί στη His Master’s Voice τη δισκογραφική του δουλειά «Πολιτεία», σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη/Δημήτρη Χριστοδούλου. Τα τραγούδια ερμηνεύουν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και το δίδυμο Στέλιος Καζαντζίδης/Μαρινέλλα και στο μπουζούκι υπάρχει η εμβληματική παρουσία του βιρτουόζου Μανώλη Χιώτη.

Έχουν προηγηθεί δύο αριστοτεχνικές συνεργασίες το 1960 μεταξύ Θεοδωράκη και Χιώτη, με τον «Επιτάφιο» και τους «Λιποτάκτες», μέσα από τις οποίες έχει αναπτυχθεί ένας αμοιβαίος σεβασμός και μια δυνατή φιλία. Καθώς, λοιπόν, ο Μανώλης Χιώτης παίζει για πρώτη φορά την εισαγωγή από το τραγούδι «Παράπονο», ο Μίκης Θεοδωράκης βλέπει ξεκάθαρα ότι ο Χιώτης έχει πιάσει τη στιγμή και μετά την ηχογράφηση του λέει, «Αυτό είναι, Μανώλη, μας μάγεψες!» Χρόνια αργότερα, θα δηλώσει ότι ο Χιώτης «ήταν μουσική διάνοια… είχε μια εκπληκτική ικανότητα να αφουγκράζεται το μουσικό κομμάτι με μια ιδιαίτερη εσωτερικότητα κι όλα αυτά με τη μαθηματική ακρίβεια μετρονόμου… ακόμη και σήμερα, με τα τόσα σύγχρονα μηχανήματα, δεν μπορούν να αναπαράγουν την καθαρότητα των ηχογραφήσεών του».

Στην προσπάθεια του Μίκη Θεοδωράκη να παντρέψει τη λαϊκή μουσική παράδοση με τις μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες, ο πεντακάθαρος ήχος του ηλεκτρικού, τετράχορδου μπουζουκιού του Χιώτη ήταν καταλυτικός και η ενθουσιώδης αποδοχή του εγχειρήματος από το κοινό της εποχής, αλλά και του σήμερα, δικαιώνει απόλυτα την επιλογή. Ο Θεοδωράκης θα υπερασπιστεί τον Χιώτη στις ενδομουσικές συγκρούσεις με αυτούς που θεωρούσαν το μπουζούκι υποδεέστερο μουσικό όργανο, που δεν είχε καμία θέση σε συμφωνική ορχήστρα, και ο Χιώτης δεν θα το ξεχάσει ποτέ και θα του σταθεί με έναν μοναδικό και συγκινητικό τρόπο σε μία από τις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του.

Στις 22 Μαρτίου του 1961 ο Θεοδωράκης θα δώσει στο θέατρο «Κεντρικόν» μια από τις πιο σημαντικές συναυλίες του και λίγο-πολύ θα κάνει το δημόσιο πείραμα να παρουσιάσει τα τραγούδια του «Αρχιπελάγους» και της «Πολιτείας» από τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Στέλιο Καζαντζίδη, Μαρινέλλα και Μαίρη Λίντα, με τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι και τον Μάνο Χατζιδάκι στο πιάνο με τη συνοδεία της ελαφράς ορχήστρας του ΕΙΡ (Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας). Τα προβλήματα ωστόσο δεν άργησαν να παρουσιαστούν με τους υπερόπτες ιθύνοντες του ΕΙΡ να απαιτούν να περάσουν οντισιόν οι λαϊκοί τραγουδιστές, με την πρόφαση ότι δεν ήταν στα αρχεία τους. Προφανώς, κάποιοι δεν ήθελαν να γίνει η συναυλία κι έφερναν συνεχώς προσκόμματα. Ο Θεοδωράκης, με τη βοήθεια του Τάκη Λαμπρόπουλου, του τότε διευθυντή της δισκογραφικής εταιρείας Κολούμπια, και ένθερμου υποστηρικτή της ανάδειξης του Μίκη στη μεταπολεμική μουσική σκηνή της χώρας, κατάφεραν να ξεπεράσουν διαφόρων ειδών σκοπέλους, αλλά το κλίμα παρέμενε εχθρικό, πράγμα που φάνηκε ξεκάθαρα στις πρόβες για τη συναυλία.

Ας αφήσουμε τον ίδιο τον Θεοδωράκη να αφηγηθεί τα συμβάντα με τον χαρακτηριστικό του τρόπο: «…Μπαίνει, λοιπόν, ο Χιώτης στο Εθνικό Ίδρυμα για την πρόβα, φρεσκοξυρισμένος, κοστουμαρισμένος, πολύ ευτυχής που θα έπαιζε με μια συμφωνική ορχήστρα, η Μαίρη Λίντα από πίσω κι αυτή χαρούμενη, βγάζει το μπουζούκι του από τη θήκη του, το καθαρίζει… εκεί που τον καμάρωνα έρχεται ο έφορος των μουσικών και μου λέει “τι θα κάνει εδώ ο κύριος Χιώτης;” Εγώ ήξερα ότι ο έφορος με τον Μανώλη έπαιζαν στο ίδιο κέντρο το βράδυ, έβγαζαν λεφτά δηλαδή με τον Χιώτη όλοι αυτοί. “Είναι σολίστ”, του απαντώ. “Αν είναι έτσι, τότε εμείς δεν δεχόμαστε να παίξουμε μαζί του”, λέει αυτός. “Για στάσου λίγο”, τον ρωτώ, “το βράδυ δεν θα παίξεις μαζί του;” “Άλλο το κέντρο, άλλο εδώ, εδώ κάνουμε τέχνη”, αποκρίθηκε, “λες και ο ύψιστος Μανώλης Χιώτης δεν έκανε τέχνη”. Τέτοιο κλίμα αντιμετωπίσαμε». Τελικά, με τη μνημειώδη επιμονή του Θεοδωράκη οι όποιες αντιρρήσεις θα καμφθούν, η ιστορική συναυλία θα γίνει, ο Μανώλης Χιώτης θα λάμψει με την παρουσία και το μπουζούκι του και οι τυχεροί παρευρισκόμενοι θα δικαιώσουν πανηγυρικά τις καινοφανείς επιλογές του συνθέτη.

Το 1964 ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα θα φύγουν για τις ΗΠΑ, όπου θα παραμείνουν για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων θα εμφανιστούν σε πολλά κέντρα της ομογένειας. Μάλιστα, θα παίξουν ζωντανά και στον Λευκό Οίκο στα γενέθλια του Αμερικανού προέδρου Λύντον Τζόνσον, ο οποίος αφού θα αποκαλέσει το μπουζούκι, μπαζούκα, θα τους απονείμει τιμής ένεκεν την πράσινη κάρτα παραμονής στη χώρα.

Στην Ελλάδα ο Χιώτης θα επιστρέψει το 1968 μεσούσης της χούντας, με τον Μίκη Θεοδωράκη φυλακισμένο, το κλίμα στα κέντρα διασκέδασης να έχει αλλάξει και τον ίδιο να αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα υγείας με αποκορύφωμα ένα έμφραγμα τον Γενάρη του 1970, το οποίο θα τον κάνει να αποσυρθεί στο εξοχικό του στον Ωρωπό. Συμπτωματικά, μαθαίνει ότι στο στρατόπεδο του Ωρωπού είναι κλεισμένος από τον Οκτώβρη του ’69 και ο Μίκης και ο Μανώλης Χιώτης είναι αποφασισμένος να του δείξει ότι δεν τον έχει ξεχάσει. Το επεισόδιο έχει καταγραφεί στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Θεοδωράκη «Το Χρέος»:

Ωρωπός, Άνοιξη 1970.
Δεν θα ‘χα κοιμηθεί μισή ώρα όταν με ξύπνησαν.
«Στο μώλο μια παρέα τραγουδά τραγούδια σου και κοιτάζει κατά δώθε, θα ‘ναι τίποτα φίλοι σου».
«Και οι φρουροί;»
«Φαίνεται πως τους αρέσει. Χαζεύουν».
Ντύθηκα πρόχειρα και βγήκα. Ο σιγανός άνεμος κουβαλά στα φτερά του το «Σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι…». Είναι δύο, είναι τρεις φωνές. Φωνές γνωστές. Πλησιάζω και κρεμιέμαι στο σύρμα. Κάποιος με χαιρετά. Σηκώνουμε τα χέρια μας ακόμα πιο ψηλά και γραπώνουμε το σύρμα.
«Σαν ποιοι να ‘ναι;», με ρωτά ένας συγκρατούμενος.
«Η φωνή του κάτι μου θυμίζει. Για κοίτα τον πώς περπατά. Είναι ο Μανώλης Χιώτης».
Ο γνωστός ενωμοτάρχης που κυνηγά τους μακρινούς μας επισκέπτες ξεκίνησε από το διοικητήριο και βγήκε από την πύλη.
Τους κάνουμε σήματα να φύγουν. Εκείνοι όμως συνεχίζουν αμέριμνοι το τραγούδι τους.
Μερικοί φίλοι στο πλευρό μου σιγοτραγουδούν μαζί με τον Χιώτη:
Της παγωνιάς αετόπουλο/ της ερημιάς γεράκι…
Ανατριχιάζω. Οι τέσσερις φίλοι μας στο μόλο έχουν κάτι επίσημο. Κάτι ιερατικό. Βαδίζουν αργά. Στέκονται. Μας κοιτούν πάντα επίμονα. Ξαναπροχωρούν. Τραγουδούν με ακρίβεια, και ο γλυκός ανοιξιάτικος άνεμος άλλοτε φέρνει κοντά μας και άλλοτε απομακρύνει τους αέρινους ήχους.
Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση με τον Χιώτη, στο μικρό δωματιάκι-στούντιο της Κολούμπια, στην οδό Λυκούργου, στα 1960.
Και τώρα ο Χιώτης ξανάρθε να με δει.
Εγώ κλεισμένος στο σύρμα, σαν αγρίμι, σαν κακούργος ή σαν πουλί.
Κι αυτός ήρθε απ’ όξω να μου τραγουδήσει το αγαπημένο μας τραγούδι.
Ο ενωμοτάρχης τους πλησιάζει. Όμως, φαίνεται, όταν έμαθε την ταυτότητα του Χιώτη αρκέστηκε σε μια απλή σύσταση.
Έτσι η παρέα φεύγει αργά, επίσημα, ιερατικά. Πριν την κρύψει το μικρό άσπρο ψαράδικο δίχτυ της παραλίας, σηκώνουν τα χέρια και μας χαιρετούν.
Αφήνουμε το σύρμα κι η καρδιά μας είναι βαριά σαν σίδερο.

Την επομένη ο Μανώλης Χιώτης θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί στην ασφάλεια· εκεί θα βασανιστεί άγρια, με αποτέλεσμα στις 19/3 να μεταφερθεί φρουρούμενος στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, όπου θα κρατηθεί σε πλήρη απομόνωση. Δύο μέρες αργότερα θα υποστεί δεύτερη καρδιακή προσβολή και θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή μακριά από φίλους και συγγενείς. Μόνον ο ρεμπέτης Γιάννης Παπαϊωάννου, ο «ψηλός», θα μπουκάρει μέσα στον θάλαμο για να του πει το στερνό αντίο. Ήταν μόλις 49 χρονών κι όπως είπε στον Παπαϊωάννου, «είχε κάνει το χρέος του».

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ