Αρχική » Περί ρωσικού “στρατηγήματος” και “Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης” στην Ουκρανία

Περί ρωσικού “στρατηγήματος” και “Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης” στην Ουκρανία

από Αναδημοσιεύσεις

Tου Σάββα Δ. Βλάσση από την ιστοσελίδα Δούρειος Ιππος

Μετά την δημόσια ανακοίνωση της Μόσχας στις 25 Μαρτίου ότι περατώθηκε η πρώτη φάση της εισβολής στην Ουκρανία και την επακόλουθη αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων από τον βορρά, μερίδα δυτικών αναλυτών υποστήριξε ότι το ρωσικό σχέδιο εξελίσσεται επιτυχώς. Επί της ουσίας, παρουσίασαν την ρωσική οπτική με δυτική επικάλυψη. Τοποθετήσεις όπως του Σκοτ Ρίττερ κέντρισαν το ενδιαφέρον, επειδή πρόκειται για Αμερικανό με στρατιωτικό υπόβαθρο και έργο επιθεωρητού στα Ηνωμένα Έθνη, προϋπηρεσία που του αποδίδει τον τίτλο του ειδικού (expert). Η άποψη του Ρίττερ έχει αυξημένο ενδιαφέρον για το κοινό, επειδή είναι γνωστός σφοδρός επικριτής των επιλογών εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον και θεωρείται ο ειδικός που προσφέρει μια διαφορετική οπτική από την ευρέως αποδεκτή. Εύκολα όμως διαπιστώνεται ότι ο Ρίττερ κατά βάση αναπτύσσει πολιτικές θέσεις που τον κατατάσσουν σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Η αντικειμενικότητα όσο και η ορθότητα των “εναλλακτικών” τοποθετήσεων του Ρίττερ αμφισβητούνται έντονα ενώ καθώς πλέον εργάζεται για το κρατικό ρωσικό διεθνές τηλεοπτικό δίκτυο RT, που σκοπό έχει την διάδοση στο εξωτερικό της επίσημης ρωσικής πολιτικής, είναι σαφές με τι πολιτική γραμμή συμπλέει. Επομένως, οι απόψεις του είναι στρατευμένες.

Επηρεασμένοι σαφώς από τον Ρίττερ και άλλους ξένους με παρόμοιες προσεγγίσεις, Έλληνες αναλυτές αναπαράγουν τις θέσεις αυτές και με σχετικό εμπλουτισμό αμφισβητούμενης επιχειρηματολογίας, ενισχύουν το ρωσικό αφήγημα για την μορφή και εξέλιξη της εισβολής στην Ουκρανία. Οι τοποθετήσεις όλων αυτών, έχουν κάποια κοινά εσφαλμένα ή σκοπίμως παρερμηνευμένα σημεία εκκινήσεως, από τα οποία η ανάλυση πάσχει αλλά οδηγεί στον ποθητό σκοπό.

Το δήθεν ρωσικό “στρατήγημα”

Οι αναλυτές συγχέουν ή συσχετίζουν την Παραπλάνηση με τον Αντιπερισπασμό. Στην στρατιωτική ιστορία, κύρια διαφορά μεταξύ τους είναι ότι η πρώτη αφορά συνήθως διασπορά ψευδών πληροφοριών και χρήση τεχνικών εξαπατήσεως (τοποθέτηση ομοιωμάτων) ενώ η δεύτερη είναι στρατιωτική ενέργεια με καθορισμένες δυνάμεις. Σε επίπεδο σχεδιασμού, η Παραπλάνηση αφορά συνηθέστερα το Στρατηγικό επίπεδο στο πεδίο των Πληροφοριών ενώ ο Αντιπερισπασμός κινείται περισσότερο σε Τακτικό ή Επιχειρησιακό και αφορά χρησιμοποίηση δυνάμεων. Η Παραπλάνηση περιλαμβάνεται στις προπαρασκευαστικές επιχειρήσεις ενώ ο Αντιπερισπασμός είναι μέρος των δυναμικών επιχειρήσεων που αναλαμβάνονται.

Σχέδια Στρατηγικής Παραπλανήσεως, αποβλέπουν στην απόκρυψη των πραγματικών προθέσεων και σκοπών ενός στρατιωτικού σχεδιασμού. Συγκεκριμένα, στην απόκρυψη της πραγματικής περιοχής στην οποία θα εκδηλωθεί η Κυρία Προσπάθεια, ώστε ο αντίπαλος να υιοθετήσει εκεί μειονεκτική διάταξη μάχης (περίπτωση αποβάσεως στην Νορμανδία 1944). Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην καλλιέργεια ψευδούς εντυπώσεως περί του επιπέδου ετοιμότητος του επιτιθέμενου, προς απόκρυψη των προθέσεων αυτού και υποβάθμιση της εγρηγόρσεως του αμυνόμενου, ώστε στον χρόνο εκδηλώσεως της επιθέσεως, ο αμυνόμενος να βρεθεί απροετοίμαστος και υπό καθεστώς στρατηγικού αιφνιδιασμού (πόλεμος Γιόμ Κιπούρ 1973).

Στην εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία δεν απέκρυψε τις προετοιμασίες της αλλά απλώς τις κάλυψε με τον μανδύα των γυμνασίων, που ούτως ή άλλως ενέτειναν την επιφυλακή του αντιπάλου. Η μεταφορά ρωσικών δυνάμεων στην Λευκορωσία ξεκίνησε στα μέσα Ιανουαρίου 2022, κλιμακώνοντας την “απειλητική” δραστηριότητα των ρωσικών γυμνασίων, κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθεί μέρος σχεδίου Παραπλανήσεως, ιδίως από την στιγμή που οι συγκεκριμένες δυνάμεις όντως συμμετείχαν στην εισβολή. Η εξέλιξη, δεν προκάλεσε κάποια δραστική μεταβολή στην διάταξη των ουκρανικών δυνάμεων, καθώς από την αρχή της κρίσεως οι ποιοτικότερες δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί προ του Ντονμπάς (και απλώς ενισχύθηκαν) λόγω της εκτιμήσεως ότι τυχόν ρωσική επίθεση, θα ήταν προσανατολισμένη εκεί.

Εφόσον ούτε η διάταξη μάχης των Ουκρανών μεταβλήθηκε, ούτε αποδυναμώθηκαν οι δυνάμεις τους προ του Ντονμπάς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανάπτυξη ρωσικών δυνάμεων στην “πίσω πόρτα” της Ουκρανίας, λειτούργησε ως σχέδιο Παραπλανήσεως, πολύ περισσότερο δε, ότι υπήρξε καν τέτοιο.

Επιχειρήσεις Αντιπερισπασμού, εξελίσσονται με δράση δυνάμεων κι όχι απλώς δημιουργία εντυπώσεων, με σκοπό να αποσπαστεί το ενδιαφέρον του εχθρού σε λάθος σημείο και να μετακινήσει εκεί εφεδρείες, ώστε αυτές να μην είναι διαθέσιμες στο σημείο που θα εκδηλωθεί η πραγματική Κύρια Προσπάθεια του επιτιθέμενου. Βασικό στοιχείο – αρχή, είναι ότι οι προοριζόμενες για Αντιπερισπασμό δυνάμεις είναι μικρές, ώστε ο μεγαλύτερος όγκος δυνάμεων να εφαρμόσει την μέγιστη ισχύ κρούσεως προς επίτευξη γρήγορου αποτελέσματος.

Στην Ουκρανία, στο Βόρειο – Βορειοανατολικό μέτωπο, οι Ρώσοι είχαν συγκεντρώσει περί το ήμισυ των δυνάμεων εισβολής. Οι ξένες εκτιμήσεις, ανέφεραν την συγκέντρωση εκεί 53-57 Τακτικών Συγκροτημάτων Τάγματος, επί συνόλου 120. Από στρατιωτικής απόψεως, δεν δικαιολογείται η αφιέρωση τόσο μεγάλων δυνάμεων, απλώς για Αντιπερισπασμό, δηλαδή για… κανέναν πραγματικό Αντικειμενικό Σκοπό (ΑΝΣΚ).

Συνοπτικώς, δεν αντέχει σε καμμία στρατιωτική κριτική η άποψη περί ρωσικού “στρατηγήματος”, Παραπλανήσεως ή Αντιπερισπασμού, με τις δυνάμεις που ενήργησαν από τον βορρά.

Η δήθεν αριθμητική υπεροχή των Ουκρανών

Βασικό στοιχείο που χρησιμοποιείται για να εμπεδωθεί το δήθεν ρωσικό “στρατήγημα”, είναι ότι οι ρωσικές δυνάμεις ήταν λιγότερες από 200.000 ενώ οι Ουκρανοί παρέτασσαν 600.000, δηλαδή τριπλάσιες. Υποτίθεται ότι για να αντιμετωπίσουν την αριθμητική τους υστέρηση, οι Ρώσοι αποφάσισαν πρώτα να καθηλώσουν μεγάλο μέρος των εχθρικών δυνάμεων και να το φθείρουν, πριν επικεντρώσουν την προσπάθειά τους στο Ντονμπάς.

Τα περί αριθμητικής υπεροχής των Ουκρανών, δεν ευσταθούν. Σε ειρήνη, ο Ουκρανικός Στρατός αριθμούσε 170.000 άνδρες και η Εθνοφρουρά περί τις 35.000. Ωστόσο, στην επιστράτευση που κηρύχθηκε, έγιναν δεκτοί μόνο όσοι είχαν πολεμική εμπειρία στο μέτωπο του Ντονμπάς από το 2014. Πολύ αργότερα έγιναν δεκτοί και άλλοι, για την πύκνωση των τάξεων των μονάδων Τοπικής Αμύνης (Territorial) ενώ από κάποια στιγμή και μετά έπαυσαν να γίνονται δεκτοί εθελοντές λόγω ελλείψεως υλικών. Ενδεικτικώς, οι μόνιμες δυνάμεις προ του Ντονμπάς αριθμούσαν περί τις 40.000 άνδρες, με την κινητοποίηση λόγω των ρωσικών γυμνασίων ανήλθαν σε 60.000 περίπου και μετά την επιστράτευση, έχουν φθάσει σε 80.000 άνδρες κατά προσέγγιση. Από το 2018, οι δυνάμεις αυτές αποκαλούνται Επιχείρηση Διακλαδικών Δυνάμεων (Joint Forces Operation) καθώς την διοίκηση αυτών ανέλαβε απευθείας το Γενικό Επιτελείο. Οι συνολικές κινητοποιημένες δυνάμεις των Ουκρανών εκτιμάται ότι δεν υπερβαίνουν τους 300.000 καθώς πέραν των Ενεργών Μονάδων που συμπληρώθηκαν σε επάνδρωση, δεν υπήρχαν αξιόλογες Επιστρατευόμενες Μονάδες υπό τύπον εφεδρείας, ώστε να ενεργοποιηθούν. Περισσότερη έμφαση αποδόθηκε στις μονάδες Τοπικής Αμύνης, ως ελαφρύ πεζικό.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι εάν πρωτεύον ΑΝΣΚ των Ρώσων εξαρχής ήταν το Ντονμπάς, με γενικό προσανατολισμό των 3/4 των δυνάμεών τους εκεί, μπορούσαν ευχερώς να πετύχουν αποφασιστικό αποτέλεσμα πριν οι JFO ενισχυθούν με την επιστράτευση. Στο Ντονμπάς, οι Ρώσοι μπορούσαν να υπολογίζουν και σε 35.000 περίπου ενόπλους αποσχιστές, επομένως είχαν δυνατότητα τοπικής εξασφαλίσεως αναλογίας δυνάμεων τουλάχιστον 2 προς 1 υπέρ τους, στην αρχική φάση μιας επιθέσεως. Η γενικότερη ρωσική ανωτερότητα σε ισχύ πυρός και η επίδραση της Ρωσικής Αεροπορίας που μπορούσε να επικεντρωθεί εξαρχής εκεί, συνιστούσαν πολύ σοβαρές ευμενείς προϋποθέσεις επιτυχίας, πριν ενισχυθούν οι JFO.

Κύρια Προσπάθεια στο Κίεβο

Ο αριθμός των δυνάμεων και η ένταση των προσπαθειών των Ρώσων προς το Κίεβο, δεν αφήνουν αμφιβολίες ότι ήταν εξαρχής ο πρωτεύον ΑΝΣΚ. Στην μεθόριο με την Λευκορωσία, υπήρχαν μόνο Ουκρανοί συνοριοφύλακες. Στην πρώτη κιόλας ενημέρωση του ρωσικού Υπουργείου Αμύνης, το μεσημέρι της 24ης Φεβρουαρίου, ελέχθη: “Οι άνδρες της συνοριοφυλακής της Ουκρανίας, δεν αντιστέκονται στις ρωσικές μονάδες“.

Πέριξ Κιέβου υπήρχαν ουκρανικές μονάδες που όμως είχαν ανάγκη συμπληρώσεως στην εμπόλεμη δύναμη. Η ταχεία εμφάνιση δυνάμεων αλεξιπτωτιστών (VDV) προ του Κιέβου και η δράση Spetsnaz που είχαν αναπτυχθεί με πολιτική κάλυψη από ημερών, έδειξαν ότι επιδίωξη ήταν η ανατροπή της κυβερνήσεως Ζελένσκι. Δεν ήταν μόνο οι αναφορές για απόπειρες κατά της ζωής του προέδρου αλλά και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα προσμονής κινήματος στις τάξεις των Ουκρανών, όπως έδειχνε το κάλεσμα του προέδρου Πούτιν προς τον ουκρανικό στρατό για κατάθεση όπλων και ανατροπή Ζελένσκι. Η ρωσική δράση εντός του Κιέβου έδειξε να περιορίζεται λόγω της έγκαιρης λήψεως μέτρων ασφαλείας ενώ η άμυνα υποβοηθήθηκε από ανατινάξεις γεφυρών και σκόπιμες πλημμύρες περιοχών, που εμπόδισαν την πρόοδο του εχθρού. Στις ρωσικές ενημερώσεις κατά τις πρώτες ημέρες, διακρίνεται ενόχληση από την απόφαση διανομής οπλισμού σε πολίτες για την υπεράσπιση του Κιέβου και την ευρεία ανταπόκριση των πολιτών στο κάλεσμα του προέδρου Ζελένσκι για άμυνα.

Γενικώς, υποστηρίζεται από αναλυτές ότι η κατάληψη του Κιέβου δεν ήταν στους σκοπούς των Ρώσων, όπως πρόδιδε η ανεπάρκεια των δυνάμεων που επεδίωξαν την περίσχεσή του. Αυτό όμως παραβλέπει το γεγονός της επιτυχούς αντίδρασης των Ουκρανών αλλά και τις ισχυρές ρωσικές δυνάμεις που εισέβαλαν προς Τσερνίχιβ κι εξ ανατολών η βαθιά εισχώρηση μέχρι Μπρόβαρυ. Επιπλέον, οι μεγάλες φάλαγγες οχημάτων που επί ημέρες επεδίωξαν να αποκαταστήσουν ομαλό ρεύμα ανεφοδιασμού αυτών των δυνάμεων, φανέρωναν το μέγεθος της προσπαθείας που καταβλήθηκε στο συγκεκριμένο μέτωπο.

“Πολιτικοστρατιωτική” Επέμβαση κι όχι Πόλεμος

Οι επιχειρησιακές αδυναμίες που παρουσίασαν οι ρωσικές δυνάμεις, ήταν αποτέλεσμα δομικών προβλημάτων οργανώσεως που σε πολύ μεγάλο βαθμό είχαν εντοπισθεί από τους δυτικούς αναλυτές. Μερίδα αναλυτών, απέδωσαν τις επιδειχθήσες αδυναμίες σε μία πολύ διαφορετική δήθεν “υψηλή στρατηγική” περί πολέμου των Ρώσων, ενώ επρόκειτο σαφώς για συμπτώματα σε επιχειρησιακό επίπεδο. Βασικά χαρακτηριστικά της θεωρουμένης “υψηλής στρατηγικής”, είναι υποτίθεται η περιφρόνηση στις απώλειες και η “καρτερικότητα” στην αργή πρόοδο, λόγω αντιλήψεως περί νομοτελειακής επικρατήσεως διά της μάζας, σε αντίθεση με παραδοσιακές στρατιωτικές αρχές και αντιλήψεις, που επικρατούν διεθνώς. Η θέση αυτή, αποστασιοποιείται από την στρατιωτική και κοινή λογική, αφού κανείς εχέφρων δεν επιθυμεί περιττή αιματοχυσία, διακινδύνευση γοήτρου και αύξηση πολιτικού κόστους από παρατεταμένη αναμέτρηση.

Μπορεί να είναι άραγε τόσο μονολιθικώς τυφλή η στρατηγική σκέψη του ρωσικού στρατιωτικού μηχανισμού;

Αδυνατούσε ο πρόεδρος Πούτιν να αντιληφθεί τις δυσμενείς επιπτώσεις ενός παρατεταμένου πολέμου που σε αντίθεση με προηγούμενες ρωσικές επεμβάσεις, θα προκαλούσε αντιδράσεις ανεπανάληπτης κλίμακος από την Δύση;

Τίποτα από τα δύο.

Οι εντυπωσιακές ρωσικές αστοχίες σε επίπεδο σχεδιασμού, ίσως δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται απλοϊκώς ως αδυναμία καταστρώσεως ρεαλιστικού πολεμικού σχεδίου. Θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και η στρατηγική εξαναγκασμού που εφαρμόσθηκε στο πεδίο της διπλωματίας.

Καθώς οι διπλωματικές επαφές και ζυμώσεις κλιμακώθηκαν από το φθινόπωρο του 2021, για να αυξηθεί η ρωσική πίεση από τον Δεκέμβριο και να σημειωθεί η ανάπτυξη δυνάμεων στην Λευκορωσία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρξε σύμπτωση ασκήσεως διπλωματικής και στρατιωτικής πιέσεως. Όμως από τον Δεκέμβριο, παρατηρείται ότι ο πρόεδρος Πούτιν έθετε ευθέως όρους όχι τόσο στον πρόεδρο της Ουκρανίας αλλά στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Η προσέγγιση αυτή απέτυχε και ως μόνη επιλογή απέμενε η υποταγή της Ουκρανίας. 

Οι άξονες εισβολής κατά την επέμβαση της ΕΣΣΔ στην Τσεχοσλοβακία το 1968.

Επιδιώκοντας ταχύτατο αποτέλεσμα, η γενική ιδέα μιας “γραμμικής – κλασικής” αναμετρήσεως, δηλαδή κανονικός πόλεμος, δεν ήταν ελκυστική, ιδίως από την στιγμή που η Ουκρανία διέθετε αξιόλογο στρατιωτικό δυναμικό. Καθώς υπήρχε φιλορωσική επιρροή σε μερίδα του πληθυσμού και στο παρελθόν φιλορωσική κυβέρνηση, τον πολιτικό σκοπό του προέδρου Πούτιν εμπόδιζε ευθέως όχι η στρατιωτική ισχύς της Ουκρανίας αλλά το πρόσωπο του προέδρου Ζελένσκι. Ο αποκεφαλισμός της ηγεσίας – κυβερνήσεως ενός αντιπάλου κράτους, είναι δοκιμασμένη πρακτική μειζόνων επεμβάσεων της Μόσχας σε χώρες όπου έχει ήδη έναν βαθμό επιρροής. Η πρακτική εφαρμόσθηκε από την εποχή της ΕΣΣΔ (Τσεχοσλοβακία 1968, Αφγανιστάν 1979) και από την Ρωσία στην Τσετσενία το 1994. Η κυβερνητική ανατροπή επιφέρει ταχεία παράλυση και μετάβαση του αντιπάλου στην επιθυμητή νέα κατάσταση, χωρίς ιδιαίτερη αιματοχυσία. Στρατιωτικώς, αυτό σημαίνει “χειρουργική” επέμβαση στην πρωτεύουσα, συνδυασμένη από πίεση μάζας δυνάμεων εισβολής σε πολλαπλούς άξονες. 

Τέτοιου “Πολιτικοστρατιωτικού” τύπου επεμβάσεις, μπορούν να περιγραφούν με την ευρεία έννοια ως “Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση”. Καθόλου τυχαίο ότι έτσι ακριβώς χαρακτήρισε η Μόσχα από την πρώτη στιγμή την εισβολή στην Ουκρανία!

Oι άξονες εισβολής κατά την επέμβαση της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν το 1979.

Μόνο υπ’ αυτό το πρίσμα, δηλαδή της επιλογής “Πολιτικοστρατιωτικής” επεμβάσεως στην Ουκρανία για την ανατροπή της κυβερνήσεως Ζελένσκι κι όχι ενός κανονικού πολέμου για επικράτηση σε στρατιωτικό επίπεδο, μπορούν να εξηγηθούν τα “ανεξήγητα” χαρακτηριστικά στην ρωσική εισβολή. Αδυναμίες όπως η ανυπαρξία Ενιαίας Διοικήσεως των δυνάμεων και ο τεμαχισμός ισχύος σε πολλαπλούς άξονες εισβολής, δεν έχουν ιδιαίτερη επίπτωση όταν είναι υποβοηθητικές της εμφανέστατης Κυρίας Προσπαθείας στο Κίεβο, με απευθείας έλεγχο από το Κρεμλίνο λόγω επιδιώξεως πολιτικού αποτελέσματος κι όχι τυπικού στρατιωτικού ΑΝΣΚ.

Επομένως, η ακροβατική προσπάθεια των θετικώς διακείμενων προς την Ρωσία αναλυτών να δικαιολογήσουν τις ρωσικές αδυναμίες σε επίπεδο σχεδιασμού, είναι εντελώς άκυρη, επειδή “διαβάζουν” λάθος τις ρωσικές επιλογές. Είναι απλώς άτοπη η θέση τους περί δήθεν διπλής διαστάσεως (μιας στρατηγικής και μιας επιχειρησιακής) στον σχεδιασμό της Μόσχας. Η στρατηγική επιδίωξη της πολιτικής αλλαγής στην Ουκρανία, δεν μπορεί να συμβαδίζει με επιχειρησιακή επιδίωξη δεσμεύσεως ουκρανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο… Κίεβο, δηλαδή εκεί ακριβώς που επιδιώκεται το ταχύ αποτέλεσμα!

Οι άξονες εισβολής κατά την επέμβαση της Ρωσίας στην Τσετσενία το 1994.

Για λόγους που δεν μπορούν να αναλυθούν επαρκώς ακόμη με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, ο πρόεδρος Ζελένσκι δεν λύγισε. Η φυσική εξόντωσή του, δεν φαίνεται να ήταν μέρος του σχεδιασμού, παρά τις μη διασταυρωμένες πληροφορίες περί αποπειρών εξοντώσεώς του. Διαφαίνεται ότι εκτιμήθηκε πως, με την “ημιχειρουργική” επιχείρηση και ταχεία απειλητική εμφάνιση προ του Κιέβου των VDV και υπό το κράτος δέους από την πίεση της μαζικής πολυαξονικής εισβολής, θα προκαλείτο τέτοιος κλονισμός στον Ουκρανό πρόεδρο, ώστε θα εγκατέλειπε την χώρα.

Οι Ρώσοι φαίνεται ότι κατέληξαν σε εσφαλμένη εκτίμηση για το φρόνημα και την βούληση του ουκρανικού λαού και του ηγέτη του να αντισταθούν. Πιθανώς έπεσαν θύματα υπεραισιόδοξων ανεδαφικών εκτιμήσεων λόγω του φαινομένου σε απολυταρχικά καθεστώτα η πίεση της κεντρικής εξουσίας να οδηγεί αξιωματούχους στις θέσεις ευθύνης, να ευθυγραμμίζονται με αυτά που θέλει να ακούσει ο ηγέτης. Τοιουτοτρόπως, αυτός που υπέστη Στρατηγικό Αιφνιδιασμό ήταν οι Ρώσοι.

Το σχέδιο της “Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης”, με τα αξιοπερίεργα χαρακτηριστικά, δεν ανταποκρινόταν στα τυπικά κριτήρια της στρατιωτικής σχεδιάσεως, με αποτέλεσμα, άπαξ και ο πρόεδρος Ζελένσκι δεν ανατράπηκε, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις να έχουν ανάμεικτα αποτελέσματα. Στον βορρά, οι Ουκρανοί επέδειξαν αξιοθαύμαστη αντίδραση, με αποτέλεσμα οι ρωσικές δυνάμεις να βρεθούν αντιμέτωπες με κάτι για το οποίο απλώς δεν ήταν προετοιμασμένες και να υποφέρουν σοβαρά. Στον νότο, η πρόοδος ήταν ευχερέστερη λόγω μικρών ουκρανικών δυνάμεων και του φιλορωσικού στοιχείου που δεν υπάκουσε στις εντολές του Κιέβου. Το συνολικό όμως βάλτωμα και η αποτυχία, οδήγησε την ρωσική πλευρά σε αναπροσαρμογή σχεδίου έπειτα από 4 εβδομάδες ατελέσφορου αγώνος και την δημόσια ανακήρυξη περί δευτέρας φάσεως της επιχειρήσεως. Καθώς η “Πολιτικοστρατιωτική” Επέμβαση απέτυχε, αυτή η νέα φάση, θα είναι από πλευράς στρατιωτικού σχεδιασμού μια πιο τυπική πολεμική αναμέτρηση. Βεβαίως, οι Ρώσοι εξακολουθούν να αποκαλούν την εκστρατεία ως “Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση”.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ